Περίληψη
Ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας αποτελεί μια κυτταροκίνη η οποία αποτελεί ισχυρό μεσολαβητή της αγγειογένεσης, ασκώντας μια σειρά από λειτουργίες στο αγγειακό ενδοθήλιο, όπως την επιβίωση, τον πολλαπλασιασμό, τη νεοαγγειογένεση. Ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας όχι μόνο διαθέτει πιθανή αγγειοδιασταλτική ικανότητα, αλλά επίσης αυξάνει τη διαπερατότητα των μεσοθηλιακών κυττάρων. Εκφράζεται από πολλά είδη καρκινικών κυττάρων, όπως του παγκρέατος, του στομάχου, του παχέος εντέρου, του πνεύμονα, του μαστού, του προστάτη. Οι υπεζωκοτικές συλλογές μπορούν να εμφανιστούν ως επιπλοκή πολλών διαφορετικών παθήσεων. Η διάγνωση των υπεζωκοτικών συλλογών αποτελεί ένα δύσκολο πρόβλημα στην καθημερινή κλινική πράξη. Οι συμβατικές μέθοδοι δεν είναι πάντα ικανές να καθορίσουν την αιτία των υπεζωκοτικών συλλογών. Μια ποικιλία βιοδεικτών έχουν κατά καιρούς προταθεί να διευκολύνουν στη διαφορική διάγνωση μιας υπεζωκοτικής συλλογής. Ο ρόλος του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού πα ...
Ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας αποτελεί μια κυτταροκίνη η οποία αποτελεί ισχυρό μεσολαβητή της αγγειογένεσης, ασκώντας μια σειρά από λειτουργίες στο αγγειακό ενδοθήλιο, όπως την επιβίωση, τον πολλαπλασιασμό, τη νεοαγγειογένεση. Ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας όχι μόνο διαθέτει πιθανή αγγειοδιασταλτική ικανότητα, αλλά επίσης αυξάνει τη διαπερατότητα των μεσοθηλιακών κυττάρων. Εκφράζεται από πολλά είδη καρκινικών κυττάρων, όπως του παγκρέατος, του στομάχου, του παχέος εντέρου, του πνεύμονα, του μαστού, του προστάτη. Οι υπεζωκοτικές συλλογές μπορούν να εμφανιστούν ως επιπλοκή πολλών διαφορετικών παθήσεων. Η διάγνωση των υπεζωκοτικών συλλογών αποτελεί ένα δύσκολο πρόβλημα στην καθημερινή κλινική πράξη. Οι συμβατικές μέθοδοι δεν είναι πάντα ικανές να καθορίσουν την αιτία των υπεζωκοτικών συλλογών. Μια ποικιλία βιοδεικτών έχουν κατά καιρούς προταθεί να διευκολύνουν στη διαφορική διάγνωση μιας υπεζωκοτικής συλλογής. Ο ρόλος του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα στο σχηματισμό κακοήθων υπεζωκοτικών συλλογών βρίσκεται υπό έρευνα. Υψηλά επίπεδα αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα έχουν παρατηρηθεί σε υπεζωκοτικές συλλογές τόσο καλόηθους όσο και κακοήθους αιτιολογίας, αλλά υψηλότερα επίπεδα έχουν παρατηρηθεί κυρίως σε συλλογές κακοήθους προέλευσης. Στόχος της παρούσας διατριβής ήταν ο υπολογισμός των επιπέδων του αγγειακού ενδοθηλιακού παράγοντα στο πλευριτικό υγρό και τον ορό ασθενών με λεμφοκυτταρικές υπεζωκοτικές συλλογές, οι οποίες θεωρήθηκαν άγνωστης προέλευσης μετά την πρώτη διαγνωστική προσέγγιση του ασθενή και η σύγκριση των τιμών που προέκυψαν με την τελική έκβαση των ασθενών. Στη μελέτη συμμετείχαν 71 ασθενείς με εξιδρωματικές λεμφοκυτταρικές υπεζωκοτικές συλλογές. Η παρούσα διατριβή απέδειξε ότι ανάμεσα σε αυτή την ομάδα ασθενών οι οποίοι εμφάνιζαν αδιάγνωστες υπεζωκοτικές συλλογές κατά την πρώτη διαγνωστική προσέγγιση όσοι εμφάνιζαν υψηλές τιμές αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα ανέπτυξαν κατά τη διάρκεια της μελέτης κάποιας μορφής κακοήθειας˙ σε αντίθεση η ομάδα των ασθενών οι οποίοι κατά την πρώτη διαγνωστική παρακέντηση εμφάνιζαν χαμηλές τιμές στη διάρκεια της δίχρονης μελέτης είχαν καλοήθη έκβαση. Δηλαδή ανέπτυξαν κάποιας μορφή καλοήθους πάθησης στην οποία αποδόθηκε η υπεζωκοτική συλλογή ή η υπεζωκοτική συλλογή απέδραμε και οι ασθενείς δεν ανέπτυξαν κάποιου είδους κακοήθειας. Δεύτερον, δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά των τιμών του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα του πλευριτικού υγρού ανάμεσα στους ασθενείς που στη διάρκεια της μελέτης ανέπτυξαν καρκίνο του πνεύμονα, σε αυτούς που ανέπτυξαν μεσοθηλίωμα ή άλλης μορφής κακοήθειας. Τρίτον, αποδείχτηκε ότι ανάμεσα στις άλλες μεταβλητές του πλευριτικού υγρού (πρωτεῒνες, LDH, γλυκόζη) που συγκρίθηκαν με την τελική έκβαση των ασθενών μόνο ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας σχετιζόταν ισχυρά με την ύπαρξη κακοήθειας. Τέλος, όσον αφορά τον ορό των ασθενών δεν αποδείχτηκε στατιστικά σημαντική διαφορά των τιμών του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα ανάμεσα στις δύο ομάδες των ασθενών Με τη μελέτη μας επιβεβαιώνεται ότι ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας έχει ισχυρές αγγειογενετικές, μιτογόνες ιδιότητες, ενώ παίζει ίσως τον πιο σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό υπεζωκοτικών συλλογών μη φλεγμονώδους αιτιολογίας που οφείλονται σε αυξημένη διαπερατότητα των μεμβρανών του υπεζωκότα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Vascular endothelial growth factor (VEGF) may play a role in pleural fluid formation, as it represents a potent inducer of capillary permeability. We aimed to investigate the diagnostic utility of VEGF levels in pleural fluid and serum in patients with pleural effusions with initially negative diagnostic work up. Methods: Seventy-one patients with exudative lymphocytic pleural effusions undiagnosed after initial diagnostic work up were enrolled in this prospective study and their clinical course was followed up to 24 months. VEGF levels were measured in serum and pleural fluid by using immunoenzymometric assay. Results: During the follow up period, in 43 patients the pleural effusion was eventually attributed to malignancy while in the rest 28 patients it was due to non-malignant causes (benign and unknown origin). Patients with malignancy had significantly higher VEGF levels in pleural fluid compared to patients with non-malignant effusions (1,506 vs. 588 pg/dL, P=0.0001), while no st ...
Vascular endothelial growth factor (VEGF) may play a role in pleural fluid formation, as it represents a potent inducer of capillary permeability. We aimed to investigate the diagnostic utility of VEGF levels in pleural fluid and serum in patients with pleural effusions with initially negative diagnostic work up. Methods: Seventy-one patients with exudative lymphocytic pleural effusions undiagnosed after initial diagnostic work up were enrolled in this prospective study and their clinical course was followed up to 24 months. VEGF levels were measured in serum and pleural fluid by using immunoenzymometric assay. Results: During the follow up period, in 43 patients the pleural effusion was eventually attributed to malignancy while in the rest 28 patients it was due to non-malignant causes (benign and unknown origin). Patients with malignancy had significantly higher VEGF levels in pleural fluid compared to patients with non-malignant effusions (1,506 vs. 588 pg/dL, P=0.0001), while no statistically significant difference was found in the VEGF serum levels between the two groups. Conclusions: Pleural VEGF levels may be helpful in identifying malignant pleural effusion (MPE) in patients with negative diagnostic work up at the initial assessment and help in selecting patients for more invasive procedures.
περισσότερα