Περίληψη
Η παρούσα διατριβή εστιάζει στη μελέτη του τι, πώς και γιατί πραγματώνεται στο γλωσσικό μάθημα και ιδιαίτερα στη διδασκαλία της γραμματικής, των «γνώσεων για τη γλώσσα» (στο εξής ΓΓ) ευρύτερα. Για τον σκοπό αυτόν, αξιοποιεί αρχές της σύγχρονης κοινωνιογλωσσολογίας της παγκοσμιοποίησης, της κριτικής ανάλυσης λόγου, αλλά και σύγχρονες εκδοχές της κοινωνικοσημειωτικής προσέγγισης στη γλώσσα, την επικοινωνία και τη μάθηση, τις οποίες επεκτείνει στο πεδίο της ανάλυσης σχολικού λόγου. Η μελέτη έχει ως θεωρητική αφετηρία την παραδοχή ότι τα διδακτικά συμβάντα διαμεσολαβούνται από ποικίλα επίπεδα της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, όπως λόγους (τοπικούς και διεθνείς) ή στοιχεία λόγων, τοπικές διδακτικές παραδόσεις, διδακτικές κειμενικές δομές και διδακτικά σχήματα (σε μίκρο ή μάκρο επίπεδο), την κινητικότητα των εκπαιδευτικών κ.ά. Υπό αυτήν την οπτική, η παρούσα έρευνα διαφοροποιείται από την κυρίαρχη διεθνή βιβλιογραφία, η οποία στρέφεται στην ανάδειξη επιμέρους πτυχών της διδασκαλίας των ΓΓ, ...
Η παρούσα διατριβή εστιάζει στη μελέτη του τι, πώς και γιατί πραγματώνεται στο γλωσσικό μάθημα και ιδιαίτερα στη διδασκαλία της γραμματικής, των «γνώσεων για τη γλώσσα» (στο εξής ΓΓ) ευρύτερα. Για τον σκοπό αυτόν, αξιοποιεί αρχές της σύγχρονης κοινωνιογλωσσολογίας της παγκοσμιοποίησης, της κριτικής ανάλυσης λόγου, αλλά και σύγχρονες εκδοχές της κοινωνικοσημειωτικής προσέγγισης στη γλώσσα, την επικοινωνία και τη μάθηση, τις οποίες επεκτείνει στο πεδίο της ανάλυσης σχολικού λόγου. Η μελέτη έχει ως θεωρητική αφετηρία την παραδοχή ότι τα διδακτικά συμβάντα διαμεσολαβούνται από ποικίλα επίπεδα της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, όπως λόγους (τοπικούς και διεθνείς) ή στοιχεία λόγων, τοπικές διδακτικές παραδόσεις, διδακτικές κειμενικές δομές και διδακτικά σχήματα (σε μίκρο ή μάκρο επίπεδο), την κινητικότητα των εκπαιδευτικών κ.ά. Υπό αυτήν την οπτική, η παρούσα έρευνα διαφοροποιείται από την κυρίαρχη διεθνή βιβλιογραφία, η οποία στρέφεται στην ανάδειξη επιμέρους πτυχών της διδασκαλίας των ΓΓ, χωρίς να τις συνδέει με μια συνολικότερη κριτική ανάγνωση του σχολικού λόγου που πραγματώνεται κατά το γλωσσικό μάθημα.Ειδικότερα, η μελέτη εστιάζει σε δεκατέσσερις (14) περιπτώσεις εκπαιδευτικών, οκτώ (8) από τους οποίους υπηρετούν στην Πρωτοβάθμια και έξι (6) στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αναλύοντας τις διδακτικές πρακτικές τους, τόσο κατά τη συνήθη δια ζώσης διδασκαλία στην τάξη όσο και κατά τις έκτακτες εξ αποστάσεως (ψηφιακά διαμεσολαβημένες) συνθήκες εκπαίδευσης λόγω της πανδημίας του Covid-19 (α΄ φάση). Η μεθοδολογία ακολουθεί την ευρύτερη λογική της «διαστρωματικής» ανάλυσης των δεδομένων, μιας ιστορικής και εθνογραφικής προσέγγισης του λόγου, η οποία εμπλουτίζεται με αρχές από το θεωρητικό πλαίσιο της διατριβής. Η μεθοδολογική προσέγγιση στοχεύει στην ανάδειξη των επιπέδων της εκπαιδευτικής πραγματικότητας που διαμεσολαβούν τη διδακτική δράση και ενεργοποιούν τη διδακτική πραγμάτωση των ΓΓ, αλλά και την παιδαγωγική αξιοποίηση των ΨΤ, εντός συγκεκριμένων ορίων.Η ποιοτική ανάλυση των δεδομένων δείχνει ότι στο παλίμψηστο της διδακτικής πραγματικότητας συγχρονίζονται σαφείς κεντρομόλες αλλά και φυγόκεντρες τάσεις. Αναδύεται ένας κυρίαρχος τρόπος μακρο-κειμενικής οργάνωσης της διδασκαλίας του γλωσσικού μαθήματος, υπό την επίδραση μιας γραμμικής, αθροιστικής και κατατμηστικής λογικής που παραπέμπει στον δομιστικό λόγο. Ειδικότερα, αναδύονται αυτόνομες διδακτικές κειμενικές οντότητες εντός των οποίων οι ΓΓ δεν φαίνεται να συνδέονται οργανικά με τα κείμενα, τους γραμματισμούς, τις γνώσεις για τον κόσμο. Καταγράφεται, μάλιστα, η ιδιαίτερη «κατασκευή» μιας τοπικής δομιστικής-λειτουργικής προσέγγισης στη διδασκαλία της γραμματικής, όπου έμφαση δίνεται στην κατάκτηση της δομής, σε επίπεδο λέξης και πρότασης, και όπου η διδασκαλία της λειτουργίας της γλώσσας δεν ξεφεύγει από το ενδοκειμενικό επίπεδο. Παράλληλα, η ανάλυση αναδεικνύει μια βαθύτερη κειμενική διδακτική δομή, όπου αποτυπώνεται το συμπεριφορικό μοντέλο μάθησης και όπου τα παιδιά εκπαιδεύονται ως εγγράμματα υποκείμενα σε αναπαραγωγικού τύπου λογικές εντός κλειστών διδακτικών σχημάτων. Εντός των παραπάνω ορίων, οι εκπαιδευτικοί εκδηλώνουν κινητικότητα στις διδακτικές πρακτικές τους, αντλώντας από ποικίλα επίπεδα ιστορίας, χωρίς όμως να δημιουργούν ουσιαστικές ρωγμές στο παραδοσιακό κοινωνιογνωσιακό σενάριο για τη διδασκαλία της γλώσσας. Στις περιπτώσεις διδασκαλίας οι οποίες κινούνται φυγόκεντρα, οι εκπαιδευτικοί είτε προσθέτουν επικοινωνιακά-κειμενοκεντρικά στοιχεία είτε εφαρμόζουν παράλληλα «σχέδια εργασίας» χωρίς ιδιαίτερη έμφαση σε ΓΓ, είτε (σπανιότερα) ανατρέπουν τον δομιστικό λόγο με την πραγμάτωση «εκπαιδευτικών σεναρίων». Εντός των σεναρίων αυτών εκδηλώνεται σχετική αμηχανία των εκπαιδευτικών να διδάξουν τις ΓΓ αντλώντας από σύγχρονους γλωσσοδιδακτικούς λόγους. Τέλος, κατά την πρώτη φάση της αναγκαστικής εξ αποστάσεως ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης λόγω της πανδημίας του Covid-19, η ρευστότητα στο παιδαγωγικό γίγνεσθαι γρήγορα γειώνεται σε εδραιωμένες λογικές για τη διδασκαλία της γλώσσας, με περαιτέρω ενίσχυση του γραμματικοκεντρικού χαρακτήρα της διδασκαλίας της γλώσσας. Οι λόγοι που φέρουν οι εκπαιδευτικοί αναφορικά με το τι σημαίνει διδάσκω γλώσσα, καθορίζουν ποιες δυνατότητες των ΨΤ ενεργοποιούνται και πώς.Συνολικά, τα δεδομένα της έρευνας υποστηρίζουν ότι η όποια πρόταση ανασχεδιασμού της διδασκαλίας των ΓΓ οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα ποικίλα νήματα που διέπουν την εκπαιδευτική πραγματικότητα, και τα οποία σχετίζονται με το πώς κατανοείται η γραμματική, το κείμενο, ο σχολικός γραμματισμός, η διδασκαλία εν γένει, με το πώς κατανοούνται οι ποικίλοι μαθησιακοί και διδακτικοί πόροι (όπως το σχολικό βιβλίο, τα φύλλα εργασίας, οι ΨΤ) κτλ. Η διατριβή αναδεικνύει ότι η όποια αλλαγή στο είδος της γραμματικής μεταγλώσσας που αξιοποιείται στο σχολείο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά και ουσιαστικά, εάν δεν συνοδευτεί από αλλαγές στην παιδαγωγική επικοινωνία και στην ίδια την εμπειρία της μάθησης. Χωρίς προβληματισμό για το είδος των εγγράμματων ταυτοτήτων που συγκροτούνται μέσω των διδακτικών πρακτικών, είναι δύσκολο να αμφισβητηθούν ηγεμονικοί λόγοι και να επεκταθούν τα «όρια του νοητού», από την αποπλαισιωμένη διδασκαλία της γραμματικής προς τη διδασκαλία «γνώσεων για τον λόγο».
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This dissertation focuses on the study of what, how, and why certain aspects are realized in the language course, particularly in the teaching of grammar and, more broadly, in the teaching of 'knowledge about language' (henceforth referred to as KAL). To this end, it draws on principles of contemporary sociolinguistics of globalization, critical discourse analysis, as well as contemporary versions of the sociosemiotic approach to language, communication and learning, extended to the field of school discourse analysis. The study takes as its theoretical starting point the assumption that teaching events are mediated by various levels of the educational reality, such as discourses (local and international), local teaching traditions, didactic textual structures and teaching patterns (at micro or macro level), teachers’ agency, the pedagogical use of536Digital Technology (hereafter DT) etc. From this perspective, the present research diverges from the dominant international literature, wh ...
This dissertation focuses on the study of what, how, and why certain aspects are realized in the language course, particularly in the teaching of grammar and, more broadly, in the teaching of 'knowledge about language' (henceforth referred to as KAL). To this end, it draws on principles of contemporary sociolinguistics of globalization, critical discourse analysis, as well as contemporary versions of the sociosemiotic approach to language, communication and learning, extended to the field of school discourse analysis. The study takes as its theoretical starting point the assumption that teaching events are mediated by various levels of the educational reality, such as discourses (local and international), local teaching traditions, didactic textual structures and teaching patterns (at micro or macro level), teachers’ agency, the pedagogical use of536Digital Technology (hereafter DT) etc. From this perspective, the present research diverges from the dominant international literature, which tends to highlight specific aspects of teaching KAL, without connecting them to a broader critical reading of the school discourse enacted during the language course. Specifically, the study focuses on fourteen (14) cases of educators, eight (8) of whom serve in Primary Education and six (6) in Secondary Education. It analyses their teaching practices both during regular face-to-face classroom instruction and under exceptional conditions of distance (digitally mediated) education due to the Covid-19 pandemic (first phase). Methodologically, we follow the spirit of a "multilayered" data analysis (nexus analysis), an historical and ethnographic approach to discourse, further enhanced by principles derived from the theoretical framework of the dissertation. Through this method we highlight the levels of the educational context that mediate the didactic action and enable the didactic realization of KAL, as well as the pedagogical use of DT, within specific boundaries. Qualitative analysis of the data shows that in the palimpsest of the teaching reality, clear centripetal as well as centrifugal tendencies are synchronized. A dominant way of macro-textual organization of language teaching emerges, influenced by a linear, cumulative, and fragmentary logic that refers to structuralist discourse. Specifically, autonomous teaching textual entities emerge, within which the KAL do not appear to be organically linked to texts, to social contexts or some version of reality. Furthermore, a particular "construction" of a local structuralist-functional approach to grammar teaching is recorded, where emphasis is placed on mastering structure at the word and sentence level, and where the teaching of language function does not stray from the intratextual level. Simultaneously, the analysis reveals a deeper textual teaching structure, at the level of teaching schemas, where a transmissive, behavioristic logic for learning is imprinted. Within these boundaries, teachers exhibit mobility in their teaching practices without creating substantial cracks in the traditional sociocognitive scenario for language teaching. In cases of differentiated teaching, teachers either add communicative and text-centered elements or implement parallel "project plans" without particular emphasis on KAL, or (more rarely) overturn the structuralist discourse by realizing "educational scenarios". Within these scenarios, teachers show relative perplexity in teaching KAL by drawing from contemporary language teaching discourses. Finally, during the initial phase of forced asynchronous distance education due to the COVID-19 pandemic, the fluidity in the pedagogical reality quickly grounded into established logics for language teaching, further strengthening the grammar-centered nature of language teaching. The discourses brought forward by teachers regarding what it means to teach language determined which capabilities of DT were activated and how. Overall, the study's data support that any proposal for redesigning teaching KAL must take into account the various threads that permeate the educational reality. These threads are related to how grammar, text, school literacy, and teaching in general are understood, as well as how various learning and teaching resources (such as textbooks, worksheets, digital resources, etc.) are perceived. The dissertation highlights that any change in the type of grammatical metalanguage enacted in schools cannot be effectively and meaningfully implemented, unless accompanied by changes in pedagogical communication and the learning experience itself. Without reflecting on the types of literate identities constructed through teaching practices, it is difficult to challenge hegemonic discourses and expand the "boundaries of the thinkable", from decontextualized grammar teaching towards the teaching of "knowledge about discourse".
περισσότερα