Περίληψη
Τα προγράμματα αποκατάστασης αποδεδειγμένα, έχουν χαρακτηριστεί ευεργετικά σε μία ευρεία κλίμακα χρόνιων παθήσεων. Οι ασθενείς με πνευμονική υπέρταση εμφανίζουν μειωμένη φυσική επάρκεια, λειτουργική ικανότητα και ποιότητα ζωής, με χαμηλό ποσοστό συμμετοχής σε προγράμματα γύμνασης λόγω της εμφάνισης επιπλοκών και των πολλαπλών προβλημάτων υγείας. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διαπιστωθεί εάν ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα γύμνασης μεικτού τύπου και μέτριας έντασης, είναι ικανό να επιφέρει ευνοϊκές προσαρμογές στη λειτουργική ικανότητα και ποιότητα ζωής των ασθενών με πνευμονική υπέρταση αλλά και η επανεκτίμηση της επίδρασης του προγράμματος τρείς μήνες μετά τη λήξη του. Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 22 ασθενείς με προτριχοειδική πνευμονική υπέρταση (πνευμονική αρτηριακή υπέρταση και χρόνια θρομβοεμβολική πνευμονική υπέρταση) και λειτουργικής κατάταξης Ⅰ-Ⅲ κατά WHO-FC, ηλικίας 54±13,8 έτη, που κατηγοριοποιήθηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: στην ομάδα Α (12 ασθενείς), η οποία συμμετείχε σε ε ...
Τα προγράμματα αποκατάστασης αποδεδειγμένα, έχουν χαρακτηριστεί ευεργετικά σε μία ευρεία κλίμακα χρόνιων παθήσεων. Οι ασθενείς με πνευμονική υπέρταση εμφανίζουν μειωμένη φυσική επάρκεια, λειτουργική ικανότητα και ποιότητα ζωής, με χαμηλό ποσοστό συμμετοχής σε προγράμματα γύμνασης λόγω της εμφάνισης επιπλοκών και των πολλαπλών προβλημάτων υγείας. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διαπιστωθεί εάν ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα γύμνασης μεικτού τύπου και μέτριας έντασης, είναι ικανό να επιφέρει ευνοϊκές προσαρμογές στη λειτουργική ικανότητα και ποιότητα ζωής των ασθενών με πνευμονική υπέρταση αλλά και η επανεκτίμηση της επίδρασης του προγράμματος τρείς μήνες μετά τη λήξη του. Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 22 ασθενείς με προτριχοειδική πνευμονική υπέρταση (πνευμονική αρτηριακή υπέρταση και χρόνια θρομβοεμβολική πνευμονική υπέρταση) και λειτουργικής κατάταξης Ⅰ-Ⅲ κατά WHO-FC, ηλικίας 54±13,8 έτη, που κατηγοριοποιήθηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: στην ομάδα Α (12 ασθενείς), η οποία συμμετείχε σε εξάμηνο πρόγραμμα γύμνασης και στην ομάδα Β (10 ασθενείς) που αποτέλεσε την ομάδα ελέγχου. Σε όλους τους ασθενείς κατά την έναρξη, λήξη και επαναξιολόγηση που διενεργήθηκε εννιά μήνες μετά την έναρξη της παρέμβασης, πραγματοποιήθηκε ανθρωπομετρικός έλεγχος, κλινική εξέταση, δοκιμασία κόπωσης, εργοσπιρομέτρηση και έλεγχος λειτουργικής ικανότητας με δοκιμασίες πεδίου. Οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε 6-λεπτη δοκιμασία βάδισης, δοκιμασία έγερσης και απομάκρυνσης και δυναμομέτρηση των κάτω άκρων με ισοκινητικό δυναμόμετρο και iiτη δοκιμασία κάθισμα-όρθια θέση-κάθισμα 10 και 20 επαναλήψεων και εκτίμηση της δύναμης χειρολαβής με ισομετρικό δυναμόμετρο χειρός. Παράλληλα, κατά την έναρξη και λήξη του εξάμηνου προγράμματος γύμνασης, όλοι οι ασθενείς κλήθηκαν να συμπληρώσουν τέσσερα ερωτηματολόγια: α. αξιολόγηση της ποιότητας ζωής (SF36), β. κλίμακα άγχους (STAI), γ. κλίμακα κατάθλιψης (BDI), δ. κλίμακα ικανοποίησης ζωής (LSI). Επίσης έγινε λήψη δείγματος σιέλου για τον καθορισμό των επιπέδων κορτιζόλης. Κατά την έναρξη της μελέτης δεν παρουσιάστηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δυο ομάδες. Μετά τη λήξη του εξάμηνου προγράμματος γύμνασης στην ομάδα Α, παρατηρήθηκε αύξηση της peakVO2 κατά 9,6% (p<0,05), των METs κατά 29,4% (p<0,05), της VCO2 κατά 30,8% (p<0,05). Ο χρόνος κόπωσης της ομάδας Α βελτιώθηκε κατά 51,3% (p<0,05) και κατά 37,5% (p<0,05) συγκριτικά με την ομάδα Β. Επίσης, μείωση εμφάνισε ο δείκτης VE/VCO2 κατά 17% (p<0,05) της ομάδας Α που συμμετείχε στο πρόγραμμα γύμνασης κατά την ολοκλήρωσή του. Σημαντικά αυξημένη μετά τη λήξη του προγράμματος γύμνασης ήταν η διανυόμενη απόσταση στη δοκιμασία των 6 λεπτών κατά 8,7% (p<0,05) της ομάδας Α και κατά 1,.4% συγκριτικά με την ομάδα Β. Στη δοκιμασία κάθισμα-όρθια θέση-κάθισμα 10 και 20 επαναλήψεων οι ασθενείς που συμμετείχαν στο πρόγραμμα γύμνασης μείωσαν το χρόνο που χρειαζόταν για να εκτελέσoυν τη δοκιμασία κατά 13,.8% (p<0,05) και 15,8% (p<0,05) αντίστοιχα, ενώ συγκριτικά με την ομάδα Β κατά 25,4% (p<0,05) και 21% (p<0,05). Επίσης, στη δοκιμασία έγερση και απομάκρυνση, η ομάδα Α μείωσε τον αρχικό χρόνο επίδοσης κατά 10,1% (p<0,05) μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος παρέμβασης, ενώ, έπειτα από 6 μήνες, η μέγιστη ισομετρική δύναμη των κάτω άκρων των ασθενών της ομάδας Α αυξήθηκε κατά 11,9% (p<0,05) και κατά 23% (p<0,05) συγκριτικά με τους ασθενείς της ομάδας Β. Μετά τους 6 μήνες η ομάδα Α που συμμετείχε στο iiiπρόγραμμα γύμνασης παρουσίασε αύξηση στη συνολική βαθμολογία του ερωτηματολογίου SF-36 κατά 11,3% (p<0,05) και 11,9% (p<0,05) συγκριτικά με την ομάδα Β, ενώ ανάλογη βελτίωση παρουσιάστηκε στη σωματική κατάσταση κατά 16,4% (p<0,05) και 12,6% (p<0,05) σε σύγκριση με την ομάδα Β και η ψυχική κατάσταση κατά 11,3% (p<0,05) και 15,5% (p<0,05) συγκριτικά με την ομάδα Β. Ακόμα, ασθενείς που ασκήθηκαν εμφάνισαν καλύτερη συνολικά βαθμολογία στο ερωτηματολογίου άγχους STAI κατά 11,3% (p<0,05), ενώ παράλληλα βελτιώθηκαν και οι επιμέρους διαστάσεις του άγχους ως παρούσας κατάστασης κατά 16% (p<0,05) και του άγχους ως στοιχείο της προσωπικότητας κατά 6,8% (p<0,05) ενώ συγκριτικάμε την ομάδα Β βελτιώθηκε κατά 7,4% (p<0,05). Τέλος, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος γύμνασης, βελτιώθηκαν τα αποτελέσματα της συνολικής βαθμολογίαςτου ερωτηματολογίου της κατάθλιψης BDI κατά 25,4% (p<0,05) και του ερωτηματολογίου LSI κατά 12,1% (p<0,05). Κατά την επαναξιολόγηση των ασθενών 3 μήνες μετά οι βελτίωση που επιτεύχθηκε στη λειτουργική ικανότητα διατηρήθηκε στους ασκούμενους ασθενείς. Θετική συσχέτιση διαπιστώθηκε μεταξύ της βελτίωσης της ψυχικής διάστασης στο SF-36 (r=0,625, p<0,05) και της βελτίωσης στη βαθμολογία του ερωτηματολογίου LSI. Επίσης, η μεταβολή στη δοκιμασία κάθισμαόρθια θέση-κάθισμα 20 επαναλήψεων εμφάνισε θετική συσχέτιση με τη βελτίωσηστη συνολική βαθμολογία της κατάθλιψης BDI (r=0,621, p<0,05). Αρνητική συσχέτιση παρατηρήθηκε μεταξύ της βελτίωσης της δοκιμασίας κάθισμα-όρθια θέσηκάθισμα 10 επαναλήψεων με τη βελτίωση που παρατηρήθηκε στη συνολική βαθμολογία (r=-0,800, p<0,05) στη σωματική (r=-0,662, p<0,05) και ψυχική (r=-0,715, p<0,05) κατάσταση του SF-36 και τη μεταβολή στη βαθμολογία του άγχους ως στοιχείο της προσωπικότητας TSTAI (r=-0,599, p<0,05). Ακόμα, η μεταβολή της VE/VCO2 των ασθενών της ομάδας Α, συσχετίστηκε αρνητικά με τη βελτίωση της ivσωματική κατάστασης του SF-36 (r=-0,589, p<0,05). Συμπερασματικά προκύπτει πως η γύμναση μεικτού τύπου και μέτριας έντασης στο πλαίσιο ενός προγράμματος αποκατάστασης είναι ασφαλής και μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη λειτουργική ικανότητα και ποιότητα ζωής των ασθενών με πνευμονική υπέρταση, αλλά και να διατηρήσει τα οφέλη αυτά μακροπρόθεσμα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Rehabilitation programs have been shown to be beneficial in a wide range of chronic conditions. Patients with pulmonary hypertension show reduced physical fitness, functional capacity and quality of life, with a low rate of participation in programs due to the occurrence of complications and multiple health problems. The purpose of this study was to determine whether a long-term exercise program of mixed type and moderate intensity, was able to affect the functional capacity and quality of life of patients with pulmonary hypertension. The study aimed also to examine the effects of detraining at three months after the completion of the program. The study included a total of 22 patients with precapillary pulmonary arterial hypertension and functional classification Ⅰ-Ⅲ according to WHO-FC, aged 54±13.8 years who were randomly assigned into two groups: group A (12 patients) that participated in a 6-month exercise program and group B (10 patients) who continued their usual care and served ...
Rehabilitation programs have been shown to be beneficial in a wide range of chronic conditions. Patients with pulmonary hypertension show reduced physical fitness, functional capacity and quality of life, with a low rate of participation in programs due to the occurrence of complications and multiple health problems. The purpose of this study was to determine whether a long-term exercise program of mixed type and moderate intensity, was able to affect the functional capacity and quality of life of patients with pulmonary hypertension. The study aimed also to examine the effects of detraining at three months after the completion of the program. The study included a total of 22 patients with precapillary pulmonary arterial hypertension and functional classification Ⅰ-Ⅲ according to WHO-FC, aged 54±13.8 years who were randomly assigned into two groups: group A (12 patients) that participated in a 6-month exercise program and group B (10 patients) who continued their usual care and served as controls. At baseline, after 6 and 9 months all patients underwent a cardiopulmonary exercise testing and functional capacity tests, as 6- minute walking test, timed up and go test, sit to stand test of 10 and 20 repetitions and isokinetic dynamometry of the lower limbs and hand grip test. Moreover, they were asked to complete four questionnaires: a. quality of life assessment (SF-36), b. State Trate Anxiety Inventory (STAI), c. Beck Depression Inventory (BDI), d. Life Satisfaction Inventory (LSI). A saliva sample was taken to determine cortisol levels. At baseline there was no statistically significant difference between the two groups in all 6parameters studied. After the 6- month training program group A showed an increase in peak VO2 by 9,6% (p<0,05), METs by 29,4% (p<0,05) and VCO2 by 30,8% (p<0,05). The fatigue time of group A improved by 51,3% (p<0,05) and by 37,5% (p<0,05) compared to group Β. The VE/VCO2 index also decreased by 17% (p<0,05) in group A at the end of the 6-month exercise program. Moreover, the distance walked in the 6-minute walking test increased by 8,7% (p<0,05) in group A and by 17,4% compared to group B. In the sit to stand test of 10 and 20 repetitions (STS 10 & 20 rep),group A showed a decreased in the time needed to perform the test by13,8% (p<0,05) and 15,8% (p<0,05) respectively, while by 25,4% (p<0,05) and 21% (p<0,05) compared to group B. Additionally, in the timed up and go test, group A showed a decrease in the performance time by 10,1% (p<0,05) and an increase in the maximum isometric strength of the lower limbs by 11,9% (p<0,05) and by 23% (p<0,05) compared to group B. After the 6-month exercise program group A showedan increase in the overall score of SF-36 questionnaire by 11,3% (p<0,05) and 11,9% (p<0,05) compared to group B, and in the physical component score by 16,4% (p<0,05) and 12,6% (p<0,05) compared to group B and mental component score by 11,3% (p<0,05) and 15,5% (p<0,05) compared to group B. Group A also showed a better total score in the STAI questionnaire by 11,3% (p<0,05), in the SSTAI by 16% (p<0,05) and TSTAI by 6,8% (p<0,05). Finally, the total score of BDI and LSI improved by 25,4% (p<0,05) and by 12,1% (p<0,05) respectively in group A after training. A positive correlation was found between the improvements of the mental component score of the SF-36 (r=0,625, p<0,05) and the LSI. Moreover, the improvement of the sit to stand test of 20 repetitions showed a positive correlation with the improvement in overall score of BDI (r=0,621, p<0,05). A negative correlation was also observed between the improvement of the sit to stand test 10 7repetitions with the improvements observed in the overall score (r=-0,800, p<0,05), and the physical (r=-0,662, p<0,05) and mental (r=-0,715, p<0,05) component scoreof SF-36 and the TSTAI score (r=-0,599, p<0,05). Furthermore, the change in VE/VCO2 of group A patients was negatively correlated with the improvement in the physical component score of the SF-36 questionnaire (r=-0,589, p<0,05). In conclusion, the results indicate that a 6-month mixed type and moderate intensity exercise training program is feasible, safe and can improve the functional capacity and quality of life of patients with pulmonary hypertension. The participants sustained the improvements achieved in functional capacity three months after the completion of the exercise training program.
περισσότερα