Περίληψη
H παρούσα έρευνα αποσκοπεί στη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να μελετάται η ανθεκτικότητα, ως χαρακτηριστικό ή ως διεργασία, αλλά και στη διερεύνηση του ρόλου της σε σχέση με την έκθεση σε ένα πολύ συγκεκριμένο είδος κινδύνου, τη συναισθηματική κακοποίηση μαθητών από εκπαιδευτικούς. Η διερεύνηση του τρόπου μελέτης της ανθεκτικότητας σε σχέση με την κακοποίηση μπορεί να επιτευχθεί μελετώντας την ανθεκτικότητα ως σταθερό χαρακτηριστικό εφαρμόζοντας της αναδρομική μέθοδο και ως διεργασία εφαρμόζοντας τη σύγχρονη μέθοδο. Το δείγμα των παιδιών αποτέλεσαν 345 μαθητές και μαθήτριες δημοτικών σχολείων που φοιτούσαν στη Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη. Ο μέσος όρος ηλικίας ήταν 10.8 έτη Το δείγμα των ενηλίκων αποτέλεσαν 112 άτομα με μέσο όρο ηλικίας τα 31.3 έτη. Οι μεταβλητές που αξιολογήθηκαν ήταν οι εμπειρίες συναισθηματικής κακοποίησης από εκπαιδευτικούς, η ανθεκτικότητα και η ψυχική λειτουργικότητα. Τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν τόσο για την αναδρομική όσο και για τη σύγχρονη διερεύν ...
H παρούσα έρευνα αποσκοπεί στη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να μελετάται η ανθεκτικότητα, ως χαρακτηριστικό ή ως διεργασία, αλλά και στη διερεύνηση του ρόλου της σε σχέση με την έκθεση σε ένα πολύ συγκεκριμένο είδος κινδύνου, τη συναισθηματική κακοποίηση μαθητών από εκπαιδευτικούς. Η διερεύνηση του τρόπου μελέτης της ανθεκτικότητας σε σχέση με την κακοποίηση μπορεί να επιτευχθεί μελετώντας την ανθεκτικότητα ως σταθερό χαρακτηριστικό εφαρμόζοντας της αναδρομική μέθοδο και ως διεργασία εφαρμόζοντας τη σύγχρονη μέθοδο. Το δείγμα των παιδιών αποτέλεσαν 345 μαθητές και μαθήτριες δημοτικών σχολείων που φοιτούσαν στη Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη. Ο μέσος όρος ηλικίας ήταν 10.8 έτη Το δείγμα των ενηλίκων αποτέλεσαν 112 άτομα με μέσο όρο ηλικίας τα 31.3 έτη. Οι μεταβλητές που αξιολογήθηκαν ήταν οι εμπειρίες συναισθηματικής κακοποίησης από εκπαιδευτικούς, η ανθεκτικότητα και η ψυχική λειτουργικότητα. Τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν τόσο για την αναδρομική όσο και για τη σύγχρονη διερεύνηση, επιλέχθηκαν η/και προσαρμόστηκαν έτσι ώστε να μην διαφοροποιούνται σε επίπεδο εγκυρότητας της μέτρησης των εννοιολογικών κατασκευασμάτων που είναι κοινά στους ενήλικους και στα παιδιά. Σε σχέση με τις αναφερόμενες εμπειρίες συναισθηματικής κακοποίησης, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα ποσοστά τόσο για τους ενηλίκους, όσο και για τα παιδιά είναι αρκετά υψηλά συνολικά και για την κάθε εμπειρία κακοποίησης ξεχωριστά. Η εξέταση του ρόλου της ανθεκτικότητας πραγματοποιήθηκε με τη χρήση της μεθόδου της διαμεσολάβησης. Οι παλινδρομικές αναλύσεις που εφαρμόστηκαν για τον έλεγχο μιας σειράς προϋποθέσεων αποκάλυψαν στατιστικά σημαντικές σχέσεις μεταξύ των υπό μελέτη μεταβλητών. Η εφαρμογή του τεστ Sobel έδειξε ότι η διαμεσολάβηση είναι στατιστικά σημαντική και υποδεικνύει ότι ανθεκτικότητα διαμεσολαβεί με στατιστική σημαντικότητα στην στη σχέση μεταξύ της συναισθηματικής κακοποίησης και της λειτουργικότητας.Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι και οι δύο προσεγγίσεις μπορούν να επιστρατευτούν για τη μελέτη της ανθεκτικότητας προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες και ερμηνεύσιμα αποτελέσματα. Η παρούσα έρευνα έδειξε ότι, όχι μόνο η συγκεκριμένη μορφή κακοποίησης επιδρά στην λειτουργικότητα των παιδιών, αλλά επιπλέον η επίδραση αυτή επηρεάζεται από τα επίπεδα ανθεκτικότητας που επιδεικνύουν τα παιδιά. Τα ποσοστά των αναφερόμενων εμπειριών συναισθηματικής κακοποίησης που καταγράφηκαν με αυτή την μελέτη είναι τα πρώτα διαθέσιμα για τα ελληνικά δεδομένα. Τα υψηλά ποσοστά υποδεικνύουν ότι το φαινόμενο αποτελεί πραγματικότητα και για τις ελληνικές εκπαιδευτικές μονάδες, τόσο στο παρόν, όσο και στο παρελθόν. Προσφέρεται μια καινούργια διάσταση, καθώς συνδέονται πολύ συγκεκριμένοι παράγοντες της ανθεκτικότητας που δρουν προστατευτικά ενάντια στην επίδραση του φαινομένου αυτού. Επίσης, εξετάστηκε ένας νέος ορισμός της συναισθηματικής κακοποίησης των μαθητών από το εκπαιδευτικό προσωπικό σε μια προσπάθεια να καλυφθούν τα κενά που παρουσιάζουν οι ορισμοί που απαντώνται στη σύγχρονη βιβλιογραφία. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης δίνοντας τις απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα, μπορούν να αποτελέσουν τον πυλώνα για την διαμόρφωση τακτικών παρέμβασης και πρόληψης σε μίκρο- και μάκρο- κοινωνικό επίπεδο.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present aims to investigate the best way(s) to measure resilience either as a dynamic process or as a personality trait. It also purports to explore the role of resilience to a very specific form of abuse, the abuse induced by educators. Taken together the investigation of resilience to abuse can be implemented by studying resilience retrospectively as a personality trait and prospectively as a dynamic process.Data collection came from adult and children participants. The children sample consisted of 345 4th, 5th and 6th graders of elementary schools. The mean age was 10.8 years, while 170 were boys and 175 were girls. The adult sample consisted of 112 participants with mean age 31.3 years , while 82 were women and 30 were men. The variables that assessed were the reported experiences of emotional abuse, the resilience and the psychological well-being. The instruments employed for both the retrospective and the prospective approach were chosen and/or adapted in order to achieve gr ...
The present aims to investigate the best way(s) to measure resilience either as a dynamic process or as a personality trait. It also purports to explore the role of resilience to a very specific form of abuse, the abuse induced by educators. Taken together the investigation of resilience to abuse can be implemented by studying resilience retrospectively as a personality trait and prospectively as a dynamic process.Data collection came from adult and children participants. The children sample consisted of 345 4th, 5th and 6th graders of elementary schools. The mean age was 10.8 years, while 170 were boys and 175 were girls. The adult sample consisted of 112 participants with mean age 31.3 years , while 82 were women and 30 were men. The variables that assessed were the reported experiences of emotional abuse, the resilience and the psychological well-being. The instruments employed for both the retrospective and the prospective approach were chosen and/or adapted in order to achieve greater consistency among the constructs common for adults and children participants.Results revealed that adults and children participants report high levels of emotional abuse experiences induced by educators overall and for each type of reported experience separately. Mediation analysis was employed to examine the role of resilience. Regression analyses yielded significant links among the variables under investigation. The Sobel test was applied to examine statistical significance of mediation. It was shown that mediation is significant and it implies that resilience mediated the effect of reported experiences of emotional abuse on children’s psychological wellbeing.The results show that both approaches can employed for the study of resilience as they may offer valuable information and interpretable results. Current study showed that not only this form of abuse affects children’s adaptation but it also can be mediated by resilience. The percentages of reported experiences of emotional abuse provided by the current study are the first for the Greek domain. The high levels of abuse experiences suggest that this phenomenon occurs within Greek educational settings in the present and that it was happening in the past as well. The present study offers a new dimension because specific protective factors of resilience have been associated with this form of abuse Also, a new definition of classroom emotional abuse has been developed and tested in an effort to fill the gap of the available definition in the literature. The results of this study provide answers to important questions and consist the basis of developing prevention and intervention strategies in micro- and macro- level.
περισσότερα