Περίληψη
Η διατριβή πραγματεύεται την προβληματική των υποκειμενικών και αντικειμενικών ορίων της διαιτητικής συμφωνίας. Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύονται τα υποκείμενα, που καταλαμβάνονται από τη διαιτητική συμφωνία, με έμφαση στη δέσμευση από αυτή τρίτων-μη συμβαλλομένων μερών. Θεωρία και νομολογία επιστρατεύουν ποικίλες θεωρίες, οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται ενιαία από τις έννομες τάξεις, προκειμένου να θεμελιώσουν τη δέσμευση των μη συμβαλλομένων μερών από τη συμφωνία διαιτησίας. Ωστόσο, η επέκταση της διαιτητικής συμφωνίας σε τρίτα μέρη, που δεν τη συνομολόγησαν, προϋποθέτει την αξιολόγηση και εκτίμηση όλων των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης. Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι πολλές θεωρίες περί διεύρυνσης της υποκειμενικής εμβέλειας της συμφωνίας περί διαιτησίας αντιμετωπίζονται σε μεγάλο βαθμό περιπτωσιολογικά. Οι εν λόγω θεωρίες υπόκεινται σε κριτική στο πλαίσιο της διεθνούς και ελληνικής θεωρίας και νομολογίας, καθώς γεννούν ανασφάλεια δικαίου και θέτουν εν κινδύνω την ακεραιότητα του δ ...
Η διατριβή πραγματεύεται την προβληματική των υποκειμενικών και αντικειμενικών ορίων της διαιτητικής συμφωνίας. Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύονται τα υποκείμενα, που καταλαμβάνονται από τη διαιτητική συμφωνία, με έμφαση στη δέσμευση από αυτή τρίτων-μη συμβαλλομένων μερών. Θεωρία και νομολογία επιστρατεύουν ποικίλες θεωρίες, οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται ενιαία από τις έννομες τάξεις, προκειμένου να θεμελιώσουν τη δέσμευση των μη συμβαλλομένων μερών από τη συμφωνία διαιτησίας. Ωστόσο, η επέκταση της διαιτητικής συμφωνίας σε τρίτα μέρη, που δεν τη συνομολόγησαν, προϋποθέτει την αξιολόγηση και εκτίμηση όλων των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης. Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι πολλές θεωρίες περί διεύρυνσης της υποκειμενικής εμβέλειας της συμφωνίας περί διαιτησίας αντιμετωπίζονται σε μεγάλο βαθμό περιπτωσιολογικά. Οι εν λόγω θεωρίες υπόκεινται σε κριτική στο πλαίσιο της διεθνούς και ελληνικής θεωρίας και νομολογίας, καθώς γεννούν ανασφάλεια δικαίου και θέτουν εν κινδύνω την ακεραιότητα του διαιτητικού θεσμού. Τούτο, διότι τα κρατικά και τα διαιτητικά δικαστήρια δεν μπορούν να διαμορφώνουν διαφορετική δικαιοδοτική κρίση, επειδή αξιολόγησαν διαφορετικά την ίδια ιστορική και νομική βάση. Περαιτέρω, αναζητούνται λύσεις στο στάδιο της κατάρτισης της συμφωνίας διαιτησίας, που θα μπορούν να διασφαλίσουν την εκτελεστότητα των διαιτητικών αποφάσεων. Ειδικότερα, προτείνεται η συνομολόγηση μιας καθολικής διαιτητικής συμφωνίας, η οποία θα αναφέρεται σε άλλες, μελλοντικές συμβάσεις, που θα καταρτίζουν τα συμβαλλόμενα μέρη με τρίτους, και θα συμβάλλει στην πρόληψη προβλημάτων, που πηγάζουν από τη συμμετοχή μη συμβαλλομένων μερών στη διαιτησία. Επιπλέον, πρόσφορη κρίνεται η χρήση παραδοσιακών θεωριών για τη δέσμευση τρίτων από τη διαιτητική συμφωνία, καθώς συμβάλλει σε προβλεψιμότητα, ενισχύει την ασφάλεια δικαίου και θωρακίζει την εκτελεστότητα των διαιτητικών αποφάσεων. Το δεύτερο κεφάλαιο της διατριβής αφιερώνεται στα αντικειμενικά όρια της συμφωνίας διαιτησίας. Η μελέτη εστιάζει στον εντοπισμό του εύρους των διαφορών, που καταλαμβάνονται από τη διαιτητική συμφωνία, ενώ αναλύεται η προβληματική των δεκτικών υπαγωγής σε διαιτησία διαφορών. Η διατριβή πραγματεύεται ορισμένες κατηγορίες διαφορών, οι οποίες δημιουργούν ποικίλα δογματικά και πρακτικά προβλήματα σχετικά με την έγκυρη υπαγωγή τους σε διαιτησία τόσο στην ελληνική, όσο και σε άλλες έννομες τάξεις. Εντούτοις, η πρόσφατη διεθνής νομολογία καταδεικνύει την απομάκρυνση από την πάλαι ποτέ δυσπιστία απέναντι στο διαιτητικό θεσμό, η οποία εκδηλωνόταν με την εξαίρεση ευρέος κύκλου διαφορών από τη δυνατότητα υπαγωγής τους σε διαιτησία. Τα τελευταία χρόνια οι κατηγορίες διαφορών, που υπάγονται σε διαιτησία, έχουν διευρυνθεί σημαντικά, ενώ θεμελιώθηκε ο δικαστικός έλεγχος της σύγκρουσης των διαιτητικών αποφάσεων με κανόνες δημόσιας τάξης κατά το στάδιο της εκτέλεσής τους. Σε κάθε περίπτωση κρίσιμη είναι η αντιμετώπιση της δεκτικότητας υπαγωγής μιας διαφοράς σε διαιτησία, αλλά και του ζητήματος της αποδοχής ή μη των θεωριών περί επέκτασης της υποκειμενικής εμβέλειας της διαιτητικής συμφωνίας σε τρίτους, από τα κρατικά δικαστήρια της χώρας ακύρωσης και εκτέλεσης της εκδοθείσας διαιτητικής απόφασης κατά τα στάδια ακύρωσης και εκτέλεσής της αντίστοιχα. Ειδικότερα, το διαιτητικό δικαστήριο οφείλει να αναλογισθεί τον κίνδυνο ανατροπής της απόφασης, που θα εκδώσει, κατά την εκτέλεσή της και των σοβαρών επιπτώσεων στον ίδιο το διαιτητικό θεσμό.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The doctoral thesis deals with the scope of the arbitration agreement ratione personae and ratione materiae. The first chapter analyses the subjects covered by the arbitration agreement, with an emphasis on the binding of third parties. Theory and jurisprudence are drawn from a variety of theories, which are not treated uniformly by the national legal orders, to establish the binding of non-signatories to the arbitration agreement. However, the extension of the arbitration agreement to third parties who did not agree to it requires the evaluation and assessment of all circumstances of the case at hand. Therefore, it is found that many theories on the extension of the subjective scope of the arbitration agreement are largely treated on a case-by-case basis. These theories are subject to criticism in the context of international and Greek theory and jurisprudence, as they create legal uncertainty and jeopardize the integrity of arbitration as an equal to litigation dispute resolution mec ...
The doctoral thesis deals with the scope of the arbitration agreement ratione personae and ratione materiae. The first chapter analyses the subjects covered by the arbitration agreement, with an emphasis on the binding of third parties. Theory and jurisprudence are drawn from a variety of theories, which are not treated uniformly by the national legal orders, to establish the binding of non-signatories to the arbitration agreement. However, the extension of the arbitration agreement to third parties who did not agree to it requires the evaluation and assessment of all circumstances of the case at hand. Therefore, it is found that many theories on the extension of the subjective scope of the arbitration agreement are largely treated on a case-by-case basis. These theories are subject to criticism in the context of international and Greek theory and jurisprudence, as they create legal uncertainty and jeopardize the integrity of arbitration as an equal to litigation dispute resolution mechanism. This derives from the fact that state and arbitral courts cannot formulate different judicial judgments because they evaluate the same historical and legal basis differently. Furthermore, solutions are sought at the stage of drafting the arbitration agreement that can preserve the enforceability of arbitral awards. It is proposed to conclude a global arbitration agreement, which will refer to other, as well as future contracts that the parties will conclude with third parties, and which will help to prevent problems arising from the participation of non-signatories in the arbitral proceedings. In addition, the application of traditional theories concerning the binding of third parties to the arbitration agreement seems appropriate, as it contributes to predictability, whilst enhancing legal certainty and shielding the enforceability of arbitral awards. The second chapter of the doctoral thesis is devoted to the objective limits of the arbitration agreement. The study focuses on identifying the scope of disputes covered by the arbitration agreement and analyses the issue of arbitrability. The doctoral thesis deals with certain categories of disputes, which create various doctrinal and practical problems regarding their arbitrability both in Greek and other legal orders. However, recent international jurisprudence demonstrates that the former distrust of arbitration, which was manifested by the exclusion of a wide range of disputes from submission to arbitration, does no longer exist. In recent years, the categories of disputes that are considered arbitrable have expanded considerably, and judicial review of the conflict of arbitral awards with public policy rules at the enforcement stage has been established. In any case, it is crucial to address the question of arbitrability of certain disputes, as well as the question of the acceptance or not of the theories on the extension of the arbitration agreement to third parties, by the national courts of the country where annulment and/or enforcement of the arbitral award is sought. In particular, the arbitral tribunal must consider the risk of frustration of the recognition and enforcement of an arbitral award at the enforcement stage, as well as the impact on the arbitral institution itself.
περισσότερα