Περίληψη
Η ενδομήτρια ανάπτυξη του εμβρύου αποτελεί συνισταμένη γενετικού δυναμικού και περιβαλλοντικών επιδράσεων. Διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο τόσο στη βραχυπρόθεσμη όσο και στη μακροπρόθεσμη υγεία του νεογνού, καθώς μικρά και μεγάλα για την ηλικία κύησης νεογνά παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης περιγεννητικών και μακροπρόθεσμων επιπλοκών για το έμβρυο. Η διατροφή, τα προϊόντα που χρησιμοποιεί η μητέρα και το ευρύτερο περιβάλλον της, επιδρούν σημαντικά στο περιγεννητικό αποτέλεσμα. Ουσίες τις οποίες καταναλώνει και στις οποίες εκτίθεται η μητέρα, όπως οι ενδοκρινικοί διαταράκτες και το ακρυλαμίδιο, και οι οποίες διέρχονται τον πλακουντιακό φραγμό έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν την ανάπτυξη του εμβρύου κι έχουν συσχετισθεί με διαταραχές ανάπτυξης. Η Δισφαινόλη α (BPA) αποτελεί έναν από τους πιο ευρέως διαδεδομένους ενδοκρινικούς διαταράκτες, ουσίες δηλαδή οι οποίες μπορούν να μεταβάλλουν τη φυσιολογική ομοιόσταση των ορμονών, επηρεάζοντας τη δράση, την έκκριση, τη βιοσύνθεση ...
Η ενδομήτρια ανάπτυξη του εμβρύου αποτελεί συνισταμένη γενετικού δυναμικού και περιβαλλοντικών επιδράσεων. Διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο τόσο στη βραχυπρόθεσμη όσο και στη μακροπρόθεσμη υγεία του νεογνού, καθώς μικρά και μεγάλα για την ηλικία κύησης νεογνά παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης περιγεννητικών και μακροπρόθεσμων επιπλοκών για το έμβρυο. Η διατροφή, τα προϊόντα που χρησιμοποιεί η μητέρα και το ευρύτερο περιβάλλον της, επιδρούν σημαντικά στο περιγεννητικό αποτέλεσμα. Ουσίες τις οποίες καταναλώνει και στις οποίες εκτίθεται η μητέρα, όπως οι ενδοκρινικοί διαταράκτες και το ακρυλαμίδιο, και οι οποίες διέρχονται τον πλακουντιακό φραγμό έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν την ανάπτυξη του εμβρύου κι έχουν συσχετισθεί με διαταραχές ανάπτυξης. Η Δισφαινόλη α (BPA) αποτελεί έναν από τους πιο ευρέως διαδεδομένους ενδοκρινικούς διαταράκτες, ουσίες δηλαδή οι οποίες μπορούν να μεταβάλλουν τη φυσιολογική ομοιόσταση των ορμονών, επηρεάζοντας τη δράση, την έκκριση, τη βιοσύνθεση, τη μεταφορά και το μεταβολισμό τους. Οι άνθρωποι μπορεί να εκτεθούν με διάφορους τρόπους, όπως μέσω καταναλωτικών προϊόντων, του περιβάλλοντος και της διατροφής. Η δισφαινόλη α διαθέτει οιστρογονομιμητικές ιδιότητες και ασκεί επιγενετικές και γονοτοξικές επιδράσεις. Το ακρυλαμίδιο είναι μια χημική ουσία που προσλαμβάνεται κυρίως μέσω φαγητών όπως τηγανιτές πατάτες, πατατάκια και μπισκότα και μέσω του καπνίσματος (εισπνοή). Μπορεί να ενωθεί με τμήματα πρωτεϊνών και DNA, όπως κι ο μεταβολίτης του γλυκιδαμίδιο, ο οποίος έχει και μεγαλύτερη δραστικότητα και να προκαλέσει βλάβη στο DNA και μεταλλάξεις, αποτελώντας πιθανό καρκινογόνο και νευροτοξικό παράγοντα. Στην παρούσα μελέτη έγινε συλλογή δειγμάτων αμνιακού υγρού από γυναίκες που υποβλήθηκαν σε αμνιοπαρακέντηση νωρίς στο δεύτερο τρίμηνο για ιατρικούς λόγους. Οι εγκυμοσύνες παρακολουθήθηκαν μέχρι τον τοκετό και το βάρος γέννησης των νεογνών καταγράφηκε. Τα δείγματα στη συνέχεια χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες με βάση το βάρος γέννησης του εμβρύου, ως εξής: σε αυτά που ανήκαν σε φυσιολογικά για την ηλικία κύησης νεογνά (AGA), σε αυτά που ανήκαν σε μικρά για την ηλικία κύησης νεογνά (SGA) και σε αυτά που ανήκαν σε μεγάλα για την ηλικία κύησης νεογνά (LGA). Συνολικά συλλέχθηκαν 35 δείγματα στα οποία μελετήθηκε η BPA και 40 στα οποία μελετήθηκε το ακρυλαμίδιο. Ο προσδιορισμός της BPA έγινε με αέρια χρωματογραφία και φασματομετρία μάζας (GC/MS), ενώ ο προσδιορισμός του ακρυλαμιδίου με υγρή χρωματογραφία και διαδοχική φασματομετρία μάζας (LC-MS/MS).Η BPA ανιχνεύθηκε στο 80% (28/35) των δειγμάτων. Η διάμεση συγκέντρωσή της στα δείγματα στα οποία ανιχνεύθηκε ήταν 281,495 pg/mL και κυμαινόταν από 108,82 pg/mL έως 1605,36 pg/mL. Υψηλότερες συγκεντρώσεις BPA ανιχνεύθηκαν στην ομάδα των LGA εμβρύων σε σχέση με τα AGA, ενώ τα SGA εμφάνισαν τις μικρότερες συγκεντρώσεις. Οι διαφορές μεταξύ των ομάδων δεν ήταν στατιστικά σημαντικές στο επίπεδο σημαντικότητας του 5%. Τα επίπεδα του BPA παρουσίασαν στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση με την εκατοστιαία θέση του βάρους γέννησης για την ηλικία κύησης (r = 0,351, p-value = 0,039) και συσχετίστηκαν αντιστρόφως με την ηλικία κύησης σε τελειόμηνες κυήσεις (μεταξύ 37 και 41 εβδομάδων) (r = -0,365, p-value = 0,031). Το ακρυλαμίδιο ανιχνεύθηκε στο 15% των δειγμάτων (6/40). Οι συγκεντρώσεις κυμαίνονταν από 7.1 ng/ml έως 1468 ng/ml και προέρχονταν από AGA νεογνά. Συμπερασματικά, η ανίχνευση στο αμνιακό υγρό ουσιών όπως η δισφαινόλη α και το ακρυλαμίδιο αποδεικνύει ότι η έκθεση της μητέρας σε αυτούς τους περιβαλλοντικούς παράγοντες δύναται να επηρεάσει την υγεία του εμβρύου, αφού έχουν την ικανότητα να διέρχονται τον πλακουντιακό φραγμό. Η έκθεση σε δισφαινόλη α νωρίς στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης μπορεί να συμβάλει σε αυξημένες εκατοστιαίες θέσεις βάρους γέννησης. Δεδομένου ότι αυτές οι ουσίες αποτελούν ευρέως διαδεδομένους περιβαλλοντικούς ρύπους, απαιτείται ιδιαίτερή προσοχή για την αποφυγή της υψηλής έκθεσης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η οποία αντιπροσωπεύει μια περίοδο αυξημένης ευαισθησίας για το έμβρυο.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Intrauterine growth constitutes a composite of genetic potential and environmental influences. It plays a very important role in both the short-term and long-term health of the newborn, as small and large-for-gestational-age newborns are at increased risk of perinatal and long-term complications. The diet, the products used by the mother and her wider environment have a significant effect on the perinatal outcome. Substances that are consumed by the mother and to which she is exposed, such as endocrine disruptors and acrylamide, can cross the placental barrier, affect fetal growth and have been associated with growth disorders. Bisphenol a (BPA) is one of the most widespread endocrine disruptors, i.e. substances that can alter the normal homeostasis of hormones, affecting their action, secretion, biosynthesis, transport and metabolism. People can be exposed in a number of ways, including through consumer products, the environment and diet. Bisphenol a has estrogen-mimetic properties an ...
Intrauterine growth constitutes a composite of genetic potential and environmental influences. It plays a very important role in both the short-term and long-term health of the newborn, as small and large-for-gestational-age newborns are at increased risk of perinatal and long-term complications. The diet, the products used by the mother and her wider environment have a significant effect on the perinatal outcome. Substances that are consumed by the mother and to which she is exposed, such as endocrine disruptors and acrylamide, can cross the placental barrier, affect fetal growth and have been associated with growth disorders. Bisphenol a (BPA) is one of the most widespread endocrine disruptors, i.e. substances that can alter the normal homeostasis of hormones, affecting their action, secretion, biosynthesis, transport and metabolism. People can be exposed in a number of ways, including through consumer products, the environment and diet. Bisphenol a has estrogen-mimetic properties and exerts epigenetic and genotoxic effects. Acrylamide is a chemical that is mainly ingested through foods such as French fries, potato chips and cookies and through smoking (inhalation). It can bind to parts of proteins and DNA, just like its metabolite glycidamide, which has greater activity and can cause DNA damage and mutations, being a possible carcinogen and neurotoxic agent. In the present study, amniotic fluid samples were collected from women who underwent amniocentesis early in the second trimester for medical reasons. Pregnancies were followed up until delivery and birth weights were recorded. The samples were then divided into three groups based on birth weight, as follows: appropriate-for-gestational-age (AGA) neonates, small-for-gestational-age (SGA) neonates, and those belonging to large for gestational age (LGA) neonates. A total of 35 samples were collected in which BPA was studied and 40 in which acrylamide was studied. BPA was determined by gas chromatography and mass spectrometry (GC/MS), while acrylamide was determined by liquid chromatography and tandem mass spectrometry (LC-MS/MS).BPA was detected in 80% (28/35) of the samples. Median concentration (in samples with BPA concentration above limit of detection) was 281.495 pg/mL and ranged from 108.82 pg/mL to 1605.36 pg/mL. Higher concentrations of BPA were detected in LGA fetuses than AGA, while SGA showed the lowest concentrations. Differences between groups were not statistically significant at the 5% significance level. BPA levels showed a statistically significant positive correlation with birth weight percentile for gestational age (r = 0.351, p-value = 0.039) and were inversely correlated with gestational age in term pregnancies (between 37 and 41 weeks) (r = -0.365, p-value = 0.031). Acrylamide was detected in 15% of the samples (6/40). Concentrations ranged from 7.1 ng/ml to 1468 ng/ml and were derived from AGA neonates. In conclusion, detection of substances such as bisphenol a and acrylamide in the amniotic fluid proves that mother's exposure to these environmental factors can affect the health of the fetus, since they have the ability to cross the placental barrier. Exposure to bisphenol a early in the second trimester of pregnancy may contribute to increased birth weight percentiles. Since these substances are widespread environmental pollutants, special care is needed to avoid high exposure during pregnancy, which represents a period of increased vulnerability for the fetus.
περισσότερα