Περίληψη
Τα τελευταία τριάντα χρόνια τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και ο χώρος της έρευνας(δημόσια- ιδιωτικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα) αντιμετωπίζουν πολλέςπροκλήσεις στην προσπάθειά τους για αναζήτηση νέας γνώσης, ενσωμάτωσης σεκαινοτομία και τεχνολογικών επιτευγμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι διάφοροιοργανισμοί αναπτύσσουν συνεργασίες για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μεσκοπό την επίτευξη κοινών ερευνητικών στόχων. Η μακροσκοπική αποτύπωση τηςσύνδεσης των οργανισμών αυτών περιγράφεται από τα δίκτυαέρευνας/καινοτομίας, τα οποία είναι σημαντικά, όχι μόνον επειδή προσεγγίζουν μεσυστημικό τρόπο τη συνεργατική έρευνα, αλλά κι επειδή παρέχουν στουςεμπλεκόμενους οργανισμούς άμεσα και έμμεσα οφέλη, που ξεπερνούν τα όρια τωνεπιμέρους συνεργασιών. Συνεπώς, η μελέτη της δικτύωσης των οργανισμών σεθέματα έρευνας και ανάπτυξης και η σε βάθος αποτύπωση της εξέλιξης και τωνχαρακτηριστικών των σχηματιζόμενων δικτύων αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείοκατανόησης του τρόπου με τον οποίο δημιουργείται και διαχέετ ...
Τα τελευταία τριάντα χρόνια τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και ο χώρος της έρευνας(δημόσια- ιδιωτικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα) αντιμετωπίζουν πολλέςπροκλήσεις στην προσπάθειά τους για αναζήτηση νέας γνώσης, ενσωμάτωσης σεκαινοτομία και τεχνολογικών επιτευγμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι διάφοροιοργανισμοί αναπτύσσουν συνεργασίες για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μεσκοπό την επίτευξη κοινών ερευνητικών στόχων. Η μακροσκοπική αποτύπωση τηςσύνδεσης των οργανισμών αυτών περιγράφεται από τα δίκτυαέρευνας/καινοτομίας, τα οποία είναι σημαντικά, όχι μόνον επειδή προσεγγίζουν μεσυστημικό τρόπο τη συνεργατική έρευνα, αλλά κι επειδή παρέχουν στουςεμπλεκόμενους οργανισμούς άμεσα και έμμεσα οφέλη, που ξεπερνούν τα όρια τωνεπιμέρους συνεργασιών. Συνεπώς, η μελέτη της δικτύωσης των οργανισμών σεθέματα έρευνας και ανάπτυξης και η σε βάθος αποτύπωση της εξέλιξης και τωνχαρακτηριστικών των σχηματιζόμενων δικτύων αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείοκατανόησης του τρόπου με τον οποίο δημιουργείται και διαχέεται η νέα γνώση,καθώς και της αποτελεσματικότητας αυτών των συνεργασιών. Η αξιολόγηση αυτήπροσφέρει έτσι χρήσιμες ενδείξεις για το σχεδιασμό κατάλληλων πολιτικών – σεεθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο - που θα μεγιστοποιούν την παραγόμενη αξία, αλλάκαι την αποδοτικότητα αυτού του μηχανισμού.Ειδικά στη σημερινή δυσμενή συγκυρία, οι συνέπειες αλλά και οι προκλήσεις πουαναδύθηκαν στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έχουν οδηγήσει τηνΕυρωπαϊκή Ένωση σε μια κατάσταση αναζήτησης, αναδιάταξης καιεπαναπροσδιορισμού των εφαρμοζόμενων πολιτικών έρευνας και τεχνολογικήςανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, ο στόχος για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τηςΕυρώπης με κύριο μοχλό τη γνώση και την καινοτομία, αποτελεί μια βασικήπροτεραιότητα, η οποία πλέον βρίσκεται πολύ ψηλά στο δημόσιο διάλογο. Για τηνεξυπηρέτηση αυτής της κεντρικής επιδίωξης, η κατεύθυνση των επενδύσεων στηνέρευνα και την καινοτομία, αλλά και η επίτευξη της μέγιστης αποδοτικότητας τωνευρωπαϊκών εργαλείων υποστήριξης (όπως είναι τα Προγράμματα Πλαίσιο)αποτελούν βασική στόχευση. Ως εκ τούτου, αναδεικνύεται ιδιαιτέρως η αξία κάθεπροσπάθειας να συνεισφέρει στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας αυτούτου μηχανισμού που κυριαρχεί στην ευρωπαϊκή πολιτική.Στην παρούσα διατριβή διερευνήσαμε σε βάθος ακριβώς αυτά τα δίκτυαέρευνας/καινοτομίας που σχηματίζονται από τις ερευνητικές κοινοπραξίες(Research Joint Ventures – RJV) που χρηματοδοτούνται μέσω των ΠρογραμμάτωνΠλαίσιο (ΠΠ), το βασικό δηλαδή ευρωπαϊκό εργαλείο υποστήριξης της έρευνας καιανάπτυξης στην Ευρώπη. Αυτή η μορφή ερευνητικών δικτύων αποτελεί ένανμηχανισμό σχεδιασμού και υλοποίησης της συνεργατικής έρευνας και ανάπτυξηςανάμεσα σε επιχειρήσεις, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και άλλους φορείς. Ηεστίαση σε αυτού του είδους τα δίκτυα γίνεται καθώς τα Προγράμματα Πλαίσιοαποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο στην ευρωπαϊκή επιστημονική και τεχνολογικήανάπτυξη και συνοχή, υποστηρίζοντας όλα τα είδη Έρευνας & Ανάπτυξης (Ε&Α), σετομείς κυρίως υψηλής τεχνολογίας, ενθαρρύνοντας με αυτό τον τρόπο τηνσυμμετοχή ευρωπαϊκών οργανισμών σε διακρατικές συνεργασίες καιδημιουργώντας μια αίσθηση κοινής ευρωπαϊκής ερευνητικής πολιτικής στηνεπιστήμη και στην τεχνολογία (ενιαίος χώρος έρευνας).Οι περισσότερες από τις μελέτες που έχουν εκπονηθεί και αξιολογούν ταΠρογράμματα Πλαίσιο, βλέπουν το φαινόμενο αυτό μακροσκοπικά. Αντίθετα, είναιπολύ λίγες, οι μελέτες που εστιάζουν στη διερεύνηση της φύσης και της δομής τωνδικτύων (όπως αυτά που σχηματίζονται από τα ΠΠ) και ειδικότερα στον ρόλο τωνοργανισμών μέσα σε αυτά. Το φαινόμενο αυτό είναι αναμενόμενο, δεδομένης τηςμεγάλης αναλυτικής δυσκολίας του συγκεκριμένου εγχειρήματος για τησυγκέντρωση των απαραίτητων εμπειρικών δεδομένων.Η παρούσα διατριβή φιλοδοξεί να συνεισφέρει σε αυτή τη διαδικασία,επιχειρώντας μια πολυεπίπεδη ανάλυση σε ένα σύνολο εμπειρικών δεδομένων,που καλύπτει σχεδόν απογραφικά όσες ερευνητικές συνεργασίεςχρηματοδοτήθηκαν μέσω των ΠΠ. Πιο συγκεκριμένα, το σύνολο των δεδομένωνπου χρησιμοποιήθηκε, περιλαμβάνει στοιχεία για 24638 ερευνητικά έργα πουχρηματοδοτήθηκαν από την ΕΕ μέσω των 7 πρώτων ΠΠ (1984-2009). Σταπροαναφερόμενα ερευνητικά έργα συμμετείχαν 54641 διαφορετικοί οργανισμοί από 180 χώρες (αν και οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί αποτελούν πάνω από το 90%),φτάνοντας αθροιστικά στον αριθμό των 177238 συμμετοχών.Μεθοδολογικά, η ανάλυση, στηρίχθηκε σε τρεις προσεγγίσεις: α) την ανάλυσηκοινωνικών δικτύων (Social Network Analysis), β) την ανάλυση μελετών περίπτωσης(Case Studies) και γ) την έρευνα γραφείου σε δευτερογενείς πηγές (Desk Research),αφού προηγήθηκε και στις τρεις περιπτώσεις η ανάλογη βιβλιογραφικήεπισκόπηση. Με τον τρόπο αυτό, η ανάλυση των δικτύων έρευνας και καινοτομίαςδεν περιορίζεται μόνο στην ανάλυση των χρηματοδοτούμενων έργων ή σταχαρακτηριστικά της συμμετοχής των εμπλεκομένων οργανισμών, αλλά εκτείνεταιστην ανάλυση της δομής, των σχέσεων και της φύσης του δικτύου που αποτελούνρυθμιστικούς παράγοντες για την καινοτομία.Τα δίκτυα ερευνητικών συνεργασιών που χρηματοδοτούνται από τα Προγράμματα Πλαίσιο της ΕΕ καταλαμβάνουν ένα μικρό ποσοστό της συνολικής ερευνητικήςδυναμικότητας της ΕΕ σε οικονομικούς όρους. Ωστόσο, αποτελούν ένα θεσμό πουλειτουργεί και εξελίσσεται τα τελευταία 30 χρόνια συνεισφέροντας άμεσα, αλλάκυρίως έμμεσα, στην παραγωγή ερευνητικών αποτελεσμάτων και υποδομών γιατην καινοτομία στην Ευρώπη. Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τημελέτη των δικτύων αυτών ποικίλλουν – άλλες φορές αντανακλούν έντονα καιάλλες ήπια την επίδραση των ευρωπαϊκών πολιτικών στην ερευνητική καικαινοτομική συμπεριφορά/επίδοση των ευρωπαϊκών οργανισμών και κατ’επέκταση στην Ευρώπη ως οικονομική ζώνη.Πιο συγκεκριμένα από τη διατριβή προέκυψε ότι σε μάκρο επίπεδο, ταΠρογράμματα Πλαίσιο αποτελούν ένα διαχρονικό, δυναμικό και αποτελεσματικότελικά εργαλείο άσκησης πολιτικής για έρευνα και ανάπτυξη. Έχοντας ως κύριοστόχο την έγκαιρη και αποτελεσματική αντίδραση στις προκλήσεις και τιςερευνητικές ανάγκες που τίθενται διαχρονικά στην ΕΕ και διεθνώς, επιτυγχάνει τηδημιουργία των αναγκαίων ευνοϊκών συνθηκών στενής και αποδοτικής δικτύωσηςτων ερευνητικών οργανισμών. Με τον τρόπο αυτό, εξασφαλίζεται η απαιτούμενηδιεύρυνση του πεδίου εφαρμογής και η αύξηση της προστιθέμενης αξίας τηςερευνητικής διαδικασίας που οδηγεί επαγωγικά στην ευρωπαϊκή ερευνητική ολοκλήρωση, στη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας της ευρωπαϊκής οικονομικήςσυνεισφοράς για Ε&Α και στην επίτευξη ερευνητικής αριστείας.Σε μίκρο επίπεδο, τα συστατικά μέρη των σχηματιζόμενων δικτύων χαρακτηρίζονταιαπό μεγάλο βαθμό ετερογένειας, στοιχείο που διευκολύνει την κάλυψηδιαφορετικών προκλήσεων και αναγκών. Από τη μια πλευρά τα δίκτυα έρευναςδιαθέτουν -με ανταγωνιστικές διαδικασίες- πόρους σε όλο το φάσμα τωνευρωπαϊκών εταίρων επιτρέποντας την πρόσβαση σε φορείς κάθε είδους και απόκάθε γεωγραφική προέλευση, ωστόσο, υπάρχει αρκετός δρόμος ακόμη για ναφτάσουμε στην καθολική ευρωπαϊκή σύμπλευση στην επιστήμη και στηντεχνολογία. Αυτό συμβαίνει κυρίως διότι στα δίκτυα αναδεικνύονται διαφορετικοίρόλοι οργανισμών, με ένα σταθερό ολιγομελές σύνολο, κυρίως ακαδημαϊκώνοργανισμών, να αποτελούν τους κύριους αποδέκτες της κοινοτικήςχρηματοδότησης. Αυτοί οι οργανισμοί, με διαχρονική και επαναλαμβανόμενηπαρουσία αναπτύσσουν πολλαπλούς και ισχυρούς δεσμούς με άλλους φορείς(επιχειρήσεις, ερευνητικά κέντρα, άλλα πανεπιστήμια) με συνέπεια ναπρωτοστατούν στη δημιουργία, τον έλεγχο και τη διάδοση της γνώσης,αποτελώντας παράλληλα τη βάση στήριξης των σχηματιζόμενων δικτύων.Εντούτοις, η πλειοψηφία των οργανισμών έχουν περιορισμένη συμμετοχή καιπεριφερειακό ρόλο, οι οποίοι μολαταύτα, ανανεώνουν τη δομή των δικτύων καιπαράλληλα προσφέρουν - έστω και σε οριακό βαθμό - νέους ετερογενείς πόρους,που είναι απαραίτητοι στην ερευνητική και καινοτομική διαδικασία.Τέλος, σημαντικό συστατικό στοιχείο που συμβάλει θετικά στη βελτίωση τηςαποτελεσματικότητας των δικτύων είναι η επιχειρηματικότητα που βασίζεται στηγνώση που εντοπίζεται μέσω της συμμετοχής νέων καινοτόμων επιχειρήσεων. Ανκαι οι υπάρχουσες διαδικασίες όσο και η γενικότερη φιλοσοφία των ερευνητικώνπρογραμμάτων αποτελεί τροχοπέδη για τη συμμετοχή νεοφυών επιχειρήσεων σταδίκτυα, το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης σε τομείς έντασης γνώσης, τιςκαθιστά ως ένα δυναμικό και ταχέως αναπτυσσόμενο σύνολο ανάμεσα στουςσυμμετέχοντες φορείς. Συνεπώς, διαπιστώνεται μια διττή αλληλεπίδραση ανάμεσαστις καινοτόμες επιχειρήσεις και τα δίκτυα, η οποία τροφοδοτείται αφενός από τογεγονός ότι οι νέες επιχειρήσεις αποτελούν ελκυστικούς εταίρους για συνεργασία, προσφέροντας ετερογένεια, εξειδίκευση και νέα γνώση και αφετέρου από τη δυνατότητα των επιχειρήσεων αυτών, από τα πρώιμα στάδια του κύκλου ζωής τους,να παρακολουθούν τις τεχνολογικές εξελίξεις, να έχουν πρόσβαση σε μια πλούσιαπηγή τεχνολογικών γνώσεων και πληροφοριών που προσφέρονται από άλλουςοργανισμούς στο δίκτυο, γεγονός που μπορεί τελικά να αποβεί καθοριστικό για τηνεξέλιξή τους. Άλλωστε, οι νέες καινοτόμες επιχειρήσεις αποτελούν βασικόπαράγοντα αναβάθμισης της τεχνολογικής ταυτότητας του επιχειρηματικούσυστήματος μιας χώρας, συνεπώς η ύπαρξή τους μπορεί να υποστηρίξει μια πιοδιατηρήσιμη ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό η εκτεταμένη δικτύωση των οργανισμώνπου επιτυγχάνεται μέσω των ΠΠ αποτελεί μια ακόμη ασκούσα δύναμη για τηνενίσχυση αυτής της νέας αποδοτικής μορφής επιχειρηματικότητας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
For the last thirty years both businesses and the field of research (public-private universities and research centers) face many challenges in their quest for new knowledge, integration into innovation and technological achievements. In this context, the various organizations involved develop partnerships for a specific period of time, aiming to achieve common research objectives. The macroscopic representation of the connection of these organizations is described by the research / innovation networks, which are important, not only because they approach collaborative research in a systematic way, but also because they provide direct and indirect benefits to the organizations involved; these benefits go beyond the limits of their individual collaborations. Therefore, the study of the networking of organizations in research and development issues, and the in-depth depiction of evolution and characteristics of the emerging networks, is a valuable tool in understanding how new knowledge is ...
For the last thirty years both businesses and the field of research (public-private universities and research centers) face many challenges in their quest for new knowledge, integration into innovation and technological achievements. In this context, the various organizations involved develop partnerships for a specific period of time, aiming to achieve common research objectives. The macroscopic representation of the connection of these organizations is described by the research / innovation networks, which are important, not only because they approach collaborative research in a systematic way, but also because they provide direct and indirect benefits to the organizations involved; these benefits go beyond the limits of their individual collaborations. Therefore, the study of the networking of organizations in research and development issues, and the in-depth depiction of evolution and characteristics of the emerging networks, is a valuable tool in understanding how new knowledge is created and disseminated, as well as in defining the effectiveness of these collaborations. This evaluation thus provides useful clues for designing appropriate policies – on a national and European level - which will maximize the value, as well as the efficiency of this mechanism.Especially in the current unfavorable situation, the consequences but also the challenges that arose in the aftermath of the global financial crisis, have led the European Union in a state of searching, rearrangement and redefining of the policies applied so far, concerning research and technological development. In this context, the goal of improving Europe’s competitiveness, based on knowledge and innovation, is a key priority, now remarkably high in public debate. To serve this critical pursuit, the direction of investments towards research and innovation, but also the maximization of efficiency of the European support tools (such as the Framework Programs), constitute key targets. Therefore, every effort contributing to the evaluation of the effectiveness of this mechanism, dominating European politics, is highly valued.In the present dissertation, we have investigated in depth exactly these research / innovation networks, formed by research consortia (Research Joint Ventures - RJV) that are funded through the Programs Framework (FP), i.e., the main research and development support tool in Europe. This form of research networks constitutes a mechanism for planning and implementing collaborative research and development, between companies, universities, research centers and other bodies. These types of research networks, like Framework Programs, are the cornerstone of European science and technology growth, and cohesion, supporting all types of Research & Development (R&D), especially in high-tech sectors, thus encouraging participation of European organizations in transnational cooperation and creating a sense of a common European research policy in science and technology (single research area). Most of the studies that have been conducted and they are used to evaluate Framework programs, take a macroscopical view on this phenomenon. On the contrary, there exist very few studies focusing on the nature and structure of networks (such as those formed by FPs) and, in particular, the role of organizations within them. This phenomenon is to be expected, given the great difficulty in analyzing the specific project in order to gather the necessary empirical data. This dissertation aspires to contribute to this process, attempting a multilevel analysis of a set of empirical data, covering -in an almost stocktaking manner- all research collaborations funded through FPs. More specifically, the data set used, includes incidence data on 24,638 research projects funded by the EU through the first 7 FPs (1984-2009). In the above-mentioned research projects, 54,641 different organizations from 180 countries participated (although European agencies make up over 90% of them), reaching a total of 177,238 entries.Methodologically, the analysis was based on three approaches: a) the analysis of social networks (Social Network Analysis), b) the analysis of case studies (Case Studies) and c) office research, regarding secondary sources (Desk Research), while the corresponding bibliography overview had preceded in all three cases. In this way, the analysis of research and innovation networks was not limited to the analysis of funded projects only or to characteristics concerning the involvement of organizations, but extended to the analysis of the structure, relationships and nature of the network, which constitute regulators for innovation. In economic terms, the research cooperation networks funded by the EU Framework Programs, occupy a small percentage of the total research capacity. However, they comprise an institution that operates and evolves over the last 30 years contributing directly, but mainly indirectly, in the production of research results and infrastructure for innovation in Europe. The main conclusions emerging from the study of these networks vary – on occasion, they -either strongly or mildly- reflect the impact of European policies on research and innovative behavior / the performance of European agencies and, consequently, their impact on Europe as an economic zone. More specifically, the dissertation revealed that, on a macro level, the Framework programs are a timeless, dynamic and, ultimately, effective policy tool for research and development. Aiming mainly to respond promptly and effectively to the challenges and research needs that are posed over time in the EU and internationally, this tool achieves the creation of the necessary favorable conditions for research organizations to network closely and efficiently. In this way, it is possible to expand the scope, as required, and to increase the added value of the research process, that inductively leads to European research integration, maximizing the efficiency of European economic contribution to R&D and to the achievement of research excellence.At a micro level, the components of the networks formed are characterized by a high degree of heterogeneity, an element that facilitates meeting different challenges and needs. On the one hand, the research networks offer -with competitive processes- resources, addressing the entire range of European partners, allowing access to institutions of all kinds, regardless of geographical origin; but on the other hand, we still have a long way to go before we reach a total European alignment in science and technology. This is mainly because networks reveal the distinct roles of organizations, where a stably small number of members, mainly academic organizations, are the main recipients of the Community funding. These organizations, with a diachronic and repetitive presence, develop multiple and strong links with other parties (companies, research centers, other universities), and consequently are the leaders in the creation, control and dissemination of knowledge, while at the same time being the support base of the formed networks. Although most of the organizations exhibit limited participation and regional role, they, nevertheless, renew the structure of networks and at the same time offer - albeit marginally - new heterogeneous resources, which are necessary for the research and innovation process. Finally, a vital component that contributes positively to the improvement of network effectiveness is entrepreneurship, which is based on knowledge acquired through the participation of new innovative corporations. Although the existing procedures as well as the general philosophy of research programs hinder the participation of start-up companies in networks, their particularly high level of expertise in knowledge-intensive fields, makes start-ups a dynamic and rapidly growing ensemble among participating bodies. Therefore, a dual interaction is found between innovative businesses and networks, which is powered by the fact that start-ups, on the one hand, are attractive partners for cooperation, offering heterogeneity, specialization and new knowledge and, on the other hand, the potential of these businesses -from the early stages of their life cycle- to follow technological developments, to have access to an extensive source of technological knowledge and to information offered by others organizations in the network, which may ultimately be crucial for their evolution. After all, new innovative businesses constitute a key factor for the upgrading of the technological identity of a country’s business system, therefore, their existence can support a more sustainable development. In this context, the extensive networking of organizations achieved through FPs is another driving force for strengthening this new profitable form of entrepreneurship.
περισσότερα