Περίληψη
Αν θέλει κάποιος να επιβεβαιώσει πρακτικά, ευδιάκριτα και άμεσα το γεγονός πως η κοινωνιολογία ενοχλεί, τότε το να επιχειρήσει, όπως σκοπεύσαμε να πράξουμε στην παρούσα διατριβή, να επιβεβαιώσει την διαπίστωση και την ισχύ της πολύ δυνατής συσχέτισης που υφίσταται και διατηρείται μεταξύ της επίσκεψης στα μουσεία και του επιπέδου εκπαίδευσης των επισκεπτών, προσδιορίζοντας τη φιλοτεχνία σε συνάρτηση με τη σχολική και οικογενειακή εκπαίδευση και μόρφωση (με την πρώτη να εξαρτάται στενά από τη δεύτερη), αποτελεί, ίσως, μία από τις ενδεδειγμένες επιλογές. Και αυτό, όχι μόνο επειδή η κοινωνιολογία αποκαλύπτει, όπως όλες οι επιστήμες, όπως θα έλεγε ο Bachelard , αθέατες σχέσεις αλλά κυρίως επειδή, στην περίπτωσή της, το αθέατο παίρνει, συχνά, μια ιδιάζουσα μορφή: τη μορφή, δηλαδή, του «απωθημένου», για να μιλήσουμε όπως ο Bourdieu, που αποκρύπτεται τόσο περισσότερο επιμελώς όσο περισσότερο αφορά μηχανισμούς ή πρακτικές που «διαψεύδουν κατάφωρα το δημοκρατικό credo». Επιδίωξη, πρ ...
Αν θέλει κάποιος να επιβεβαιώσει πρακτικά, ευδιάκριτα και άμεσα το γεγονός πως η κοινωνιολογία ενοχλεί, τότε το να επιχειρήσει, όπως σκοπεύσαμε να πράξουμε στην παρούσα διατριβή, να επιβεβαιώσει την διαπίστωση και την ισχύ της πολύ δυνατής συσχέτισης που υφίσταται και διατηρείται μεταξύ της επίσκεψης στα μουσεία και του επιπέδου εκπαίδευσης των επισκεπτών, προσδιορίζοντας τη φιλοτεχνία σε συνάρτηση με τη σχολική και οικογενειακή εκπαίδευση και μόρφωση (με την πρώτη να εξαρτάται στενά από τη δεύτερη), αποτελεί, ίσως, μία από τις ενδεδειγμένες επιλογές. Και αυτό, όχι μόνο επειδή η κοινωνιολογία αποκαλύπτει, όπως όλες οι επιστήμες, όπως θα έλεγε ο Bachelard , αθέατες σχέσεις αλλά κυρίως επειδή, στην περίπτωσή της, το αθέατο παίρνει, συχνά, μια ιδιάζουσα μορφή: τη μορφή, δηλαδή, του «απωθημένου», για να μιλήσουμε όπως ο Bourdieu, που αποκρύπτεται τόσο περισσότερο επιμελώς όσο περισσότερο αφορά μηχανισμούς ή πρακτικές που «διαψεύδουν κατάφωρα το δημοκρατικό credo». Επιδίωξη, πράγματι, της παρούσας εργασίας αποτελεί η ανάδυση μιας μορφής και διάστασης αυτού του συλλογικού «απωθημένου», και πιο συγκεκριμένα των κοινωνικών όρων δυνατότητας της φιλοτεχνίας. Ωστόσο, κάθε τέτοια προσπάθεια προσκρούει σε σοβαρά εμπόδια. Εμπόδια που δημιουργούν κυρίως όλοι εκείνοι οι καλλιεργημένοι άνθρωποι που αρέσκονται να αντιλαμβάνονται την «κουλτούρα» τους ως δώρο της φύσης και τον ντιλεταντισμό τους μέσα στη λογική και μέσω της λογικής του «κεραυνοβόλου έρωτα», της έμπνευσης ή της θείας επίπνοιας. Η εμπειρία εξάλλου είναι γνωστή. Όλες οι κοινωνιολογικές έρευνες που στοχεύουν να καταδείξουν τους κοινωνικούς καθορισμούς των διαφόρων πολιτισμικών πρακτικών εξεγείρουν όλους αυτούς που αμφισβητούν την ύπαρξη της σχέσης μεταξύ «καλλιτεχνικού αισθητηρίου» και εκπαίδευσης, ίσως σοκαρισμένοι από την εντύπωση καταγγελίας που τους δημιουργεί. Ταυτόχρονα όμως, όπως η ίδια η εμπειρία έχει δείξει, είναι οι ίδιοι που, παραδόξως, κατηγορούν τις ίδιες αυτές έρευνες ότι επισημαίνουν πράγματα προφανή, αν όχι κοινότοπα. Αρκεί, όμως, να θυμηθούμε πόσο πολύ περιορισμένη είναι, πράγματι, η καλλιτεχνική μόρφωση στο πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης για να αντιληφθούμε πως η ίδια αυτή σχέση δεν έχει τίποτα το αυτονόητο, παρ’ όλες τις φαινομενικότητες. Θέσαμε εξαρχής το αντικείμενό μας και την λειτουργία που θα θέλαμε να επιτελέσει η επιστημονική του διερεύνηση προκειμένου να γίνουν σαφείς οι δύο άρρηκτα συνδεδεμένοι βασικοί παράγοντες που βρίσκονται στην αρχή της επιλογής του θέματος της παρούσας διατριβής. Ο ένας είναι κοινωνικής και ο άλλος επιστημονικής τάξης.
περισσότερα