Περίληψη
Η διατριβή μελετά τη συγκρότηση του νοήματος στην επικοινωνιακή διάδραση με την παραδοχή ότι πέρα από τον γλωσσικό μηχανισμό για την πλήρη συγκρότηση/ανάκτηση του νοήματος ενεργοποιούνται μη γλωσσικοί μηχανισμοί. Το Α’ Μέρος αποτελεί κυρίως κριτική ανασκόπηση θεμάτων που άπτονται, ενδεικτικά, του ρόλου και της λειτουργίας της Θεωρίας της Νόησης (Mindreading / Theory of Mind), της από κοινού προσοχής (Joint Attention), της ασυμμετρίας της πρόβλεψης και της εξήγησης, της λειτουργίας γλωσσικών και μη γλωσσικών μηχανισμών, καταλήγοντας στην υπόθεση ενός ‘κοινού λειτουργικού’, το οποίο υποστηρίζουμε ότι διατρέχει την ανθρώπινη νόηση. Το Β’ Μέρος εστιάζεται στη μελέτη των τελεστών, γλωσσικών εργαλείων μέσω των οποίων κατευθύνονται μη γλωσσικοί μηχανισμοί στην προσθήκη νοήματος, και επικεντρώνεται στους αιτιολογικούς τελεστές. Ακολουθούμε τη τριμερή διάκριση των πεδίων περιεχομενικό, επιστημικό και γλωσσοπρακτικό (Sweetser 1990), και προτείνουμε τη διάκριση σε γνήσιες και κοινοτυπικές γλωσσικ ...
Η διατριβή μελετά τη συγκρότηση του νοήματος στην επικοινωνιακή διάδραση με την παραδοχή ότι πέρα από τον γλωσσικό μηχανισμό για την πλήρη συγκρότηση/ανάκτηση του νοήματος ενεργοποιούνται μη γλωσσικοί μηχανισμοί. Το Α’ Μέρος αποτελεί κυρίως κριτική ανασκόπηση θεμάτων που άπτονται, ενδεικτικά, του ρόλου και της λειτουργίας της Θεωρίας της Νόησης (Mindreading / Theory of Mind), της από κοινού προσοχής (Joint Attention), της ασυμμετρίας της πρόβλεψης και της εξήγησης, της λειτουργίας γλωσσικών και μη γλωσσικών μηχανισμών, καταλήγοντας στην υπόθεση ενός ‘κοινού λειτουργικού’, το οποίο υποστηρίζουμε ότι διατρέχει την ανθρώπινη νόηση. Το Β’ Μέρος εστιάζεται στη μελέτη των τελεστών, γλωσσικών εργαλείων μέσω των οποίων κατευθύνονται μη γλωσσικοί μηχανισμοί στην προσθήκη νοήματος, και επικεντρώνεται στους αιτιολογικούς τελεστές. Ακολουθούμε τη τριμερή διάκριση των πεδίων περιεχομενικό, επιστημικό και γλωσσοπρακτικό (Sweetser 1990), και προτείνουμε τη διάκριση σε γνήσιες και κοινοτυπικές γλωσσικές πράξεις. Προβλέπουμε ότι αναπτυξιακά οι κοινοτυπικά γλωσσοπρακτικές χρήσεις θα προηγούνται των γνήσιων, κάτι που επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα μας. Στο θεωρητικό πλαίσιο που προτείνουμε αναγνωρίζουμε τελεστές που λειτουργούν «εννοιακά», όπως το 'επειδή', οι οποίοι χρειάζονται πυροδότηση από γλωσσικά τεμάχια, έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις ρητότητας, και συγκροτούν βασικού επιπέδου εκνοήματα (explicatures) και τελεστές που λειτουργούν διαδικασιακά, όπως το 'γιατί' και το 'αφού', οι οποίοι κινητοποιούν αναπαραστάσεις που δεν εξαρτώνται από τον γλωσσικό μηχανισμό και συγκροτούν ανώτερου βαθμού εκνοήματα. Οι δεύτεροι προσκομίζουν επιστημική και γλωσσοπρακτική πληροφορία και οι πρώτοι χρειάζονται ρητή δήλωση της επιστημικότητας ή της γλωσσοπρακτικότητας και συνεπώς παραμένουν στο περιεχομενικό πεδίο. Αναπτυξιακά, βάσει των δεδομένων μας για τη σειρά κατάκτησης των τελεστών, ισχυριζόμαστε ότι διαδικασιακές λειτουργίες προηγούνται «εννοιακών»: οι νοητικές λειτουργίες που ξεκινούν ασυνείδητα αναλύονται γλωσσικά στη συνείδηση κατά την ανάπτυξη. Έμφαση δίνεται στο αιτιολογικό 'αφού', το οποίο υποστηρίζεται ότι δεν είναι αμιγώς αιτιολογικός τελεστής, αλλά τελεστής που διαχειρίζεται το αμοιβαίο γνωσιακό περιβάλλον (Kalokerinos 2001, 2004), υπόθεση που ελέγχθηκε και επιβεβαιώθηκε πειραματικά. Συγκεντρώσαμε δεδομένα από 109 ενήλικες φυσικούς ομιλητές της ελληνικής και τα αποτελέσματα είναι συμβατά με το θεωρητικό πλαίσιο που δοκιμάσαμε. Επιπλέον, φάνηκε ότι το 'αφού' μοιράζεται κοινές ιδιότητες με το 'puisque' της γαλλικής (Zufferey 2014). Το προτεινόμενο θεωρητικό μοντέλο για τη μελέτη των αιτιολογικών τελεστών στον λόγο των ενηλίκων αναδιαρθρώνεται για την περίπτωση των παιδιών. Εντάσσοντας στην πρότασή μας το αμοιβαίο αντιληπτικό περιβάλλον της από κοινού προσοχής, προτείνουμε τα τρία επίπεδα του 'αφού' χρονικά διατεταγμένα βάσει της μεταναπαραστατικής ικανότητας που προϋποθέτει η χρήση του σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Επίσης, προτείνουμε μια αναπτυξιακή σειρά εμφάνισης των αιτιολογικών τελεστών της ελληνικής σε τρία στάδια: στο πρώτο το παιδί διαχειρίζεται το περιεχομενικό μη νοητικό πεδίο με πυροδότηση απλού βασικού εκνοήματος με τη χρήση του 'γιατί'∙ στο δεύτερο το νοητικό και γλωσσοπρακτικό με πυροδότηση υψηλού επιπέδου εκνοήματος με τη χρήση των 'γιατί' και 'αφού'∙ στο τρίτο το νοητικό και γλωσσοπρακτικό με πυροδότηση σύνθετου βασικού εκνοήματος με τη χρήση του 'γιατί', του 'αφού' και πλέον και του 'επειδή'. Πραγματοποιήσαμε δύο πρωτότυπα πειράματα, με 32 και 9 συμμετέχοντες, 3;5 – 6;8 και 2;11 – 5;2 αντίστοιχα, και αντλήσαμε δεδομένα από δύο βάσεις δεδομένων για τη μελέτη της σειράς κατάκτησης των αιτιολογικών τελεστών της ελληνικής και τον έλεγχο της σχέσης ανάμεσα στα τρία πεδία τροπικότητας. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν το προτεινόμενο θεωρητικό πλαίσιο. Επιπλέον, δεδομένα δείχνουν ότι τα παιδιά από νωρίς συγκροτούν και διαχειρίζονται δομές με πολυπλοκότητα όπως αυτές με μη-πραγματικό 'γιατί'. Λαμβάνουμε αυτό ως ένδειξη ότι οι περισσότεροι μη γλωσσικοί μηχανισμοί εκδηλώνονται ασύγχρονα και ως ένδειξη υπέρ της υποσυστημικής (modular) αρχιτεκτονικής της νόησης. Συνολικά, σε ό,τι αφορά την εξήγηση που αναφέρεται σε εμπρόθετους δράστες, φαίνεται ότι αυτή είναι δυνατή και εκκινεί χωρίς μια πλήρως διαμορφωμένη Θεωρία της Νόησης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The thesis examines the formation of meaning in communicative interaction, with the assumption that beyond the linguistic mechanism, non-linguistic mechanisms are activated for the full recovery of meaning. The first part of the thesis is primarily a critical review of theoretical approaches, including the role and function of the Theory of Mind, joint attention, the asymmetry between prediction and explanation, and the function of both linguistic and non-linguistic mechanisms. This section concludes with the hypothesis of a 'common operating system' that is supposed to run through the human cognition. The second part focuses on the study of operators, linguistic tools through which non-linguistic mechanisms contribute to the addition of meaning, specifically examining causal operators. The analysis follows Sweetser’s (1990) tripartite distinction of domains: content, epistemic and speech act. A distinction is proposed between genuine and trivial speech acts, predicting that trivial us ...
The thesis examines the formation of meaning in communicative interaction, with the assumption that beyond the linguistic mechanism, non-linguistic mechanisms are activated for the full recovery of meaning. The first part of the thesis is primarily a critical review of theoretical approaches, including the role and function of the Theory of Mind, joint attention, the asymmetry between prediction and explanation, and the function of both linguistic and non-linguistic mechanisms. This section concludes with the hypothesis of a 'common operating system' that is supposed to run through the human cognition. The second part focuses on the study of operators, linguistic tools through which non-linguistic mechanisms contribute to the addition of meaning, specifically examining causal operators. The analysis follows Sweetser’s (1990) tripartite distinction of domains: content, epistemic and speech act. A distinction is proposed between genuine and trivial speech acts, predicting that trivial uses precede genuine ones in language acquisition, a prediction confirmed by the data. Within the proposed theoretical framework, operators functioning ‘conceptually’, such as “epiði”, require triggering by linguistic segments, possess greater explicitness requirements and form basic level explicatures. On the other hand, procedural operators, such as “jati” and “afu”, mobilize representations not dependent on linguistic mechanism and constitute higher-order explicatures. While the latter provide epistemic and speech act information, the former require explicit statements of epistemic or speech act content and thus remain within the content domain. Developmentally, based on data concerning the order of operator acquisition, it is argued that procedural operators precede ‘conceptual' ones: mental operations that begin unconsciously are linguistically exposed to consciousness during development. Particular emphasis is placed on the ‘causal’ operator “afu”, which is argued not to be a purely causal operator but rather one that manages the mutual cognitive environment (Kalokerinos 2001, 2004), an assumption tested and confirmed experimentally. Data were collected from 109 adult native speakers of Greek, and the results align with the theoretical framework tested. Moreover, “afu” shares properties with the French causal operator “puisque” (Zufferey 2014). The theoretical model proposed for the study of causal operators in adult language is then adapted for the case of children. By incorporating the mutual perceptual environment of joint attention, a three-level developmental hierarchy is proposed, based on the metarepresentational ability required for the use of the operator in different contexts. A developmental order of appearance of Greek causal operators is also proposed, consisting of three stages: in the first stage, the child manages the non-mental content domain by triggering a simple basic explicature with the use of “jati”; in the second stage, the mental and speech act domains are managed with triggering of a high-level explicature using “jati” and “afu”; and in the third stage, more complex basic explicatures, in mental and speech act domains, are triggered using “jati”, “afu” and later, “epiði”. Two original experiments were conducted with 32 and 9 participants aged 3;5 – 6;8 and 2;11 – 5;2 respectively, and data were drawn from two databases to investigate the order of acquisition of Greek causal operators and the relationship between the three domains of modality. The results support the proposed theoretical framework. Furthermore, data show that children are able to construct and manage complex structures, such as those involving irrealis “jati”, at an early age. This finding is taken as evidence that most non-linguistic mechanisms are activated asynchronously, supporting the hypothesis of a modular architecture of the mind. Overall, the findings suggest that, in terms of explanation referring to intentional agents is concerned, it is possible to begin without a fully formed Theory of Mind.
περισσότερα