Περίληψη
Το Tractatus Logico-Philosophicus του Ludwig Wittgenstein χαρακτηρίζει «ανόητες» τις περισσότερες φιλοσοφικές ερωτήσεις και απαντήσεις. Στην προτελευταία παρατήρηση του βιβλίου, την 6.54, o Wittgenstein γράφει ότι ο αναγνώστης που θα κατανοήσει τον συγγραφέα θα αναγνωρίσει ως «ανόητες» και τις προτάσεις του Tractatus. Στον Πρόλογο όμως γράφει ότι το βιβλίο του εκφράζει αληθείς σκέψεις, και ότι έλυσε τα προβλήματα της φιλοσοφίας στα ουσιώδη τους σημεία. Η παρούσα διατριβή καθοδηγείται από το ερώτημα πώς πρέπει να κατανοηθεί η έννοια της «ανοησίας» ώστε να φωτιστεί ο σκοπός στον οποίο απέβλεπε o Wittgenstein με το Tractatus και το πώς πραγματικά έβλεπε τη φιλοσοφία. Στο πρώτο μέρος της διατριβής εξετάζονται και κρίνονται ανεπαρκείς οι βασικές ερμηνευτικές γραμμές που έχουν προταθεί μέχρι τώρα στη δευτερεύουσα βιβλιογραφία για να λύσουν το παράδοξο που φαίνεται να προκύπτει από την έννοια της «ανοησίας» και προτείνεται μια νέα λύση. Καταδεικνύεται ότι το εγχείρημα του Wittgenstein, από τη ...
Το Tractatus Logico-Philosophicus του Ludwig Wittgenstein χαρακτηρίζει «ανόητες» τις περισσότερες φιλοσοφικές ερωτήσεις και απαντήσεις. Στην προτελευταία παρατήρηση του βιβλίου, την 6.54, o Wittgenstein γράφει ότι ο αναγνώστης που θα κατανοήσει τον συγγραφέα θα αναγνωρίσει ως «ανόητες» και τις προτάσεις του Tractatus. Στον Πρόλογο όμως γράφει ότι το βιβλίο του εκφράζει αληθείς σκέψεις, και ότι έλυσε τα προβλήματα της φιλοσοφίας στα ουσιώδη τους σημεία. Η παρούσα διατριβή καθοδηγείται από το ερώτημα πώς πρέπει να κατανοηθεί η έννοια της «ανοησίας» ώστε να φωτιστεί ο σκοπός στον οποίο απέβλεπε o Wittgenstein με το Tractatus και το πώς πραγματικά έβλεπε τη φιλοσοφία. Στο πρώτο μέρος της διατριβής εξετάζονται και κρίνονται ανεπαρκείς οι βασικές ερμηνευτικές γραμμές που έχουν προταθεί μέχρι τώρα στη δευτερεύουσα βιβλιογραφία για να λύσουν το παράδοξο που φαίνεται να προκύπτει από την έννοια της «ανοησίας» και προτείνεται μια νέα λύση. Καταδεικνύεται ότι το εγχείρημα του Wittgenstein, από τη μία, προϋποθέτει ότι η ουσία της γλώσσας είναι η περιγραφή της πραγματικότητας, και ότι, υπό το πρίσμα του, την ουσία αυτή εξυπηρετούν μόνο οι εμπειρικές προτάσεις. Αυτές αντλούν το νόημά τους από τη φαινομενολογία των δυνατών εμπειριών με τις οποίες είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η αλήθεια των προτάσεων αυτών, ενώ η δυνατότητα συνεννόησης μέσω μη εμπειρικών προτάσεων παρασιτεί στο νόημα των εμπειρικών προτάσεων. Υποστηρίζεται στη διατριβή πως σε αυτό στηρίζει ο Wittgenstein την υπονοούμενη πεποίθησή του ότι οι φιλοσοφικές προτάσεις δεν μπορούν να εκφράσουν κάτι για την πραγματικότητα που να μην εκφράζεται ήδη κατά τη χρήση εμπειρικών προτάσεων. Από την άλλη, υποστηρίζεται στην παρούσα διατριβή ότι, με το να δίνει ο Wittgenstein αυτή τη θέση στις εμπειρικές προτάσεις, δεν αξιώνει να θεωρηθεί αθέμιτο το ότι αντιμετωπίζουμε στην πρακτική της γλώσσας μας τις φιλοσοφικές προτάσεις ως να εκφράζουν φιλοσοφικές σκέψεις. Με το να χαρακτηρίζει τις φιλοσοφικές προτάσεις «ανόητες» δεν εννοεί ότι δεν εκφράζεται κάτι με αυτές ούτε θεωρεί ότι παραβιάζουν τη λογική της γλώσσας μας, μολονότι προκύπτουν από παρανόησή της. Το πρόβλημα τους, που σηματοδοτείται με την απόδοση σε αυτές του χαρακτηρισμού "ανόητες", είναι, σε πρώτο επίπεδο, το ότι είναι περιττές ως προς την ουσία της γλώσσας - την περιγραφή της πραγματικότητας – ενώ, ταυτόχρονα, εσφαλμένα δημιουργούν την εντύπωση ότι αποδίδουν μια πτυχή της πραγματικότητας «πίσω» από την εμπειρική πραγματικότητα. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να μας βοηθήσουν να (δια-)λύσουμε τα φιλοσοφικά προβλήματα με το να συλλάβουμε με θεωρητική διαύγεια τη λογική, την οποία όμως ήδη εφαρμόζουμε πρακτικά χωρίς πρόβλημα στη γλώσσα μας, χωρίς δηλαδή να έχουμε για το τελευταίο ανάγκη τη φιλοσοφία. Στην καλύτερη εκδοχή τους, όπως είναι η περίπτωση των προτάσεων που συναποτελούν το Tractatus, με το να μας βοηθούν να διακρίνουμε θεωρητικά το ουσιώδες από το περιττό στην επιφανειακή μορφή της γλώσσας, συμβολίζουν έμμεσα μια αντίστοιχη διάκριση στη ζωή μας μεταξύ του ουσιώδους και του περιττού, μεταξύ της δυνατότητας να προστίθεται ηθικοαισθητική αξία στη ζωή μας (να βιώνεται ως πλήρης κόσμος) και της δυνατότητας τα γεγονότα να βιώνονται ως "στεγνά" από ηθικοαισθητική αξία, ως θραύσματα ενός κόσμου κενού αξίας/νοήματος. Αυτό εκφράζει ο Πρόλογος όταν λέει πως έχουν κάποια αξία οι «οριστικά και απρόσβλητα αληθείς» σκέψεις που εκφράζει το Tractatus. Η πρώτη πτυχή της αξίας αυτής είναι ότι οι σκέψεις που εκφράζονται σε αυτό το βιβλίο, με το να οριοθετούν την περιγραφή των ουδέτερων από αξία γεγονότων, ταυτόχρονα οριοθετούν "εκ των έσω" και εντέλει συμβολίζουν την ηθικοαισθητική σφαίρα. Όμως ακόμη κι αν η φιλοσοφία επιτύχει στο να συμβολίσει τη δυνατότητα της πλήρους νοήματος ζωής, πρέπει να παραμείνει ταπεινή διότι ωχριά ως προς την πραγματική επίτευξη της ζωής αυτής, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να την εξασφαλίσει παρέχοντας ένα οποιοδήποτε σώμα υποτιθέμενα αληθών περιγραφών μιας υποτιθέμενης πτυχής της πραγματικότητας «πίσω» από την εμπειρική πραγματικότητα. Η επίτευξη αυτής της ζωής παραμένει προσωπικό διακύβευμα για τον κάθε άνθρωπο ανεξάρτητα από τη φιλοσοφική επιδεξιότητα που μπορεί ή δεν μπορεί να επιτύχει ο άνθρωπος αυτός. Ως προς τον έσχατο σκοπό, αυτόν της επίτευξης της ζωής με νόημα, οι φιλοσοφικές προτάσεις εν γένει, αλλά ακόμη και αυτές του Tractatus, παραμένουν μη αναγκαίες και υπό αυτή την έννοια μη ουσιώδεις, περιττές, άσκοπες. Αυτό εκφράζει η 6.54 όταν ζητεί οι τελευταίες να αναγνωριστούν, «τελικά», ως «ανόητες» και αυτό εκφράζεται στον Πρόλογο όπου αναφέρεται ότι η δεύτερη πτυχή της αξίας του Tractatus έγκειται στο ότι δείχνει το πόσο λίγα έχουμε επιτύχει με το να λύσουμε τα φιλοσοφικά προβλήματα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In Wittgenstein`s Tractatus Logico-Philosophicus we read that most philosophical propositions and questions are 'nonsensical'. In the penultimate remark, 6.54, it is written that the reader who understands the author of the Tractatus will recognize the sentences of the book as 'nonsensical'. However, in the Preface Wittgenstein says that the book communicates true thoughts and that the philosophical problems have, in essentials, been finally solved. The present dissertation is guided by the question how we should understand the concept of 'nonsense' in the Tractatus so that we can throw light on what Wittgenstein`s aim is and on how he really saw philosophy. The main interpretations in the secondary literature of the concept of 'nonsense' and of the paradox of 6.54 are criticized as inadequate and a new solution is proposed. It is shown, on the one hand, that Wittgenstein`s project presupposes that the essence of language is the description of reality. Furthermore, It is implied that o ...
In Wittgenstein`s Tractatus Logico-Philosophicus we read that most philosophical propositions and questions are 'nonsensical'. In the penultimate remark, 6.54, it is written that the reader who understands the author of the Tractatus will recognize the sentences of the book as 'nonsensical'. However, in the Preface Wittgenstein says that the book communicates true thoughts and that the philosophical problems have, in essentials, been finally solved. The present dissertation is guided by the question how we should understand the concept of 'nonsense' in the Tractatus so that we can throw light on what Wittgenstein`s aim is and on how he really saw philosophy. The main interpretations in the secondary literature of the concept of 'nonsense' and of the paradox of 6.54 are criticized as inadequate and a new solution is proposed. It is shown, on the one hand, that Wittgenstein`s project presupposes that the essence of language is the description of reality. Furthermore, It is implied that only empirical propositions describe reality. These propositions draw their sense from being connected to the phenomenology of possible experiences with which it is possible to establish the truth of these propositions, while the possibility of communication via non-empirical sentences is parasitic upon the sense of empirical propositions. It is argued in the dissertation that in that is based Wittgenstein`s conviction that philosophical claims cannot express something about reality that is not already expressed when we use empirical propositions. On the other hand, it is argued in the dissertation that Wittgenstein, by assigning this status to empirical propositions, does not mean to imply that it is illicit to regard philosophical propositions as expressing philosophical thoughts. By saying that the philosophical propositions are ‘nonsensical’ Wittgenstein does not mean that they don`t express anything. He does not believe that they violate the logic of our language, despite the fact that they arise from misunderstanding that logic. Their ‘defect’, expressed by the attribute ‘nonsensical’, is, on a first level, that they are useless as regards the purpose of describing reality, while, at the same time, they give rise to a wrong impression, namely, that they describe some layer of reality ‘behind’ the empirical reality. At best, they can help us(dis-)solve the philosophical problems by elucidating theoretically the logic of our language, which, however, we already practically apply without a problem, without, that is, the need of philosophy. In their best version, as it is the case with Tractarian propositions, by helping us to distinguish theoretically the essential from the superfluous in the surface form of the language, they ‘show’/symbolize indirectly a parallel distinction between the essential and the superfluous. This distinction is between the possibility to add ethico-aesthetic value/sense to our life (the possibility that life is lived as a complete world) and the possibility that the facts are lived as empty of such value/sense, as fragments of a world empty of value/sense. That is why it is claimed in the Preface that there is value in the fact that the book expresses thoughts.The first reason that the book has value is that the thoughts expressed there, by delimiting the description of valueless facts, at the same time they delimit ‘from the inside’, and ultimately symbolize the ethical/aesthetic sphere.However, even when philosophy succeeds in achieving to symbolize the possibility of a meaningful life, philosophy should remain humble because it falls short of the purpose of attaining this life, since it cannot secure it by giving supposedly true descriptions of (metaphysical) reality. The achievement of a meaningful life remains always at stake, totally independently of the philosophical skillfulness of a person. Regarding that ultimate purpose of living a meaningful life the philosophical propositions in general, but even these of the Tractatus, remain not necessary and, in that sense, they are inessential, superfluous, purposeless. That is expressed by 6.54 when it asks for the propositions of the book to be recognized ‘finally’ as ‘nonsensical’ and that is expressed by the Preface when it gives the second reason for the value of the book: that its value lies in showing how little has been achieved by solving the philosophical problems.
περισσότερα