Περίληψη
Η μελέτη περιλαμβάνει 31 ασθενείς με Κυστική Ινώδη Νόσο (KIN) και 28 μάρτυρες. Οι ασθενείς (ομάδα Α) είχαν ηλικία 2 έως 22 ετών (μέση ηλικία 12,1±5,2 έτη, διάμεση ηλικία 12 έτη). Από τους ασθενείς 16 ήσαν κορίτσια και 15 αγόρια. Οι μάρτυρες (ομάδα Β) είχαν ηλικία 2 έως 22 ετών (μέση ηλικία 10,6±4,3 έτη, διάμεση ηλικία 10 έτη). Από τους μάρτυρες 14 ήσαν κορίτσια και 14 αγόρια. Οι ασθενείς χωρίσθηκαν στις υποομάδες Α₁ και Α₂ ανάλογα με τη βαρύτητα της πνευμονοπάθειάς τους. Στην υποομάδα Α₁ περιλήφθησαν 16 ασθενείς, ηλικίας 5 έως 22 ετών (μέση ηλικία 13±4,9 έτη, διάμεση ηλικία 12 έτη), με επηρεασμένη πνευμονική λειτουργία. Στην υποομάδα Α₂ περιλήφθησαν 15 ασθενείς, ηλικίας 2 έως 22 ετών (μέση ηλικία 11,2±5,5 έτη, διάμεση ηλικία 11 έτη), με καλή πνευμονική λειτουργία. Δεν υπήρχε διαφορά ως προς την ηλικία και το φύλο του συνόλου των ασθενών και των μαρτύρων, καθώς και μεταξύ των ομάδων Α₁, Α₂ και Β. Οι ασθενείς της υποομάδας Α₁ παρουσίαζαν σημαντικές διαφορές από τους ασθενείς της υποομάδα ...
Η μελέτη περιλαμβάνει 31 ασθενείς με Κυστική Ινώδη Νόσο (KIN) και 28 μάρτυρες. Οι ασθενείς (ομάδα Α) είχαν ηλικία 2 έως 22 ετών (μέση ηλικία 12,1±5,2 έτη, διάμεση ηλικία 12 έτη). Από τους ασθενείς 16 ήσαν κορίτσια και 15 αγόρια. Οι μάρτυρες (ομάδα Β) είχαν ηλικία 2 έως 22 ετών (μέση ηλικία 10,6±4,3 έτη, διάμεση ηλικία 10 έτη). Από τους μάρτυρες 14 ήσαν κορίτσια και 14 αγόρια. Οι ασθενείς χωρίσθηκαν στις υποομάδες Α₁ και Α₂ ανάλογα με τη βαρύτητα της πνευμονοπάθειάς τους. Στην υποομάδα Α₁ περιλήφθησαν 16 ασθενείς, ηλικίας 5 έως 22 ετών (μέση ηλικία 13±4,9 έτη, διάμεση ηλικία 12 έτη), με επηρεασμένη πνευμονική λειτουργία. Στην υποομάδα Α₂ περιλήφθησαν 15 ασθενείς, ηλικίας 2 έως 22 ετών (μέση ηλικία 11,2±5,5 έτη, διάμεση ηλικία 11 έτη), με καλή πνευμονική λειτουργία. Δεν υπήρχε διαφορά ως προς την ηλικία και το φύλο του συνόλου των ασθενών και των μαρτύρων, καθώς και μεταξύ των ομάδων Α₁, Α₂ και Β. Οι ασθενείς της υποομάδας Α₁ παρουσίαζαν σημαντικές διαφορές από τους ασθενείς της υποομάδας Α₂ ως προς τη βαθμολογία κατά Shwachman (υποομάδα Α₁: 53,8±9,5, υποομάδα Α₂: 87,4±4,6, p<0,0001), τα αποτελέσματα του σπιρομετρικού ελέγχου (FVC: 41,3±12% στην υποομάδα Α₁, 90±8,7 στην υποομάδα Α₂, p<0,0001 και FEV₁: 41,6±14,4% στην υποομάδα Α₁, 96,6±11,7% στην υποομάδα Α₂, p<0,0001) και τα αέρια αίματος (ΡO₂: 66,2±13,3 mmHg στην υποομάδα Α₁, 95,9±4,8 στην υποομάδα Α₂, p<0,0001 και PCO₂: 42,2±10,1 mmHg στην υποομάδα Α,, 35,6±3,7 mmHg στην υποομάδα Α₂, p<0.05). Σε όσους μετείχαν στη μελέτη προσδιορίστηκαν η ενδοθηλίνη-1 (ΕΤ-1) στο πλάσμα (με RIA), το κολπικό νατριουρητικό πεπτίδιο (ΚΝΠ) και η ρενίνη του πλάσματος, η αλδοστερόνη του ορού και οι ηλεκτρολύτες του ορού και των ούρων. Από τα αποτελέσματα της μελέτης προέκυψε ότι: 1) Η στάθμη της ET-1 στο πλάσμα των ασθενών (13 έως 8,4 pg\ml, μέση τιμή 3,03±1,4 pg\ml) δεν διέφερε σημαντικά από αυτή των μαρτύρων (1,5 έως 3,5 pg\ml, μέση τιμή 2,48±0,63 pg\ml, p>0,05). Η στάθμη της ET-1 στο πλάσμα των ασθενών της υποομάδας Α₁ (2,5 έως 8,4 pg\ml, μέση τιμή 3,78±1,54pg\ml) ήταν σημαντικά υψηλότερη αυτής των ασθενών της υποομάδας Α₂ (1,3 έως 3,8 pg\ml, μέση τιμή 2,2±0,7 pg\ml, p<0,001) καθώς και εκείνης των μαρτύρων (p>0.05). 2) Η στάθμη του ΚΝΠ στο πλάσμα μεταξύ των ασθενών (17,8 έως 166,2 pg\ml, μέση τιμή 37,8±29,2 pg\ml) και των μαρτύρων (16,7 έως 42 pg\ml, μέση τιμή 26,9±7,1 pg\ml) δεν διέφερε (p>0.05), διέφερε όμως η στάθμη του μεταξύ των ασθενών των δύο υποομάδων (υποομάδα Α₁: 22,8-166,2 pg\ml, μέση τιμή 49,2±36,5 pg\ml, υποομάδα Α₂: 17,8-34,9 pg\ml, μέση τιμή 24,9±4,9 pg\ml, p<0,001) καθώς και μεταξύ των ασθενών της υποομάδας Α₁ και των μαρτύρων (p<0,005). 3) Η στάθμη της αλδοστερόνης στον ορό των ασθενών (32,1 έως 1849 pg\ml, μέση τιμή 353,5±402,2 pg\ml) ήταν υψηλότερη απ΄αυτή των μαρτύρων (58 έως 430 pg\ml, μέση τιμή 147,7±107,8 pg\ml, p<0,05). Διέφερε επίσης η στάθμη της αλδοστερόνης στον ορό των ασθενών της υποομάδας Α₁ (103 έως 1159 pg\ml, μέση τιμή 434,8±332,1 pg\ml) από αυτή των ασθενών της υποομάδας Α₂ (32,1 έως 1849 pg\ml, μέση τιμή 266,8±461 pg\ml, p<0,01) καθώς και από εκείνη των μαρτύρων (p<0,001). Δεν διέφερε η στάθμη της αλδοστερόνης μεταξύ των ασθενών της υποομάδας Α₂ και των μαρτύρων (p>0,05). 4) Η στάθμη της ρενίνης στο πλάσμα των ασθενών (16 έως 399 μU\ml, μέση τιμή 128,7±92,3 μU\ml) ήταν υψηλότερη αυτής των μαρτύρων (18 έως 144 μU\ml, μέση τιμή 66,4+42 μU\ml, p<0,05). Δεν υπήρχε σημαντική διαφορά της στάθμης της ρενίνης μεταξύ των ασθενών των υποομάδων Α₁ (16 έως 399 μU\ml, μέση τιμή 127,9±101,9 μU\ml) και Α₂ (18 έως 276 μU\ml, μέση τιμή 129,7±83,8, p>0,05), καθώς και μεταξύ των ασθενών της υποομάδας Α₁ και των μαρτύρων (p=0,07), ενώ διέφερε n στάθμη της μεταξύ των ασθενών της υποομάδας Α₂ και των μαρτύρων (p<0,05). 5) Βρέθηκε θετική συσχέτιση της στάθμης της ET-1 στο πλάσμα με τη στάθμη του ΚΝΠ, της αλδοστερόνης, το βαθμό της πληκτροδακτυλίας και την PCO₂ του αρτηριακού αίματος, και αρνητική συσχέτιση με την ΡO₂ του αρτηριακού αίματος, τη βίαιη ζωτική χωρητικότητα (FVC), τον βιαίως εκπνεόμενο όγκο αέρα σε 1 δευτερόλεπτο (FEV₁), τη βαθμολόγηση κατά Shwachman και τη βαθμολόγηση της ακτινογραφίας θώρακα κατά Brasfield. Δεν διαπιστώθηκε συσχέτιση της ET-1 με την ηλικία των ασθενών. Από τη μελέτη αυτή συμπεραίνεται ότι η στάθμη της ET-1 είναι αυξημένη σε ασθενείς με KIN που έχουν επιβαρημένη πνευμονική λειτουργία και ο βαθμός αύξησης της είναι ανάλογος της βαρύτητας της νόσου. Ενδεχομένως η αυξημένη ET-1 υπεισέρχεται στην παθοφυσιολογία της νόσου.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Thirty one patients with Cystic Fibrosis (CF) and 28 controls were studied. Sixteen of the patients were girls and 15 boys aged 2-22 years (mean 12.1±5.2 yrs, median 12 yrs). Fourteen of the controls were girls and 14 were boys aged 2-22 yrs (mean 10.6±4.3 yrs, median 10 yrs). The patients (group A) were divided into subgroups A₁ and A₂ according to the severity of their pulmonary disease. Subgroup A₁ included 16 patients aged 5-22 yrs (mean 13.0±4.9 yrs, median 12 yrs) with impaired lung function. Sybgroup A₂ consisted of 15 patients aged 2-22 yrs (mean 11.2±5.5 yrs, median 11 yrs) with good lung function. There was no age or sex difference between the controls (group B) and the patients, as well as between groups A₁, A₂ and B. Patients in subgroups A₁ and A₂ had differences in Shwachman scoring (subgroup A₁: 53.8±9.5, subgroup A₂: 87.4±4.6, p<0.0001), spirometric values (FVC: 41.3±12% in subgroup A₁, 90.0±8.7% in subgroup A₂, p<0.0001) and FEV₁: 41.6±14.4% in subgroup A₁, 96.ó±11.7% ...
Thirty one patients with Cystic Fibrosis (CF) and 28 controls were studied. Sixteen of the patients were girls and 15 boys aged 2-22 years (mean 12.1±5.2 yrs, median 12 yrs). Fourteen of the controls were girls and 14 were boys aged 2-22 yrs (mean 10.6±4.3 yrs, median 10 yrs). The patients (group A) were divided into subgroups A₁ and A₂ according to the severity of their pulmonary disease. Subgroup A₁ included 16 patients aged 5-22 yrs (mean 13.0±4.9 yrs, median 12 yrs) with impaired lung function. Sybgroup A₂ consisted of 15 patients aged 2-22 yrs (mean 11.2±5.5 yrs, median 11 yrs) with good lung function. There was no age or sex difference between the controls (group B) and the patients, as well as between groups A₁, A₂ and B. Patients in subgroups A₁ and A₂ had differences in Shwachman scoring (subgroup A₁: 53.8±9.5, subgroup A₂: 87.4±4.6, p<0.0001), spirometric values (FVC: 41.3±12% in subgroup A₁, 90.0±8.7% in subgroup A₂, p<0.0001) and FEV₁: 41.6±14.4% in subgroup A₁, 96.ó±11.7% in subgroup A₂, p<0.0001) and arterial blood gas values (PO₂: 66.2±13.3 mmHg in subgroup A₁, 95.9±4.8 mmHg in subgroup A₂, p<0.0001 and PCO₂: 42.2±10.1 mmHg in subgroup A₁, 35.6±3.7 mmHg in subgroup A₂, p<0.05). Plasma level of Endothelin-1 (ET-1) were estimated in all the study subjects by radio-immunoassay (RIA). Plasma Atrial Natriuretic Peptide (ANP) and renin activity were measured too, as well as serum aldosterone and serum and urine electrolytes. The results were as following: 1) Plasma ET-1 level in CF patients (1.3-8.4 pg\ml, mean 3.03±1.4 pg\ml) was not significantly different from that of the controls (1.5-3.5 pg\ml, mean 2.48±0.63, p>0.05). However the plasma levels in subgroup A₁ (2.5-8.4 pg\ml, mean 3.78±1.54 pg\ml) were significantly higher than the levels in subgroup A₂ (1.3-3.8 pg\ml mean 2.2±0.7 pg\ml, p<0.001) and group B (p<0.001). Plasma ET-l levels in subgroup A2 and group Β were not significantly different. 2) Plasma ANP level in CF patients (17.8-166.2 pg\ml, mean 37.8±29.2 pg\ml) was not significantly different from that in controls (16.7-42.0 pg\ml, mean 26.9±7.1 pg\ml, p>0.05). However subgroup A₁ had significantly higher plasma levels (22.8-166.2 pg\ml mean 49.2±36.5 pg\ml) than subgroup A₂ (17.8-34.9 pg\ml, mean 24.9±4.9 pg\ml p<0.001) and Group B (p<0.005). 3) Serum aldosterone in CF patients (32.1-1849 pg\ml, mean 353.5±402.2 pg\ml) was significantly different from that in controls (58-430 pg\ml, mean 147.7±107.8 pg\ml, p<0.05). Subgroup A₁ levels (103-1159 pg\ml, mean 434.8±332.1 pg\ml) were also significantly different from controls (p<0.001) as well as from subgroup A₂ levels (32.1-1849 pg\ml, mean 266.8±461.3 pg\ml p<0.01). There was no significant difference in aldosterone levels between subgroup A2 patients and controls (p>0.05). 4) Plasma renin activity in CF patients (16-399 μU\ml, mean 128.7±92.3 μU\ml) was significantly different from that in controls (18-144 μU\ml, mean 66.4±42 μU\ml, p<0.05). Plasma renin activity in subgroup A₁ (16-399 μU\ml, mean 127.9±101.9 μU\ml) was not significantly different from values in subgroup A2 (18-276 μU\ml, mean 129.7±83.8 μU\ml p>0.05) and Group Β (p=0.07), while it was different between subgroup A2 and group Β (p<0.05). 5) Plasma ET-1 level correlated positively with plasma ANP level, serum aldosterone and arterial blood PCO₂ and negatively with arterial blood PO₂, FVC, FEV₁, Shwachman score and Brasfield chest radiograph score. There was no correlation of plasma ET-1 level with patients age. It is concluded that plasma ET-1 level is increased in CF patients with impaired pulmonary function and is related to deterioration of the disease. One might speculate that its raised level is implicated in the pathophysiology of the disease.
περισσότερα