Περίληψη
Η παρούσα διατριβή ασχολείται με την έννοια της αειφόρου ανάπτυξης με σκοπό να θεμελιώσει έναν θεωρητικό ορισμό ο οποίος θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά σαν ένας δείκτης αειφορίας και θα μπορεί να παρέχει εμπειρικές μετρήσεις των συνθηκών αειφορίας σε δεδομένες οικονομίες. Σε αυτό το πλαίσιο, στο πρώτο μέρος της διατριβής, χρησιμοποιούνται ανατροφοδοτούμενοι και αυθαίρετοι κανόνες πολιτικής με βάση τους οποίους επιλέγονται μεταβλητές πολιτικής σε μη βέλτιστες οικονομίες. Ορίζονται οι λογιστικές τιμές και αποτιμώνται οι μεταβολές στις συνθήκες τρέχουσας κοινωνικής ευημερίας. Η κατάσταση του περιβάλλοντος, με έμφαση στο φαινόμενο του θερμοκηπίου και την κλιματική αλλαγή, που θεωρείται ένα από τα πιο επείγοντα και σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα της διεθνούς ατζέντας σήμερα, εισάγεται στο μοντέλο που αναπτύσσουμε σαν βασικός καθοριστικός παράγοντας της αειφορίας της παραγωγικής βάσης μαζί με το παραγόμενο και το ανθρώπινο κεφάλαιο. Το περιβάλλον προσεγγίζεται στην από το στοκ ...
Η παρούσα διατριβή ασχολείται με την έννοια της αειφόρου ανάπτυξης με σκοπό να θεμελιώσει έναν θεωρητικό ορισμό ο οποίος θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά σαν ένας δείκτης αειφορίας και θα μπορεί να παρέχει εμπειρικές μετρήσεις των συνθηκών αειφορίας σε δεδομένες οικονομίες. Σε αυτό το πλαίσιο, στο πρώτο μέρος της διατριβής, χρησιμοποιούνται ανατροφοδοτούμενοι και αυθαίρετοι κανόνες πολιτικής με βάση τους οποίους επιλέγονται μεταβλητές πολιτικής σε μη βέλτιστες οικονομίες. Ορίζονται οι λογιστικές τιμές και αποτιμώνται οι μεταβολές στις συνθήκες τρέχουσας κοινωνικής ευημερίας. Η κατάσταση του περιβάλλοντος, με έμφαση στο φαινόμενο του θερμοκηπίου και την κλιματική αλλαγή, που θεωρείται ένα από τα πιο επείγοντα και σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα της διεθνούς ατζέντας σήμερα, εισάγεται στο μοντέλο που αναπτύσσουμε σαν βασικός καθοριστικός παράγοντας της αειφορίας της παραγωγικής βάσης μαζί με το παραγόμενο και το ανθρώπινο κεφάλαιο. Το περιβάλλον προσεγγίζεται στην από το στοκ του διοξειδίου του άνθρακα, που αποτελεί τον κύριο παράγοντα της δημιουργίας του φαινόμενου του θερμοκηπίου. Διαφορετικά σενάρια πολιτικής για την εξέλιξη των παγκόσμιων εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα επιλέγονται και εφαρμόζονται και επιβεβαιώνουν την ισχυρή σχέση του περιβάλλοντος με το κριτήριο της αειφορίας της παραγωγικής βάσης της οικονομίας και δημιουργούνται τα θεμέλια για την δημιουργία αειφόρων πολιτικών. Το κριτήριο της αειφορίας της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, όπως ορίζεται εξαρτάται και από τον παράγοντα της μεγέθυνσης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών. Αν οι μετρήσεις της αειφορίας, δεν λαμβάνουν υπόψη τους την συνεισφορά του περιβάλλοντος στην συνολική μεγέθυνση του προϊόντος και αυτή η συνεισφορά αποδίδεται λανθασμένα στο «κατάλοιπο» τότε οι μετρήσεις του κριτηρίου της αειφορίας της παραγωγικής βάσης μπορεί να αποδειχθούν μεροληπτικές. Αυτό το θέμα αναλύεται στο δεύτερο μέρος της διατριβής που αναγνωρίζει ότι η χρήση του περιβάλλοντος σαν συντελεστής παραγωγής συνεισφέρει μαζί με άλλους παραγωγικούς συντελεστές στη μεγέθυνση του συνολικού προϊόντος μίας οικονομίας και θα έπρεπε να αφαιρείται από το παραδοσιακό «κατάλοιπο» του Solow. Η παραδοσιακή μεθοδολογία του «υπολογισμού της μεγέθυνσης» επεκτείνεται λαμβάνοντας υπόψη το περιβάλλον σαν νέο συντελεστή παραγωγής που είναι απλήρωτος (εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα) ή πληρώνεται εν μέρει (χρήση ενέργειας) λόγω της έλλειψης περιβαλλοντικής πολιτικής (φορολογία στουε ρύπους). Η έννοια του «υπολογισμού της μεγέθυνσης - πράσινου καταλοίπου» με την εισαγωγή του παράγοντα περιβάλλον, εφαρμόζεται εμπειρικά σε 23 χώρες του ΟΟΣΑ και 21 αναπτυσσόμενες χώρες. Τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι η χρήση του περιβάλλοντος (που προσεγγίζεται είτε με τη μορφή των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα είτε με την χρήση της ενέργειας), συνεισφέρει μαζί με τους παραδοσιακούς παραγωγικούς συντελεστές (κεφάλαιο, εργασία) στην μεγέθυνση του συνολικού προϊόντος και θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη στις μετρήσεις της παραγωγικότητας οι οποίες αλλάζουν δραστικά με την εισαγωγή της νέας περιβαλλοντικής εισροής.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present dissertation deals with sustainable development and seeks to arrive at a definition which can be effectively used as an indicator of sustainability. We want this definition to be theoretically sound and useful for empirical assessment of sustainability conditions. The first part of the thesis addresses theoretical and applied issues related to the concept of productive base sustainability. Feedback and arbitrary rules are used for selecting policy variables in non-optimizing economies, accounting prices are determined, changes in current social welfare conditions are theoretically defined and measured and the concept of productive base sustainability is defined and empirically estimated for a number of real economies. The state of the environment with particular reference to global warming and climate change, which is considered as one of the most urgent and severe problems of the international agenda today, is introduced in our model as a basic determinant of productive ba ...
The present dissertation deals with sustainable development and seeks to arrive at a definition which can be effectively used as an indicator of sustainability. We want this definition to be theoretically sound and useful for empirical assessment of sustainability conditions. The first part of the thesis addresses theoretical and applied issues related to the concept of productive base sustainability. Feedback and arbitrary rules are used for selecting policy variables in non-optimizing economies, accounting prices are determined, changes in current social welfare conditions are theoretically defined and measured and the concept of productive base sustainability is defined and empirically estimated for a number of real economies. The state of the environment with particular reference to global warming and climate change, which is considered as one of the most urgent and severe problems of the international agenda today, is introduced in our model as a basic determinant of productive base sustainability along with produced and human capital. The state of the environment is proxied by the stock of Carbon Dioxide (CO2) emissions, which is mostly responsible for the creation of the global warming phenomenon. Different policy scenaria for the evolution of global CO2 emissions confirm empirically the strong association of the state of the environment with productive base sustainability and provide the foundations for the formulation of sustainability policy. Productive base sustainability, as defined and estimated in the first part of the thesis, depends among other factors, on Total Factor Productivity Growth (TFPG). If however, TFPG measurements do not take into account the contribution of environment to output growth and this contribution is wrongly attributed to TFPG, then productive base sustainability measurements might be biased. This issue is addressed in the second part of the thesis, which explicitly acknowledges that the use of the environment as a factor of production contributes, in addition to conventional factors of production, to output growth and thus it should be accounted for in total factor productivity growth (TFPG) measurement and deducted from the traditional Solow residual. The traditional growth accounting methodology is extended and a theoretical framework of green growth accounting is developed with the introduction of the environment as a new factor of production, which is unpaid (CO2 emissions) or partly paid (energy use) in the absence of environmental policy. The concept of "Green Growth Accounting” is empirically applied to the case of 23 developed OECD countries and 21 developing countries. The results suggest that the use of the environment, in the form of CO2 emissions as an input in production, contributes in addition to conventional factors of production, to output growth and should be accounted for in TFPG measurements.
περισσότερα