Περίληψη
Η σειρά των εικόνων του κινηματογράφου ασκεί δύο διακριτές, αλλά συνδιάστατες λειτουργίες, να δείχνει και να λέγει. Ονομάζοντας ντοκυμανταίρ την πρώτη και μυθοπλασία τη δεύτερη, προτείνεται να προβληματοποιηθεί η συνάρθρωσή τους. Η αναγνώριση και η κατασήμανση ενός οπτικού αντικειμένου στην οθόνη μεσολαβείται από το ρηματικό σημασιολογικό χώρο του οικείου στο θεατή γλωσσικού συστήματος. Ωστόσο, ένα μέρος των γραφιστικών συμβάσεων της εικόνας, οι οποίες μεταγράφουν εικαστικά τα πρότυπα της αντίληψης, πλεονάζει από την ονοματοδοσία της γλώσσας. Τούτη η διαφορά έγκειται στην καταστατική ασυμμετρία μεταξύ ρηματικών και μη ρηματικών σημείων και την αποκλίνουσα αναλυτική ικανότητα των αντίστοιχων κωδίκων. Στο επίπεδο της εντύπωσης της πραγματικότητας, το οποίο εξασφαλίζει την εμπέδωση της αναφορικής ψευδαίσθησης στον κινηματογράφο, το ντοκυμανταίρ και η μυθοπλασία συνεργάζονται αρμονικά. Το δεικνύειν διατίθεται στη γενικευμένη κίνηση της αφήγησης και συνομολογεί ως εμπράγματος φορέ ...
Η σειρά των εικόνων του κινηματογράφου ασκεί δύο διακριτές, αλλά συνδιάστατες λειτουργίες, να δείχνει και να λέγει. Ονομάζοντας ντοκυμανταίρ την πρώτη και μυθοπλασία τη δεύτερη, προτείνεται να προβληματοποιηθεί η συνάρθρωσή τους. Η αναγνώριση και η κατασήμανση ενός οπτικού αντικειμένου στην οθόνη μεσολαβείται από το ρηματικό σημασιολογικό χώρο του οικείου στο θεατή γλωσσικού συστήματος. Ωστόσο, ένα μέρος των γραφιστικών συμβάσεων της εικόνας, οι οποίες μεταγράφουν εικαστικά τα πρότυπα της αντίληψης, πλεονάζει από την ονοματοδοσία της γλώσσας. Τούτη η διαφορά έγκειται στην καταστατική ασυμμετρία μεταξύ ρηματικών και μη ρηματικών σημείων και την αποκλίνουσα αναλυτική ικανότητα των αντίστοιχων κωδίκων. Στο επίπεδο της εντύπωσης της πραγματικότητας, το οποίο εξασφαλίζει την εμπέδωση της αναφορικής ψευδαίσθησης στον κινηματογράφο, το ντοκυμανταίρ και η μυθοπλασία συνεργάζονται αρμονικά. Το δεικνύειν διατίθεται στη γενικευμένη κίνηση της αφήγησης και συνομολογεί ως εμπράγματος φορέας του λέγειν. Αφενός, τα όρια της καταδήλωσης και των συμπαραδηλωτικών εξελίξεών της τυποποιούνται σε συνάρτηση με τη γραφιστική εργασία των εικόνων και κωδικοποιούνται πολιτισμικά, μεριμνώντας για την ευάγωγη πρόσληψη του αφηγήματος. Αφετέρου, οι συνταγματικές ακολουθίες των πλάνων, όπως διυφαίνονται από τις αρμοστές τομές του μοντάζ, οργανώνουν τις χωροχρονικές εντυπώσεις των περιεχομένων τους αντιστοιχώντας, βάσει συμφωνημένων κανόνων, σε πεπερασμένες σημασιολογικές μονάδες. Ωστόσο, στο οπτικό πεδίο παράγονται υπολειμματικά μορφώματα, τα οποία δεν αφομοιώνονται ομαλά στην εντύπωση της πραγματικότητας και δεν εξευμενίζονται από τη συναρμογή του ντοκυμανταίρ και της μυθοπλασίας. Η γραφιστική διαμόρφωση που δεν αποκτά εκφραστική αξία υποβάλλει έναν ασαφή και ρευστό μη ρηματικό σημασιολογικό χώρο, μιαν «άφατη» κειμενική μεθόριο στην καρδιά της μυθοπλασίας. Η οπτική περίσσεια δεν ενσωματώνεται στη χορεία των φαντασιακών και συμβολικών συντεταγμένων, οι οποίες αρτιώνουν τη διηγητική παραγωγή και τα μιμητικά ενεργήματα. Το γραφιστικό πλεόνασμα ως υλικό ίχνος της εικόνας, αμέτοχο τόσο στην κατανομή του νοήματος, όσο και στην απλή εμπειρία του φαινομένου, στοιχειοθετεί ένα απομεινάρι της σημασιοδότησης, το οποίο ενσαρκώνει την έλλειψη εντός της παράστασης χωρίς να την συμπληρώνει. Μολονότι ανευρίσκεται εντός του πεδίου της όρασης, διολισθαίνει προς την εξωτερικότητα, συνέλκοντας το υποκείμενο πέραν της σκέψης. Στενά συνδεδεμένο με την τεχνική οργάνωση του μηχανισμού που παράγει και αναπαράγει τις κινηματογραφικές εικόνες, συνιστά το όριο της αδυνατότητας της αναπαράστασης να αυτοσυγκροτηθεί ως ολότητα. Συγχρόνως, όμως, καταλαμβάνει τη δομική θέση ενός αντικειμένου-αιτίου, το οποίο στηρίζει την επιθυμία του θεατή για όραση, γνώση και αφηγηματική συνέχεια.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The series of cinematic images functions on two distinct, but codimensional levels, those of showing and telling. By calling documentary the former and fiction the latter, we suggest problematising their joint articulation. The recognition and designation of a visual object on the screen is mediated by the verbal semantic space of the language system familiar to the spectator. However, a part of the graphic conventions of the image, which transcribe the perception models visually, overflows the attribution of a name. This difference is due to the constitutive asymmetry between verbal and non-verbal signs and the diverging analytic capacity of the respective codes. On the level of the impression of reality, which ensures the consolidation of cinema’s referential illusion, documentary and fiction cooperate concordantly. Showing is employed in the narrative construction and its role is acknowledged as the sensory bearer of telling. On the one hand, the limits of denotation and ...
The series of cinematic images functions on two distinct, but codimensional levels, those of showing and telling. By calling documentary the former and fiction the latter, we suggest problematising their joint articulation. The recognition and designation of a visual object on the screen is mediated by the verbal semantic space of the language system familiar to the spectator. However, a part of the graphic conventions of the image, which transcribe the perception models visually, overflows the attribution of a name. This difference is due to the constitutive asymmetry between verbal and non-verbal signs and the diverging analytic capacity of the respective codes. On the level of the impression of reality, which ensures the consolidation of cinema’s referential illusion, documentary and fiction cooperate concordantly. Showing is employed in the narrative construction and its role is acknowledged as the sensory bearer of telling. On the one hand, the limits of denotation and its connotative developments are standardized in relation to the images’ graphic work, while their codification is determined culturally, providing for the unobtrusive reception of the narrative. On the other, the syntagmatic sequences of shots, shaped by appropriate cutting, organize the spatiotemporal effects of their content corresponding to a finite number of semantic units according to consensus principles. However, residual figures are produced in the visual field, unable to be smoothly absorbed into the impression of reality or to be appeased by the cohesion between fiction and documentary. A graphic formation that does not acquire an expressive value suggests a vague and fluid non-verbal semantic space, an “ineffable” textual border at the heart of fiction. The visual excess cannot be incorporated into the set of imaginary and symbolic co-ordinates, which contribute either to fiction’s diegetic production or to documentary’s mimetic activity. A graphic surplus as a material trace of the image, uninvolved in both the distribution of meaning and the simple experience of a phenomenon, constitutes a remainder of signification, which incarnates a lack in the representation, but without complementing it. Although it is situated inside the visual field, it glides toward the exterior, drawing the subject with it beyond the realm of thought. Closely linked to the technological constitution of the cinematic apparatus, which produces and reproduces the images, it delineates the limit of impossibility for representation to constitute itself as a whole. At the same time, however, a graphic surplus takes the structural place of an object-cause, which sustains the spectator’s desire for vision, knowledge and narrative continuity.
περισσότερα