Περίληψη
Η παρούσα εργασία αποτελεί μία (αυτο)εθνογραφική προσέγγιση της κουήρ και φεμινιστικής αυτοάμυνας στην Ελλάδα, ως μίας πρακτικής που αναπτύσσουν υποτελή έμφυλα και κουήρ υποκείμενα για τη διαχείρισης της βίας με την οποία βρίσκονται αντιμέτωπα. Η αυτοεθνογραφική μου έρευνα διήρκεσε από το 2020 έως το 2023, και εκτυλίχθηκε στην Αθήνα, τη Λάρισα και τους ψηφιακούς χώρους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης Facebook και Instagram. Το πεδίο της έρευνας οριοθετείται από ομάδες που διακρίνονται σε δύο είδη: από τη μία, βρίσκονται οι ομάδες που προπονούνται σε φυσικούς χώρους για να μάθουν τεχνικές των πολεμικών τεχνών και των μαχητικών αθλημάτων που δύνανται να εφαρμοστούν απέναντι στην έμφυλη βία. Από την άλλη, είναι ομάδες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που στοχεύουν στην καταγραφή και την αντιμετώπιση περιστατικών έμφυλης βίας. Μέσα από την έρευνα αυτή, σκιαγράφησα μία γενεαλογία της αυτοάμυνας που συνδέει διαφορετικά συλλογικά υποκείμενα που αντιμετωπίζουν βία συστημική, που σημαίνει ρατσιστικ ...
Η παρούσα εργασία αποτελεί μία (αυτο)εθνογραφική προσέγγιση της κουήρ και φεμινιστικής αυτοάμυνας στην Ελλάδα, ως μίας πρακτικής που αναπτύσσουν υποτελή έμφυλα και κουήρ υποκείμενα για τη διαχείρισης της βίας με την οποία βρίσκονται αντιμέτωπα. Η αυτοεθνογραφική μου έρευνα διήρκεσε από το 2020 έως το 2023, και εκτυλίχθηκε στην Αθήνα, τη Λάρισα και τους ψηφιακούς χώρους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης Facebook και Instagram. Το πεδίο της έρευνας οριοθετείται από ομάδες που διακρίνονται σε δύο είδη: από τη μία, βρίσκονται οι ομάδες που προπονούνται σε φυσικούς χώρους για να μάθουν τεχνικές των πολεμικών τεχνών και των μαχητικών αθλημάτων που δύνανται να εφαρμοστούν απέναντι στην έμφυλη βία. Από την άλλη, είναι ομάδες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που στοχεύουν στην καταγραφή και την αντιμετώπιση περιστατικών έμφυλης βίας. Μέσα από την έρευνα αυτή, σκιαγράφησα μία γενεαλογία της αυτοάμυνας που συνδέει διαφορετικά συλλογικά υποκείμενα που αντιμετωπίζουν βία συστημική, που σημαίνει ρατσιστική, έμφυλη, ταξική, ικανοτιστική και αποικιοκρατική και οργανώνονται για να αντιδράσουν σε αυτή. Η ανάλυση της εθνογραφίας επικεντρώνεται σε τρεις άξονες: ο πρώτος άξονας είναι η έννοια του εαυτού και η διερεύνηση του ερωτήματος ποιον εαυτό προστατεύει η αυτο-άμυνα, το οποίο επιχειρώ να απαντήσω προσεγγίζοντας τις έννοιες της ευαλωτότητας και της ταυτότητας και αναζητώντας τις αβέβαιες κοινότητες που συγκροτούν οι συνομιλήτριές μου. Ο δεύτερος άξονας αφορά στο φύλο και το σώμα, ως οχήματα μέσα από τα οποία κατανοούν τις εαυτές τους οι συνομιλήτριές μου μου και βιώνουν τον κόσμο τα συμμετέχοντά μου: εκεί, συζητώ πώς οι έμφυλες ταυτότητές τους σωματοποιούνται και οι εμπειρίες τους με τα σώματά τους είναι αναπόφευκτα έμφυλες. Τέλος, ο τρίτος άξονας θέτει το ερώτημα της βίας ως ηθικό ερώτημα που σύμφωνα με τη δική μου αντίληψη απαιτεί μία τοποθετημένη απάντηση. Με την ολοκλήρωση της διατριβής, επιχειρώ να σκεφτώ τη σχέση της χρονικότητας, της φαντασίας και του μέλλοντος με το πεδίο της κουήρ αυτοάμυνας, καθώς έρχομαι αντιμέτωπο με τη δυσκολία να φανταστώ ένα τέλος για μία έρευνα βγαλμένη μέσα από εμπειρίες βίας. Συνολικά, μέσα σε αυτήν την εθνογραφία εξετάζω κριτικά κανονιστικές αντιλήψεις για την έμφυλη επιτέλεση, τη σωματική ικανότητα και την ηθική της βίας: τέτοιες αντιλήψεις είναι πως τα κουήρ και έμφυλα υποκείμενα δεν μπορούν παρά να καταλαμβάνουν τη θέση του θύματος της έμφυλης βίας, πως τα υποκείμενα αυτά ουσιοκρατικά δεν έχουν τη σωματική ικανότητα να ασκήσουν βία, και πως η μόνη ηθική στάση που μπορεί να έχει κανείς αναφορικά με τη βία είναι η πασιφιστική καθολική απόρριψη της χρήσης της. Διερευνώ τους λόγους για τους οποίους υποκείμενα που υφίστανται συστημική βία επιλέγουν να μάθουν να τη χρησιμοποιούν και επιχειρώ να κατανοήσω τι προκάλεσε η διαδικασία της εκμάθησης της γλώσσας της βίας στα σώματα και την αντίληψη που έχουν τα υποκείμενα αυτά για τους εαυτούς τους. Τέλος, προτείνω την αδυναμία και απροθυμία μου να χαραχτεί ένα όριο αναλογικότητας που χωρίζει την ηθικά υπερασπίσιμη αυτοάμυνα από την κατακριτέα χρήση βίας. Καταπιάνομαι με την προσπάθεια να περιφρουρήσω μία ριζοσπαστική αντίληψη της αυτοάμυνας, προκειμένου να δείξω γιατί έχει τόση σημασία να μελετηθεί η έννοια αυτή την παροντική στιγμή. Μία ριζοσπαστική αυτοάμυνα σημαίνει μία αυτοάμυνα που αμφισβητεί κοινωνικές ιεραρχίες, αντιστέκεται σε βίαια συστήματα εξουσίας και έχει τη δυνατότητα -γιατί όχι;- να δημιουργήσει νέους τρόπους να υπάρχουμε στον κόσμο.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This essay is an (auto)ethnographic exploration of queer and feminist self-defense in Greece, as a practice developed by subaltern gendered and queer subjects for the management of the violence they are confronted with. My autoethnographic research lasted from 2020 to 20023 and took place in Athens, Larisa and the digital spaces of social media networks Facebook and Instagram. My research field is composed of two distinct types of groups: on the one side, there are groups that train in physical spaces to learn techniques of martial arts and combat sports that can be applicable in the face of gender based violence. On the other side, there are groups in social media platforms that aim to document and deal with instances of gender based violence. Through this research, I outline a genealogy of self-defense, which connects diverse collective subjects that deal or dealt with systemic violence, which means racist, gendered, class, ableist and colonial violence, and organised themselves to r ...
This essay is an (auto)ethnographic exploration of queer and feminist self-defense in Greece, as a practice developed by subaltern gendered and queer subjects for the management of the violence they are confronted with. My autoethnographic research lasted from 2020 to 20023 and took place in Athens, Larisa and the digital spaces of social media networks Facebook and Instagram. My research field is composed of two distinct types of groups: on the one side, there are groups that train in physical spaces to learn techniques of martial arts and combat sports that can be applicable in the face of gender based violence. On the other side, there are groups in social media platforms that aim to document and deal with instances of gender based violence. Through this research, I outline a genealogy of self-defense, which connects diverse collective subjects that deal or dealt with systemic violence, which means racist, gendered, class, ableist and colonial violence, and organised themselves to resist. The ethnography’s analysis is organised around three topics. The first one is the concept of the self and the question of which self do we defend in self-defense, which I strive to answer by focusing on the concepts of vulnerability and identity and by searching for the uncertain communities that my interlocutors construct. The second axis focuses on gender and the body, as tools through my interlocutors perceive themselves and experience the world: there, I discuss how their gendered identities are embodied and how their bodily experiences are inescapably gendered. Lastly, the third axis poses the question of violence as an ethical question that in my understanding demands a situated response. With the completion of this research, I strive to consider the connection between temporality, imagination and future with the field of queer self-defense, as I face the difficulty to imagine an end for a research produced by experiences of violence. In this ethnography as a whole, I critically consider normative assumptions about gender performance, bodily ability and the ethics of violence: such assumptions are that queer and gendered subjects cannot but occupy the position of the victim of gender based violence, that these subjects are essentially incapable of using violence and that the only ethical stance one can have regarding violence is the pacifist absolute rejection of its use. I consider the reasons for which the subjects that experience systemic violence choose to learn to use it and I strive to understand what was the effect of this process of learning the language of violence on their bodies and the perception they have of themselves. Finally, I suggest the impossibility and reluctance to define the limit of proportionality that distinguishes what is the ethically defendable self-defense from what is reprehensible use of violence. I occupy myself with the effort to delineate a radical understanding of self-defense, in order to show why it is so crucial to do this research in the present moment. A radical understanding of self-defense is a self-defense that challenges social hierarchies, resists violent systems of power and has the possibility -why not?- to create new ways of being in the world.
περισσότερα