Περίληψη
Η παρούσα έρευνα ξεκινά με ερευνητικό πυρήνα τη γνώση, αναδρομεί στη φιλοσοφία και την επιστήμη και συγκροτεί μια συνενωτική διεπιστημονική θεώρηση της γνωσιακής επιστημολογίας. Οι μελετητές την ορίζουν πρωτίστως, ώστε να την προσεγγίσουν εκτενέστερα και να οδηγηθούν στους τρόπους διαχείρισης αυτής μέσα από οργανωσιακούς θεσμούς και πλαίσια. Μέσα στην βιβλιογραφία εντοπίζονται ποικίλες εννοιολογικές οριοθετήσεις όσον αφορά στην προσέγγιση του ορισμού της Διαχείρισης Γνώσης. Καταρχάς, η γνώση από μόνη της παραμένει μια πολύπλοκη έννοια που περισσότεροι, από έναν επιστημονικό κλάδο, εντρυφούν ώστε να κατανοήσουν την εξελικτική της πορεία. Εντοπίζονται οι πρώτες διακρίσεις της σε ρητή και άρρητη, εκείνη δηλαδή που μπορούμε να κωδικοποιήσουμε με σαφήνεια κι ευκόλως να μεταφέρουμε, κι εκείνη που εδράζει στο υποσυνείδητο, δρα εμπειρικά κι είναι πολύπλοκο να μεταδοθεί με τυπικούς δίαυλους, αντίστοιχα. Η Βιομηχανική, όμως, Επανάσταση, έρχεται για να αλλάξει τον χαρακτήρα και την υπόσταση της γ ...
Η παρούσα έρευνα ξεκινά με ερευνητικό πυρήνα τη γνώση, αναδρομεί στη φιλοσοφία και την επιστήμη και συγκροτεί μια συνενωτική διεπιστημονική θεώρηση της γνωσιακής επιστημολογίας. Οι μελετητές την ορίζουν πρωτίστως, ώστε να την προσεγγίσουν εκτενέστερα και να οδηγηθούν στους τρόπους διαχείρισης αυτής μέσα από οργανωσιακούς θεσμούς και πλαίσια. Μέσα στην βιβλιογραφία εντοπίζονται ποικίλες εννοιολογικές οριοθετήσεις όσον αφορά στην προσέγγιση του ορισμού της Διαχείρισης Γνώσης. Καταρχάς, η γνώση από μόνη της παραμένει μια πολύπλοκη έννοια που περισσότεροι, από έναν επιστημονικό κλάδο, εντρυφούν ώστε να κατανοήσουν την εξελικτική της πορεία. Εντοπίζονται οι πρώτες διακρίσεις της σε ρητή και άρρητη, εκείνη δηλαδή που μπορούμε να κωδικοποιήσουμε με σαφήνεια κι ευκόλως να μεταφέρουμε, κι εκείνη που εδράζει στο υποσυνείδητο, δρα εμπειρικά κι είναι πολύπλοκο να μεταδοθεί με τυπικούς δίαυλους, αντίστοιχα. Η Βιομηχανική, όμως, Επανάσταση, έρχεται για να αλλάξει τον χαρακτήρα και την υπόσταση της γνώσης, δημιουργώντας την ανάγκη για εξέταση της οντολογικής της διάστασης και σε συλλογικό επίπεδο με τη μορφή της οργανωσιακής πλέον λειτουργίας της. Ο τρόπος, δηλαδή, που κινείται μέσα σε μια ομάδα ή έναν οργανισμό, τόσο προς όφελος του τελευταίου όσο και των ατόμων που συμμετέχουν σε αυτόν, συγκέντρωσε το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών. Η έμφυτη περιέργεια του παραλήπτη να εμπλουτίσει τις γνώσεις του μέσα σε ένα σύνολο, αλλά και τα κίνητρα και η μεταδοτικότητα του αποστολέα, σταδιοδρομούν τη μεταφορά γνώσης. Εστιάσαμε, λοιπόν, σε αυτή κι έπειτα μελετήσαμε και αναλύσαμε τα κυριότερα μοντέλα της. Το Μοντέλο SECI των Nonaka και Takeuchi (1995) ήταν εκείνο που μας απασχόλησε περισσότερο, καθώς θεωρείται το πλέον αναγνωρισμένο και το βασικότερο όλων. Απεικονίζει την κίνηση και τη μεταφορά της γνώσης μέσα από ένα τετραστάδιο μοντέλο, η πορεία του είναι ανοδική και σπειροειδής με τον κύκλο των τεσσάρων αυτών σταδίων να συνεχίζει την κίνησή του, να ενισχύει, να προεκτείνει και εξελίσσει την ροή δημιουργίας γνώσης, εμπλουτίζοντας σε κάθε ένα στάδιο τόσο την άρρητη γνώση όσο και την ρητή γνώση. Οδηγηθήκαμε στην συνέχεια, στις θεωρητικές προσεγγίσεις της μάθησης, ένα πολυσύνθετο, πνευματικό και βιολογικό αντικείμενο έρευνας ψυχολόγων, εκπαιδευτικών και στελεχών οργανισμού που αποτελεί, κατά βάση, μια συμπεριφορική αλλαγή των ανθρώπων, ως αποτέλεσμα μιας νέας εμπειρίας. Οι γνωστικές θεωρίες περιλαμβάνουν τις μορφολογικές απόψεις ψυχολόγων για τη μάθηση με δύο βασικές υποθέσεις να δεσπόζουν στις προσεγγίσεις τους, πρώτον πως το μνημονικό σύστημα είναι μια οργανωμένη επεξεργασία της πληροφορίας και δεύτερον πως οι προηγούμενες γνώσεις διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στη μάθηση. Μελετούν πέρα από τη συμπεριφορά για να διερευνήσουν την ανθρώπινη μνήμη μέχρι να παραχθεί η μάθηση. Έπειτα, οι κοινωνικό-πολιτισμικές θεωρίες που υποστηρίζουν πως αυτό που πρότερα ήταν και ανήκε σε άλλους, τώρα για ένα άτομο ανήκει στον εαυτό του. Κι αυτό εξαιτίας της εσωτερικότητας που διέπει την κοινωνική λειτουργία, μέσα από την οποία διυλίζεται αυτό το τελικό ανώτερο νοητικό αποτέλεσμα. Η τελική εσωτερίκευση απορρέει από τον γενετικό σύνδεσμο εκείνων με τις ηπιότερες πολιτισμικές συμπεριφορές κι όχι των πολιτιστικά ωριμότερων. Τις θεωρίες ολοκληρώνουμε με τις ανθρωπολογικές, οι οποίες είναι εφαρμοσμένες στη μάθηση εστιάζουν σε συναισθηματικές αλλά και γνωστικές διαδικασίες των ανθρώπων. Κατόπιν, ασχοληθήκαμε με τους Οργανισμούς Μάθησης και τα χαρακτηριστικά αυτών, και καταλήξαμε στις ταξινομίες των διδακτικών στόχων. Η παρούσα έρευνα ασχολείται με την Ταξινομία του Bloom, ως μία από τις πιο αποδεκτές στον εκπαιδευτικό χώρο, που εργάζεται εκτενώς πάνω στη φύση της σκέψης ταξινομώντας τους εκπαιδευτικούς στόχους μέσω μιας μεθόδου ιεράρχησης των συμπεριφορών σκέψης ως εναρκτήριος δύναμη. Μέσα από αυτό μελετούμε τις διαστάσεις της Γνώσης, της Γνωστικής Διαδικασίας, καθώς και τις αλυσιδωτές σχέσεις της διδασκαλίας, της μάθησης, τον προσδιορισμό των εκπαιδευτικών στόχων και τέλος, της σκέψης. Οι εκπαιδευτικοί της ανθρωπότητας εστίαζαν πάντα στο ερώτημα περί τρόπου βελτίωσης της ανθρώπινης σκέψης και ιεράρχησης των συμπεριφορών της. Η Ταξινομία του Bloom αναπλαισίωσε τους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ εξεταστών και καθηγητών, καθώς, οι παιδαγωγοί καταλήγουν σε διακρίσεις που οι ψυχολόγοι θα απέφευγαν. Μελετούμε τη χρήση των νέων τεχνολογιών κυρίως στην Ανώτατη Εκπαίδευση τόσο σε περιβάλλον metaverse όσο και σε περιβάλλον ανεστραμμένης αίθουσας (flipped classroom) και τον τρόπο που διαμοιράζεται η γνώση και μεταδίδεται η μάθηση σε ψηφιακά περιβάλλοντα από τη χρήση ενός ψηφιακού εργαλείου, ως δύο διαφορετικές μορφές σηματοδότησης κι εκδήλωσης. Την κωδικοποίηση της γνώσης από πλευράς τεχνολογίας, την αποκωδικοποίηση αυτής από ανθρώπινης πλευράς με σκοπό την ερμηνεία, τη διαχείριση και την τελική μεταφορά και μετάδοσή της. Η συνεχής κι ενδελεχής έρευνα των δυο αυτών πεδίων, της γνώσης και της μάθησης, οδήγησε τους μελετητές στη σύνδεση της ταξινομίας του Bloom και του μοντέλου SECI ως τα πλέον αναγνωρισμένα κι ερευνητικά εφαρμοσμένα. Θεωρούν πως μέσω του SECI βελτιώνεται η νοημοσύνη κι η αντίληψη των ατόμων που οδηγεί στην επίτευξη όλων των επιπέδων της ταξινομίας του Bloom σε πραγματικές συνθήκες. Επιπλέον, το μοντέλο SECI μετατρέπει την άρρητη γνώση μέσω κοινών πληροφοριών και εμπειριών, ενώ η ταξινομία του Bloom χαράσσει τη διαδρομή της μάθησης, ξεκινά από την ανάκληση των πληροφοριών και συνεχίζει με την κατανόηση, την εφαρμογή, την ανάλυση, την αξιολόγηση και τέλος, τη δημιουργία. Οι ερευνητές, λοιπόν, θεωρούν την ενσωμάτωση αυτή πιο άρτια για την κατανόηση της μαθησιακής διαδικασίας, καθώς απεικονίζει την πολυπλοκότητα της με απτό τρόπο. Από τη μια έχουμε την Ταξινομία του Bloom να μετρά το επίπεδο της αποκτηθείσας γνώσης ενός εκπαιδευόμενου σε ένα προκαθορισμένο πεδίο και μια απομονωμένη στιγμή και από την άλλη το SECI προσανατολισμένο στη γένεση και την ανάπτυξη της γνώσης μέσα από μια αέναη διαδικασία εντός των ανθρώπινων κοινοτήτων και την ευρύτερη «οικολογία» του. Για τον λόγο αυτό, η έρευνα αυτή ασχολήθηκε με τις σχέσεις μεταξύ των παραδοσιακών αυτών μοντέλων με το ένα να ορίζει διαφορετικά επίπεδα μάθησης και το δεύτερο περιγράφει τη διαδικασία ανάπτυξης και επέκτασης της γνώσης. Ο συνδυασμός αυτός αποδεικνύει πως η εξέλιξη της επιστήμης των πεδίων και η συνεχής εμβάθυνσή της από πλευράς των ερευνητών με σκοπό την απόλυτη κατάκτηση τους δημιουργεί την ανάγκη για ολοένα και περισσότερες συνθέσεις. Ένα μόνο εργαλείο, ένα θεώρημα είτε ένα μοντέλο φαίνεται πως δεν είναι πλέον αρκετό για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των σύγχρονων επιστημονικών και θεωρητικών ανακαλύψεων. Τόσο το βιβλιογραφικό όσο και το πρακτικό επίπεδο του 21 αιώνα έχει ανέλθει σε απαιτήσεις. Για τους λόγους αυτούς, η έρευνα αυτή επικεντρώθηκε στη συσχέτιση εννοιών, το συγκερασμό εργαλείων και την τελική συμφωνία προς ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα. Η παρούσα διατριβή έλαβε χώρα ερευνητικά στο εκπαιδευτικό περιβάλλον του Διεθνούς Πανεπιστήμιου Ελλάδος, απευθυνόμενη σε προπτυχιακούς φοιτητές. Κίνητρό της αποτέλεσε η λειτουργία των συνδυασμών γενικότερα σε όλη την έκτασή της, τόσο βιβλιογραφικά όσο και μεθοδολογικά. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιούμε δυο λειτουργικά μοντέλα γνώσης και μάθησης και στη δεύτερη περίπτωση τη μεθοδολογία της ποσοτικής ανάλυσης. Ο σκοπός της επιλεχθείσας μεθόδου είναι να ενισχύσει τον αποτελεσματικό μετασχηματισμό της γνώσης προς τη δημιουργία μιας νέας, να διευκολύνει τη μαθησιακή διαδικασία και τέλος, μέσα από το κατάλληλο μίγμα εργαλείων να διεγείρει και να εντείνει το ενδιαφέρον των φοιτητών της Ανώτατης εκπαίδευσης. Η έρευνα στοχεύει στην έκβαση της να συνδράμει στο σχεδιασμό και την ανάπτυξη εκπαιδευτικών πρακτικών εφαρμογών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για τον λόγο αυτό σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να εντοπίσει εκείνο το μίγμα των εργαλείων και μεθόδων που θα λειτουργήσουν ως ενισχυτικοί μηχανισμοί μάθησης, συγκεκριμένα σε διάφορες προσωπικότητες φοιτητών. Σ’ ένα τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου συμπλέουν οι σύγχρονες με τις ασύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας, προσπαθούμε να βρούμε τον κατάλληλο συνδυασμό εργαλείων που θα προσελκύσει το ενδιαφέρον των φοιτητών μέσα από μία πολύ- διεγερτική διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη αξιολόγησε την απήχηση της συνεργατικής τεχνολογίας στην καλλιέργεια και την ανταλλαγή γνώσεων κι αξιολόγησε τον αντίκτυπο αυτής στη συνολική ποιότητα μιας μαθησιακής εμπειρίας εξετάζοντας τις σχέσεις μεταξύ των λεπτομερών παραμέτρων. Έτσι, τα κεφάλαια της βιβλιογραφικής ανασκόπησης έχουν επισημάνει κι εξετάσει τις υπάρχουσες μελέτες τις σχετικές με τις ερευνητικές μας έννοιες κι εντόπισαν ένα κενό που αποτέλεσε και το αντικείμενο της μελέτης αυτής. Η υπάρχουσα σύγχρονη βιβλιογραφία συνδέει τα δυο αυτά μοντέλα, του SECI και του BLOOM, πάντοτε όμως η σύνδεση γίνεται από πλευράς των σταδίων τους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ερευνητής χειρίστηκε το τελευταίο για να ενσαρκώσει διάφορους τύπους φοιτητών. Στη διάγνωση αυτή των προσωπικοτήτων, αντιμετωπίζονται μεμονωμένα, δοκιμάζονται οι αποδόσεις τους σε ποίκιλα μεθοδολογικά εργαλεία και συσχετίζονται με τα δυο μοντέλα μέσα σε περιβάλλοντα metaverse και ανεστραμμένης αίθουσας. Εστιάζοντας στο κενό που εντοπίστηκε στην ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, η παρούσα μελέτη πρότεινε τα ερευνητικά ερωτήματα και τις σχετικές υποθέσεις και υποερωτήματα ώστε να αποσαφηνιστεί το πλαίσιο της έρευνας και να παρέχει μια επιπλέον κατανόηση στις συσχετίσεις των παραγόντων. Για τον έλεγχο των υποθέσεων και την απάντηση των ερευνητικών ερωτημάτων πραγματοποιήθηκε μια ποσοτική μελέτη μέσω δομημένου ερωτηματολογίου. Στην προκειμένη περίπτωση, το δείγμα είναι φοιτητές του τμήματος «Διοίκησης Οργανισμών, Μάρκετινγκ και τουρισμού» του Διεθνούς πανεπιστημίου της Ελλάδος και πιο συγκεκριμένα και οι 634 που συμμετείχαν στο μάθημα «Διοίκηση Ανθρωπίνων Πόρων και Οργανωσιακή Συμπεριφορά » το οποίο διεξήχθη με διάφορα διδακτικά εργαλεία, συνδυαστικά σε μία έρευνα τα στοιχεία της οποίας κατέληξαν στον υπολογισμό συγκεντρωτικών ποσοτήτων. Στην παρούσα έρευνα εξετάσαμε το υποθετικό μοντέλο, χρησιμοποιώντας το λογισμικό AMOS V 21.0, μέσω των μοντέλων δομικών εξισώσεων. Για τον έλεγχο των συσχετίσεων, της αξιοπιστίας και της προσαρμοστικότητας του μοντέλου χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό πακέτο SPSS.Συνολικά, τα ευρήματα της παρούσας μελέτης παρείχαν μια νέα κατανόηση αναφορικά με τη φύση μιας επιτυχημένης διδακτικής προσέγγισης που διεξήχθη χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό εργαλείων σε μάθημα τριτοβάθμιου ιδρύματος. Τα τελικά μας αποτελέσματα καταλήγουν στη σχέση των φοιτητών με τις θετικές μαθησιακές εμπειρίες μέσα από τη συνένωση μεθόδων και θεωριών προς απόδοση συγκεκριμένων προσωπικοτήτων. Συμπερασματικά, η ψηφιοποιημένη και τεχνολογική προσέγγιση στη διδασκαλία πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια μέθοδο που απαιτεί ξεκάθαρη διασαφήνιση των στόχων της για τους μαθητές με περιεκτικές οδηγίες καθ’ όλη τη διάρκεια του μαθήματος, σχεδιάζοντας με τέτοιο τρόπο και παραδίδοντας ένα περιεχόμενο υλικού που επιτρέπει στους φοιτητές να επικεντρώνονται στα καίρια σημεία του και μάλιστα μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present study begins with knowledge as a research core, it goes back to philosophy and science and constitutes a unifying interdisciplinary view of cognitive epistemology. Scholars primarily define it in order to approach it more extensively and to be guided to the ways of managing it through organizational institutions and frameworks. Within the literature there are various conceptual demarcations regarding the approach to the definition of Knowledge Management. First of all, knowledge itself remains a complex concept that more than one scientific discipline engages in order to understand its evolutionary course. Its first distinctions are identified into explicit and implicit, that is, the one which we can code clearly and easily convey, and the one which is based on the subconscious, acts empirically and is complex to transmit through formal channels, respectively. The Industrial Revolution, however, comes to change the character and the essence of knowledge, creating the need t ...
The present study begins with knowledge as a research core, it goes back to philosophy and science and constitutes a unifying interdisciplinary view of cognitive epistemology. Scholars primarily define it in order to approach it more extensively and to be guided to the ways of managing it through organizational institutions and frameworks. Within the literature there are various conceptual demarcations regarding the approach to the definition of Knowledge Management. First of all, knowledge itself remains a complex concept that more than one scientific discipline engages in order to understand its evolutionary course. Its first distinctions are identified into explicit and implicit, that is, the one which we can code clearly and easily convey, and the one which is based on the subconscious, acts empirically and is complex to transmit through formal channels, respectively. The Industrial Revolution, however, comes to change the character and the essence of knowledge, creating the need to examine its ontological dimension at a collective level in the form of its organizational function. Meaning, the way it moves within a group or an organization, both for the benefit of the latter and of the individuals participating in it, has attracted the interest of many researchers. The receiver's innate curiosity to enrich his knowledge within a set, but also the sender's motivation and contagiousness, determine the knowledge transfer. So, we focused on this and then studied and analyzed its main models. The SECI Model of Nonaka and Takeuchi (1995) was the one that concerned us the most, as it is considered the most recognized and the most basic of all. It depicts the movement and transfer of knowledge through a four-staged model, its progression is upward and spiraling with the cycle of these four stages continuing, reinforcing, extending and evolving the flow of knowledge creation, enriching at each stage both the tacit knowledge as well as explicit knowledge. Afterwards, we were led to the theoretical approaches of learning, a complex, intellectual and biological research object of psychologists, educators and organization executives which is, basically, a behavioral change of people, as a result of a new experience. Cognitive theories include the morphological views of psychologists on learning with two basic assumptions dominating the approaches, firstly that the memory system is an organized processing of information and secondly that prior knowledge plays an active role in learning. They study beyond behavior to investigate human memory until learning is produced. Then, the socio-cultural theories arguing that what previously belonged to others, now for an individual it belongs to himself. And this is because of the interiority that governs the social function, through which this final superior mental result is refined. Ultimate internalization results from the genetic association of those with milder cultural attitudes rather than with the more culturally mature. We complete the theories with the anthropological ones, which are applied to learning and focus on emotional as well as cognitive processes of humans. Then, we dealt with the Learning Organizations and their characteristics, and arrived at the taxonomies of the teaching objectives. The present research deals with Bloom's Taxonomy, as one of the most accepted in the educational field, which works extensively on the nature of thinking by classifying educational objectives through a method of prioritizing thinking behaviors as a starting force. Through this we study the dimensions of Knowledge, the Cognitive Process, as well as the chain relationships of teaching, learning, the determination of educational goals and finally, thinking. Educators of humanity have always focused on the question of how to improve human thinking and prioritize human behavior. Bloom's Taxonomy reframed the channels of communication between examiners and teachers, as educators draw distinctions that psychologists would avoid. We study the use of new technologies mainly in Higher Education both in a metaverse and a flipped classroom environment and the way knowledge is shared and learning is transmitted in digital environments by the use of a digital tool, as two different forms of signaling and event. The encoding of knowledge from the technology side, the decoding of it from the human side in order to interpret, manage and finally transfer and transmit it. The continuous and thorough research of these two fields, knowledge and learning, led scholars to link Bloom's taxonomy and the SECI model as the recognized and research applied. They believe that through SECI the intelligence and perception of individuals is improved which leads to the achievement of all levels of Bloom's taxonomy in real conditions. In addition, the SECI model transforms tacit knowledge through shared information and experiences, while Bloom's taxonomy charts the path of learning, beginning with information recall and continuing with understanding, application, analysis, evaluation, and finally, creation. Researchers, therefore, consider this integration better for understanding the learning process, as it depicts its complexity in a tangible way. On the one hand we have Bloom's Taxonomy measuring the level of acquired knowledge of a learner in a predetermined field and an isolated moment and on the other the SECI oriented to the genesis and development of knowledge through a perpetual process within human communities and the its wider "ecology". For this reason, this research dealt with the relationships between these traditional models with one defining different levels of learning and the second describing the process of knowledge development and expansion. This combination proves that the scientific evolution of these fields and its continuous deepening on the part of the researchers with the aim of their absolute conquest, creates the need for more and more compositions. A single tool, a theorem or a model seems no longer sufficient to meet the needs of modern scientific and theoretical discoveries. Both the bibliographic and practical level of the 21st century has risen to requirements. For these reasons, this research focused on the correlation of concepts, the gathering of tools and the final agreement towards a favorable outcome. This research took place in the educational environment of the International Hellenic University, addressed to undergraduate students. It was motivated by the function of combinations in general throughout its area, both bibliographically and methodologically. In the first case we use two functional models of knowledge and learning and in the second case, the quantitative research methodology. The purpose of the chosen method is to strengthen the effective transformation of knowledge towards the creation of a new one, to facilitate the learning process and finally, through the appropriate mix of tools, to stimulate and intensify the interest of Higher Education students. The research aims at its outcome to contribute to the design and development of educational practical applications in higher education. For this reason, the purpose of this research is to identify that mix of tools and methods that will work as reinforcing learning mechanisms, specifically in different student personalities. In a higher education institution, where modern and asynchronous teaching methods come together, we try to find the right combination of tools that will attract the interest of students through a multi stimulating process. More specifically, the study assessed the impact of collaborative technology on knowledge cultivation and sharing and assessed its impact on the overall quality of a learning experience by examining the relationships between detailed parameters. Thus, the chapters of the bibliographic review have highlighted and examined the existing studies related to our research concepts and identified a gap that was also the subject of this study. The existing modern literature connects these two models, SECI and BLOOM, but always dealing with them in terms of their stages. In this case, the researcher operated the latter to embody various types of students. In this diagnosis personalities are treated individually their performances are tested in various methodological tools and they are related to the two models in metaverse and flipped classroom environments. Focusing on the gap identified in the literature review, this study proposed the research questions and related hypotheses and sub-questions to clarify the research context and provide an additional understanding of the factor associations. To test the hypotheses and answer the research questions, a quantitative study was carried out through a structured questionnaire. In this case, the sample is students of the "Management of Organizations, Marketing and Tourism" department of the International Hellenic University and more specifically, the 634 who attended the "Human Resource Management and Organizational behavior" course, which was conducted with various teaching tools combined in a survey whose data resulted in the calculation of aggregate quantities. In the present research we examined the hypothesized model, using AMOS V 21.0 software, through structural equation models. The SPSS software package was used to test the correlations, reliability and adaptability of the model. Overall, the findings of this study have provided a new understanding regarding the nature of a successful teaching approach conducted using a combination of tools in a tertiary institution course. Our final results conclude on the relationship of the students with positive learning experiences through the combination of methods and theories to attribute specific personalities. In conclusion, the digitalized and technological approach to teaching should be treated as a method that requires clear clarification of its objectives for students with comprehensive instructions throughout the course, designing and delivering a content material that allows students to focus on its key points and indeed within a safe environment.
περισσότερα