Περίληψη
Το ΜΣ προτάθηκε για πρώτη φορά ως έννοια το 1988 από τον Gerald Reaven, ο οποίος υποστήριξε ότι η ινσουλινική αντίσταση και η επακόλουθη υπερινσουλιναιμία πιθανά να είναι ο παθογενετικός μηχανισμός που συνδέει τη συνύπαρξη πολλαπλών μεταβολικών διαταραχών στον ίδιο ασθενή. Στις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν από τότε προτάθηκαν κριτήρια για τον ορισμό του ΜΣ σε ενηλίκους αλλά και παιδιά κι εφήβους, ενώ σε εξέλιξη είναι η έρευνα σχετικά με την παθοφυσιολογία του και τις πιθανές εκδηλώσεις και επιπλοκές του. Στα χρόνια αυτά, και παράλληλα με την ραγδαία εξάπλωση της παχυσαρκίας στα παιδιά και τους εφήβους, έγινε φανερό ότι το ΜΣ εμφανίζεται ήδη από την πρώτη δεκαετία της ζωής σε παχύσαρκα παιδιά, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας τους και τον κίνδυνο για ανάπτυξη ΣΔ2 και καρδιαγγειακών νοσημάτων στη νεαρή ενήλικη ζωή. Καθώς ευρέως αποδεκτός ορισμός του συνδρόμου στην παιδική ηλικία δεν υπάρχει και καθώς η παθοφυσιολογία του δεν έχει ακόμη πλήρως διαλευκανθεί, είναι πολύ σημαντική η ...
Το ΜΣ προτάθηκε για πρώτη φορά ως έννοια το 1988 από τον Gerald Reaven, ο οποίος υποστήριξε ότι η ινσουλινική αντίσταση και η επακόλουθη υπερινσουλιναιμία πιθανά να είναι ο παθογενετικός μηχανισμός που συνδέει τη συνύπαρξη πολλαπλών μεταβολικών διαταραχών στον ίδιο ασθενή. Στις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν από τότε προτάθηκαν κριτήρια για τον ορισμό του ΜΣ σε ενηλίκους αλλά και παιδιά κι εφήβους, ενώ σε εξέλιξη είναι η έρευνα σχετικά με την παθοφυσιολογία του και τις πιθανές εκδηλώσεις και επιπλοκές του. Στα χρόνια αυτά, και παράλληλα με την ραγδαία εξάπλωση της παχυσαρκίας στα παιδιά και τους εφήβους, έγινε φανερό ότι το ΜΣ εμφανίζεται ήδη από την πρώτη δεκαετία της ζωής σε παχύσαρκα παιδιά, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας τους και τον κίνδυνο για ανάπτυξη ΣΔ2 και καρδιαγγειακών νοσημάτων στη νεαρή ενήλικη ζωή. Καθώς ευρέως αποδεκτός ορισμός του συνδρόμου στην παιδική ηλικία δεν υπάρχει και καθώς η παθοφυσιολογία του δεν έχει ακόμη πλήρως διαλευκανθεί, είναι πολύ σημαντική η προσπάθεια ανεύρεσης χαρακτηριστικών στα παχύσαρκα παιδιά που συνδέονται με το σύνδρομο και που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην έγκαιρη διάγνωσή του. Στο πλαίσιο αυτό σχεδιάστηκε η παρούσα μελέτη με σκοπό την ανίχνευση, σε παχύσαρκα παιδιά κι εφήβους, χαρακτηριστικών του ΜΣ που έχουν παρατηρηθεί στους ενήλικες, καθώς και τη διερεύνηση πιθανών εργαστηριακών δεικτών που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην διάγνωση του συνδρόμου πριν την πλήρη έκφραση του. Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 103 παχύσαρκα παιδιά κι έφηβοι ηλικίας 5-16 χρονών (μέσος όρος 11,3±2,9 έτη), στα οποία αποκλείστηκε κάποιο αίτιο δευτεροπαθούς παχυσαρκίας. Στα παιδιά αυτά, έγινε εκτενής αντικειμενική εξέταση με καταγραφή ειδικών σωματομετρικών παραμέτρων και ΑΠ, και στη συνέχεια έγινε αιμοληψία για γενικό και πιο ειδικό εργαστηριακό έλεγχο και υποβλήθηκαν σε καμπύλη ανοχής γλυκόζης. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων αυτών (πλην της καμπύλης ανοχής γλυκόζης) συγκρίθηκαν με ανάλογες μετρήσεις που έγιναν σε 69 υγιή παιδιά κι εφήβους με φυσιολογικό ΒΣ, αντίστοιχης ηλικίας και φύλου (ομάδα ελέγχου). Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι τα παχύσαρκα παιδιά εμφανίζουν σε μεγάλη συχνότητα τα κύρια και ορισμένα από τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του ΜΣ με αποτέλεσμα να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο πρώιμης εμφάνισης των επιπλοκών του. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τις σωματομετρικές παραμέτρους, τα παχύσαρκα παιδιά είχαν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερη ΠΜ, ΠΙ καθώς και τους λόγους ΠΜ/ΠΙ και ΠΜ/ΥΣ. Επίσης, το ΠΔΠ που μετρήθηκε στην περιοχή του δικεφάλου, του τρικεφάλου καθώς και στην υποπλάτια και κοιλιακή χώρα ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερο στα παχύσαρκα παιδιά σε σχέση με τους μάρτυρες. Όσον αφορά την ΑΠ, τόσο η συστολική όσο και η διαστολική ΑΠ ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερες στα παχύσαρκα παιδιά κι εφήβους σε σχέση με τους μάρτυρες. Η στατιστική αυτή διαφορά ήταν πιο έντονη για τη ΣΑΠ. Επιπλέον, στατιστικά σημαντικά υψηλότερη ήταν η ΣΑΠ στα παχύσαρκα αγόρια έναντι των παχύσαρκων κοριτσιών. Οι διαταραχές στο μεταβολισμό της γλυκόζης και στα επίπεδα ινσουλίνης περιελάμβαναν αυξημένη ινσουλινική αντίσταση στα παχύσαρκα παιδιά (αυξημένος δείκτης HOMA) και υπερινσουλιναιμία συγκριτικά με τους μάρτυρες, ενώ οι τιμές γλυκόζης νήστεως δε διέφεραν στατιστικά σημαντικά μεταξύ των δύο ομάδων παιδιών. Επιπλέον, από τα 103 παχύσαρκα παιδιά, τα 8 είχαν IFG, τα 7 είχαν IGT, ένα είχε ταυτόχρονα IFG και IGT και ένα είχε ΣΔ2. Από την ομάδα ελέγχου, ένα παιδί είχε IFG. Ως προς το μεταβολισμό των λιπιδίων, τα παχύσαρκα παιδιά είχαν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερη HDL και υψηλότερα TG σε σχέση με τους μάρτυρες, ενώ η CH και η LDL δεν παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Επίσης, τα παχύσαρκα παιδιά παρουσίασαν μείωση των τιμών της αντι-αθηρωγόνου αποπρωτεΐνης apoAI, ενώ τα επίπεδα της αθηρωγόνου apoB ήταν συγκριτικά αυξημένα. Ως προς τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του συνδρόμου, τα παχύσαρκα παιδιά εμφάνισαν δείκτες υποκλινικής φλεγμονής και προθρομβωτικής κατάστασης. Συγκεκριμένα, τόσο η CRP όσο και η TKE ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερες στα παχύσαρκα άτομα, αν και παρέμεναν εντός των φυσιολογικών ορίων. Επίσης, το ινωδογόνο ήταν στατιστικά σημαντικά αυξημένο στα παχύσαρκα παιδιά. Στατιστικά σημαντική αύξηση διαπιστώθηκε και για τα δύο (ALT και γGT) από τα τρία ηπατικά ένζυμα που μετρήθηκαν ως έμμεσοι δείκτες ηπατικής συμμετοχής στο ΜΣ (μη αλκοολική λιπώδης διήθηση του ήπατος). Επιπλέον, τα παχύσαρκα αγόρια είχαν μεγαλύτερη αύξηση σε σχέση με τα παχύσαρκα κορίτσια. Η μικρολευκωματίνη σε πρώτο πρωινό δείγμα ούρων (ως δείκτης πρώιμης νεφρικής δυσλειτουργίας) δεν έδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά. Τέλος, το ουρικό οξύ ορού ήταν στατιστικά σημαντικά αυξημένο στα παχύσαρκα παιδιά σε σχέση με τους μάρτυρες...
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In his Banting Lecture in 1988, Gerald Reaven suggested that three major conditions –type 2 diabetes mellitus (DM2), hypertension and coronary artery disease- must have a common underlying pathomechanism, namely the resistance to insulin-stimulated glucose uptake and the resultant hyperinsulinemia. Since that time, this construct has evolved conceptually and functionally into an entity that many refer to as the Metabolic Syndrome (MS). Several scientific groups have tried to define the MS in adults as well as in children and adolescents. In addition, a vast number of papers have been published in an attempt to clarify the roots of the syndrome, its components and its possible ramifications later in life. Parallel to the obesity pandemic in children and adolescents what became gradually clear was that the MS and its components are already present in obese children since the early years of childhood, predisposing them to DM2 and cardiovascular disease (CVD). Since a universally accepted ...
In his Banting Lecture in 1988, Gerald Reaven suggested that three major conditions –type 2 diabetes mellitus (DM2), hypertension and coronary artery disease- must have a common underlying pathomechanism, namely the resistance to insulin-stimulated glucose uptake and the resultant hyperinsulinemia. Since that time, this construct has evolved conceptually and functionally into an entity that many refer to as the Metabolic Syndrome (MS). Several scientific groups have tried to define the MS in adults as well as in children and adolescents. In addition, a vast number of papers have been published in an attempt to clarify the roots of the syndrome, its components and its possible ramifications later in life. Parallel to the obesity pandemic in children and adolescents what became gradually clear was that the MS and its components are already present in obese children since the early years of childhood, predisposing them to DM2 and cardiovascular disease (CVD). Since a universally accepted definition of the syndrome in children and adolescents does not exist and since its pathophysiology and consequences have not been fully elucidated, it is important to seek components of the syndrome in obese children that could help in its early diagnosis. The objective of this study was 3-fold: to detect in obese children and adolescents (through their comparison with lean counterparts) primary and secondary abnormalities identified in adults with the MS; to look for laboratory indices that could help in an early diagnosis of the syndrome in obese children; to determine the prevalence of the MS in obese children and adolescents of northwestern Greece. The present study included 103 obese children and adolescents, 5 to 16 years of age (mean: 11,3±2,9 years), that presented to the University Hospital of Ioannina, Ioannina, Greece, with primary obesity (any cause of secondary obesity was excluded). These children went through a thorough physical examination and blood was drawn for basic labs and more specific lab measurements. In addition, an oral glucose tolerance test (OGTT) was performed for every obese child. Obese children were compared to a control group which comprised 69 healthy children and adolescents for whom, a physical was performed and blood was drawn in the same manner (except for the OGTT). The results of this study show that obese children frequently present the major and some of the secondary components of the MS and thus are at increased risk for its complications. More specifically, regarding the physical measurements, obese children had a statistically significantly higher waist circumference, hip circumference, and waist-to-hip and waist-to-height ratio. In addition, skinfold thickness that was measured in biceps, triceps, subscapular and abdominal areas, showed a statistically significant increase in obese children compared to their lean counterparts. Regarding blood pressure (BP), both systolic and diastolic BP were statistically significantly higher in obese children compared to controls. This statistical difference was more important for systolic BP. In addition, obese boys presented with statistically significantly higher systolic BP compared to obese girls. Glucose handling abnormalities included higher insulin resistance (higher HOMA index) and hyperinsulinemia in obese children compared to controls. There was no statistically significant difference in fasting glucose levels between the two groups. In addition, eight out of the 103 obese children presented with IFG, seven had IGT in OGTT, one had both IFG and IGT and one was diagnosed with DM2. Among the control group, one child had IFG. Regarding lipid metabolism, obese children had statistically significantly lower HDL cholesterol and higher triglycerides compared to controls, while no statistically significant difference in total or LDL cholesterol was found. In addition, obese children had lower levels of the protective apolipoprotein apoAI and higher levels of the atherogenic apoB compared to controls. Regarding the secondary characteristics of the MS, obese children and adolescents presented with a prothrombotic and proinflammatory condition. More specifically, both CRP and ESR were statistically significantly higher in obese children, even if their mean value was within the normal limits. The same was true for fibrinogen. In addition, among the hepatic enzymes that were measured, ALT and GGT were statistically significantly higher in obese children and especially in obese boys. This finding suggests an early liver involvement in obese children with characteristics of the MS. Microalbumin was measured in a first morning spot urine sample but showed no significant difference between the two groups. Finally, uric acid was statistically significantly higher in obese children compared to controls. Special lab parameters measured included leptin, IL-6, adiponectin, visfatin as well as plasma renin activity (PRA) and aldosterone...
περισσότερα