Περίληψη
Η παρούσα διατριβή επιχειρεί να αναλύσει και να απαντήσει στο ερώτημα: εάν και κατά πόσο είναι ηθικά επιτρεπτό να ενισχυθούν μέσω γενετικών παρεμβάσεων οι ανθρώπινες ικανότητες. Στο πρώτο κεφάλαιο ελέγχεται εννοιολογικά η διάκριση μεταξύ θεραπείας και ενίσχυσης (Θ/Ε). Αν και εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται εύκολο να ταξινομήσει κανείς τις παρεμβάσεις σε θεραπευτικές και ενισχυτικές, ωστόσο, μια λεπτομερής έρευνα αναδεικνύει σημαντικά εννοιολογικά προβλήματα της διάκρισης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της δεσπόζουσας θέσης που συχνά της αποδίδεται στον δημόσιο διάλογο ως κριτήριο μεταξύ ηθικά επιτρεπτών και μη επιτρεπτών παρεμβάσεων. Δίχως την διάκριση Θ/Ε, συχνά υποστηρίζεται ότι θα ολισθήσουμε αναπόφευκτα προς την αποδοχή ηθικά απαράδεκτων παρεμβάσεων. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η αντίρρηση ότι εάν επιτρέψουμε τις γενετικές παρεμβάσεις για έναν ηθικό σκοπό –θεραπεία μιας ασθένειας– αργά ή γρήγορα θα οδηγηθούμε στο να επιτρέπουμε γενετικές παρεμβάσεις για μη ηθικούς σκοπούς –ε ...
Η παρούσα διατριβή επιχειρεί να αναλύσει και να απαντήσει στο ερώτημα: εάν και κατά πόσο είναι ηθικά επιτρεπτό να ενισχυθούν μέσω γενετικών παρεμβάσεων οι ανθρώπινες ικανότητες. Στο πρώτο κεφάλαιο ελέγχεται εννοιολογικά η διάκριση μεταξύ θεραπείας και ενίσχυσης (Θ/Ε). Αν και εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται εύκολο να ταξινομήσει κανείς τις παρεμβάσεις σε θεραπευτικές και ενισχυτικές, ωστόσο, μια λεπτομερής έρευνα αναδεικνύει σημαντικά εννοιολογικά προβλήματα της διάκρισης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της δεσπόζουσας θέσης που συχνά της αποδίδεται στον δημόσιο διάλογο ως κριτήριο μεταξύ ηθικά επιτρεπτών και μη επιτρεπτών παρεμβάσεων. Δίχως την διάκριση Θ/Ε, συχνά υποστηρίζεται ότι θα ολισθήσουμε αναπόφευκτα προς την αποδοχή ηθικά απαράδεκτων παρεμβάσεων. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η αντίρρηση ότι εάν επιτρέψουμε τις γενετικές παρεμβάσεις για έναν ηθικό σκοπό –θεραπεία μιας ασθένειας– αργά ή γρήγορα θα οδηγηθούμε στο να επιτρέπουμε γενετικές παρεμβάσεις για μη ηθικούς σκοπούς –ενίσχυση ικανοτήτων του ατόμου. Θα ήταν σοφό λοιπόν να μην κάνουμε ποτέ το πρώτο βήμα αυτής της πορείας. Η έρευνα έδειξε ότι τα συμπεράσματα τέτοιων επιχειρημάτων (επιχειρήματα ολισθηρής πλαγιάς), δεν ισχύουν με λογική αναγκαιότητα αλλά είναι πιθανολογικά και ενδέχεται να αληθεύουν υπό όρους και προϋποθέσεις. Η επίδραση τους είναι κυρίως ψυχολογική: προκαλούν μια εσωτερική ένταση και προειδοποιούν ότι στην πορεία μπορεί να χάσουμε τον έλεγχο με τραγικά αποτελέσματα, όπως, π.χ. να αλλάξουμε την ανθρώπινη φύση. Στο τρίτο κεφάλαιο διερευνώνται και αξιολογούνται γενικές και ειδικές αντιρρήσεις ενάντια στην γενετική ενίσχυση, που εδράζονται στην αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης φύσης. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι αντιρρήσεις αυτές πηγάζουν κατά βάση από μια ιδιάζουσα αντίληψη της ανθρώπινης φύσης, η οποία όμως είναι αντίθετη με τα ευρήματα της σύγχρονης εξελικτικής βιολογίας, δεν υποστηρίζεται από εμπειρικά δεδομένα, ενστερνίζεται τον γενετικό ντετερμινισμό και ενίοτε την κανονιστική ουσιοκρατία. Από την έρευνα διαφάνηκε ότι η ανθρώπινη φύση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πιο πιστά όχι από τους φυσικούς περιορισμούς της αλλά από την δυνατότητά της να τους υπερβαίνει. Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται μια άλλη περίπτωση ηθικής ολίσθησης: τα παιδιά κατά παραγγελία και το δικαίωμα στο ανοικτό μέλλον. Συχνά υποστηρίζεται ότι όταν οι γονείς βελτιώνουν γενετικά τα παιδιά τους, αποκλείουν αυτομάτως διάφορες μελλοντικές επιλογές ζωής, που θα μπορούσαν αυτά να επιλέξουν. Εάν κάτι περιορίζει την κλίμακα των επιτρεπτών γενετικών παρεμβάσεων στο πλαίσιο του δικαιώματός τους να διαμορφώνουν όπως εκείνοι κρίνουν τα παιδιά τους, αυτό είναι το δικαίωμα του παιδιού στο ανοικτό μέλλον. Ωστόσο, το ουσιαστικό πρόβλημα που χρήζει αντιμετώπισης είναι πρωτίστως η κακή μέθοδος ανατροφής των γονέων και όχι τα γενετικά μέσα καθαυτά. Στο πρώτο τμήμα του πέμπτου κεφαλαίου, η συζήτηση αφορά τα αγαθά εκ θέσεως, τα οποία προσδίδουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Στο δεύτερο τμήμα του κεφαλαίου, αρχικά παρουσιάζονται και συζητούνται τρεις βασικές αρχές δικαιοσύνης, ενώ στη συνέχεια σκιαγραφείται μια εναλλακτική πρόταση κρατικής γενετικής πολιτικής, η οποία περιλαμβάνει την αρχή των προτεραιοτήτων, την αρχή ενός ελάχιστου αξιοπρεπούς γενετικού επιπέδου, μια εκδοχή της ρωλσιανής αρχής της διαφοράς, και την θέσπιση διαδικασίας γενετικής κλήρωσης για τα φτωχά κοινωνικά στρώματα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present dissertation attempts to analyze and answer the following question: Whether it is morally acceptable to enhance human capabilities through genetic intervention and if so, to what extent. In the first chapter, the distinction between therapy and enhancement is conceptually analyzed (T/E). Even though the classification of the interventions into therapeutic and enhancing seems pertinent at a first glance, a detailed study raises significant conceptual issues, leading to the undermining of the dominant position often used in public debates as a criterion between morally permissible/non-permissible interventions. It is often maintained that without the distinction between T/E, we will inevitably slide towards the acceptance of morally reprehensible genetic interventions. In the second chapter, we examine the argument that if we allow genetic interventions for moral reasons- e.g. treatment of a disease- sooner or later we will be led to allowing genetic interventions for non-mor ...
The present dissertation attempts to analyze and answer the following question: Whether it is morally acceptable to enhance human capabilities through genetic intervention and if so, to what extent. In the first chapter, the distinction between therapy and enhancement is conceptually analyzed (T/E). Even though the classification of the interventions into therapeutic and enhancing seems pertinent at a first glance, a detailed study raises significant conceptual issues, leading to the undermining of the dominant position often used in public debates as a criterion between morally permissible/non-permissible interventions. It is often maintained that without the distinction between T/E, we will inevitably slide towards the acceptance of morally reprehensible genetic interventions. In the second chapter, we examine the argument that if we allow genetic interventions for moral reasons- e.g. treatment of a disease- sooner or later we will be led to allowing genetic interventions for non-moral reasons. It would be therefore wise never to take the first step of this path. The study has revealed that the conclusions of such slippery slope arguments are not characterized by logical necessity but they are rather probabilistic and thus they are more or less convincing depending on the nature of the premises. Their impact is mainly psychological: they make us worry that we might lose control in the process with tragic results, e.g. altering human nature (ΗΝ). In the third chapter, general and specific criticism of genetic enhancement are examined and evaluated. These objections are founded on the principle of the inviolability of ΗΝ. They originate, almost in their entirety, from a particular perception of ΗΝ, which flies in the face of the findings of modern evolutionary biology, it is not supported by empirical findings, it embraces genetic determinism and at times normative essentialism. Throughout this study, it has emerged that ΗΝ could be more accurately characterized not by its natural limitations but by its ability to transcend them. In the fourth chapter, we examine another instance of morally erroneous reasoning: designer children. It is often argued that when parents genetically enhance their children, they automatically preclude a range of future life choices that the children could conceivably make. If there is something that limits the range of permissible genetic interventions in the context of the parent's right to shape their children as they see fit, it is the child’s right to an open future. Nevertheless, the fundamental issue that needs to be addressed is primarily the bad practices and methods of child-rearing and not the genetic means themselves. In the first part of the fifth chapter, the discussion focuses on the positional goods that provide competitive advantages. In the second part of the chapter, three fundamental principles of justice are discussed, followed by an outline of an alternative proposal for a state-driven genetic policy. Such policy would include the priority principle, the principle of a decent minimum level, a version of the rawlsian difference principle adjusted to deal with socially and morally significant inequalities, and the adoption of a process of a genetic lottery.
περισσότερα