Περίληψη
Ένα από τα σημαντικότερα πεδία έρευνας στο χώρο των πληροφοριακών συστημάτων (ΠΣ) παραμένει για πολλά χρόνια η επιχειρησιακή τους αξία (business value), οριζόμενη ως η επίδραση της χρήσης τους στις επιδόσεις της επιχείρησης. Ειδικότερα , από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έχουμε ελάχιστες εμπειρικές ενδείξεις θετικής και στατιστικά σημαντικής σχέσης μεταξύ των επενδύσεων Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) και των επιδόσεων της επιχείρησης (Roach 1987, Strassman 1990, Brynjolfsson 1993, Strassman 1997), γεγονός το οποίο οδήγησε σε εκτεταμένες συζητήσεις σχετικά με το «Το Παράδοξο της Παραγωγικότητας των Επενδύσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών» (Brynjolfsson 1993). Όμως από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι και σήμερα, εμφανίζονται κάποια εμπειρικά αποτελέσματα που δείχνουν στατιστικά σημαντική συμβολή των επενδύσεων ΤΠΕ σε διάφορα μέτρα επιχειρησιακής απόδοσης (Brynjolfsson and Hitt 1996, Stolarick 1999, OECD 2003, OECD 2004, Loukis ...
Ένα από τα σημαντικότερα πεδία έρευνας στο χώρο των πληροφοριακών συστημάτων (ΠΣ) παραμένει για πολλά χρόνια η επιχειρησιακή τους αξία (business value), οριζόμενη ως η επίδραση της χρήσης τους στις επιδόσεις της επιχείρησης. Ειδικότερα , από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έχουμε ελάχιστες εμπειρικές ενδείξεις θετικής και στατιστικά σημαντικής σχέσης μεταξύ των επενδύσεων Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) και των επιδόσεων της επιχείρησης (Roach 1987, Strassman 1990, Brynjolfsson 1993, Strassman 1997), γεγονός το οποίο οδήγησε σε εκτεταμένες συζητήσεις σχετικά με το «Το Παράδοξο της Παραγωγικότητας των Επενδύσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών» (Brynjolfsson 1993). Όμως από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι και σήμερα, εμφανίζονται κάποια εμπειρικά αποτελέσματα που δείχνουν στατιστικά σημαντική συμβολή των επενδύσεων ΤΠΕ σε διάφορα μέτρα επιχειρησιακής απόδοσης (Brynjolfsson and Hitt 1996, Stolarick 1999, OECD 2003, OECD 2004, Loukis and Sapounas 2005), αν και συνεχίζουν να υπάρχουν μελέτες με μικτά ή αρνητικά αποτελέσματα (π.χ. Stiroh 1998, Carr 2003). Μετά το 2000 η έρευνα στον χώρο αυτό εστιάζεται στον προσδιορισμό συμπληρωματικών παραγόντων και συνθηκών που μπορούν να επαυξήσουν σημαντικά τις θετικές επιδράσεις των επενδύσεων ΤΠΕ στις επιδόσεις των επιχειρήσεων. Η έρευνα αυτή δείχνει ότι η επιχειρησιακή αξία από τις «σκληρές» (hard) επενδύσεις ΤΠΕ (σε υλικό, λογισμικό, κ.λπ.) μπορεί να αυξηθεί σημαντικά , εάν αυτές συνδυαστούν με κατάλληλες «εύκαμπτες» (soft) επενδύσεις ΤΠΕ, οι οποίες αφορούν νέες πρακτικές εργασίας, ανασχεδιασμό των επιχειρησιακών διαδικασιών, νέες ανθρώπινες δεξιότητες, καινοτομίες κ.λπ. (π.χ. Brynjolfsson et al 2002, Ramirez 2003, Loukis and Sapounas 2005, Arvanitis 2005, Hempell 2005). Η παρούσα διδακτορική διατριβή παρουσιάζει τα αποτελέσματα της πρώτης εμπειρικής μελέτης: α) της επίδρασης των επενδύσεων ΤΠΕ στην απόδοση των επιχειρήσεων, και β) των επιπτώσεων μίας σειράς ‘εσωτερικών παραγόντων’ (που σχετίζονται με το εσωτερικό της επιχείρησης) καθώς επίσης και ‘εξωτερικών παραγόντων’ (που σχετίζονται με το εξωτερικό της περιβάλλον) στην παραπάνω επίδραση. Η εμπειρική μας μελέτη αποτελείται από τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος εξετάσθηκε η επίδραση των «σκληρών» επενδύσεων ΤΠΕ (σε υλικό ΤΠΕ, λογισμικό και δίκτυα) και των «εύκαμπτων» επενδύσεων ΤΠΕ (σε ανθρώπινους πόρους ΤΠΕ και δεξιότητες) στην απόδοση της επιχείρησης. Η εμπειρική αυτή μελέτη βασίζεται σε δεδομένα, τα οποία έχουν συλλεχθεί από διεξαχθείσα έρευνα σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχανιών (ΣΕΒ) με χρήση δομημένου ερωτηματολογίου. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, κατασκευάσαμε οικονομετρικά υποδείγματα της απόδοσης της επιχείρησης, βασισμένα στην Μικροοικονομική θεωρία παραγωγής. Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι η συνάρτηση παραγωγής Cobb-Douglas μπορεί να περιγράψει επαρκώς την σχέση μεταξύ εξόδου (output) και εισόδων (inputs) επιχείρησης στην χώρα μας, σε σύγκριση με την γενικευμένη Transendental συνάρτηση παραγωγής. Χρησιμοποιώντας στην συνέχεια την συνάρτηση παραγωγής Cobb-Douglas προέκυψε ότι οι «σκληρές» επενδύσεις ΤΠΕ στην Ελλάδα δημιουργούν μία θετική και στατιστικά σημαντική συνεισφορά στην απόδοση της επιχείρησης. Όμως η ελαστικότητά τους σε σχέση μ ε την απόδοση της επιχείρησης είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη του υπολοίπου κεφαλαίου ΤΠΕ και ακόμη χαμηλότερη από την αντίστοιχη της εργασίας. Επίσης, από τις μεταβλητές των «εύκαμπτων» επενδύσεων ΤΠΕ που εξετάσαμε, βρέθηκε ότι η ύπαρξη αυτόνομης οργανωτικής μονάδας ΤΠΕ στην επιχείρηση έχει μία θετική και στατιστικά σημαντική επίδραση στην απόδοση της επιχείρησης, η οποία έχει σημαντικό μέγεθος ίσο με τα δύο τρίτα περίπου της επίδρασης των «σκληρών» επενδύσεων ΤΠΕ. Το συμπέρασμα αυτό είναι ενδεικτικό της σημασίας αυτής της διάστασης των «εύκαμπτων» επενδύσεων ΤΠΕ (σε δημουργία δομών ΤΠΕ στην επιχείρηση), η οποία μπορεί να αυξήσει περίπου κατά δύο τρίτα την επιχειρησιακή αξία που δημιουργούν οι επενδύσεις ΤΠΕ. Τέλος, ερευνήθηκε το ενδεχόμενο της επίδρασης του μεγέθους της επιχείρησης στη διαρθρωτική σταθερότητα των εκτιμηθέντων οικονομετρικών υποδειγμάτων. Προέκυψε το συμπέρασμα ότι για επιχειρήσεις με συνολικές πωλήσεις πάνω από 20 εκατομμύρια ευρώ η διάρθρωση των υποδειγμάτων διατηρείται σταθερή, και επομένως τα συμπεράσματα που απορρέουν από τα υποδείγματα είναι έγκυρα, τουλάχιστον για ολόκληρο το εύρος μεγεθών των επιχειρήσεων που τα δεδομένα μας καλύπτει. Στο δεύτερο μέρος της διδακτορικής διατριβής εξετάσθηκε η επίδραση δύο παραγόντων που σχετίζονται με το εξωτερικό περιβάλλον της επιχείρησης: α) του «γενικευμένου» ανταγωνισμού που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση, όπως αυτός περιγράφεται από το μοντέλο των «πέντε δυνάμεων» του Porter (που περιλαμβάνει την διαπραγματευτική δύναμη των προμηθευτών, την διαπραγματευτική δύναμη των αγοραστών, την ένταση των ανταγωνιστικών πιέσεων από τους ανταγωνιστές, την απειλή νέων εισόδων και την απειλή από υποκατάστατα) και β) της στρατηγικής που μια επιχείρηση ακολουθεί για να αντιμετωπίσει τις πιέσεις του εξωτερικού της περιβάλλοντος, στην επιχειρηματική αξία που δημιουργούν οι επενδύσεις ΤΠΕ. Η εμπειρική αυτή μελέτη βασίζεται σε δεδομένα, τα οποία έχουν συλλεχθεί από έρευνα σε Ελληνικές επιχειρήσεις με χρήση δομημένου ερωτηματολογίου, σε συνεργασία με την επιχείρηση ICAP A.E., μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παροχής επιχειρησιακών δεδομένων και συμβουλευτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα κατασκευάσαμε οικονομετρικά υποδείγματα της απόδοσης της επιχείρησης, βασισμένα στην μικροοικονομική θεωρία παραγωγής, και ειδικότερα στη συνάρτηση παραγωγής Cobb-Douglas. Από τα παραπάνω υποδείγματα, όσον αφορά τις παραπάνω διαστάσεις του γενικευμένου ανταγωνισμού προέκυψε το συμπέρασμα ότι η ένταση της διαπραγματευτικής δύναμης των προμηθευτών αυξάνει σημαντικά (κατά 41%) την συνεισφορά των ΤΠΕ στην απόδοση των επιχειρήσεων. Επίσης, όσον αφορά τη στρατηγική προέκυψε το συμπέρασμα ότι η υϊοθέτηση μίας στρατηγικής συχνής εισαγωγής νέων καινοτομικών προϊόντων και υπηρεσιών αυξάνει σημαντικά (κατά 31%) τη συνεισφορά των ΤΠΕ στην απόδοση των επιχειρήσεων. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι υπάρχουν συνθήκες εξωτερικού περιβάλλοντος και στρατηγικές που οδηγούν στην δημιουργία υψηλότερης επιχειρηματικής αξίας από τις επενδύσεις ΤΠΕ. Στο τρίτο μέρος της διδακτορικής διατριβής εξετάσθηκε η επίδραση τεσσάρων μηχανισμών στρατηγικής ευθυγράμμισης ΤΠΕ, οι οποίοι αφορούν διαφορετικά ιεραρχικά επίπεδα της επιχείρησης, και καλύπτουν τόσο την διαμόρφωση όσο και την υλοποίηση της στρατηγικής, στην επιχειρηματική αξία που δημιουργούν οι επενδύσεις ΤΠΕ. Η μελέτη βασίζεται στα προαναφερθέντα δεδομένα , τα οποία έχουν συλλεχθεί από τις Ελληνικές επιχειρήσει, σε συνεργασία με την επιχείρηση ICAP A.E. Από τα οικονομετρικά υποδείγματα που κατασκευάσαμε, βασισμένα στην συνάρτηση παραγωγής Cobb-Douglas, προέκυψε το συμπέρασμα ότι η στρατηγική ευθυγράμμιση των ΤΠΕ αυξάνει (κατά 47%) τη συνεισφορά των ΤΠΕ στην απόδοση των επιχειρήσεων. Επιπλέον, όλοι οι τέσσερις μηχανισμοί στρατηγικής ευθυγράμμισης ΤΠΕ που εξετάσθηκαν αυξάνουν τη συνεισφορά των ΤΠΕ στην απόδοση των επιχειρήσεων . Η αμφίδρομη σύνδεση του σχεδίου ΤΠΕ με το επιχειρησιακό/στρατηγικό σχέδιο και η συμμετοχή των οργανωτικών μονάδων της επιχείρησης στα διάφορα έργα (projects) ΤΠΕ έχουν την μεγαλύτερη επαυξητική επίπτωση (κατά 42% και 44% αντίστοιχα) στη συμβολή των επενδύσεων ΤΠΕ στην απόδοση της επιχείρησης. Τέλος, στο τέταρτο μέρος της διδακτορικής διατριβής πραγματοποιήθηκε συγκριτική εμπειρική μελέτη της επίδρασης του κεφαλαίου ΤΠΕ, του ανθρώπινου κεφαλαίου, του «οργανωσιακού κεφαλαίου» (= των νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας) καθώς επίσης και του γνωσιακού κεφαλαίου στην παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα και την Ελβετία. Η μελέτη αυτή βασίστηκε σε αντίστοιχα δεδομένα που συλλέχθηκαν με κοινό ερωτηματολόγιο και από παρόμοια δείγματα επιχειρήσεων στην Ελβετία και στην Ελλάδα, από τα οποία οικονομετρικά υποδείγματα με τις ίδιες μεταβλητές κατασκευάστηκαν για τις δυο χώρες. Από αυτά προέκυψαν στατιστικά σημαντική θετική συμβολή για το «κεφάλαιο ΤΠΕ», το «ανθρώπινο κεφάλαιο», και για τις νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας, που σχετίζονται με την ενίσχυση του ρόλου του εργαζομένου (employee voice) στην παραγωγικότητα της εργασίας και για τις δύο χώρες. Αντίθετα για τις νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας που σχετίζονται με το σχεδιασμό της εργασίας (work design) δεν προέκυψε στατιστικά σημαντική επίδραση στην παραγωγικότητα της εργασίας (για τις Ελληνικές επιχειρήσεις) ή ακόμη και αρνητική επίδραση (για τις Ελβετικές επιχειρήσεις). Επίσης, προέκυψαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών όσον αφορά τις επιδράσεις των παραπάνω ‘μορφών κεφαλαίου’, οι οποίες χαρακτηρίζουν. βετικές επιχειρήσεις προέκυψε ότι είναι περισσότερο ώριμες και αποτελεσματικές στην δημιουργία και χρήση του «γνωσιακού κεφαλαίου» από τις Ελληνικές. Δεύτερον, είναι διαφορετικές στις δύο χώρες οι μορφές ενίσχυσης του ρόλου του εργαζομένου (employee voice) που έχουν θετική επίδραση στην παραγωγικότητα της εργασίας: συγκεκριμένα στην Ελλάδα αφορούν παραχώρηση περισσότερων αρμοδιοτήτων στους εργαζομένους, σχετικά με τις συνθήκες εκτέλεσης εργασιών (ρυθμός εργασίας, τρόπος εκτέλεσης εργασιών ροή των εργασιών), ενώ στην Ελβετία αφορούν παραχώρηση περισσότερων αρμοδιοτήτων στους εργαζομένους σχετικά με το περιεχόμενο των εργασιών (επαφή με πελάτες, επίλυση προβλημάτων πελατών) και σχετίζονται περισσότερο με ανάληψη πρωτοβουλίας από εργαζόμενους όσον αφορά τους πελάτες. Τα αποτελέσματα αυτής της συγκριτικής εμπειρικής μελέτης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το ‘εθνικό περιβάλλον’ (national context) επηρεάζει την σχέση των παραπάνω ‘νέων παραγωγικών συντελεστών’ με την απόδοση των επιχειρήσεων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
One of the most important research topics in the area of information systems (IS) has been for many years the business value they generate. Initially, from the mid 1980s until the mid 1990s (Roach 1987, Strassman 1990, Brynjolfsson 1993, Strassman 1997), very little empirical evidence had been found of a positive statistically significant association between information and communication technology (ICT) investment and business performance, giving rise to the extensive debate on the ‘ICT Productivity Paradox’ (Brynjolfsson 1993). However, from the mid 1990s until today, there has been considerable empirical evidence of a positive statistically significant contribution of ICT investment to several measures of business performance (Brynjolfsson and Hitt 1996, Stolarick 1999, OECD 2003, OECD 2004, Loukis and Sapounas 2005), even though there are still studies with mixed or inconclusive results (e.g. Stir oh 1998, Carr 2003). After 2000 the main emphasis of the research in this area has be ...
One of the most important research topics in the area of information systems (IS) has been for many years the business value they generate. Initially, from the mid 1980s until the mid 1990s (Roach 1987, Strassman 1990, Brynjolfsson 1993, Strassman 1997), very little empirical evidence had been found of a positive statistically significant association between information and communication technology (ICT) investment and business performance, giving rise to the extensive debate on the ‘ICT Productivity Paradox’ (Brynjolfsson 1993). However, from the mid 1990s until today, there has been considerable empirical evidence of a positive statistically significant contribution of ICT investment to several measures of business performance (Brynjolfsson and Hitt 1996, Stolarick 1999, OECD 2003, OECD 2004, Loukis and Sapounas 2005), even though there are still studies with mixed or inconclusive results (e.g. Stir oh 1998, Carr 2003). After 2000 the main emphasis of the research in this area has been put on the identification of factors and conditions that can increase the business value generated by ICT. This research shows that the business value generated by the ICT ‘hard’ investment of organizations (i.e. in computer hardware, software, etc.) can significantly increase, if it is combined with appropriate ‘soft investment’ in new work practices, redesign of business processes, new human skills, innovations, etc. (e.g. Brynjolfsson et al 2002, Ramirez 2003, Loukis and Sapounas 2005, Arvanitis 2005, Hempell 2005). This dissertation presents the results of the first empirical investigation of i) the impact of information and communication technologies (ICT) investment of firms on their business performance in Greece, and ii) the effect of a number of internal factors (associated with the interior of a firm) and external factors (associated with the external environment of a firm), which had not been previously empirically investigated, on this impact of ICT investment on business performance. Our study consists of four parts. In the first part we investigate the effect of both ‘hard’ ICT investment (in ICT hardware, software and networks) and ‘soft’ ICT investment (in ICT structures, human resources and skills) on firm output. It is based on data from big Greek industrial firms, which have been collected via a questionnaire-based survey conducted in cooperation with the Federation of 8 Greek Industries (FGI). Using these data, econometric models of output have been constructed based on the microeconomic production theory. Our analysis shows that the Cobb-Dougl as production function can adequately describe the relation between output and inputs in the Greek context, in comparison to the more general transcendental production function. Using the Cobb-Douglas production function, it has been found that ‘hard’ ICT investment in Greece makes a positive and statistically significant contribution to firm output; however its output elasticity is lower than the one of the non-computer capital and much lower than that of the labour. Also, from the measures of the ‘soft’ ICT investment we examined, it has been found that the existence of a separate ICT department has a positive and statistically significant effect on firm output, which is of considerable magnitude of about two thirds of the effect of the hard ICT investment. This finding underlines the importance of this dimension of the soft ICT investment, as it can increase by two thirds on average the business value generated by the hard ICT investment. Finally, the possibility of an effect of firm size on the structural stability of the econometric models we employed was also investigated; it was found that for firms with total sales above about € 20 million the structure of the models is reasonably stable, and therefore the conclusions drawn from them are valid at least for the whole range of firm sizes that our data cover. In the second part of our study we investigate the effect of two factors associated with the external environment of a firm: i) the ‘generalized’ competition it faces, which, according to M. Porter’s ‘Five Forces Model’ of competition includes the bargaining power of its suppliers, the bargaining power of its buyers, the competitive rivalry from its competitors, the threat of new entrants and the threat of substitute products or services, and ii) the strategy the organization follows for responding to pressures of its external environment, on the business value generated by ICT investment. The study is based on firm-level data from Greek companies, which have been collected through a questionnaire-based survey in cooperation with ICAP, one of the largest business information and consulting companies of Greece. Using these data are constructed econometric models of output based on the Cobb-Douglas production function. From these models, it is concluded that higher level of bargaining power of suppliers causes a significant increase (41%) of the business value generated by ICT. Also, concerning strategy, it is concluded that following a strategy of frequent introduction of new innovative products and services causes a significant increase (31%) of the business value generated by ICT. These findings mean that there are environment conditions and strategies resulting in higher ICT business value. In the third part of our study, we examined the impact of four ICT strategic alignment mechanisms, which are associated with different hierarchical levels, and also both strategy formulation and implementation, on the business value generated by ICT. The study is based on the above mentioned firm-level data from Greek companies. From the econometric models we estimated, based on the Cobb-Douglas production function, it is concluded that the ICT strategic alignment causes a statistically significant and large increase (of a level of 47%) of the business value generated by ICT. Furthermore, all the four ICT strategic alignment mechanisms we examined cause statistically significant increase of the business value generated by ICT. The bilateral relationship between the ICT Plan and the business/strategy plan and involvement of the organisational units of the firm (e.g. directorates, departments) in the IS and applications development projects are the mechanisms with the most increasing impact on the ICT business value (42% and 44% respectively). Finally in the fourth part of our study, we conducted a comparative empirical study of the effect of ICT capital, human capital, organizational capital (adoption of new organizational practices) and knowledge capital, on labour productivity in Greece and Switzerland. It has been based on firm level data from both countries collected through a common questionnaire, from samples of similar composition, from which econometric models of similar specification have been estimated for both countries. We found statistically significant positive effects for ICT capital, human capital and “employee voice” oriented organizational practices on labour productivity for both countries; on the contrary no effect (in the Greek case) or even a negative effect (in the Swiss case) has been found for “work design” oriented organizational changes. There are also considerable differences between the two countries. First, it has been concluded that Swiss firms are more efficient and mature in forming and using knowledge capital, than the Greek ones. Second, the effect of “employee voice” on labour productivity, which is significantly positive for both countries, is based on different types of practices. In Greece, positive and statistically significant effect on business performance has the decentralization of competences referring to the working conditions (work pace, work way, work sequence), while in Switzerland the decentralization of competences having to do with the work content (contact to customers, solving of problems related to customers). The results of this comparative study provide evidence that the national context influences the effect of these ‘new’ production factors on labor productivity.
περισσότερα