Περίληψη
Η μελέτη επιχειρεί με τα κριτήρια των ΑΚ 173, 200 να καταστρώσει μία ενιαία μέθοδο ερμηνείας της δήλωσης βούλησης, κατάλληλη για την ερμηνεία κάθε δικαιοπραξίας. Στο πλαίσιο αυτό οι ΓΟΣ λαμβάνονται ως ενδιαφέρον παράδειγμα δικαιοπρακτικών δηλώσεων, όπου εξειδικεύεται και δοκιμάζεται πρακτικά η μέθοδος αυτή. Ταυτόχρονα ερευνώνται οι ειδικοί κανόνες ερμηνείας των ΓΟΣ που περιέχει ο Ν. 2251/1994 και επιχειρείται να συσχετισθούν λειτουργικά οι κανόνες αυτοί με τη γενική μέθοδο ερμηνείας των δικαιοπραξιών. Για την ερμηνεία μιας δικαιοπραξίας αναζητούμε καταρχήν την βούληση του δικαιοπρακτούντος στο πλαίσιο εκτίμησης των αποδείξεων. Με βάση το τεκμήριο από την κοινή πείρα εκκινούμε από το γραμματικό νόημα των λέξεων (πρβλ. και τον νομολογιακό κανόνα de claris non fit interpretatio). Σε περίπτωση αδυναμίας ασφαλούς εύρεσης της βούλησης, την αναζήτηση της βούλησης διαδέχεται μία πρακτική αναζήτηση του νοήματος του κειμένου της δ.β, με βάση κριτήρια της καλής πίστης της ΑΚ 200. Εφόσον κρίσιμη ...
Η μελέτη επιχειρεί με τα κριτήρια των ΑΚ 173, 200 να καταστρώσει μία ενιαία μέθοδο ερμηνείας της δήλωσης βούλησης, κατάλληλη για την ερμηνεία κάθε δικαιοπραξίας. Στο πλαίσιο αυτό οι ΓΟΣ λαμβάνονται ως ενδιαφέρον παράδειγμα δικαιοπρακτικών δηλώσεων, όπου εξειδικεύεται και δοκιμάζεται πρακτικά η μέθοδος αυτή. Ταυτόχρονα ερευνώνται οι ειδικοί κανόνες ερμηνείας των ΓΟΣ που περιέχει ο Ν. 2251/1994 και επιχειρείται να συσχετισθούν λειτουργικά οι κανόνες αυτοί με τη γενική μέθοδο ερμηνείας των δικαιοπραξιών. Για την ερμηνεία μιας δικαιοπραξίας αναζητούμε καταρχήν την βούληση του δικαιοπρακτούντος στο πλαίσιο εκτίμησης των αποδείξεων. Με βάση το τεκμήριο από την κοινή πείρα εκκινούμε από το γραμματικό νόημα των λέξεων (πρβλ. και τον νομολογιακό κανόνα de claris non fit interpretatio). Σε περίπτωση αδυναμίας ασφαλούς εύρεσης της βούλησης, την αναζήτηση της βούλησης διαδέχεται μία πρακτική αναζήτηση του νοήματος του κειμένου της δ.β, με βάση κριτήρια της καλής πίστης της ΑΚ 200. Εφόσον κρίσιμη είναι μόνο η βούληση του δηλούντος (π.χ. διαθήκη), όπως και αν βούληση και κατανόηση του αποδέκτη της δήλωσης ταυτίζονται, η ερμηνεία ολοκληρώνεται με τα παραπάνω. Διαφορετικά μεταβαίνουμε στο στάδιο της κανονιστικής ερμηνείας αναζητώντας το νόημα που όφειλε να γίνει αντιληπτό από τα μέρη (κανονιστικό νόημα). Η αρχή της εμπιστοσύνης επιβάλλει στους συναλλασσομένους, αφενός να εκτιμούν το γράμμα της δήλωσης και τις περιστάσεις της επικοινωνίας, όπως το κάνει ο δικαστής ακολουθώντας τους κανόνες της γλώσσας, αφετέρου να αναζητούν τις περιστάσεις που έχει υπόψη το άλλο μέρος σε βαθμό μάλιστα που μεταλλάσσει με κριτήρια, όπως π.χ. η σημασία της παροχής για τα μέρη, η ταχύτητα και συχνότητα της συναλλαγής, η ενδεχόμενη ανισότητα ως προς την πληροφόρηση. Ακολουθώντας τα κριτήρια αυτά ποριζόμαστε το κριτήριο ερμηνείας των ΓΟΣ, που πρέπει να κατευθύνεται προς έναν ορίζοντα υπερατομικό και να ακολουθεί την αντίληψη του καθημερινού ανθρώπου και όχι τις ιδιαιτερότητες ή την ορολογία του οικείου κλάδου συναλλαγών. Ερευνάται επίσης η συμπληρωτική ερμηνεία των δικαιοπραξιών, κριτήριο της οποίας πρέπει να είναι η υποθετική βούληση, ως κριτήριο που συνέχεται στ’ αλήθεια με την ιδιωτική αυτονομία. Ετερόνομες παρεμβάσεις πρέπει να στηρίζονται στις ΑΚ 288, 281. Η υποθετική βούληση όμως δεν συνάγεται με ασφάλεια, παρά σε λίγες περιπτώσεις. Έτσι η συμπληρωτική ερμηνεία, αντίθετα με όσα δέχεται η κρατούσα άποψη, δεν μπορεί παρά να είναι πεπερασμένο μέσο πλήρωσης κενών της δικαιοπραξίας
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Die Studie versucht, eine einheitliche, auf jede Art von Rechtsgeschäft anwendbare Auslegungsmethode zu entwickeln, die auf Art. 173, 200 gr.BGB beruht. In diesem Zusammenhang sind AGB ein Beispiel rechtsgeschäftlicher Erklärungen, auf welche diese Auslegungsmethode spezialisiert und erprobt wird. Gleichzeitig werden die speziellen Auslegungsregeln des Ges. 2251/1994 untersucht und es wird versucht, sie funktionell mit der allgemeinen Methode zur Auslegung von Rechtsgeschäften zu verbinden. Die Auslegung von Rechtsgeschäften erfordert, nach dem Willen des Erklärenden im Rahmen der Beweiswürdigung zu suchen. Aufgrund von der aus Erfahrungssätzen stammenden Vermutung ist vom wörtlichen Sinn auszugehen (vgl. die Regel “de claris non fit interpretatio“). Bei Unmöglichkeit einer sicheren Willensfindung kommt eine praktische Suche nach dem Sinne des Texts der Willenserklärung ins Spiel, die nach Treu und Glaube gemäß Art. 200 gr.BGB durchzuführen ist. Damit endet die Auslegung in den Fälle ...
Die Studie versucht, eine einheitliche, auf jede Art von Rechtsgeschäft anwendbare Auslegungsmethode zu entwickeln, die auf Art. 173, 200 gr.BGB beruht. In diesem Zusammenhang sind AGB ein Beispiel rechtsgeschäftlicher Erklärungen, auf welche diese Auslegungsmethode spezialisiert und erprobt wird. Gleichzeitig werden die speziellen Auslegungsregeln des Ges. 2251/1994 untersucht und es wird versucht, sie funktionell mit der allgemeinen Methode zur Auslegung von Rechtsgeschäften zu verbinden. Die Auslegung von Rechtsgeschäften erfordert, nach dem Willen des Erklärenden im Rahmen der Beweiswürdigung zu suchen. Aufgrund von der aus Erfahrungssätzen stammenden Vermutung ist vom wörtlichen Sinn auszugehen (vgl. die Regel “de claris non fit interpretatio“). Bei Unmöglichkeit einer sicheren Willensfindung kommt eine praktische Suche nach dem Sinne des Texts der Willenserklärung ins Spiel, die nach Treu und Glaube gemäß Art. 200 gr.BGB durchzuführen ist. Damit endet die Auslegung in den Fällen, wo der Wille des Erklärenden (z.B. im Testament) das einzige entscheidende Kriterium ist, wie auch in den Fällen, wo der Wille des Erklärenden mit dem übereinstimmt, was der Erklärungsempfänger versteht. Andernfalls ist zur nächsten Auslegungsphase überzugehen, wo der Sinn gesucht wird, der von den Parteien zu verstehen war. Das Vertrauensprinzip erfordert von den Parteien, einerseits den Wortlaut der Erklärung und die Umstände der Kommunikation einzuschätzen, wie auch der Richter dies nach Sprachnormen tun würde. Andererseits erfordert es, in differenzierbarem Masse nach Kriterien wie z.B. die Bedeutung der Leistung, die Geschwindigkeit und die Häufigkeit des Rechtsgeschäftes, die potentielle Informationsungleichheit der Parteien, nach den von der anderen Partei berücksichtigten Umständen zu suchen. Aufgrund dieser Kriterien wird ein überindividuelles AGB-Auslegungskriterium erstellt, welches auf den Verstand des Laien und nicht auf die Besonderheiten oder die Terminologie des einschlägigen Geschäftsgebiets ausgerichtet ist. In der Studie wird auch die ergänzende Auslegung von Rechtsgeschäften untersucht, deren Kriterium der vermutliche Parteiwille sein soll, welches mit der Privatautonomie wahrlich verbunden ist. Heteronome Eingriffe müssen auf Art. 288, 281 gr.BGB beruhen. Da aber der vermutliche Parteiwille nur in wenigen Fällen mit Sicherheit zu finden ist, kann die ergänzende Auslegung nur ein begrenztes Mittel zur Ergänzung der Lücken des Rechtsgeschäfts sein.
περισσότερα