Περίληψη
Αντικείμενο και στόχος της διατριβής είναι η ανάδειξη των περιπτώσεων που η αιχμηρή κριτική προστατεύεται και υπερισχύει όταν συγκρούεται με το δικαίωμα της τιμής του θιγομένου. Στην ελληνική νομολογία έχει χαθεί η ισορροπία κατά τη χάραξη των ορίων της επιτρεπτής αιχμηρής κριτικής, με αποτέλεσμα να πριμοδοτείται απροκάλυπτα το δικαίωμα στην προστασία της τιμής έναντι της ελευθερίας της έκφρασης. Αυτή η τάση της νομολογίας παραγνωρίζει το θεμελιώδη ελεγκτικό ρόλο του τύπου σε μία δημοκρατική κοινωνία. Η οξεία κριτική των εκλεγμένων και εν γένει δημοσίων λειτουργών επιβάλλεται, ώστε να μπορούν οι πολίτες να αξιολογήσουν την ικανότητά τους για το δημόσιο ρόλο που έχουν ή θέλουν να αναλάβουν και συνακόλουθα να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, στόχος μου ήταν η αποκρυστάλλωση των νομολογιακών κριτηρίων που καθιστούν επιτρεπτή την αιχμηρή κριτική και αντικατοπτρίζουν τη θέση της στο δικαιικό σύστημα ως συνταγματικό δικαίωμα. Με τον τρόπο αυτό η κρινόμεν ...
Αντικείμενο και στόχος της διατριβής είναι η ανάδειξη των περιπτώσεων που η αιχμηρή κριτική προστατεύεται και υπερισχύει όταν συγκρούεται με το δικαίωμα της τιμής του θιγομένου. Στην ελληνική νομολογία έχει χαθεί η ισορροπία κατά τη χάραξη των ορίων της επιτρεπτής αιχμηρής κριτικής, με αποτέλεσμα να πριμοδοτείται απροκάλυπτα το δικαίωμα στην προστασία της τιμής έναντι της ελευθερίας της έκφρασης. Αυτή η τάση της νομολογίας παραγνωρίζει το θεμελιώδη ελεγκτικό ρόλο του τύπου σε μία δημοκρατική κοινωνία. Η οξεία κριτική των εκλεγμένων και εν γένει δημοσίων λειτουργών επιβάλλεται, ώστε να μπορούν οι πολίτες να αξιολογήσουν την ικανότητά τους για το δημόσιο ρόλο που έχουν ή θέλουν να αναλάβουν και συνακόλουθα να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, στόχος μου ήταν η αποκρυστάλλωση των νομολογιακών κριτηρίων που καθιστούν επιτρεπτή την αιχμηρή κριτική και αντικατοπτρίζουν τη θέση της στο δικαιικό σύστημα ως συνταγματικό δικαίωμα. Με τον τρόπο αυτό η κρινόμενη διατριβή αποσκοπεί να λειτουργήσει ως πρακτικός οδηγός για το δημοσιογράφο και όποιον γενικότερα επιθυμεί να σχολιάζει τα πολιτικά δρώμενα, δίχως το φόβο ποινικών διώξεων ή καταδίκης σε καταβολή υπέρογκων αποζημιώσεων. Προς επίτευξη του καθορισμού των επιτρεπτών ορίων της κριτικής παρουσιάζονται αφενός η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίων των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αφετέρου, η ελληνική νομολογία, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η τελευταία ακολουθεί τις γενικές αρχές και τα κριτήρια που έχει υιοθετήσει η νομολογία των εν λόγω ανωτάτων δικαστηρίων για την προστασία της ελευθερίας του λόγου και του τύπου. Τα ανώτατα αυτά δικαστήρια έχουν υιοθετήσει σαφή κριτήρια τα οποία καθορίζουν το αποτέλεσμα της κρίσης τους. Η συνδρομή του κριτηρίου του δημοσίου προσώπου, του θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, της καλής πίστης και της φύσης της επίδικης δήλωσης ως προστατευτέας γνώμης οδηγεί στην παροχή προβαδίσματος στον πολιτικό λόγο. Σε αντίθεση με την νομολογία των εν λόγω ανωτάτων δικαστηρίων όπου η προνομιακή μεταχείριση του τύπου είναι αποτέλεσμα της διαπίστωσης της άρρηκτης σχέσης του με την ορθή λειτουργία μίας φιλελεύθερης δημοκρατίας, η ελληνική νομολογία φαίνεται να εθελοτυφλεί όσον αφορά στη θέση που αρμόζει στην ελευθερία του τύπου ως συστατικού στοιχείου του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η αυστηρή εφαρμογή της ad hoc στάθμισης, η έλλειψη σταθερών κριτηρίων και η εσφαλμένη ερμηνεία των εφαρμοζόμενων κανόνων δικαίου οδηγεί στη φίμωση του τύπου και στην αυτολογοκρισία. Η παροχή στην ελευθερία του λόγου και του τύπου της προστασίας που της αρμόζει μπορεί να επιτευχθεί σε επίπεδο νομολογίας, με την αξιοποίηση των πορισμάτων της νομολογίας των ανωτάτων δικαστηρίων και ειδικότερα την υιοθέτηση και εφαρμογή των τεσσάρων αυτών νομολογιακών κριτηρίων για τον καθορισμό των ορίων της επιτρεπτής κριτικής.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of this dissertation is to present the specific circumstances where sharp criticism is protected and outweighs the plaintiff’s right to the protection of his reputation. In Greek case law, the equilibrium regarding the drawing of the boundaries of allowable sharp criticism has been lost, resulting in overtly favoring the right of the protection of reputation against the freedom of expression. This trend that has emerged in case law misconstrues the fundamental supervisory role of the press in a democratic society. Sharp criticism of elected representatives, and public officials in general, is necessary in order for the citizens to evaluate their capacity concerning their public role or the one they desire to undertake. In this aspect, my goal was the crystallization of the case law criteria that permit sharp criticism and reflect its place in the law system as a constitutional right. Thereby, the present dissertation intends to operate as a practical guide for the journalist an ...
The aim of this dissertation is to present the specific circumstances where sharp criticism is protected and outweighs the plaintiff’s right to the protection of his reputation. In Greek case law, the equilibrium regarding the drawing of the boundaries of allowable sharp criticism has been lost, resulting in overtly favoring the right of the protection of reputation against the freedom of expression. This trend that has emerged in case law misconstrues the fundamental supervisory role of the press in a democratic society. Sharp criticism of elected representatives, and public officials in general, is necessary in order for the citizens to evaluate their capacity concerning their public role or the one they desire to undertake. In this aspect, my goal was the crystallization of the case law criteria that permit sharp criticism and reflect its place in the law system as a constitutional right. Thereby, the present dissertation intends to operate as a practical guide for the journalist and anybody that wishes to comment on political affairs, without the fear of penal persecution or conviction for the defrayment of excessive compensations. In order to define the permitted boundaries of criticism, the United States Supreme Court case law and the European Court of Human Rights case law are presented on the one hand, whereas Greek case law is presented on the other hand so as to determine if the latter follows the general principles and the criteria adopted by the case law of the above supreme courts regarding the protection of freedom of speech and freedom of the press. These supreme courts utilize explicit criteria that define the outcome of their judgement. The application of the criteria of public figure, matter of public concern, good faith and the nature of contested declaration as an evaluative opinion, results in providing precedence to the political discourse. In contrast to the aforementioned supreme courts case law, where the favorable treatment of the press is a result of the determination of its unbreakable bond with the proper functioning of a liberal democracy, Greek case law seems to turn a blind eye regarding the status that befits press freedom as a crucial component of the democratic polity. The rigorous application of ad hoc balancing, the absence of firm criteria and the misinterpretation of the applicable rules of law lead to the press gagging and to self-censorship. Providing the freedom of speech with the proper type of protection can be accomplished in the field of case law by exploiting the findings of the above supreme courts case law and, particularly, by endorsing and applying these specific four case law criteria in order to determine the boundaries of the allowable criticism.
περισσότερα