Περίληψη
Η εργασία αναπτύσσεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο από αυτά, το οποίο φέρει τον τίτλο: «Σύγχρονες τάσεις διεύρυνσης της χρήσης μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων και κίνδυνοι για την ασφάλεια του δικαίου», επιχειρείται μια εισαγωγική προσέγγιση στην έννοια των παράτυπων πηγών δικανικής γνώσης με παράλληλη οριοθέτηση της εν λόγω έννοιας έναντι αυτών της αλήθειας και της ασφάλειας του δικαίου. Εδώ η αλήθεια δεν προσεγγίζεται ως μια προϋπάρχουσα ιδέα στην σφαίρα της δικαστικής νόησης, αλλά ως το αποτέλεσμα των κρίσεων που προκύπτει από την σύγκριση της ιδέας που υπάρχει στην διάνοιά μας με τα αντικείμενα της πραγματικότητας. Τούτο σημαίνει ότι η σωστή αποτύπωση της σχέσεως μεταξύ των παραστάσεων και των εννοιών, όπως μας τις παρουσιάζουν οι αισθήσεις και η νόησή μας, θέτουν την αλήθεια υπό την συμφωνία της γνώσης με τους τυπικούς κανόνες της λογικής. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας, το οποίο φέρει τον τίτλο: «Η ένταξη των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων ...
Η εργασία αναπτύσσεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο από αυτά, το οποίο φέρει τον τίτλο: «Σύγχρονες τάσεις διεύρυνσης της χρήσης μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων και κίνδυνοι για την ασφάλεια του δικαίου», επιχειρείται μια εισαγωγική προσέγγιση στην έννοια των παράτυπων πηγών δικανικής γνώσης με παράλληλη οριοθέτηση της εν λόγω έννοιας έναντι αυτών της αλήθειας και της ασφάλειας του δικαίου. Εδώ η αλήθεια δεν προσεγγίζεται ως μια προϋπάρχουσα ιδέα στην σφαίρα της δικαστικής νόησης, αλλά ως το αποτέλεσμα των κρίσεων που προκύπτει από την σύγκριση της ιδέας που υπάρχει στην διάνοιά μας με τα αντικείμενα της πραγματικότητας. Τούτο σημαίνει ότι η σωστή αποτύπωση της σχέσεως μεταξύ των παραστάσεων και των εννοιών, όπως μας τις παρουσιάζουν οι αισθήσεις και η νόησή μας, θέτουν την αλήθεια υπό την συμφωνία της γνώσης με τους τυπικούς κανόνες της λογικής. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας, το οποίο φέρει τον τίτλο: «Η ένταξη των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων στον μηχανισμό του ΚΠολΔ», καταβάλλεται προσπάθεια να αποτυπωθεί η νομοθετική εξέλιξη της ένταξης των παράτυπων πηγών δικανικής γνώσης στον Δικονομικό Νόμο ως επιλογή νομοθετικού συγκερασμού του αυστηρού με το ελαστικό κριτήριο. Στο τρίτο μέρος της εργασίας, το οποίο φέρει τον τίτλο: «Περιπτωσιολογία ελαττωματικών αποδεικτικών μέσων», επιχειρείται η κατηγοριοποίηση των ελαττωματικών μορφών των επώνυμων αποδεικτικών μέσων, και καταβάλλεται προσπάθεια, μέσω και της κριτικής της νομολογιακής αντιμετώπισης, να δοθεί έμφαση στην διάκριση των υποστατών από τις ανυπόστατες πηγές δικανικής γνώσης με κριτήριο την δυνατότητα που αυτές διαθέτουν ως προς την αξιόπιστη αποτύπωση της πραγματικότητας. Η περιπτωσιολογική χάραξη των ορίων του παραδεκτού των ελαττωματικών αποδεικτικών μέσων, που επιχειρήθηκε από τα δικαστήρια, δημιούργησε, εκ των πραγμάτων, ένα όριο, ένα έσχατο, δηλαδή, σημείο, πέραν του οποίου τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα δεν μπορούν να εκτιμώνται καθόλου για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης. Το όριο αυτό είναι το σημείο προσβολής της υπόστασης του ίδιου του αποδεικτικού μέσου. Η χάραξη, όμως, του ως άνω ορίου δεν υπήρξε, νομολογιακά τουλάχιστον, πάντοτε επιτυχής. Εξ’ αυτού ακριβώς του λόγου, καίριας σημασίας καθίσταται η εμβάθυνση στην διάκριση του σχήματος υποστατού – ανυπόστατου αποδεικτικού μέσου. Και η προσπάθεια που ακολουθεί ακριβώς αυτόν τον στόχο επιχειρεί να υλοποιήσει.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The dissertation is developed in three parts: In the first part entitled: “Current trends to expand the use of evidence non-complying with the provisions of the law and perils pertaining to legal certainly”, we attempt an introductory approach of the concept of irregular sources of forensic knowledge while at the same time defining the concept herein in contrast to those of “truth” and “legal certainty”. Truth is not hereby approached as a pre-existing idea in the sphere of judicial intellect, but as the result of judgments deriving from the comparison of the idea in our intellect to the objects of reality. Thus, the proper depiction of the relation between representations and notions, as presented by our senses and intellect, set the truth in accordance with knowledge and the typical norms of logic. In the second part of the dissertation entitled: “Embodiment of evidence non-complying with the provisions of the law in the mechanism of the Civil Procedure Code”, we attempt to depict th ...
The dissertation is developed in three parts: In the first part entitled: “Current trends to expand the use of evidence non-complying with the provisions of the law and perils pertaining to legal certainly”, we attempt an introductory approach of the concept of irregular sources of forensic knowledge while at the same time defining the concept herein in contrast to those of “truth” and “legal certainty”. Truth is not hereby approached as a pre-existing idea in the sphere of judicial intellect, but as the result of judgments deriving from the comparison of the idea in our intellect to the objects of reality. Thus, the proper depiction of the relation between representations and notions, as presented by our senses and intellect, set the truth in accordance with knowledge and the typical norms of logic. In the second part of the dissertation entitled: “Embodiment of evidence non-complying with the provisions of the law in the mechanism of the Civil Procedure Code”, we attempt to depict the legislative evolution of the embodiment of irregular sources of forensic knowledge as an option of legislative conflation of both the strict and flexible criteria. In the third part of the dissertation entitled: “ Cases of defective evidence”, we attempt to categorize defective types of formal evidence and through the review of case-law to emphasize the distinction between substantial and non-substantial sources of forensic knowledge by taking account of the possibility of the reliable depiction of reality. As the Courts set the boundaries of acceptability of defective evidence on a case by case basis, there is a limit beyond which evidence non-complying with the provisions of the law can’t be taken into account where the formation of the judicial belief is concerned. This limit is the point of contesting the very existence of evidence itself. Setting such boundaries hasn’t always been successful in case-law. Consequently, it is crucial to deepen our knowledge of the distinction between substantial and non-substantial evidence. This is the exact pursuit of the following effort.
περισσότερα