Περίληψη
Η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στην αξιολόγηση παιδιατρικών διαταραχών σίτισης και κατάποσης (ΠΔΣΚ) μέσω ερωτηματολογίων που βασίζονται σε αναφορές γονέων και κηδεμόνων. Ο σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνήσει την εγκυρότητα, την αξιοπιστία και την πολιτισμική καταλληλότητα αυτών των εργαλείων στον ελληνοκυπριακό πληθυσμό. Η προσαρμογή των ερωτηματολογίων πραγματοποιήθηκε βάσει διεθνών προτύπων και η συλλογή δεδομένων από ποικίλα γεωγραφικά και κοινωνικοδημογραφικά δείγματα ενίσχυσε την αντιπροσωπευτικότητα των αποτελεσμάτων. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν υψηλά επίπεδα εσωτερικής συνέπειας και αξιοπιστίας επαναληπτικής μέτρησης, επιβεβαιώνοντας τη δομική και εννοιολογική εγκυρότητα των μεταφρασμένων εκδόσεων. Ωστόσο, αναγνωρίστηκαν ορισμένες μεθοδολογικές αδυναμίες, κυρίως σε σχέση με την απουσία εξωτερικών κριτηρίων εγκυρότητας και την αποκλειστική χρήση αυτοαναφορικών δεδομένων. Η εξάρτηση από τις γονεϊκές αναφορές μπορεί να επηρεάζεται από υποκειμενικούς παράγοντες, ενώ η απουσία άμ ...
Η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στην αξιολόγηση παιδιατρικών διαταραχών σίτισης και κατάποσης (ΠΔΣΚ) μέσω ερωτηματολογίων που βασίζονται σε αναφορές γονέων και κηδεμόνων. Ο σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνήσει την εγκυρότητα, την αξιοπιστία και την πολιτισμική καταλληλότητα αυτών των εργαλείων στον ελληνοκυπριακό πληθυσμό. Η προσαρμογή των ερωτηματολογίων πραγματοποιήθηκε βάσει διεθνών προτύπων και η συλλογή δεδομένων από ποικίλα γεωγραφικά και κοινωνικοδημογραφικά δείγματα ενίσχυσε την αντιπροσωπευτικότητα των αποτελεσμάτων. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν υψηλά επίπεδα εσωτερικής συνέπειας και αξιοπιστίας επαναληπτικής μέτρησης, επιβεβαιώνοντας τη δομική και εννοιολογική εγκυρότητα των μεταφρασμένων εκδόσεων. Ωστόσο, αναγνωρίστηκαν ορισμένες μεθοδολογικές αδυναμίες, κυρίως σε σχέση με την απουσία εξωτερικών κριτηρίων εγκυρότητας και την αποκλειστική χρήση αυτοαναφορικών δεδομένων. Η εξάρτηση από τις γονεϊκές αναφορές μπορεί να επηρεάζεται από υποκειμενικούς παράγοντες, ενώ η απουσία άμεσης παρατήρησης περιορίζει τη διασταύρωση των πληροφοριών. Επιπλέον, η έρευνα βασίστηκε κυρίως σε ποσοτικά δεδομένα, χωρίς ποιοτική διερεύνηση που θα μπορούσε να αποδώσει βαθύτερη κατανόηση των εμπειριών των γονέων. Ο διατομικός σχεδιασμός δεν επιτρέπει εξαγωγή αιτιολογικών συμπερασμάτων ή κατανόηση της εξέλιξης των συμπεριφορών στον χρόνο. Σε επίπεδο δειγματοληψίας, το δείγμα περιλάμβανε αποκλειστικά ελληνόφωνους γονείς από την Κύπρο, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα γενίκευσης των αποτελεσμάτων σε άλλους πολιτισμικούς πληθυσμούς. Η πιθανή υποαντιπροσώπευση γονέων με περιορισμένη διαθεσιμότητα ή παιδιών με σοβαρές παθήσεις ενδέχεται επίσης να έχει επηρεάσει τα αποτελέσματα. Επιπλέον, η απουσία καθολικά αποδεκτών «χρυσών προτύπων» αξιολόγησης για τις διαταραχές σίτισης δυσχεραίνει τη σύγκριση και την εξωτερική εγκυρότητα των εργαλείων. Τέλος, καταγράφηκαν ηθικοί περιορισμοί, καθώς η συμπλήρωση ερωτηματολογίων σχετικών με το άγχος ενδέχεται να προκάλεσε συναισθηματική επιβάρυνση στους συμμετέχοντες. Σε ερευνητικό επίπεδο, η μελέτη συμβάλλει σημαντικά στη σταθμισμένη και πολιτισμικά προσαρμοσμένη αξιολόγηση των ΠΔΣΚ στον παιδιατρικό πληθυσμό της Κύπρου, προωθώντας τη χρήση εργαλείων όπως το DT-P και διεθνώς αναγνωρισμένα ερωτηματολόγια (MCH-FS, CEBI, MBQ, AYCE, FSIS, BAMBI, PASSFP). Η ελληνική εκδοχή του DT-P απέδειξε τη χρησιμότητά της στην αναγνώριση διαφορών μεταξύ γονέων παιδιών με και χωρίς διαταραχές σίτισης, επιβεβαιώνοντας τη διαγνωστική και ψυχολογική της αξία. Τα ευρήματα υποδεικνύουν επίσης τη σημασία των κοινωνικοπολιτισμικών παραγόντων, καθώς οι Ελληνοκύπριοι γονείς εμφάνισαν χαμηλότερα επίπεδα άγχους σε ορισμένους τομείς, πιθανώς λόγω ισχυρότερων δικτύων υποστήριξης. Συνολικά, η διατριβή αναδεικνύει τη σημασία της ενσωμάτωσης της γονεϊκής οπτικής και των πολιτισμικών παραμέτρων στην αξιολόγηση και παρέμβαση για τις ΠΔΣΚ. Η ανάπτυξη και εφαρμογή αξιόπιστων, σταθμισμένων εργαλείων, σε συνδυασμό με ποιοτικές προσεγγίσεις, δύναται να ενισχύσει την κλινική φροντίδα, την ψυχολογική υποστήριξη και την ποιότητα ζωής παιδιών και οικογενειών, θέτοντας τις βάσεις για μελλοντική ερευνητική εξέλιξη στον κυπριακό παιδιατρικό πληθυσμό.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present dissertation focuses on the assessment of Pediatric Feeding and Swallowing Disorders (PFSD) through parent- and caregiver-reported questionnaires. The study aimed to examine the validity, reliability, and cultural appropriateness of these tools within the Greek-Cypriot population. The adaptation of the questionnaires followed international standards, and data collection from diverse geographical and sociodemographic samples enhanced the representativeness of the findings. The results demonstrated high levels of internal consistency and test–retest reliability, confirming the structural and conceptual validity of the translated versions.However, certain methodological limitations were identified, primarily related to the absence of external validity criteria and the exclusive reliance on self-reported data. Subjective perceptions may have influenced parental responses, while the lack of direct observation limited the cross-verification of information. Furthermore, the resear ...
The present dissertation focuses on the assessment of Pediatric Feeding and Swallowing Disorders (PFSD) through parent- and caregiver-reported questionnaires. The study aimed to examine the validity, reliability, and cultural appropriateness of these tools within the Greek-Cypriot population. The adaptation of the questionnaires followed international standards, and data collection from diverse geographical and sociodemographic samples enhanced the representativeness of the findings. The results demonstrated high levels of internal consistency and test–retest reliability, confirming the structural and conceptual validity of the translated versions.However, certain methodological limitations were identified, primarily related to the absence of external validity criteria and the exclusive reliance on self-reported data. Subjective perceptions may have influenced parental responses, while the lack of direct observation limited the cross-verification of information. Furthermore, the research relied mainly on quantitative data, without a qualitative investigation that could have provided a deeper understanding of parental experiences. The cross-sectional design also restricted the ability to draw causal inferences or to examine the longitudinal evolution of feeding behaviors. At the sampling level, the study included only Greek-speaking parents from Cyprus, which limits the generalizability of the findings to other cultural populations. The potential underrepresentation of parents with limited availability or of children with severe medical conditions may also have affected the results. In addition, the absence of universally accepted “gold standard” assessment tools for feeding disorders hinders external validity and comparability. Ethical considerations were also noted, as completing anxiety-related questionnaires may have caused emotional burden to some participants. At the research level, this study makes a significant contribution to the standardized and culturally adapted assessment of PFSD in the pediatric population of Cyprus, promoting the use of validated tools such as the DT-P and internationally recognized questionnaires (MCH-FS, CEBI, MBQ, AYCE, FSIS, BAMBI, PASSFP). The Greek version of the DT-P proved its usefulness in identifying differences between parents of children with and without feeding disorders, confirming its diagnostic and psychological value. The findings also highlight the role of sociocultural factors, as Greek-Cypriot parents exhibited lower anxiety levels in certain domains, possibly reflecting stronger family and community support networks. Overall, the dissertation underscores the importance of integrating parental perspectives and cultural parameters into the assessment and intervention of PFSD. The development and implementation of reliable, standardized, and culturally appropriate instruments—combined with qualitative approaches—can enhance clinical care, psychological support, and the quality of life of children and their families, while providing a foundation for future research development within the Cypriot pediatric population.
περισσότερα