Περίληψη
Το σύνδρομο Down (Down Syndrome, DS) είναι μια γενετική ανωμαλία με συχνότητα εμφάνισης περίπου 1/800 γεννήσεις παγκοσμίως και θεωρείται μία από τις πιο συχνές αιτίες νοητικής αναπηρίας. Τα άτομα του συνδρόμου παρουσιάζουν διακριτά χαρακτηριστικά, όπως είναι οι ανατομικές παραλλαγές, η νοητική αναπηρία και η καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου. Έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους μελετητές του DS εάν η γλωσσική ανάπτυξη του συγκεκριμένου πληθυσμού μπορεί να χαρακτηριστεί αργή, αλλά φυσιολογική, ή εάν αποκλίνει από την τυπική ανάπτυξη. Οι συζητήσεις επικεντρώνονται κυρίως στο σύνθετο φαινοτυπικό προφίλ του συνδρόμου και στα σημαντικά ελλείμματα που εμφανίζουν τα άτομα με το σύνδρομο στην κατανόηση και την παραγωγή της γλώσσας έναντι των άλλων γνωστικών λειτουργιών. Πιο συγκεκριμένα, η πλειονότητα των μελετών υποστηρίζει ότι υπάρχει συγκεκριμένο μορφοσυντακτικό έλλειμμα στα άτομα με το σύνδρομο συγκριτικά με άλλες περιοχές του γλωσσικού συστήματος. Ωστόσο, η έρευνα για τις γλωσσικές δεξιότητ ...
Το σύνδρομο Down (Down Syndrome, DS) είναι μια γενετική ανωμαλία με συχνότητα εμφάνισης περίπου 1/800 γεννήσεις παγκοσμίως και θεωρείται μία από τις πιο συχνές αιτίες νοητικής αναπηρίας. Τα άτομα του συνδρόμου παρουσιάζουν διακριτά χαρακτηριστικά, όπως είναι οι ανατομικές παραλλαγές, η νοητική αναπηρία και η καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου. Έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους μελετητές του DS εάν η γλωσσική ανάπτυξη του συγκεκριμένου πληθυσμού μπορεί να χαρακτηριστεί αργή, αλλά φυσιολογική, ή εάν αποκλίνει από την τυπική ανάπτυξη. Οι συζητήσεις επικεντρώνονται κυρίως στο σύνθετο φαινοτυπικό προφίλ του συνδρόμου και στα σημαντικά ελλείμματα που εμφανίζουν τα άτομα με το σύνδρομο στην κατανόηση και την παραγωγή της γλώσσας έναντι των άλλων γνωστικών λειτουργιών. Πιο συγκεκριμένα, η πλειονότητα των μελετών υποστηρίζει ότι υπάρχει συγκεκριμένο μορφοσυντακτικό έλλειμμα στα άτομα με το σύνδρομο συγκριτικά με άλλες περιοχές του γλωσσικού συστήματος. Ωστόσο, η έρευνα για τις γλωσσικές δεξιότητες των ατόμων με DS στην ελληνική γλώσσα, και ιδιαίτερα στον μορφοσυντακτικό μηχανισμό, είναι περιορισμένη, και τα αποτελέσματα των ερευνών πολλές φορές είναι αντιφατικά, γεγονός που καθιστά τη διερεύνηση των μορφοσυντακτικών δεξιοτήτων στο συγκεκριμένο σύνδρομο απαραίτητη. Τα ευρήματα που θα προκύψουν από την εν λόγω διερεύνηση θα συμβάλουν στον εμπλουτισμό της σύγχρονης βιβλιογραφίας κυρίως στην κατανόηση της ανάπτυξης του λόγου, και ιδιαίτερα του μορφοσυντακτικού μηχανισμού, των ατόμων με το σύνδρομο Down στην ελληνική γλώσσα. Η παρούσα διατριβή στοχεύει στην εξέταση της παραγωγής και της κατανόησης συγκεκριμένων μορφοσυντακτικών φαινομένων της ελληνικής γλώσσας στα άτομα του DS σε σύγκριση με άτομα τυπικής ανάπτυξης, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οι γλωσσικές δεξιότητες των ατόμων του συνδρόμου αποκλίνουν από την τυπική ανάπτυξη και σε ποια σημεία και εάν προκύπτουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αποτελούν χαρακτηριστικά τουγλωσσικού φαινότυπου του συνδρόμου. Ακόμη, η έρευνα εξετάζει πιθανές συσχετίσεις, όπως εάν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της ηλικίας των συμμετεχόντων του συνδρόμου και άλλων δημογραφικών χαρακτηριστικών με την επίδοσή τους στις δοκιμασίες εξέτασης των μορφοσυντακτικών φαινομένων. Επιπλέον, εξετάστηκαν τα είδη των λαθών που εντοπίστηκαν στις απαντήσεις των ελληνόφωνων ατόμων με DS που συμμετείχαν στην έρευνα και έγινε προσπάθεια κατηγοριοποίησής τους. Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 70 άτομα, εκ των οποίων τα 30 αποτέλεσαν την ερευνητική ομάδα και τα υπόλοιπα 40 αποτέλεσαν τις δυο ομάδες ελέγχου. Η ερευνητική ομάδα συγκροτήθηκε από παιδιά, έφηβους και ενήλικες ηλικίας 9.04-43.0 ετών. Η πρώτη ομάδα ελέγχου σχηματίστηκε με βάση τη νοητική ηλικία των ατόμων του συνδρόμου και αποτελούνταν από παιδιά τυπικής ανάπτυξης 5.02-7.04 ετών, ενώ η δεύτερη ομάδα ελέγχου σχηματίστηκε με βάση τις γλωσσικές επιδόσεις του συνδρόμου στις δοκιμασίες του εκφραστικού και του προσληπτικού λεξιλογίου και αποτελούνταν από παιδιά ηλικίας 4.0-5.0 ετών. Αρχικά, χορηγήθηκαν σε όλους τους συμμετέχοντες οι δοκιμασίες του εκφραστικού και του προσληπτικού λεξιλογίου, και στη συνέχεια οι δοκιμασίες της μορφοσύνταξης. Συγκεκριμένα, για την κατανόηση χορηγήθηκαν οι δοκιμασίες των αντωνυμιών, του αορίστουκαι των αναφορικών προτάσεων, ενώ για την παραγωγή επιλέχθηκαν οι δοκιμασίες των ερωτηματικών και των αναφορικών προτάσεων. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την ανάλυση των δεδομένων δείχνουν ότι η ομάδα με σύνδρομο Down παρουσίασε χαμηλότερες επιδόσεις συγκριτικά με την πρώτη ομάδα ελέγχου, την ομάδα που δημιουργήθηκε με βάση τη νοητική ηλικία, σε όλες τις υπό εξέταση δοκιμασίες. Ωστόσο, η σύγκριση με τη δεύτερη ομάδα ελέγχου, που δημιουργήθηκε με βάση τις γλωσσικές επιδόσεις των συμμετεχόντων, έδειξε ότι η επίδοση των δύο ομάδων σε κάποιες από τις δοκιμασίες ήταν ανάλογη. Επίσης, τα αποτελέσματα από την ανάλυση των συσχετίσεων έδειξαν ότι δε βρέθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ των δημογραφικών και των κοινωνικών χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων με DS (χρονολογική ηλικία, φύλο, μορφωτικό επίπεδο της μητέρας, κ.ά.) και της επίδοσής τους στις δοκιμασίες της μορφοσύνταξης. Τα αποτελέσματα της έρευνας αποκαλύπτουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα άτομα του συνδρόμου σε συγκεκριμένα γραμματικά φαινόμενα και η λεπτομερής ανάλυση των λαθών παρουσιάζει τα είδη των λαθών που συναντώνται στην ελληνική γλώσσα. Εν κατακλείδι, τα ευρήματα της παρούσας διατριβής επιβεβαιώνουν προγενέστερες μελέτες για το DS που υποστήριξαν ότι τα μεγαλύτερα ελλείμματα των ατόμων με το σύνδρομο εντοπίζονται στον τομέα της μορφοσύνταξης. Το γεγονός ότι στην ελληνική βιβλιογραφία είναι περιορισμένες οι έρευνες για τη γλωσσική ανάπτυξη στο DS, αλλά κυρίως το γεγονός ότι συγκρίσεις επιχειρήθηκαν μέχρι τώρα μόνο με βάση τη χρονολογική και τη νοητική ηλικία των ατόμων του συνδρόμου, καθιστούν τα ευρήματα της παρούσας έρευνας ιδιαίτερα σημαντικά. Τα αποτελέσματα της έρευνας θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα σε ειδικούς και μη παιδαγωγούς, αλλά και σε λογοθεραπευτές που δουλεύουν με τη συγκεκριμένη ομάδα. Επίσης, τα πορίσματα τέτοιων ερευνών δύνανται να αξιοποιηθούν στον σχεδιασμό και την εφαρμογή εκπαιδευτικών προγραμμάτων και παρεμβάσεων με σκοπό την συνεχή βελτίωση των γλωσσικών και επικοινωνιακών δεξιοτήτων των ελληνόφωνων ατόμων με σύνδρομο Down. Ωστόσο, περισσότερες έρευνες που θα περικλείουν μεγαλύτερα δείγματα συμμετεχόντων και περισσότερα εργαλεία έρευνας θα πρέπει να διεξαχθούν, προκειμένου να μπορέσουν να αναπαραχθούν τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας αλλά και να γενικευτούν στο σύνολο των ατόμων με σύνδρομο Down.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Down Syndrome (DS) is a genetic disorder with an incidence of approximately 1/800 births worldwide and is considered one of the most common causes of mental retardation. Individuals with DS present distinct characteristics, such as anatomical variations, mental retardation and delay in language development. It has been of particular concern to DS scholars whether the language development of this specific population can be characterized as slow but normal, or whether it deviates from typical development. Discussions focus mainly on the complex phenotypic profile of the syndrome and the significant deficits that people with the syndrome present in the comprehension and the production of language over other cognitive functions. More specifically, the majority of studies support that there is a specific morphosyntactic deficit in individuals with DS compared to other areas of the language system. However, research on the linguistic skills of people with DS in the Greek language, especially ...
Down Syndrome (DS) is a genetic disorder with an incidence of approximately 1/800 births worldwide and is considered one of the most common causes of mental retardation. Individuals with DS present distinct characteristics, such as anatomical variations, mental retardation and delay in language development. It has been of particular concern to DS scholars whether the language development of this specific population can be characterized as slow but normal, or whether it deviates from typical development. Discussions focus mainly on the complex phenotypic profile of the syndrome and the significant deficits that people with the syndrome present in the comprehension and the production of language over other cognitive functions. More specifically, the majority of studies support that there is a specific morphosyntactic deficit in individuals with DS compared to other areas of the language system. However, research on the linguistic skills of people with DS in the Greek language, especially concerning the morphosyntactic mechanism, is limited, and their results are often presented inconsistent, a fact that makes the investigation of the morphosyntactic skills in this specific syndrome necessary. The findings that will arise from this study will contribute to the enrichment of the contemporary literature, and mainly to the understanding of the language development, and particularly of the morphosyntactic mechanism, of people with Down syndrome in the Greek language. The present PhD thesis aims to examine the production and comprehension of specific morphosyntactic phenomena of the Greek language in individuals with DS as compared to individuals of typical development, in order to find out whether the language skills of individuals with DS deviate from typical development and in which points and whether particular features emerge that are characteristic of the language phenotype of the syndrome. Furthermore, this study examines possible correlations, such as whether there is a correlation between the age of the participants of the syndrome or other demographic characteristics with their performance on the tasks which examine the morphosyntactic phenomena. In addition, the types of errors identified in the answers of the Greek-speaking individuals with DS who participated in the study were examined and an effort was made to categorize them. A total of 70 people participated in the study, 30 belonging to the research group and 40 to the two control groups. The research group consisted of children, adolescents and adults aged 9.04-43.0 years. The first control group was formed based on the mental age of the individuals with DS and consisted of children with typical development, 5.02-7.04 years old, while the second control group was formed on the basis of the performance of the participants with DS in language tasks on expressive and receptive vocabulary and consisted of children aged 4.0- 5.0 years. At first, all participants were administered the expressive and receptive vocabulary tasks and then the morphosyntactic tasks. Specifically, the tasks of the pronouns, the perfective past tense and the relative sentences were given in order to examine comprehension, while the tasks of interrogative and relative sentences were chosen for the production. The results obtained from the analysis of the data show that the DS group presented lower performance compared to the first control group, which was formed based on mental age, in all examined tasks. However, the comparison with the second control group, formed on the basis of their performance in language tasks, showed that the performance of the two groups in some of the tasks was comparable. Also, the results of the correlation analysis showed that there was no positive correlation between the demographic and social characteristics of the participants with DS (chronological age, gender, educational level of mother) and their performance in the morphosyntactic tasks. The results of the study reveal the difficulties the individuals with DS face with specific grammatical phenomena and the detailed error analysis presents the types of errors associated with the Greek language. In conclusion, the findings of the present dissertation confirm previous studies on DS, which have claimed that the greatest weaknesses of the individuals with the syndrome are presented in the domain of morphosyntax. The fact that in the Greek literature there are limited studies on the language development of DS, but mainly the fact that up to the present comparisons have been attempted based only on the chronological and mental age of individuals with DS, make the findings of the presentstudy particularly important. The results of the study could be useful to special educators and teachers but also to speech therapists who work with this specific group. Also, the findings of such research studies can be used to design and implement educational programs and interventions for the continuous improvement of the linguistic and communication abilities of Greek-speaking individuals with DS. However, more research studies, that will include larger samples and more research materials, should be conducted, in order to replicate the results of the present study as well as to generalize them to all the individuals with Down syndrome.
περισσότερα