Περίληψη
Η διδακτορική διατριβή με θέμα την αναγνώριση των εννόμων συνεπειών των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων υπό την έποψη των αντικειμενικών και υποκειμενικών τους ορίων, πραγματεύεται την επίδραση της εφαρμογής των κωλυμάτων αναγνώρισης και εκτέλεσης του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια κατά την αναγνώριση του δεδικασμένου μιας αλλοδαπής δικαστικής απόφασης. Σκοπός της διατριβής είναι η ανάδειξη των πιθανών προβλημάτων που ανακύπτουν κατά την αναγνώριση του δεδικασμένου των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων, με τι τρόπο δηλαδή τα διαφορετικά υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια του αλλοδαπού δεδικασμένου μπορούν να στοιχειοθετήσουν τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό κωλύματα αναγνώρισης και τελικά να αναζητηθούν προτάσεις υπερκέρασης των ζητημάτων αυτών, στο πλαίσιο της αρχής της επέκτασης των εννόμων συνεπειών, όπως ερμηνεύει την αναγνώριση το ΔΕΕ. Η διδακτορική αυτή μελέτη αποτελείται από τέσσερα μέρη που συνιστούν διαρρύθμιση sine qua non για την επίτευξη του σκοπού του έργου. Στο πρώτο μέρος αναλύεται ...
Η διδακτορική διατριβή με θέμα την αναγνώριση των εννόμων συνεπειών των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων υπό την έποψη των αντικειμενικών και υποκειμενικών τους ορίων, πραγματεύεται την επίδραση της εφαρμογής των κωλυμάτων αναγνώρισης και εκτέλεσης του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια κατά την αναγνώριση του δεδικασμένου μιας αλλοδαπής δικαστικής απόφασης. Σκοπός της διατριβής είναι η ανάδειξη των πιθανών προβλημάτων που ανακύπτουν κατά την αναγνώριση του δεδικασμένου των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων, με τι τρόπο δηλαδή τα διαφορετικά υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια του αλλοδαπού δεδικασμένου μπορούν να στοιχειοθετήσουν τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό κωλύματα αναγνώρισης και τελικά να αναζητηθούν προτάσεις υπερκέρασης των ζητημάτων αυτών, στο πλαίσιο της αρχής της επέκτασης των εννόμων συνεπειών, όπως ερμηνεύει την αναγνώριση το ΔΕΕ. Η διδακτορική αυτή μελέτη αποτελείται από τέσσερα μέρη που συνιστούν διαρρύθμιση sine qua non για την επίτευξη του σκοπού του έργου. Στο πρώτο μέρος αναλύεται η επιστημονική μέθοδος της συγγραφής του παρόντος έργου προκειμένου να αιτιολογηθεί η δομή του έργου και ο τρόπος εξαγωγής των συμπερασμάτων. Στο δεύτερο μέρος πραγματοποιείται σύγκριση του δεδικασμένου τεσσάρων εννόμων τάξεων, της αγγλικής, της γαλλικής, της γερμανικής και της ελληνικής έννομης τάξης, ενώ ακολουθούν τα συμπεράσματα από τη σύγκριση των υποκειμενικών και αντικειμενικών ορίων του θεσμού. Στο τρίτο μέρος εξετάζεται ο ευρωπαϊκός κανονισμός και ειδικότερα τα κωλύματα αναγνώρισης και εκτέλεσης του α.45 του Καν1215/2012 και πραγματοποιείται και εδώ συστηματική διάρθρωση της ερμηνευτικής προσέγγισης των κωλυμάτων. Στο τέταρτο μέρος παρατίθεται υπαγωγή των συμπερασμάτων της συγκριτικής μελέτης για το δεδικασμένο στην εφαρμογή των κωλυμάτων και διατυπώνονται θέσεις για την επίλυση των ζητημάτων που ανακύπτουν και την τελολογικά ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των κωλυμάτων. Στο πρώτο μέρος, ως προς τη μέθοδο που ακολουθείται, χρησιμοποιείται η μέθοδος της μακρο- και μίκρο-σύγκρισης, όπου ο θεσμός του δεδικασμένου δεν ελέγχεται μόνο ως προς τις ισχύουσες για αυτόν ρυθμίσεις στην κάθε συγκρινόμενη έννομη τάξη, αλλά συγκρίνονται και οι επιμέρους έννομες τάξεις ως προς τη δομή και τη λειτουργία τους προκειμένου να αναζητηθούν τα αίτια που οδήγησαν τον εθνικό νομοθέτη στη διαμόρφωση διευρυμένων ή περιορισμένων αντικειμενικών και υποκειμενικών ορίων. Το ρόλο του tertium comparationis της σύγκρισης του θεσμού του δεδικασμένου στις επιμέρους έννομες τάξεις, του κοινού δηλαδή στοιχείου, το οποίο πρέπει παρά τις όποιες διαφορές να υπηρετούν οι εθνικές ρυθμίσεις, επιτελεί η τελολογία των ενωσιακών κανονιστικών ρυθμίσεων για την αναγνώριση, σε ό,τι αφορά τις διασυνοριακές διαφορές. Η δικαιοσύγκριση θεωρείται αναγκαία, καθώς είναι ο μοναδικός πραγματικός τρόπος για την αξιολόγηση της λειτουργικότητας των εναρμονισμένων κανόνων των διεθνών συμβάσεων ή των ευρωπαϊκών κανονισμών, αφού συντελεί στην κατανόηση των διαφορών και των σημείων σύγκλισης των κανονιστικών συστημάτων και κατ’ αποτέλεσμα στην ουσιαστική αξιολόγηση των διεθνών, υπερκρατικής ισχύος κανόνων ρύθμισης των διασυνοριακών εννόμων σχέσεων. Συγκρίνεται το δεδικασμένο τεσσάρων εννόμων τάξεων, της αγγλικής, της γαλλικής, τη γερμανικής και της ελληνική, τρείς ηπειρωτικού δικαίου και μία έννομη τάξη του κοινοδικαίου. Στο δεύτερο μέρος παρατίθεται η ανάλυση του δεδικασμένου των τεσσάρων εννόμων τάξεων αρχής γενομένης από την αγγλική έννομη τάξη, ενώ έπεται η ανάλυση της γαλλικής, της γερμανικής και της ελληνικής. Ακολουθούν συμπεράσματα της συγκριτικής μελέτης για το δεδικασμένο και τις επιμέρους ενέργειες που αναπτύσσουν οι δικαστικές αποφάσεις, ορισμένες παρατηρήσεις για την δέσμευση των τρίτων από το δεδικασμένο και ορισμένες σκέψεις για την σχέση αντικειμένου δίκης, αντικειμένου απόφασης και αντικειμένου δεδικασμένου στις εθνικές έννομες τάξεις. Στο τρίτο μέρος εξετάζεται το άρθρο 45 του Καν1215/2012 και αναλύονται τα κωλύματα αναγνώρισης και εκτέλεσης. Αφού προηγηθεί λοιπόν η ανάλυση των ρυθμίσεων του Καν1215/2012 για την διασυνοριακή αναγνώριση και εκτέλεση στον ευρωπαϊκό δικαιικό χώρο, αξιοποιούνται τα συμπεράσματα από τη συγκριτική μελέτη του δεδικασμένου των τεσσάρων εννόμων τάξεων. Τα συμπεράσματα αυτά προσφέρουν ένα πολύτιμο οδηγό για την πρακτική εφαρμογή των κωλυμάτων αναγνώρισης και εκτέλεσης, ενώ εντοπίζονται τα πιθανά προβλήματα στην αναγνώριση των αποφάσεων λόγω των διευρυμένων αντικειμενικών και υποκειμενικών ορίων του θεσμού. Αναγνώριση σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ σημαίνει επέκταση των εννόμων συνεπειών των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων κατά το εύρος των αντικειμενικών και υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, όπως προβλέπονται στο κράτος έκδοσης της απόφασης. Όσον αφορά στα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου, ζητήματα κατά την αναγνώριση μπορούν να ανακύψουν όταν αποκλείονται ενστάσεις ή όταν καλύπτονται προδικαστικές έννομες σχέσεις, ενώ όσον αφορά στα υποκειμενικά του όρια ζητήματα μπορούν να εντοπιστούν στην επέκταση του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα. Από τις έννομες συνέπειες των αποφάσεων αναγνωρίζονται το δεδικασμένο, η ενέργεια αποκλεισμού των ενστάσεων και η διαπλαστική ενέργεια. Στο τέταρτο μέρος και τελευταίο μέρος γίνεται η υπαγωγή των συμπερασμάτων της συγκριτικής μελέτης στα επιμέρους κωλύματα, εντοπίζονται προβλήματα κατά την αναγνώριση, διατυπώνονται προτάσεις αντιμετώπισής τους υπό το πρίσμα της τελολογικά συνεπούς προσέγγισης των κωλυμάτων. Η προβληματική της αναγνώρισης των εννόμων συνεπειών των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων έχει σημείο αναφοράς σε τρεις κατηγορίες περιπτώσεων. Πρώτον, εξετάζεται το ζήτημα αν τα διευρυμένα αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια ενός αλλοδαπού δεδικασμένου σε μία έννομη τάξη που γνωρίζει στενά αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια του θεσμού θα μπορούσαν να θεμελιώσουν το κώλυμα της αντίθεσης στη δημόσια τάξη σύμφωνα με το ά.45.1α του Καν1215/2012 λόγω προσβολής του δικαιώματος ακρόασης ή της ισότητας των όπλων όσο και λόγω του γεγονότος ότι τα αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια του θεσμού εντάσσονται στις θεμελιώδεις αρχές της δημόσιας τάξης του κράτους αναγνώρισης. Τίθεται το ερώτημα εάν, ακόμα και μεταξύ ενός αγγλικού issue estoppel και ενός ελληνικού δεδικασμένου καταψηφιστικής απόφασης, δηλαδή μεταξύ δύο δεδικασμένων με αρκετά διευρυμένα αλλά παρόλα αυτά, ακόμη αποκλίνοντα αντικειμενικά όρια, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ζητήματα, εφόσον το εύρος των αντικειμενικών ορίων δεν ταυτίζεται πλήρως και εφόσον γίνει δεκτό ότι τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου ανήκουν στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνώρισης. Ανάλογος προβληματισμός με ακόμη μεγαλύτερη ένταση ανακύπτει, όταν ένα αγγλικό issue estoppel πρέπει να αναγνωριστεί στην γερμανική ή την γαλλική έννομη τάξη, όπου η απόκλιση των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου είναι ιδιαίτερα έντονη. Η προσβολή των αντικειμενικών και υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου δυσχερώς μπορούν θεμελιώσουν αντίθεση στη δημόσια τάξη. Δεύτερον, διερευνάται αν και κατά πόσον τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις επίδοσης του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου ώστε να μην αναγνωρίζεται η απόφαση λόγω προσβολής του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης στο αρχικό στάδιο της δίκης. Η θεμελίωση της προσβολής του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης στο αρχικό στάδιο της δίκης δεν σχετίζεται με την εξέταση των αντικειμενικών και υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου της απόφασης. Θεμελιώνει ωστόσο ουσιώδες κώλυμα αναγνώρισης και εκτέλεσης της απόφασης, εφόσον προσβάλλεται το δικαίωμα ακρόασης στην προδικασία και ως εκ τούτου αναλύεται και αυτό το κώλυμα. Τρίτον, αναζητείται τυχόν αντιφατικότητα της αλλοδαπής προς αναγνώριση απόφασης με την ημεδαπή, αντιφατικότητα δηλαδή prima facie του αντικειμενικού εύρους. Στην διάγνωση της αντίφασης μεταξύ των εννόμων συνεπειών των δικαστικών αποφάσεων, ήτοι της αντίφασης των δεδικασμένων, τα οποία πάλι λόγω της διάστασης των αντικειμενικών και υποκειμενικών τους ορίων, όπως αυτά διαμορφώνονται κατά το αυτόνομο εθνικό δίκαιο, καθιστούν δυσχερή τη μεταξύ τους σύγκριση και την διαπίστωση της αντιφατικότητας. Παρόλο που το ΔΕΕ έχει διαμορφώσει την αυτόνομη ερμηνεία της αντιφατικότητας των δικαστικών αποφάσεων με τελολογικά κριτήρια που άπτονται αμιγώς της κοινοτικής δικονομικής έννομης τάξης χωρίς την οποιαδήποτε παραπομπή ή δυνατότητα αναφοράς για την ερμηνεία της στο αυτόνομο εθνικό δικονομικό δίκαιο, όπως αντιθέτως έπραξε για την ερμηνεία της έννοιας δημόσιας τάξης, κρίνεται σκόπιμο να αξιολογηθεί κριτικά η θέση του ΔΕΕ σε σχέση με την αυτόνομη ερμηνεία του αντικειμένου της δίκης στην εκκρεμοδικία και μάλιστα με αναφορές στο δικονομικό δόγμα για το αντικειμένου της δίκης όπως αναπτύχθηκε στη γερμανική έννομη τάξη και ακολούθως και στην ελληνική. Παρόλα αυτά είναι γεγονός ότι υπάρχουν εθνικές δικονομικές έννομες τάξεις, όπως η γαλλική και η αγγλική που δεν ενδιαφέρονται για την δογματική θεώρηση του αντικειμένου της δίκης και ως εκ τούτου θα προσέφεραν επιχειρήματα υπέρ της περιπωσιολογικής και μέσω διαφορετικών δικαιϊκών θεσμών αντιμετώπισης των ζητημάτων που άπτονται υπό δογματική έποψη του αντικειμένου της δίκης. Η θεωρία του πυρήνα αντιπροσωπεύει μια αυτόνομη ερμηνεία ενός ευρωπαϊκού αντικειμένου δίκης, καθώς το ΔΕΕ διετύπωσε τη θεωρία του πυρήνα προκειμένου να διαμορφώσει καταρχήν την έννοια της εκκρεμοδικίας, χωρίς να διαβλέπει σε αυτήν μια αυτόνομη δογματική θεώρηση του αντικειμένου δίκης, έστω κι αν επέκτεινε ουσιαστικά την εφαρμογή της στην ερμηνεία της αντιφατικότητας των αποφάσεων, στην ερμηνεία της αντιφατικότητας δηλαδή του αντικειμένου των αποφάσεων. Έτσι, οι θεσμοί του δικονομικού δικαίου που σχετίζονται με το αντικείμενο της δίκης όπως η εκκρεμοδικία και το δεδικασμένο, τυγχάνουν διαφορετικής νομολογιακής μεταχείρισης, καθώς το ΔΕΕ από τη μία μεριά προυποθέτει την θεωρία του πυρήνα ως κοινή βάση για την ερμηνεία της εκκρεμοδικίας και των αντιφατικών αποφάσεων σύμφωνα με το ά.45.1δ του Καν1215/2012, δηλαδή ως κοινή βάση της εκκρεμοδικίας και του αντικειμένου της απόφασης, ενώ από την άλλη διατηρεί τα αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου στην εθνική δικονομική έννομη τάξη. Συμπερασματικά μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανάγκη κριτικής αξιολόγησης διαμέσου του αντικατοπτρισμού της εθνικού δικαίου θεώρησης του αντικειμένου της δίκης στο ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο προκύπτει κυρίως από την αυτόνομη ερμηνεία του αντικειμένου της δίκης τόσο για την εκκρεμοδικία όσο και για την κατάφαση της αντιφατικότητας ως κωλύματος αναγνώρισης και εκτέλεσης, παρόλο που η θεωρία του πυρήνα στην εκκρεμοδικία και η νομολογιακή θεώρηση της αντιφατικότητας, προσδίδουν στη θεώρηση του αντικειμένου της δίκης διευρυμένα όρια. Η αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού επιβάλλει είτε μία πρόβλεψη, που συναιρεί όσο το δυνατόν πιο αρμονικά τις αποκλίνουσες δικαιικές αντιλήψεις μεταξύ των κρατών-μελών με την συσταλτική ερμηνεία των κωλυμάτων αναγνώρισης και εκτέλεσης, είτε την προσέγγιση των εθνικών δικονομικών εννόμων τάξεων, ώστε να μπορούν να λειτουργούν αρμονικά στο πλαίσιο του ενοποιημένου ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου, όπου αυτό είναι δυνατόν και δεν θίγει τον στενό πυρήνα της εθνικής δικονομικής έννομης τάξης. Με τον τρόπο αυτόν, η ανασφάλεια δικαίου, που ούτως ή άλλως επιφέρει η νομολογιακή διαμόρφωσή του στον κοινοτικό δικαιικό χώρο, αμβλύνεται σημαντικά, καθώς το ευρωπαϊκό δικονομικό σύστημα δικαίου θα αποκτήσει συνεκτικό δικαιικό ιστό με σεβασμό στην τελολογία των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων, αλλά ταυτόχρονα με σεβασμό και των δικαιικών αρχών των εθνικών εννόμων τάξεων, που καλούνται να τις εφαρμόσουν. Το ΔΕΕ θα πρέπει να εγκαταλείψει την θέση περί ενός ιδιαιτέρως διευρυμένου αντικειμένου δίκης στην εκκρεμοδικία, το οποίο ταυτόχρονα εξυπηρετεί και την διαπίστωση της αντιφατικότητας των αποφάσεων και θα πρέπει να αναθεωρήσει τη θεωρία του πυρήνα και να στραφεί προς μία συσταλτική εκδοχή του αντικειμένου της δίκης λόγω της ανάγκης για συσταλτική ερμηνεία των κωλυμάτων αναγνώρισης και εκτέλεσης. Η σύλληψη της αναγνώρισης και εκτέλεσης των αποφάσεων σε ένα ενιαίο σύστημα, το οποίο, όχι μόνον πραγματώνει την άμεση εκτέλεση των αποφάσεων, αλλά και την πλήρη αναγνώριση των εννόμων συνεπειών τους, όπως αυτές ισχύουν στο κράτος έκδοσης της απόφασης, καθιστά απαραίτητη την αυτόνομη ενιαία στενή ερμηνεία κατά τον Κανονισμό, όχι μόνον του αντικειμένου δίκης για την ευρωπαϊκή εκκρεμοδικία, αλλά και ενός στενά ερμηνευμένου αντικειμένου απόφασης κατά την διαδικασία διαπίστωσης της αντιφατικότητας των εννόμων συνεπειών της.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The comparison of res judicata as the main consequence of judicial judgments among union member states depicts not only the different origins of its evolution and its regulation but also the common objective to assure an efficient and stable judicial system. The goal of this thesis is to show that, despite the different boundaries of res judicata’s objective and subjective scope, judgments can be recognized and enforced in a simple way through the restrictive interpretation of the series of safeguards set out in Article 45 of the Regulation. The thesis is structured in two parts. The first part draws the comparison of the national regulation for res judicata in English, French, German and Greek law where the technique of macro- and micro-comparison are adjourned to achieve a double goal, from one hand to compare similarities and differences as far as the scope res judicata is concerned and from the other to compare the structure and particularities in the functionality and history of t ...
The comparison of res judicata as the main consequence of judicial judgments among union member states depicts not only the different origins of its evolution and its regulation but also the common objective to assure an efficient and stable judicial system. The goal of this thesis is to show that, despite the different boundaries of res judicata’s objective and subjective scope, judgments can be recognized and enforced in a simple way through the restrictive interpretation of the series of safeguards set out in Article 45 of the Regulation. The thesis is structured in two parts. The first part draws the comparison of the national regulation for res judicata in English, French, German and Greek law where the technique of macro- and micro-comparison are adjourned to achieve a double goal, from one hand to compare similarities and differences as far as the scope res judicata is concerned and from the other to compare the structure and particularities in the functionality and history of the judicial law systems in order to conclude the causes that led the national legislator to regulate in a wide or restrictive way the objective and subjective scope of res judicata. The role of tertium comparationis, of the common element that all the national regulations for res judicata are ought to apply to, despite their differences, is attributed to the objective for free circulation of judgments in civil and commercial matters set by the Eu Regulation 1215/2012 on jurisdiction and recognition and enforcement of foreign judgments. Our scientific interest and critical points are drawn to the binding effect of res judicata for third parties, the preclusive effect of the judgments and the relation between cause of action and objective boundaries of res judicata. The second part is dedicated in the brief analysis of art.45 of Eu Regulation 1215/2012 and therefore the grounds for refusal of recognition are examined under the objective of free circulation of judgments as rendered by the courts of member States of the EU. Also the Gothaer/Samskip C-456/11 decision is mentioned and criticized because it is as if the CJEU develops a definition of res judicata that includes not only the operative part of the judgment but also the ratio decidendi and as a consequence it is as if the boundaries of res judicata conferred by national courts’ judgments are being ostracized or should it be considered as an autonomous approach of the res judicata similar to the logic the Court applies to autonomous interpretation of cause of action in Gumbish/Palumbo case for lis pendens according to European procedural law. In this particular point, the results of the comparison offer a valuable guide for the practical implementation of the grounds of non-recognition, how for example an English res judicata with broad objective boundaries can be recognized in a member State such as in Germany France or Greece, whose procedural law regulates in a narrower way the res judicata effect of the judgments. Is the foreign res judicata able to justify a possible contradiction to the public policy of the member state addressed or how will be determined if this foreign res judicata is irreconcilable with an earlier judgment given in the member state addressed? Are the criteria for irreconcilable judgments set in Hoffman/Krieg case in accordance with the restrictive interpretation of the grounds for non-recognition and with the objective for free circulation of the judgments? In order to obviate problems that occur from national differences the thesis comments on the insecurity of justice that the case law approach brings, the difficulty to justify when and if a foreign res judicata is contrary to public policy, insists on the preservation of res judicata as judged and rendered by the court of lex fori in the way that the autonomous interpretation of recognition is implemented, proposes the restrictive analysis of a.29 and 45 of the Regulation 1215/2012 and recognizes the need for an autonomous interpretation in order to determine the irreconcilable decisions with regards to the provisions made in a.45.1d of the Regulation under the objective of restrictive interpretation of the grounds for non-recognition.
περισσότερα