Περίληψη
Εισαγωγή: Τόσο στο χώρο της παιδαγωγικής όσο και της ψυχολογίας, οι μαθησιακές δυσκολίες αποτελούν ίσως το μεγαλύτερο θέμα αμφισβητήσεων και διαφωνιών ανάμεσα στους ερευνητές. Αυτό οφείλεται κυρίως στην πολυπαραγοντική φύση τους, καθώς και στους ποικίλους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνονται στις διαφορετικές ηλικίες. Ειδικότερα κατά την προσχολική ηλικία, πολλές διαφορετικές ερμηνείες έχουν δοθεί όσον αφορά στις ενδείξεις των δυσκολιών μάθησης και ως προς το ποια παιδιά βρίσκονται σε επικινδυνότητα για εμφάνιση τέτοιων δυσκολιών. Παράλληλα, μέσα στα πλαίσια των σύγχρονων απόψεων που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη για έγκαιρη διάγνωση και πρώιμη αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών από την προσχολική ηλικία, έχουν κατά καιρούς, προταθεί αναρίθμητες διαγνωστικές μέθοδοι, όπως και πολλά προγράμματα θεραπευτικής αντιμετώπισης, ανάλογα με τη θεωρητική προσέγγιση στην οποία βασίζονται οι υποστηριχτές τους.Σκοπός της έρευνας: Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν, μέσα από τη χρήση (σταθμισ ...
Εισαγωγή: Τόσο στο χώρο της παιδαγωγικής όσο και της ψυχολογίας, οι μαθησιακές δυσκολίες αποτελούν ίσως το μεγαλύτερο θέμα αμφισβητήσεων και διαφωνιών ανάμεσα στους ερευνητές. Αυτό οφείλεται κυρίως στην πολυπαραγοντική φύση τους, καθώς και στους ποικίλους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνονται στις διαφορετικές ηλικίες. Ειδικότερα κατά την προσχολική ηλικία, πολλές διαφορετικές ερμηνείες έχουν δοθεί όσον αφορά στις ενδείξεις των δυσκολιών μάθησης και ως προς το ποια παιδιά βρίσκονται σε επικινδυνότητα για εμφάνιση τέτοιων δυσκολιών. Παράλληλα, μέσα στα πλαίσια των σύγχρονων απόψεων που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη για έγκαιρη διάγνωση και πρώιμη αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών από την προσχολική ηλικία, έχουν κατά καιρούς, προταθεί αναρίθμητες διαγνωστικές μέθοδοι, όπως και πολλά προγράμματα θεραπευτικής αντιμετώπισης, ανάλογα με τη θεωρητική προσέγγιση στην οποία βασίζονται οι υποστηριχτές τους.Σκοπός της έρευνας: Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν, μέσα από τη χρήση (σταθμισμένων και μη) διαγνωστικών μέσων, να εντοπίσει συγκεκριμένα γνωστικά προφίλ παιδιών προσχολικής ηλικίας με φυσιολογικό νοητικό επίπεδο και με κοινά χαρακτηριστικά και παρόμοιες δυσκολίες σε επιμέρους γνωστικές-μαθησιακές ικανότητες. Ταυτόχρονα, μέσα από την εφαρμογή ειδικών παιδαγωγικών προγραμμάτων παρέμβασης, να επιχειρήσει να εξισορροπήσει, ως ένα βαθμό, τις μεγάλες διαφοροποιήσεις στις επιδόσεις των παιδιών στους επιμέρους γνωστικούς τομείς, έτσι ώστε να μειώσει το γνωστικό παράγοντα επικινδυνότητας και πιθανότατα, να συμβάλλει στην αποφυγή εμφάνισης μεταγενέστερων μαθησιακών δυσκολιών.Δείγμα – Μέθοδος: Το τελικό δείγμα της έρευνας αποτελούνταν από 40 παιδιά που φοιτούσαν σε νηπιαγωγεία των δυτικών περιοχών της Θεσσαλονίκης, ηλικίας από 6.0 έως 6.4 ετών. Δημιουργήθηκαν δύο πειραματικές ομάδες και οι αντίστοιχές τους ομάδες ελέγχου, καθεμία από τις οποίες αποτελούνταν από 10 παιδιά. Τα παιδιά του δείγματος χωρίστηκαν σε ομάδες, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των γνωστικών τους προφίλ, έτσι όπως αυτά προέκυψαν μέσα από την αξιολόγησή τους με το κριτήριο DTLA-2. Πιο συγκεκριμένα, οι ομάδες Α και Α1 (πειραματική και ελέγχου), αποτελούνταν από παιδιά με χαμηλή επίδοση στις ικανότητες του λόγου, ή αλλιώς με χαμηλό επίπεδο ακουστικο-φωνητικής επεξεργασίας και ταυτόχρονα, υψηλές επιδόσεις στις δοκιμασίες και στα έργα που απαιτούσαν οπτικο-αντιληπτική επεξεργασία. Αντίστοιχα, οι άλλες δύο ομάδες Β και Β1 αποτελούνταν από παιδιά με ακριβώς αντίθετο προφίλ ικανοτήτων απ’ ότι οι προηγούμενες δύο ομάδες. Ακολούθησε συμπληρωματική αξιολόγηση με στόχο την πιο λεπτομερή ανάλυση των ικανοτήτων των παιδιών στις επιμέρους γνωστικές ικανότητες. Στη συνέχεια, με βάση τις επικρατέστερες θεωρητικές απόψεις σχετικά με τη φύση των μαθησιακών δυσκολιών αυτών των δύο γνωστικών προφίλ, σχεδιάστηκαν δύο διαφορετικά παιδαγωγικά προγράμματα παρέμβασης, διάρκειας περίπου τριών μηνών, τα οποία εφαρμόστηκαν στις δύο πειραματικές ομάδες Α και Β. Κάθε παιδί παρακολούθησε περίπου είκοσι συνεδρίες ειδικής παιδαγωγικής παρέμβασης διάρκειας 20-30΄ περίπου η καθεμία. Μέσα στα πλαίσια των προγραμμάτων παρέμβασης, τα παιδιά της Α πειραματικής ομάδας εξασκήθηκαν κυρίως σε έργα αφηγηματικού λόγου, όπως και σε έργα ανάπτυξης των επιμέρους γλωσσικών τους ικανοτήτων, ενώ τα παιδιά της Β πειραματικής ομάδας εξασκήθηκαν σε έργα οπτικο-αντιληπτικής επεξεργασίας. Και οι δύο πειραματικές ομάδες εξασκήθηκαν επίσης στη συστηματική χρήση γνωστικών, μνημονικών και μεταγνωστικών στρατηγικών, καθώς και στην εφαρμογή τους σε διαφορετικά μαθησιακά έργα, με στόχο τη γενίκευση και τη μεταβίβασή τους.Αποτελέσματα: Σύμφωνα με τα συνολικά ευρήματα της έρευνας, έγινε σαφές ότι η προσχολική ηλικία είναι ίσως η πιο κατάλληλη –ηλικιακά- περίοδος για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση δυσκολιών σε επιμέρους τομείς της μάθησης, με στόχο την πρόληψη της μετέπειτα σχολικής αποτυχίας.Ως καταλληλότερο μέσο πρώιμης διάγνωσης παιδιών σε επικινδυνότητα για μαθησιακές δυσκολίες, αποδείχτηκε ο συνδυασμός των προβλέψεων των νηπιαγωγών, η χρήση του σταθμισμένου κριτηρίου αξιολόγησης των επιμέρους μαθησιακών ικανοτήτων DTLA-2, καθώς και η χρήση συμπληρωματικών έργων αξιολόγησης με στόχο, τόσο την ποσοτική όσο και την ποιοτική εκτίμηση των ικανοτήτων των παιδιών, με βάση τα γνωστικά τους προφίλ. Τουλάχιστον όσον αφορά στα συγκεκριμένα γνωστικά προφίλ, η συστηματική παρέμβαση κυρίως σε έργα αφηγηματικού λόγου για την Α ομάδα και σε έργα οπτικο-αντιληπτικής επεξεργασίας για τη Β ομάδα, έδειξε ότι υπάρχει δυνατότητα έγκαιρης ανάπτυξης και βελτίωσης των ικανοτήτων εκείνων, που αργότερα οδηγούν σε συγκεκριμένες μορφές μαθησιακών δυσκολιών.Η σύγκριση των επιδόσεων των δύο πειραματικών ομάδων μετά την παρέμβαση, με τις αντίστοιχες επιδόσεις των παιδιών των δύο ομάδων ελέγχου έδειξε ακόμη ότι η τυπική δηλωτική, σχολική μάθηση δεν επαρκεί για να εξισορροπήσει τις μεγάλες διακυμάνσεις ανάμεσα στους επιμέρους μαθησιακούς τομείς. Αντίθετα, η συστηματική εξάσκηση στις συγκεκριμένες γνωστικές ικανότητες με παράλληλη έμφαση στην εκπαίδευση στη χρήση στρατηγικών και στη διαδικαστική μάθηση, φάνηκε ότι συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη και βελτίωση συγκεκριμένων ικανοτήτων, όπως και στη δυνατότητα μεταβίβασης και γενίκευσης της γνώσης σε διαφορετικά μαθησιακά έργα.Συμπεράσματα: Καταλήγοντας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, από τη συγκεκριμένη έρευνα, προκύπτουν θετικά μηνύματα, όσον αφορά στις πρακτικές εφαρμογές μεθόδων πρώιμης διάγνωσης και παρέμβασης ακόμη και μέσα από το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα, με την προϋπόθεση βέβαια ότι γίνεται σωστή χρήση των θεωρητικών δεδομένων, των διαγνωστικών εργαλείων και των βασικών αρχών της πρώιμης παρέμβασης με γνώμονα πάντα, τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά των παιδιών της προσχολικής ηλικίας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Preschool-aged children with either a low auditory-verbal cognitive profile or with a low visual-perceptive cognitive profile may be predisposed to develop subsequent learning difficulties, either deriving from problematic language development or dyslexic-type learning difficulties.The aim of the current study was to implement an intervention program in children being “at-risk” of developing learning difficulties at a later time. Both static and nonstatic diagnostic tools and early diagnostic procedures were initially utilized to describe the children’s cognitive profiles. Based on the results a special intervention program was designed aiming to “balance” these discrepancies in preschool-age children’s performances, among the different cognitive areas, in order to reduce the cognitive risk factor and, possibly, to avoid the prevalence of learning difficulties at a later age.The Detroit Test of Learning Aptitude–2 (DTLA-2) was used to assess 320 preschool children aged between 6.0 and ...
Preschool-aged children with either a low auditory-verbal cognitive profile or with a low visual-perceptive cognitive profile may be predisposed to develop subsequent learning difficulties, either deriving from problematic language development or dyslexic-type learning difficulties.The aim of the current study was to implement an intervention program in children being “at-risk” of developing learning difficulties at a later time. Both static and nonstatic diagnostic tools and early diagnostic procedures were initially utilized to describe the children’s cognitive profiles. Based on the results a special intervention program was designed aiming to “balance” these discrepancies in preschool-age children’s performances, among the different cognitive areas, in order to reduce the cognitive risk factor and, possibly, to avoid the prevalence of learning difficulties at a later age.The Detroit Test of Learning Aptitude–2 (DTLA-2) was used to assess 320 preschool children aged between 6.0 and 6.4 years. During pretesting, the 320 children were divided into 4 groups according to their cognitive profiles based on the DTLA-2 test assessment. Of the total sample, 40 children according to their low performances in all cognitive auditory-verbal and non-verbal sub-tests of DTLA-2 were selected for the final construction of the first experimental group (11 boys and 9 girls) and its control group (10 boys and10 girls). Accordingly, 40 children comprised the second experimental group and its control group.Based on their low performances in visual-perceptual or auditory-verbal sub-tests, two different intervention programs were implemented. The intervention procedure lasted 3 months and the children attended approximately 20 sessions (20 - 25 minutes each), either individually or in a small group of two or three children. In the three-month follow-up(post-test), a better balance in their cognitive profile was achieved compared to the control groups. More specifically, the differences between the verbal and non-verbal scales and/or the visual-perceptual scales of the DTLA-2 test remained significant in the control groups, whereas, in the experimental groups, no significant differences were detected between the two scales, thus revealing the positive results of the intervention, as regards preschool children’s “at-risk” specific cognitive profiles. In the one year follow-up, similar results were detected. More specifically, a better balance in the cognitive profiles was achieved in both experimental groups compared to their control groups. The overall results of the study underline the importance of early diagnosis and appropriate interventions in children with specific cognitive profiles, which place them “at-risk” of developing subsequent learning difficulties.Keywords: Preschool-aged children, Auditory-Verbal Cognitive abilities/Profiles, Visual-perceptual cognitive abilities/profiles, Specific Learning Difficulties
περισσότερα