Περίληψη
Η παρούσα διατριβή αποσκοπούσε: - (α) Στη μελέτη της παλινδρόμησης της μήτρας σε προβατίνες με αναπαραγωγικά προβλήματα – ειδικότερα, χρησιμοποιήθηκαν η επιλόχεια λοίμωξη της μήτρας και η τοξιναιμία της εγκυμοσύνης ως πρότυπα για λεπτομερή μελέτη. - (β) Στην αξιολόγηση της χρήσης της υπερηχογραφικής εξέτασης για τη μελέτη της παλινδρόμησης της μήτρας σε προβατίνες μετά τον τοκετό. - (γ) Στην αξιολόγηση ενδεχόμενων επιπτώσεων της επιλόχειας λοίμωξης της μήτρας και της τοξιναιμίας της εγκυμοσύνης στην αναπαραγωγική απόδοση των προσβεβλημένων προβατίνων. Στο Κεφάλαιο Ι, ανασκοπούνται η βιβλιογραφία σχετικά με το γεννητικό σύστημα των προβατίνων κατά την επιλόχεια περίοδο και η βιβλιογραφία σχετικά με τις παθολογικές κατάστάσεις της μήτρας κατά την επιλόχεια περίοδο. Στο Κεφάλαιο ΙΙ, περιγράφονται τα κλινικά, υπερηχογραφικά, βακτηριολογικά, κυτταρολογικά και ιστοπαθολογικά ευρήματα της παλινδρόμησης της μήτρας σε προβατίνες με επιλόχεια λοίμωξη της μήτρας, καθώς και οι επιπτώσεις στην αναπ ...
Η παρούσα διατριβή αποσκοπούσε: - (α) Στη μελέτη της παλινδρόμησης της μήτρας σε προβατίνες με αναπαραγωγικά προβλήματα – ειδικότερα, χρησιμοποιήθηκαν η επιλόχεια λοίμωξη της μήτρας και η τοξιναιμία της εγκυμοσύνης ως πρότυπα για λεπτομερή μελέτη. - (β) Στην αξιολόγηση της χρήσης της υπερηχογραφικής εξέτασης για τη μελέτη της παλινδρόμησης της μήτρας σε προβατίνες μετά τον τοκετό. - (γ) Στην αξιολόγηση ενδεχόμενων επιπτώσεων της επιλόχειας λοίμωξης της μήτρας και της τοξιναιμίας της εγκυμοσύνης στην αναπαραγωγική απόδοση των προσβεβλημένων προβατίνων. Στο Κεφάλαιο Ι, ανασκοπούνται η βιβλιογραφία σχετικά με το γεννητικό σύστημα των προβατίνων κατά την επιλόχεια περίοδο και η βιβλιογραφία σχετικά με τις παθολογικές κατάστάσεις της μήτρας κατά την επιλόχεια περίοδο. Στο Κεφάλαιο ΙΙ, περιγράφονται τα κλινικά, υπερηχογραφικά, βακτηριολογικά, κυτταρολογικά και ιστοπαθολογικά ευρήματα της παλινδρόμησης της μήτρας σε προβατίνες με επιλόχεια λοίμωξη της μήτρας, καθώς και οι επιπτώσεις στην αναπαραγωγική απόδοση των προσβεβλημένων ζώων. Αμέσως μετά τον τοκετό, προκλήθηκε λοίμωξη της μήτρας σε προβατίνες (ομάδα I, n = 10) με ενδομητριαίο ενοφθαλμισμό Escherichia coli – στον πειραματισμό περιλήφθηκαν και μη ενοφθαλμισμένα ζώα ως μάρτυρες (ομάδα C, n = 12). Οι προβατίνες εξετάζονταν επί 60 ημέρες μετά τον τοκετό, σε τακτικά χρονικά διαστήματα, πριν από και μετά τον ενοφθαλμισμό. Πραγματοποιήθηκαν κλινικές και υπερηχογραφικές εξετάσεις. Συλλέχθηκαν κολπικά επιχρίσματα με βαμβακοφόρους στυλεούς και δείγματα ιστών από τη μήτρα με βιοψία για βακτηριολογικές, κυτταρολογικές και ιστολογικές εξετάσεις. Στη συνέχεια, οι προβατίνες τοποθετήθηκαν με κριούς και αξιολογήθηκε η αναπαραγωγική απόδοσή τους. Μετά τον ενοφθαλμισμό, κατά την υπερηχογραφική εξέταση βρέθηκε ότι οι διαστάσεις των φυμάτων της μήτρας, το πάχος του μυομητρίου και η διάμετρος της κοιλότητας της μήτρας ήταν μεγαλύτερες στις ενοφθαλμισμένες προβατίνες. Στα ενοφθαλμισμένα ζώα η μεγαλύτερη μείωση των διαστάσεων των ανωτέρω έλαβε χώρα τη δεύτερη εβδομάδα μετά τον τοκετό, ενώ στα ζώα-μάρτυρες έλαβε χώρα την πρώτη εβδομάδα μετά τον τοκετό. Η διάμετρος της μητριαίας αρτηρίας και ο όγκος της αιματικής ροής στη μήτρα είχαν επίσης μεγαλύτερες τιμές στα ενοφθαλμισμένα ζώα από τα ζώα-μάρτυρες. Η απομόνωση E. coli ήταν πιο συχνή και διήρκεσε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στα ενοφθαλμισμένα ζώα από τα ζώα-μάρτυρες: το βακτήριο απομονώθηκε από 68,1% και 50,0% των προβατίνων, με διάμεση διάρκεια απομόνωσης 19,5 και 14,0 ημέρες, αντίστοιχα. Σε κολπικά επιχρίσματα, υπήρχε μικρότερη αναλογία ουδετερόφιλων λευκοκυττάρων και μεγαλύτερη αναλογία λεμφοκυττάρων στα ενοφθαλμισμένα ζώα από τα ζώα-μάρτυρες. Στα ενοφθαλμισμένα ζώα, κατά την ιστοπαθολογική εξέταση, βρέθηκαν καταστροφή του επιθηλίου της μήτρας, αυξημένη λευκοκυτταρική διήθηση, υπεραιμία και εξαγγείωση, για περίοδο έως 42 ημερών μετά τον τοκετό. Κατά την επόμενη αναπαραγωγική περίοδο, όλες οι ενοφθαλμισμένες προβατίνες γέννησαν με φυσιολογικό τοκετό υγιή νεογέννητα αρνιά. Τελικά, δεν υπήρχε διαφορά στην αναπαραγωγική απόδοση μεταξύ των ενοφθαλμισμένων ζώων και των ζώων-μαρτύρων. Στο Κεφάλαιο ΙΙΙ, περιγράφονται τα κλινικά, υπερηχογραφικά, βακτηριολογικά, κυτταρολογικά και ιστοπαθολογικά ευρήματα της παλινδρόμησης της μήτρας σε προβατίνες, οι οποίες είχαν εκδηλώσει τοξιναιμία της εγκυμοσύνης στην αμέσως προηγούμενη κύηση, καθώς και οι επιπτώσεις στην αναπαραγωγική απόδοση των προσβεβλημένων ζώων. Χορηγήθηκε σιτηρέσιο ελλειμματικό σε ενέργεια σε προβατίνες (ομάδα A, n = 12), με αποτέλεσμα την ανεύρεση αυξημένων συγκεντρώσεων β-υδροξυβουτυρικού οξέως στο αίμα τους. Στον πειραματισμό περιλήφθηκαν και ζώα στα οποία χορηγήθηκε κανονικό σιτηρέσιο (μάρτυρες, ομάδα C, n = 9). Οι προβατίνες εξετάζονταν επί 60 ημέρες μετά τον τοκετό σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Πραγματοποιήθηκαν κλινικές και υπερηχογραφικές εξετάσεις. Συλλέχθηκαν κολπικά επιχρίσματα με βαμβακοφόρους στυλεούς και δείγματα ιστών από τη μήτρα με βιοψία για βακτηριολογικές, κυτταρολογικές και ιστολογικές εξετάσεις. Στη συνέχεια, οι προβατίνες τοποθετήθηκαν με κριούς και αξιολογήθηκε η αναπαραγωγική απόδοσή τους. Μετά τον τοκετό, κατά την υπερηχογραφική εξέταση βρέθηκε ότι οι διαστάσεις της μήτρας ήταν μεγαλύτερες στα ζώα της ομάδας Α. Σε όλα τα ζώα, η μεγαλύτερη μείωση των διαστάσεων της μήτρας έλαβε χώρα την πρώτη εβδομάδα μετά τον τοκετό. Ο όγκος της αιματικής ροής στη μήτρα ήταν μεγαλύτερος στα ζώα της ομάδας Α. Η συχνότητα απομόνωσης βακτηρίων δεν διέφερε μεταξύ των δύο ομάδων, ενώ η διάμεση διάρκεια απομόνωσης βακτηρίων ήταν μεγαλύτερη στα ζώα της ομάδας Α. Στα δείγματα από τον κόλπο όλων των ζώων κυριαρχούσαν τα ουδετερόφιλα λευκοκύτταρα, όμως στα ζώα της ομάδας Α υπήρχε μικρότερη αναλογία ουδετερόφιλων λευκοκυττάρων από τα ζώα-μάρτυρες. Δεν βρέθηκαν διαφορές στα ιστολογικά ευρήματα μεταξύ των δύο ομάδων. Κατά την επόμενη αναπαραγωγική περίοδο όλες οι προβατίνες της ομάδας Α γέννησαν με φυσιολογικό τοκετό υγιή νεογέννητα αρνιά. Τελικά, δεν υπήρχε διαφορά στην αναπαραγωγική απόδοση μεταξύ των ενοφθαλμισμένων ζώων και των ζώων-μαρτύρων. Συμπερασματικά, η μελέτη αξιολόγησε τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των λοιμώξεων της μήτρας και της τοξιναιμίας της εγκυμοσύνης στην παλινδρόμηση της μήτρας και στην αναπαραγωγική απόδοση των προσβεβλημένων προβατίνων. Σε ζώα με λοίμωξη της μήτρας, η βακτηριακή εισβολή αντιμετωπίστηκε με επιτυχία – μολαταύτα η διαδικασία παλινδρόμησης διήρκεσε μεγαλύτερο χρόνο στα προσβεβλημένα από τα υγιή ζώα. Σε ζώα τα οποία είχαν εκδηλώσει τοξιναιμία της εγκυμοσύνης στην προηγούμενη κύηση, δεν υπήρχαν διαφορές στη διαδικασία παλινδρόμησης από τα υγιή ζώα. Η υπερηχογραφική εξέταση βρέθηκε ότι ήταν χρήσιμη για την αξιολόγηση του γεννητικού συστήματος των προβατίνων μετά τον τοκετό. Εφόσον εφαρμοζόταν η σωστή διαχείριση υγείας των προσβεβλημένων προβατίνων κατά την επόμενη κύηση, δεν παρατηρούνταν προβλήματα στην αναπαραγωγική απόδοση των προβατίνων, οι οποίες είχαν προηγουμένως εκδηλώσει λοίμωξη της μήτρας ή τοξιναιμία της εγκυμοσύνης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The general objectives of this thesis were as below. - (a) The study of the uterine involution in ewes with reproductive disorders; post-partum uterine infection and pregnancy toxaemia were used as models for detailed study in the work. - (b) The evaluation of the use of ultrasonographic examination for the post-partum study of uterine involution in ewes. - (c) The assessment of any potential adverse effects of post-partum uterine infection and pregnancy toxaemia in the subsequent reproductive performance of the affected ewes. In Chapter I, the literature regarding the genital tract of ewes during the puerperium and the disorders of the uterus of ewes during the puerperium is reviewed. In Chapter II, the clinical, ultrasonographic, bacteriological, cytological and histopathological findings of uterine involution in ewes with post-partum uterine infection and the subsequent effects in the reproductive performance of affected ewes are described. Uterine infection was induced immediately ...
The general objectives of this thesis were as below. - (a) The study of the uterine involution in ewes with reproductive disorders; post-partum uterine infection and pregnancy toxaemia were used as models for detailed study in the work. - (b) The evaluation of the use of ultrasonographic examination for the post-partum study of uterine involution in ewes. - (c) The assessment of any potential adverse effects of post-partum uterine infection and pregnancy toxaemia in the subsequent reproductive performance of the affected ewes. In Chapter I, the literature regarding the genital tract of ewes during the puerperium and the disorders of the uterus of ewes during the puerperium is reviewed. In Chapter II, the clinical, ultrasonographic, bacteriological, cytological and histopathological findings of uterine involution in ewes with post-partum uterine infection and the subsequent effects in the reproductive performance of affected ewes are described. Uterine infection was induced immediately post-partum in ewes (group I, n = 10) by intrauterine inoculation of Escherichia coli; uninoculated controls were included (group C, n = 12). The ewes were studied up to 60th day post-partum by examinations at regular intervals before and post-inoculation. Clinical and ultrasonographic examinations were performed. Vaginal swab samples and biopsy uterine tissue samples were collected for bacteriological, cytological and histological examination. Finally, the ewes were put to rams and their reproductive performance was monitored. After challenge, it was ultrasonographically found that caruncular dimensions, myometrial thickness and diametre of uterine lumen were greater in I ewes. In these ewes, particular reduction of dimensions occurred during the second week post-partum, whilst in C ewes during the first week. The uterine artery diametre and the blood flow into the uterus were also greater in I than in C ewes. E. coli infection was more frequent and of longer duration in I than in C ewes: in 68.1% and 50.0% of ewes, with a median duration of 19.5 and 14.0 days, respectively. In vaginal smears, there was lower proportion of neutrophils and higher of lymphocytes in group I than in C. In inoculated ewes, there was histological evidence of uterine epithelial destruction, increased leucocytic infiltration, hyperaemia and extravasation, which persisted up to 42 days post-partum. During the subsequent reproductive season, all ewes in group I lambed normally and produced healthy and viable lambs. Finally, no significant difference in reproductive performance parametres were seen in I in comparison to C ewes. In Chapter III, the clinical, ultrasonographic, bacteriological, cytological and histopathological findings of uterine involution in ewes that had pregnancy toxaemia during the preceding gestation and the subsequent effects in the reproductive performance of affected ewes are described. Ewes (group A, n = 12) were provided an energy-deficient feed during the last stage of gestation; consequently, increased β-hydroxybutyrate concentrations in their blood were detected. Control animals provided with an appropriate ration, were also included (group C, n = 9). The ewes were studied up to 60th day post-partum by examinations at regular intervals. Clinical and ultrasonographic examinations were performed. Vaginal swab samples and biopsy uterine tissue samples were collected for bacteriological, cytological and histological examination. Finally, the ewes were put to rams and their reproductive performance was monitored. After lambing, it was ultrasonographically found that the uterine structures of A ewes were greater than those of C ewes. Particular reduction occurred during the first week after lambing in all ewes into the study. Post-partum uterine blood flow volume was greater in A than C ewes. Frequency of bacterial isolation did not differ between groups; period from lambing to first infection and duration of infection was longer in A than C ewes. Neutrophils predominated in vaginal samples from all ewes, but the neutrophil proportion in A was smaller than in C ewes. Histological findings did not indicate major differences in involution process between groups. During the subsequent reproductive season, all ewes in group A lambed normally and produced healthy and viable lambs. Finally, no significant difference in reproductive performance parametres were seen in A in comparison to C ewes. In conclusion, the study has investigated the long-term effects of uterine infection and pregnancy toxaemia in uterine involution and in the subsequent reproductive performance of affected ewes. In ewes with uterine infection, the uterus was able to counteract the bacterial invasion; nevertheless, the process of involution took longer in affected ewes than in healthy animals. In ewes that had developed pregnancy toxaemia during the preceding gestation, no overall differences were evident in the involution process compared to healthy animals. The ultrasonographic examination was found to be a useful means for the assessment of the genital tract of ewes post-partum. After undertaking correct health management in all affected ewes during the subsequent gestation, no adverse effects were noted in the reproductive performance of ewes previously with uterine infection or pregnancy toxaemia.
περισσότερα