Περίληψη
σχεδιασμός της αναπτυξιακής πολιτικής μιας χώρας, μιας περιφέρειας ή μιαςπεριοχής αποβλέπει μεταξύ άλλων και στη βιομηχανική ανασυγκρότηση, η οποίαθα πρέπει να στοχεύει κυρίως στα ακόλουθα: (α) την οικονομική αναβάθμιση, (β)την ορθολογική εκμετάλλευση των διαθέσιμων ενεργειακών πόρων, (γ) τηνπροστασία του περιβάλλοντος και (δ) τη βιωσιμότητα. Οι λόγοι για τους οποίουςεπιβάλλεται αυτή η αναπροσαρμογή (π.χ. μέχρι πρόσφατα υιοθέτηση μη βιώσιμωνπροτύπων κατανάλωσης υλικών και ενέργειας) προέρχονται από τηναλληλεπίδραση της βιομηχανίας με το περιβάλλον και την εξάρτηση τηςδραστηριότητας της από τη χρήση ενέργειας. Τα μέσα που μπορούν να βοηθήσουντον μεταποιητικό τομέα να μετατρέψει την απειλή της εσωτερίκευσης τουεξωτερικού κόστους του «φυσικού κεφαλαίου» σε ευκαιρία, είναι η βιομηχανικήσυμβίωση, η οικοαποδοτικότητα, η πρόληψη ρύπανσης τα οποία αποτελούναντικείμενα της βιομηχανικής οικολογίας, καθώς επίσης και η αποδοτικότητα καιεξοικονόμηση ενέργειας. Για τον ίδιο λόγο σημαντικό ενδιαφέρον ...
σχεδιασμός της αναπτυξιακής πολιτικής μιας χώρας, μιας περιφέρειας ή μιαςπεριοχής αποβλέπει μεταξύ άλλων και στη βιομηχανική ανασυγκρότηση, η οποίαθα πρέπει να στοχεύει κυρίως στα ακόλουθα: (α) την οικονομική αναβάθμιση, (β)την ορθολογική εκμετάλλευση των διαθέσιμων ενεργειακών πόρων, (γ) τηνπροστασία του περιβάλλοντος και (δ) τη βιωσιμότητα. Οι λόγοι για τους οποίουςεπιβάλλεται αυτή η αναπροσαρμογή (π.χ. μέχρι πρόσφατα υιοθέτηση μη βιώσιμωνπροτύπων κατανάλωσης υλικών και ενέργειας) προέρχονται από τηναλληλεπίδραση της βιομηχανίας με το περιβάλλον και την εξάρτηση τηςδραστηριότητας της από τη χρήση ενέργειας. Τα μέσα που μπορούν να βοηθήσουντον μεταποιητικό τομέα να μετατρέψει την απειλή της εσωτερίκευσης τουεξωτερικού κόστους του «φυσικού κεφαλαίου» σε ευκαιρία, είναι η βιομηχανικήσυμβίωση, η οικοαποδοτικότητα, η πρόληψη ρύπανσης τα οποία αποτελούναντικείμενα της βιομηχανικής οικολογίας, καθώς επίσης και η αποδοτικότητα καιεξοικονόμηση ενέργειας. Για τον ίδιο λόγο σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει καιμια νέα μορφή καινοτομίας, η οικοκαινοτομία. Ιδιαίτερα, τα πλεονεκτήματα τηςεφαρμογής της βιομηχανικής οικολογίας είναι πιο εμφανή στο επίπεδο τωνβιομηχανικών περιοχών, πάρκων ή συνοικιών όπου η συνέργεια συμπληρωματικώνεπιχειρήσεων είναι πιο εφικτή.Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων είναι προφανές πως απαιτείται ένα κοινάαποδεκτό μετρικό σύστημα της βιομηχανικής δραστηριότητας, ώστε να υπάρχει ηβάση στην οποία θα στηρίζονται (α) η διάγνωση και συγκριτική αξιολόγηση, και (β)οι αντίστοιχες βιώσιμες στρατηγικές αποφάσεις. Αντικείμενο αυτής της διατριβήςείναι η διάγνωση και η συγκριτική αξιολόγηση βιομηχανικών συγκεντρώσεων, στοπλαίσιο της «Βιώσιμης Ανάπτυξης», υπό το πρίσμα μιας ολιστικής προσέγγισης πουπεριλαμβάνει οικονομικά, ενεργειακά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά για τηδιαχείριση των ενεργειακών εισροών και των περιβαλλοντικών διεργασιών, πουαποβλέπουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας τωνεπιχειρήσεων αλλά και στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παράλληλα.Ο λόγος που δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ανταγωνιστικότητα είναι ότι αποτελείσημαντικό δείκτη και ένα ισχυρό κίνητρο για την αναπτυξιακή προοπτική τηςβιομηχανίας, αλλά και γιατί ο βασικός στόχος αυτής της διατριβής είναι η σύνδεσητης ωφελιμότητας, που μπορεί να προκύψει στη βιομηχανική δραστηριότητα απότην εφαρμογή συστημάτων διαχείρισης ενέργειας και περιβάλλοντος. Θα πρέπει νακαθίσταται σαφές το πλεονέκτημα που αποκτούν οι «περιβαλλοντικάσυνειδητοποιημένες επιχειρήσεις», και ειδικότερα αυτές που ανήκουν σε κάποιοxxiv«γεωγραφικά ή κλαδικά χωροθετημένο σύνολο», από τη βελτίωση των θετικών καιτη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων, οι οποίες αναμένονται από τηνεκμετάλλευση των εισροών ενέργειας και υλικών.Συνοπτικά, όσον αφορά τη μεθόδευση της ερευνητικής εργασίας, αρχικάδιερευνώνται οι μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση ή/και τησυγκριτική αξιολόγηση βιομηχανικών συστημάτων, προκειμένου να επιλεχθεί ηκαταλληλότερη για τις ανάγκες της προκείμενης έρευνας. Στη συνέχεια επιλέγονταιοι γεωγραφικές περιοχές από τις οποίες συλλέχθηκαν τα δεδομένα για τηνυλοποίηση της εφαρμογής και ανάλυσης της επιλεχθείσας μεθοδολογίας, που είναιη ανάλυση της εμέργειας. Η μεθοδολογία αυτή συμπεριλαμβάνει τον υπολογισμόδεικτών για την ανταγωνιστικότητα, την περιβαλλοντική επιβάρυνση και τηβιωσιμότητα των βιομηχανικών συστημάτων. Οι δείκτες αυτοί προσαρμόστηκανστις ανάγκες της έρευνας και προτείνεται βελτίωση του εμεργειακού δείκτη τηςπεριβαλλοντικής επιβάρυνσης για τη διακριτή διαβάθμιση των βιομηχανικώνοικοσυστημάτων στον τομέα των περιβαλλοντικών διεργασιών που εφαρμόζονται.Ακόμη, παρουσιάζεται για πρώτη φορά ένας δείκτης για την αποτύπωση τηςοικοαποδοτικότητας (EPI: Eco‐efficient Performance Index), με τον οποίονεμφανίζεται η επίδραση των οικονομικών, των ανανεώσιμων και μη ανανεώσιμωνεισροών (συντελεστές παραγωγής) στη διαμόρφωση των οικονομικώναποτελεσμάτων (κύκλος εργασιών).Για τη συγκριτική αξιολόγηση των βιομηχανικών συγκεντρώσεων κατά περιοχή καικατά κλάδο πραγματοποιήθηκαν μέθοδοι στατιστικής ανάλυσης, οι οποίες είχανκυρίως ως στόχο την ανάδειξη στατιστικώς σημαντικά διαφορών κατά περιοχή καικλάδο σε όρους ανταγωνιστικότητας, περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, βιωσιμότηταςκαι οικοαποδοτικότητας. Επίσης, τα αποτελέσματα της έρευνας αυτήςχρησιμοποιούνται για την κατασκευή σεναρίων και προτάσεων καλύτερηςδιαχείρισης των διαθέσιμων ενεργειακών, ανανεώσιμων και μη, πόρων και τηβελτίωση των συνθηκών περιβάλλοντος με παράλληλη αύξηση της βιωσιμότηταςμεταποιητικών επιχειρηματικών συναθροίσεων. Τέλος παρατίθενται τα γενικά καιειδικά συμπεράσματα καθώς και οι προτάσεις για περαιτέρω έρευνα.Η επιλογή της μεθόδου της ανάλυσης εμέργειας που χρησιμοποιείται σε αυτήν τηνερευνητική εργασία για τη διάγνωση και τη συγκριτική αξιολόγηση βιομηχανικώνσυγκεντρώσεων στηρίζεται στο γεγονός ότι λαμβάνει υπόψη όλα τα χαρακτηριστικάτης οικονομικής, ενεργειακής και περιβαλλοντικής συμπεριφοράς της βιομηχανικήςδραστηριότητας στην εξαγωγή δεικτών για την ανταγωνιστικότητα, τηνπεριβαλλοντική επιβάρυνση και τη βιωσιμότητα. Η ανάλυση εμέργειας σύμφωνα μεεπίσημες αναφορές «μπορεί να κρατά το κλειδί για ακριβείς μετρήσεις τηςβιωσιμότητας» (EC, Environment, Eco‐innovation Plan) και μπορεί ναxxvχρησιμοποιηθεί για την ολιστική συγκριτική αξιολόγηση τόσο μεταξύ μεμονωμένωνβιομηχανικών μονάδων και κλάδων όσο και μεταξύ συγκροτημάτων, όπως μπορούννα θεωρηθούν οι βιομηχανικές περιοχές (ΒΙ.ΠΕ.), τα βιομηχανικά πάρκα (ΒΙ.ΠΑ.)καθώς ακόμη και το σύνολο των βιομηχανιών μιας γεωγραφικής ενότητας (π.χ.δήμου, περιφερειακής ενότητας, περιφέρειας ή ακόμη και ενός κράτους).Ένας επιπλέον λόγος για την επιλογή της ανάλυσης εμέργειας στη διατριβή αυτήείναι η διερεύνηση της δυνατότητας χρήσης αυτής της μεθόδου για την ολιστικήσυγκριτική αξιολόγηση βιομηχανικών συγκεντρώσεων, προκειμένου να εξάγονταισυμπεράσματα για την άσκηση πολιτικών που αποβλέπουν στη βιώσιμη ανάπτυξη.Ακόμη, λήφθηκε υπόψη και το έλλειμμα που υπάρχει στη σχετική βιβλιογραφία,καθώς η ανάλυση εμέργειας χρησιμοποιείται πρώτη φορά για συγκριτικήαξιολόγηση βιομηχανικών συγκεντρώσεων. Επιπροσθέτως, η ανάλυση τηςεμέργειας σαν μέθοδος για τη διάγνωση της ανταγωνιστικότητας, τηςπεριβαλλοντικής συμπεριφοράς και της βιωσιμότητας μεταποιητικών επιχειρήσεωνχρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.Με τη χρήση της μεθόδου της εμεργειακής ανάλυσης, επιχειρείται να δοθούναπαντήσεις σε μια σειρά ερωτημάτων που θα χρησιμεύσουν για την αξιολόγηση καισύγκριση μικρών και μεσαίων μεταποιητικών βιομηχανικών επιχειρήσεων, πουδραστηριοποιούνται σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και Νότιας Βουλγαρίας. Οιβασικότεροι λόγοι επιλογής των συγκεκριμένων περιοχών είναι οι διαφορές πουεντοπίζονται στην οικονομική δομή μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, ημετεγκατάσταση πολλών ελληνικών επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδας στη ΝότιαΒουλγαρία, καθώς και η διαφορά της χρονικής θητείας των δύο χωρών στηνΕυρωπαϊκή Ένωση. Επιπροσθέτως, στις επιλεχθείσες βουλγαρικές περιφερειακέςενότητες, αντίθετα με τις ελληνικές, δεν υφίστανται βιομηχανικές επιχειρηματικέςπεριοχές (Β.Ε.ΠΕ.).Από τις στατιστικές αναλύσεις προέκυψαν τα ακόλουθα: α. Στον τομέα τηςανταγωνιστικότητας η βιομηχανική συνάθροιση της Νότιας Βουλγαρίας υπερέχεισημαντικά της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά η υπεροχή αυτή εξαλείφεται όταναποσύρεται ο παράγων κόστος εργασίας και υπηρεσιών, β. Από τις στατιστικέςαναλύσεις του δείκτη περιβαλλοντικής επιβάρυνσης (ΕLR) συνάγεται ότι υπάρχειελαστική περιβαλλοντική συνείδηση στη Νότια Βουλγαρία σε αντιπαράθεση με τηνΒόρεια Ελλάδα και ιδιαίτερα με την Κεντρική Μακεδονία, όπου ο δείκτης αυτόςπαρουσιάζεται αισθητά χαμηλός. γ. Από τις αναλύσεις που αφορούν τηβιωσιμότητα, συμπεραίνεται ότι οι χαμηλές αμοιβές εργασίας και υπηρεσιών στηΝότια Βουλγαρία δεν δίνουν καμία στατιστικά σημαντική υπεροχή στη βιωσιμότητατων βιομηχανιών της. Αντίθετα οι ελληνικές επιχειρήσεις και ειδικά αυτές τηςΚεντρικής Μακεδονίας φαίνεται να υπερέχουν σε σχέση με τις επιχειρήσεις τηςxxviΝότιας Βουλγαρίας. Όταν δε, αφαιρείται το κόστος εργασίας και υπηρεσιών από τονδείκτη βιωσιμότητας φαίνεται πως η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων φθίνει,ενισχύοντας την άποψη ότι οι πολιτικές μείωσης του κόστους εργασίας δενβοηθούν στην ενίσχυση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. δ. Από τις αναλύσειςπου αφορούν στην οικοαποδοτικότητα, γίνεται φανερό ότι οι τρεις βασικοίσυντελεστές παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, ενέργεια) αξιοποιούνται καλύτεραστις δύο Ελληνικές βιομηχανικές συγκεντρώσεις σε σχέση με τη βιομηχανικήσυγκέντρωση της Νότιας Βουλγαρίας, παρά το χαμηλό κόστος της αμοιβής εργασίαςκαι άλλων πλεονεκτημάτων που έχει. ε. Από τις αναλύσεις που αφορούν τουςκλάδους καθώς και την αλληλεπίδραση των κλάδων και περιοχών στουςεμεργειακούς δείκτες, δεν προέκυψαν στατιστικά σημαντικές διαφορές.Από τα σενάρια βελτίωσης φαίνεται ότι η υποκατάσταση της δαπάνης μηανανεώσιμης ενέργειας με ισόποση ανανεώσιμη συνεισφέρει στη μείωση τωνπεριβαλλοντικών επιπτώσεων που απορρέουν από τη χρήση ενέργειας στημεταποιητική βιομηχανία καθώς, επίσης, και στη βελτίωση των δεικτών τηςανταγωνιστικότητας, της βιωσιμότητας και της οικοαποδοτικότητας τηςμεταποιητικής βιομηχανίας, χωρίς απαραίτητα να απαιτηθεί η μείωση των εισροώνεργασίας, που σημαίνει είτε μείωση των αμοιβών, είτε μείωση του αμειβόμενουπροσωπικού ή συνδυασμός και των δύο. Ωστόσο, η αντικατάσταση των μηανανεώσιμων πόρων με ισόποσες ποσότητες ενέργειας ανανεώσιμων πόρων χρήζειιδιαίτερης προσοχής, ως προς το είδος και την ποσότητα του ανανεώσιμουκαυσίμου, που θα χρησιμοποιηθεί ώστε να επιτευχθεί βελτίωση των εμεργειακώνδεικτών.Γενικά, από την εργασία αυτή προέκυψε το συμπέρασμα ότι η ανάλυση εμέργειαςμπορεί να θεωρηθεί ως την πλέον ολοκληρωμένη μεθοδολογία για την εξαγωγήπολύτιμων συμπερασμάτων για τον σχεδιασμό της αναπτυξιακής πολιτικής και τηβιομηχανική ανασυγκρότηση μιας χώρας, μιας περιφέρειας, μιας περιοχής ή ακόμηκαι των οριοθετημένων ‐ θεσμοθετημένων βιομηχανικών συγκεντρώσεων, όπωςείναι οι ΒΙ.ΠΕ. ή τα βιομηχανικά πάρκα. Η ανάλυση της εμέργειας μπορεί να παρέχειτη βάση για τη λήψη αποφάσεων στο επίπεδο μιας βιομηχανικής συγκέντρωσηςπου να συμβάλει σε μια αυτο‐ρυθμιζόμενη βιωσιμότητα ενοποιημένωνσυστημάτων περιβάλλοντος και βιομηχανικής ανάπτυξης. Για το σκοπό αυτόπροτείνεται και ένας νέος εμεργειακός δείκτης για την αποτύπωση τηςοικοαποδοτικότητας.Τέλος, αποδείχθηκε ότι η αξιοποίηση ανανεώσιμων ενεργειακών πόρωνσυνεισφέρει στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που απορρέουν από τηχρήση ενέργειας στη μεταποιητική βιομηχανία καθώς, επίσης, και στη βελτίωση τωνδεικτών της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας της μεταποιητικήςxxviiβιομηχανίας, χωρίς απαραίτητα να απαιτηθεί η μείωση των εισροών εργασίας, πουσημαίνει είτε μείωση των αμοιβών, είτε μείωση του αμειβόμενου προσωπικού ήσυνδυασμός και των δύο. Το τελευταίο εξάλλου έχει αποδειχθεί ότι δεν αποτελείπανάκεια για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας, όπωςέχει πολύ καλά καθιερωθεί και είναι γνωστό ως παράδοξο του Kaldor (Kaldor ’sparadox) (Felipe and Kumar, 2011)
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The connection of the rapid global growth, industrialization and economicdevelopment with environmental degradation, requires today to address theenvironment and the economy as a unified ecosystem, towards the aim of"Sustainable Development". Energy and environmental management in industrialactivity is an important tool to promote sustainable development. Thus, a method ora measure is required to provide the basis for decision making at the level ofindustrial concentration, which can contribute to a self‐regulating sustainability ofintegrated environment and industrial development systems. Especially in the caseof spatial industrial concentration, where the synergy of complementary enterprisesis more feasible, the benefits of applying principles of industrial ecology are moreapparent. This thesis proposes the method of emergy analysis for the diagnosis andthe benchmarking of industrial concentrations at both sectoral and spatial level.Emergy analysis offers the possibility of showing t ...
The connection of the rapid global growth, industrialization and economicdevelopment with environmental degradation, requires today to address theenvironment and the economy as a unified ecosystem, towards the aim of"Sustainable Development". Energy and environmental management in industrialactivity is an important tool to promote sustainable development. Thus, a method ora measure is required to provide the basis for decision making at the level ofindustrial concentration, which can contribute to a self‐regulating sustainability ofintegrated environment and industrial development systems. Especially in the caseof spatial industrial concentration, where the synergy of complementary enterprisesis more feasible, the benefits of applying principles of industrial ecology are moreapparent. This thesis proposes the method of emergy analysis for the diagnosis andthe benchmarking of industrial concentrations at both sectoral and spatial level.Emergy analysis offers the possibility of showing the utility that can occur inindustrial activity since energy and environmental management is applied, in a waywhich makes clear the advantage gained by 'environmentally conscious enterprises’,particularly those belonging to some" geographical or sectoral group. All the inputsand outputs (economic, energy, environmental) of industrial activity are applied,highlighting the interaction between them to promote 'sustainable development'and increase competitiveness. The reason to give emphasis on competitiveness isthat it consists an important indicator and also a powerful incentive for industrydevelopment prospects. Furthermore, a new emergy index to imprint eco‐efficiencyis proposed. In this thesis it was turned out that the exploitation of renewableenergy resources contributes to reducing the environmental impacts, resulting fromenergy use in the manufacturing industry, and to the improvement of indicators ofcompetitiveness, sustainability and eco‐efficiency without necessarily requiring thereduction of labor input, which means either payment cuts or reduction of humanresources or, even, a combination of both. Moreover, the latter has been proved notto be a panacea for improving competitiveness and productivity, since it has beenwell established and is known as the Kaldor 's paradox.
περισσότερα