Περίληψη
Η κατάθλιψη είναι μία ψυχική ασθένεια που μπορεί να προκαλέσει πολλά προβλήματα στους ίδιους τους πάσχοντες και στις οικογένειες τους καθώς και στην κοινωνία. Μέχρι το 2020 η κατάθλιψη προβλέπεται να εξελιχθεί στην δεύτερη πιο διαδεδομένη ασθένεια παγκοσμίως, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) την κατατάσσει ως την τέταρτη κατά σειρά νόσο και προβλέπει ότι μέχρι το έτος 2030 θα αποτελεί την σημαντικότερη ασθένεια. Έχει αποδειχθεί ότι η κατάθλιψη συσχετίζεται έντονα με την νοσηρότητα, την χρήση υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης καθώς και με αύξηση της θνησιμότητας, ενώ άλλες έρευνες την συνδέουν με μία έκπτωση στην ευημερία και στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Συνεπώς, η μελέτη του φαινόμενου της κατάθλιψης και των παραγόντων που την καθορίζουν αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσελκύει ερευνητές από πολλούς επιστημονικούς κλάδους, όχι μόνο από τον ιατρικό χώρο αλλά και από τον χώρο της ψυχολογίας, των κοινωνικών επιστημών κτλ. Η παρούσα διδακτορική διατριβή προσεγγίζει το φαινόμεν ...
Η κατάθλιψη είναι μία ψυχική ασθένεια που μπορεί να προκαλέσει πολλά προβλήματα στους ίδιους τους πάσχοντες και στις οικογένειες τους καθώς και στην κοινωνία. Μέχρι το 2020 η κατάθλιψη προβλέπεται να εξελιχθεί στην δεύτερη πιο διαδεδομένη ασθένεια παγκοσμίως, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) την κατατάσσει ως την τέταρτη κατά σειρά νόσο και προβλέπει ότι μέχρι το έτος 2030 θα αποτελεί την σημαντικότερη ασθένεια. Έχει αποδειχθεί ότι η κατάθλιψη συσχετίζεται έντονα με την νοσηρότητα, την χρήση υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης καθώς και με αύξηση της θνησιμότητας, ενώ άλλες έρευνες την συνδέουν με μία έκπτωση στην ευημερία και στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Συνεπώς, η μελέτη του φαινόμενου της κατάθλιψης και των παραγόντων που την καθορίζουν αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσελκύει ερευνητές από πολλούς επιστημονικούς κλάδους, όχι μόνο από τον ιατρικό χώρο αλλά και από τον χώρο της ψυχολογίας, των κοινωνικών επιστημών κτλ. Η παρούσα διδακτορική διατριβή προσεγγίζει το φαινόμενο της κατάθλιψης με την χρήση μαθηματικών εργαλείων και πληροφοριών που αντλούνται από την Έρευνα SHARE (Survey of Health Ageing and Retirement in Europe), η οποία αναφέρεται σε ερωτώμενους ηλικίας άνω των 50 ετών που διαμένουν σε χώρες της Ευρώπης. Η μέτρηση της κατάθλιψης επιτυγχάνεται μέσω της καθιερωμένης κλίμακας EURO-D, που απαρτίζεται από 12 συμπτώματα, και με χρήση της δίτιμης μεταβλητής EURODCAT, που διαχωρίζει τα άτομα που υποφέρουν από 0 έως 3 συμπτώματα (μη-πάσχοντες) από τα άτομα που υποφέρουν από 4 και άνω συμπτώματα (πάσχοντες).Αρχικά, αξιολογείται η συμβολή των παραγόντων από την παιδική ηλικία καθώς και από την πρώιμη, μέση και όψιμη ενήλικη ζωή στην εμφάνιση κατάθλιψης στην όψιμη ενήλικη ζωή. Οι παράγοντες αυτοί καλύπτουν μεταβλητές υγείας και κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, δυσμενείς εμπειρίες και δημογραφικά χαρακτηριστικά. Στην συνέχεια εξετάζεται η άμεση και η έμμεση επίδραση αυτών των παραγόντων στην κατάθλιψη, καθώς και στις δύο υποκλίμακες που την απαρτίζουν, affective suffering και motivational symptoms. Η ανάλυση επικεντρώνεται σε μηχανισμούς και σε ενδιάμεσες επεξηγηματικές μεταβλητές που καθορίζουν την έμμεση επίδραση της παιδικής ηλικίας. Σε επόμενο στάδιο, βάσει της θεωρίας του σωρευτικού μειονεκτήματος, εξετάζεται η αθροιστική επίδραση της υγείας, της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και των δυσμενών εμπειριών στην εμφάνιση κατάθλιψης, σε ένα μοντέλο που περιλαμβάνει τις κύριες επιδράσεις αυτών καθώς και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Τέλος, διερευνώνται παράγοντες που συμβάλλουν στην μεταβολή των επιπέδων της νόσου, μετά την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008. Η μελέτη του φαινομένου ολοκληρώνεται με την ανάλυση των παραγόντων από την σύγχρονη ζωή, συμπεριλαμβανομένης και της κατάθλιψης, που καθορίζουν τα δομικά χαρακτηριστικά της κλίμακας της μοναξιάς, όπως αυτά ορίζονται στην έρευνα του SHARE. Τα αποτελέσματα από τις παραπάνω αναλύσεις δείχνουν ότι οι γυναίκες υποφέρουν από κατάθλιψη σε διπλάσια ποσοστά από τους άνδρες. Επιπλέον, αναδεικνύεται η προβλεπτική ικανότητα των παραγόντων από την παιδική ηλικία, που παραμένει ισχυρή ακόμα και όταν στα μοντέλα προστεθούν παράγοντες από όλο το φάσμα της ενήλικης ζωής των ερωτώμενων, ενώ συζητώνται οι σχετικοί μηχανισμοί. Επιπρόσθετα, διαπιστώνεται ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν τις υποκλίμακες affective suffering και motivational symptoms διαφοροποιούνται. Όσον αφορά στα σωρευτικά μειονεκτήματα, η υγεία φαίνεται να έχει την μεγαλύτερη σχετική επίδραση τόσο σε άνδρες και γυναίκες, όσο και για τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η βελτίωση της υγείας καθώς και το αίσθημα της ικανοποίησης από τη ζωή συνεισφέρουν θετικά στην μείωση των επιπέδων κατάθλιψης, ενώ η χειροτέρευση της υγείας και της γνωστικής λειτουργίας καθώς και τα χαμηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από την ζωή αυξάνουν τα επίπεδα. Τέλος, όσον αφορά στα στοιχεία που απαρτίζουν την κλίμακα της μοναξιάς, οι χρόνιες ασθένειες συμβάλλουν στην έλλειψη συντροφικότητας καθώς και στην αίσθηση μοναχικότητας. Καλύτερη οικονομική κατάσταση συνδέεται με χαμηλότερα επίπεδα απομόνωσης ενώ η ύπαρξη παιδιών συνδυάζεται με χαμηλότερα επίπεδα απομόνωσης και μοναχικότητας. Η ικανοποίηση από τη ζωή συνδέεται με χαμηλότερα επίπεδα έλλειψης συντροφικότητας και μοναχικότητας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Depression is a mental illness that can cause many problems to the individuals suffering from it, to their families and the society. By 2020 depression is projected to become the second most prevalent disease in the world, with the World Health Organization (WHO) ranking it as the fourth most prevalent disease and predicting that by 2030 it will be the most important one. Depression has been shown to be strongly correlated with morbidity, use of health care services, and increased mortality, while it has also been linked to a decline in patients' well-being and quality of life. Therefore, the study of depression and the factors that determine it is of particular interest and attracts researchers from many disciplines, not only from the medical field but also from the field of psychology, social sciences, etc. This doctoral thesis addresses the phenomenon of depression using mathematical tools and information derived from the SHARE study (Survey of Health, Ageing and Retirement in Europ ...
Depression is a mental illness that can cause many problems to the individuals suffering from it, to their families and the society. By 2020 depression is projected to become the second most prevalent disease in the world, with the World Health Organization (WHO) ranking it as the fourth most prevalent disease and predicting that by 2030 it will be the most important one. Depression has been shown to be strongly correlated with morbidity, use of health care services, and increased mortality, while it has also been linked to a decline in patients' well-being and quality of life. Therefore, the study of depression and the factors that determine it is of particular interest and attracts researchers from many disciplines, not only from the medical field but also from the field of psychology, social sciences, etc. This doctoral thesis addresses the phenomenon of depression using mathematical tools and information derived from the SHARE study (Survey of Health, Ageing and Retirement in Europe) which refers to respondents over 50 years old, residing in European countries. Depression is measured using the standard EURO-D scale, consisting of 12 symptoms, and a binary variable (EURODCAT) which separates those suffering from 0 to 3 symptoms (non-sufferers) from those suffering from 4 and above symptoms (sufferers). Initially, the contribution of childhood factors as well as early, middle and later adulthood to depression in later life is assessed. These factors cover health and socioeconomic variables, adverse experiences and demographic characteristics. The direct and indirect effects of these factors on depression, as well as on its two sub-scales, affective suffering and motivational symptoms are examined. The analysis focuses on mechanisms and mediators explaining the indirect impact of childhood factors. Next, based on cumulative disadvantage theory, the cumulative effect of health, socioeconomic status, and adverse experiences on depression are examined in a model that includes their main effects as well as their interactions. Finally, factors contributing to changes in depression levels following the financial crisis of 2008 are being investigated. The study of the phenomenon concludes with an analysis of factors from concurrent life, including depression, that determine the structural components of the scale of loneliness as defined in the SHARE study. The results of the above analyses show that women suffer from depression at twice the rate of men. In addition, the predictive power of childhood factors is highlighted, which remainsstrong even when factors from across the adult life of respondents are added to the models. Moreover, it is found that factors affecting the subscales of affective suffering and motivational symptoms differentiate. Concerning cumulative disadvantages, health appears to have the greatest relative impact for both men and women, as well as for European populations. In addition, improved health as well as a sense of satisfaction with life contribute positively to decreasing depression levels, while deteriorating health and cognitive function as well as lower levels of life satisfaction increase depression levels. Finally, in terms of the components of the scale of loneliness, chronic illnesses contribute to a lack of companionship and to loneliness. Better financial status is associated with lower levels of isolation while having children is associated with lower levels of both isolation and loneliness. Life satisfaction is associated with lower levels of a lack of companionship and loneliness.
περισσότερα