Περίληψη
Τα Περιστερόμορφα (Columbiformes) έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον αρκετών πρόσφατων μελετών, αφού αρκετά από τα είδη της οικογένειας παρουσιάζουν αυξητική πληθυσμιακή τάση, ενώ άλλα παρουσιάζουν σημαντικές πληθυσμιακές μειώσεις. Σκοπός της παρούσας Διδακτορικής διατριβής ήταν η διερεύνηση της χωρικής οικολογίας τεσσάρων ειδών Περιστερόμορφων (Streptopelia turtur, S. decaocto, Columba palumbus και C. livia dom.) που απαντώνται στη Β.Α. Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη όλα εκείνα τα στοιχεία του περιβάλλοντος που πιθανόν να επηρεάζουν τα είδη. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο Τρυγόνι, εξαιτίας του δυσμενούς καθεστώτος διατήρησής του. Η διερεύνηση των διάφορων χαρακτηριστικών του τοπίου και των δια-ειδικών αλληλεπιδράσεων έδειξε ότι η κατανομή και η παρουσία των τεσσάρων ειδών της οικογένειας των Περιστερόμορφων στο Ν. Έβρου καθορίζεται κυρίως από το ενδιαίτημα, ενώ δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τις μεταξύ τους διαειδικές αλληλεπιδράσεις. Συγκεκριμένα, τόσο η παρουσία του Τρυγονιού όσο και της Φάσ ...
Τα Περιστερόμορφα (Columbiformes) έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον αρκετών πρόσφατων μελετών, αφού αρκετά από τα είδη της οικογένειας παρουσιάζουν αυξητική πληθυσμιακή τάση, ενώ άλλα παρουσιάζουν σημαντικές πληθυσμιακές μειώσεις. Σκοπός της παρούσας Διδακτορικής διατριβής ήταν η διερεύνηση της χωρικής οικολογίας τεσσάρων ειδών Περιστερόμορφων (Streptopelia turtur, S. decaocto, Columba palumbus και C. livia dom.) που απαντώνται στη Β.Α. Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη όλα εκείνα τα στοιχεία του περιβάλλοντος που πιθανόν να επηρεάζουν τα είδη. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο Τρυγόνι, εξαιτίας του δυσμενούς καθεστώτος διατήρησής του. Η διερεύνηση των διάφορων χαρακτηριστικών του τοπίου και των δια-ειδικών αλληλεπιδράσεων έδειξε ότι η κατανομή και η παρουσία των τεσσάρων ειδών της οικογένειας των Περιστερόμορφων στο Ν. Έβρου καθορίζεται κυρίως από το ενδιαίτημα, ενώ δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τις μεταξύ τους διαειδικές αλληλεπιδράσεις. Συγκεκριμένα, τόσο η παρουσία του Τρυγονιού όσο και της Φάσσας βρέθηκε να σχετίζεται με φυσικούς και ημιφυσικούς τύπους ενδιαιτημάτων. Αντίθετα, η Δεκαοχτούρα και το Περιστέρι βρέθηκαν να ευνοούνται από το αστικό περιβάλλον και ήταν τα μόνα που εμφάνισαν θετική σχέση συνύπαρξης. Τα μοντέλα μέγιστης εντροπίας (Maxent) που αναπτύχθηκαν, προέβλεψαν με ακρίβεια τις βέλτιστες περιοχές του κάθε είδους στο Ν. Έβρου. Οι περισσότερες βέλτιστες περιοχές για το Τρυγόνι και τη Φάσσα εντοπίστηκαν στο κεντρικό τμήμα του νομού, σε περιοχές που συνδυάζουν φυσικούς και ημι-φυσικούς τύπους ενδιαιτημάτων. Αντίθετα, η πλειονότητα των βέλτιστων περιοχών της Δεκαοχτούρας και του Περιστεριού εντοπίστηκε περιμετρικά των οικισμών. Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του δικτύου προστατευόμενων περιοχών (Δ.Π.Π.) στην προστασία του Τρυγονιού έδειξε ότι οι μισές και πλέον βέλτιστες περιοχές για το είδος εντοπίζονται σε περιοχές εκτός προστασίας. Η διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν την αφθονία του Τρυγονιού βρέθηκε αναγκαία για τη λήψη αποτελεσματικότερων μέτρων διαχείρισης. Η αφθονία του είδους παρουσίαζε παρόμοιες αποκρίσεις στα διάφορα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος με αυτές της παρουσίας, αλλά δε συσχετιζόταν με το βαθμό καταλληλότητας των ενδιαιτημάτων. Τα περισσότερα άτομα Τρυγονιού βρέθηκε ότι συγκεντρώνονται στο κεντρικό κυρίως τμήμα του νομού σε περιοχές με χαμηλά υψόμετρα, που συνδυάζουν παραδοσιακές γεωργικές καλλιέργειες και θαμνότοπους. Η δομή του αναπαραγωγικού ενδιαιτήματος του Τρυγονιού παρουσίασε σημαντικές χρονικές μεταβολές. Η παρουσία του είδους βρέθηκε να σχετίζεται θετικά με τον αριθμό των δέντρων μεσαίας κλάσης διαμέτρου και το ποσοστό (%) συγκόμωσης του μεσωρόφου. Ο τελευταίος παράγοντας βρέθηκε να επηρεάζει θετικά και την πιθανότητα εποικισμού, ενώ αντίθετα ο αριθμός των ώριμων δέντρων βρέθηκε να συμβάλει στην εγκατάλειψη προηγούμενων κατεχόμενων θέσεων. Από τη διερεύνηση των μορφολογικών διαφορών στο μέγεθος και το σχήμα της φτερούγας 187 δειγμάτων Τρυγονιού (n = 75 ώριμα και n = 112 ανώριμα άτομα), βρέθηκε ότι η μορφολογία της φτερούγας των δύο κλάσεων ηλικίας διαμορφώνεται από διαφορετικές δυνάμεις επιλογής. Τα ανώριμα άτομα εμφάνιζαν πιο οξύληκτες και κοίλες φτερούγες σε σχέση με τα ώριμα άτομα, προσαρμογή που πιθανόν να τα διευκολύνει να αντεπεξέλθουν στο πρώτο τους ταξίδι προς τις περιοχές διαχείμασης, αλλά ταυτόχρονα τα καθιστά πιο ευάλωτα στη θήρευση. Τέλος, με βάση τα αποτελέσματα της διατριβής προτείνεται μια σειρά από μέτρα που πιθανόν να συμβάλουν στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των μελετώμενων ειδών και των ενδιαιτημάτων τους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Columbids have been the focus of attention in many recent studies, mainly due to the different population and conservation status that characterizes each species of the family. The aim of this thesis was to investigate the spatial ecology of four columbid species (Streptopelia turtur, S. decaocto, Columba palumbus και C. livia dom.) found in N.E. Greece, taking into consideration all those environmental factors that may be of significance. Emphasis was given to the Turtle Dove, due to its unfavorable conservation status. Species-specific habitat association modeling revealed that each species’ presence and distribution in Evros district is mainly driven by habitat, while interspecific interactions do not seem to have any influence. Presence of Turtle Doves and Wood Pigeons was associated with natural and semi-natural habitat types, whereas Collared Dove and Feral Pigeon presence was highly associated with urban environments. In addition, the latter two species were the only ones illust ...
Columbids have been the focus of attention in many recent studies, mainly due to the different population and conservation status that characterizes each species of the family. The aim of this thesis was to investigate the spatial ecology of four columbid species (Streptopelia turtur, S. decaocto, Columba palumbus και C. livia dom.) found in N.E. Greece, taking into consideration all those environmental factors that may be of significance. Emphasis was given to the Turtle Dove, due to its unfavorable conservation status. Species-specific habitat association modeling revealed that each species’ presence and distribution in Evros district is mainly driven by habitat, while interspecific interactions do not seem to have any influence. Presence of Turtle Doves and Wood Pigeons was associated with natural and semi-natural habitat types, whereas Collared Dove and Feral Pigeon presence was highly associated with urban environments. In addition, the latter two species were the only ones illustrating a positive co-occurrence relationship. Maximum entropy modeling was able to accurately predict areas of suitable habitat for each species. Most suitable areas for the Turtle Dove and Wood Pigeon were situated in the center-part of Evros district, in areas combining natural and semi-natural habitat types. On the contrary, suitable areas for the Collared Dove and Feral Pigeon were constrained within the vicinity of most human settlements in the area. However, when assessing the effectiveness of the Protected Area network we found that more than half of the Turtle Dove’s suitable areas were located outside their boundaries. Turtle Dove’s abundance was associated with areas of low altitudinal range, which combined non-intensive agricultural areas and shrublands. While most individuals were found to be concentrated at the central part of Evros district, areas of high abundance did not illustrate a strong correlation with the degree of habitat suitability. Vegetation structure of the species’ breeding habitat underwent significant temporal changes. Medium sized pine trees and dense canopy cover were positively associated with the species’ occurrence. Colonization probability was higher in areas with higher canopy cover, whereas extinction probability was positively associated with the number of mature trees. Investigation of wing shape morphology of 187 wings of adult (n = 75) and juvenile (n = 112) Turtle Doves showed significant differences between the two age classes. Juveniles had more pointed and less convex wings than adults. This adaption may facilitate first year migration in juveniles, while at the same time increasing vulnerability to predation risk. Based on the overall results of this thesis, several measures for the effective management and conservation of the studied species and their habitats are proposed.
περισσότερα