Περίληψη
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάστηκαν τα δεδομένα από χειρουργικές επεμβάσεις ασθενών με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου στο νομό Ιωαννίνων. Τα δεδομένα προήλθαν από έρευνα αρχείου στα δύο νοσοκομεία του νομού Ιωαννίνων (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων και ΓΝΙ «Γ. Χατζηκώστα»). Εξετάστηκαν όλα τα περιστατικά που χειρουργήθηκαν στα Νοσοκομεία της περιοχής μας και αφορούν σε ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα 38 ετών (από το 1980 έως το 2018). Το βασικό εύρημα είναι ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό από αυτά τα περιστατικά αφορούσε σε φλεγμονώδη νόσο του εντέρου. Συγκεκριμένα, από το σύνολο των χειρουργηθέντων περιστατικών (1464) μόνο 58 ασθενείς (3,96%) έπασχαν από φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (ελκώδη κολίτιδα και νόσο του Crohn). Το εύρημα αυτό δείχνει ότι ενδεχομένως ο επιπολασμός των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου στην περιοχή των Ιωαννίνων είναι μικρός και ο αριθμός των ασθενών με τέτοιες νόσους που χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης είναι περιορισμένος. Κατά συνέπεια υπάρχει επ ...
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάστηκαν τα δεδομένα από χειρουργικές επεμβάσεις ασθενών με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου στο νομό Ιωαννίνων. Τα δεδομένα προήλθαν από έρευνα αρχείου στα δύο νοσοκομεία του νομού Ιωαννίνων (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων και ΓΝΙ «Γ. Χατζηκώστα»). Εξετάστηκαν όλα τα περιστατικά που χειρουργήθηκαν στα Νοσοκομεία της περιοχής μας και αφορούν σε ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα 38 ετών (από το 1980 έως το 2018). Το βασικό εύρημα είναι ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό από αυτά τα περιστατικά αφορούσε σε φλεγμονώδη νόσο του εντέρου. Συγκεκριμένα, από το σύνολο των χειρουργηθέντων περιστατικών (1464) μόνο 58 ασθενείς (3,96%) έπασχαν από φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (ελκώδη κολίτιδα και νόσο του Crohn). Το εύρημα αυτό δείχνει ότι ενδεχομένως ο επιπολασμός των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου στην περιοχή των Ιωαννίνων είναι μικρός και ο αριθμός των ασθενών με τέτοιες νόσους που χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης είναι περιορισμένος. Κατά συνέπεια υπάρχει επαρκής διαχείριση και αντιμετώπιση αυτών των νοσημάτων με συντηρητική αντιμετώπιση. Άρα υπάρχει στενή παρακολούθηση και μακροχρόνια φροντίδα των ασθενών με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου στην περιοχή. Αυτό επιτυγχάνεται και από τον ημιαστικό χαρακτήρα της περιοχής που καλύπτεται από τα δύο νοσοκομεία. Οι ασθενείς έχουν εύκολη και άμεση πρόσβαση σε αυτά, και εξασφαλίζεται η συνέχεια της φροντίδας σε βάθος χρόνου. Όλα αυτά έχουν θετικές επιπτώσεις και στη λειτουργία του συστήματος υγείας, καθώς οι ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου δε χρειάζεται να μετακινούνται προς τα μεγάλα αστικά κέντρα για την παρακολούθηση της νόσου τους και επιτυγχάνεται η διαχείριση και η αντιμετώπισή τους πλησίον του τόπου κατοικίας τους. Έτσι αποσυμφορούνται τα μεγάλα νοσοκομεία της Αττικής και εξοικονομούνται οικονομικοί πόροι για το σύστημα υγείας αλλά και για τους ίδιους τους ασθενείς. Η πλειοψηφία των ασθενών με ΙΦΝΕ προέρχονταν από το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, ενώ οι υπόλοιποι προέρχονταν από το ΓΝΙ «Γ. Χατζηκώστα». Αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς το Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία διαχειρίζονται καθημερινά μεγαλύτερο αριθμό ασθενών για όλα τα νοσήματα. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες που νοσηλεύονταν στο ΓΝΙ «Γ. Χατζηκώστα» ήταν μεγαλύτερης ηλικίας από τους ασθενείς που νοσηλεύονταν στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων.Τα αυτοάνοσα νοσήματα παρουσιάζουν συνήθως μια γυναικεία υπεροχή, καθώς λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα νοσήματα μαζί, 8 στους 10 ασθενείς είναι γυναίκες. Αυτή η γυναικεία κυριαρχία παρατηρείται ιδιαίτερα για ασθένειες όπως το σύνδρομο Sjogren ή ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος. Στη γαστρεντερική νόσο, η πρωτοπαθής χολαγγειίτιδα των χοληφόρων και η κοιλιοκάκη είναι πολύ συχνότερες στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες. Ωστόσο, οι ειδικές για το φύλο διαφορές είναι πολύ λιγότερο εμφανείς σε άλλες διαταραχές που προκαλούνται από το ανοσοποιητικό, όπως για παράδειγμα η ΙΦΝΕ(176). Στην ΙΦΝΕ, έχουν αναφερθεί διαφορές ανάλογα με το φύλο για τη νόσο του Crohn, αλλά όχι για την ελκώδη κολίτιδα, αν και τα δεδομένα είναι αντικρουόμενα και πιθανώς εξαρτώνται από τις γεωγραφικές περιοχές. Στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο επιπολασμόςτης ΝΚ φαίνεται να είναι υψηλότερος στις γυναίκες παρά στους άνδρες, ενώ στην Ασία έχει παρατηρηθεί το αντίθετο(176). Στην παρούσα μελέτη οι περισσότεροι ασθενείς με ΙΦΝΕ ήταν άνδρες, με τις γυναίκες να αντιπροσωπεύουν μόνο το 27,6% των ασθενών. Όσον αφορά την ηλικία των ασθενών, η ΝΚ και η ΕΚ διαγιγνώσκονται κυρίως κατά τη δεύτερη και την τρίτη δεκαετία της ζωής, αν και οι ασθενείς μπορεί να διαγνωστούν σε οποιαδήποτε και όλες τις ηλικίες (177). Τα αίτια που καθορίζουν την ηλικία έναρξης της ΙΦΝΕ παραμένουν ανεξήγητα. Στην παιδιατρική νόσο, οι γενετικοί παράγοντες φαίνεται να διαδραματίζουν το μεγαλύτερο ρόλο, ιδιαίτερα σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, ενώ στους ηλικιωμένους οι περιβαλλοντικούς παράγοντες φαίνεται να διαδαματίζουν πιο σημαντικό ρόλο(178). Επίσης, όπως και με τις περισσότερες χρόνιες ασθένειες με χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας, ο επιπολασμόςτης νόσου αυξάνεται με την ηλικία, με τα υψηλότερα ποσοστά επικράτησης της ΙΦΝΕ να σημειώνονται στην ηλικιακή ομάδα άνω των 50 ετών(177). Η μέση ηλικία των ασθενών με ΙΦΝΕ ήταν περίπου τα 49,5 έτη (Mean=49,63, SD=16,48). H μικρότερη ηλικία ήταν τα 25 και η μεγαλύτερη τα 77 έτη. Ως προς την ηλικιακή ομάδα, οι περισσότεροι ασθενείς με ΙΦΝΕ ανήκαν στην ηλικιακή ομάδα 31- 40 ετών (19,6%). Τα στάδια της ΙΦΝΕ κυμαίνονται από ήπια έως μέτρια έως σοβαρά, μετις κύριες κλινικές εκδηλώσεις της ναπεριλαμβάνουντη νόσο του Crohn και την ελκώδη κολίτιδα, πουπαρά τις διαφορές που εμφανίζουν όσον αφορά ορισμένα συμπτώματα, την εντόπιση της νόσου και τα ιστοπαθολογικά χαρακτηριστικά, μοιράζονται γαστρεντερικά συμπτώματα όπως διάρροια, βλεννώδη και αιματηρά κόπρανα και κοιλιακό άλγος, καθώς και εξωεντερικά συμπτώματα, όπως αρθρίτιδα, στοματικά έλκη, δερματικές αλλοιώσεις και οφθαλμολογικά προβλήματα. Ακόμα, στις πολυάριθμες επιπλοκές της ΙΦΝΕ περιλαμβάνονται οι στενώσεις, τα αποστήματα, τα συρίγγια και ο καρκίνος που σχετίζεται με την κολίτιδα (179). Ειδικότερα, στους ασθενείς με ΕΚ είναι δυνατό να εμφανιστούνραγάδες του πρωκτού και δερματικά ράκη ως αποτέλεσμα ερεθισμού από τις διάρροιες. Ωστόσο, η ανάπτυξη πρωκτικών ή περιπρωκτικών συριγγίων θα πρέπει να προκαλέσει ανησυχία για τη νόσο του Crohn(180). Στην τελευταία αυτή περίπτωση οι δομικές επιπλοκές της NK όπως η στένωση, το συρίγγιο και το απόστημα εμφανίζονται μετά τα αρχικά 4-5 χρόνια της νόσου και λαμβάνουν χώρα με μια συγκεκριμένη αλληλουχία, σύμφωνα με την οποία η χρόνια φλεγμονή οδηγεί σε σχηματισμό στένωσης που οδηγεί σε συρίγγιο ανοδικά στο έντερο μαζί με απόστημα(181). Τα παραπάνω ενδεχομένως ερμηνεύουν τη συχνότητα των εκδηλώσεων αυτών στους συμμετέχοντες της παρούσας μελέτης, όπου οι συχνότερες διαγνώσεις αφορούσανσεπεριεδρικά αποστήματα (24,1%) και ακολουθούσαν με συχνότητα 19% τα περιεδρικά συρίγγια. Στους συμμετέχοντές της παρούσας μελέτης ορισμένες διαγνώσεις εμφανίζονταν αποκλειστικά στους άνδρες (περιεδρικά αποστήματα, περιεδρικά συρίγγια, αποφρακτικός ειλεός, γάγγραινα Fournier, συστροφή). Από την άλλη, η νέκρωση και η εντερορραγία εμφανίζονταν αποκλειστικά στις γυναίκες. Τα ευρήματά μας είναι σε συμφωνία με εκείνα της μελέτης iCREST-CD, όπου το αρσενικό φύλο συσχετίστηκε σημαντικά με υψηλό επιπολασμόπεριπρωκτικών βλαβών(182). Οι Liuetal. (2022) διαπίστωσαν επίσης πιο συχνή περιπρωκτική εμπλοκή στους άνδρες σε σύγκριση με τις γυναίκες. Στη μελέτη αυτή καταδείχθηκε επίσης ότι το ανδρικό φύλο ήταν ένας ανεξάρτητος προστατευτικός παράγοντας έναντι πολυσυστημικών εξωεντερικών εκδηλώσεων της νόσου καθώς επίσης και παράγοντας κινδύνου για διάτρηση του εντέρου (183).Παρόλα τα παραπάνω ευρήματα υπάρχουν και μελέτες που δεν διαπίστωσαν την ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ του φύλου και της περιπρωκτικής νόσου(140) ή μεταξύ των κλινικών και φαινοτυπικών χαρακτηριστικών μεταξύ ανδρών και γυναικών(184). Στην παρούσα μελέτη οι γυναίκες εμφάνιζαν με μεγαλύτερη συχνότητα από τους άνδρες ελκώδη κολίτιδα. Βιβλιογραφικά, έχει καταδειχθεί ότι σε γενικές γραμμές, άνδρες και γυναίκες εμφανίζουν παρόμοια συχνότητα ΕΚ πριν από την ηλικία των 45 ετών. Ωστόσο, σε ηλικία άνω των 45 ετών, οι άνδρες εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ΕΚ σε σχέση με τις γυναίκες(185,186).Οι πλειοψηφία των διαγνώσεων αφορούσε σε ασθενείς από το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Αντίθετα η στένωση διαγνώστηκε 2 φορές στο ΓΝΙ «Γ. Χατζηκώστα» και 1 φορά στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Ακόμη, το μοναδικό περιστατικό νέκρωσης και το μοναδικό περιστατικό συστροφής διαγνώστηκε σε ασθενείς από τον ΓΝΙ «Γ. Χατζηκώστα».Στην παρούσα μελέτη ένα υψηλό ποσοστό ασθενών (43,1%) εμφάνιζαν περιπρωκτικήνόσο. Η περιπρωκτική νόσος είναι συχνή στηΝΚ και εμφανίζεται στο 30-70% των ασθενών. Περιπρωκτικές εκδηλώσεις μπορεί επίσης να εμφανιστούν σε έως και 10% των ασθενών με ΕΚ (187).Η περιπρωκτική νόσος, συμπεριλαμβανομένων των δερματικών ρακών, των ραγάδων, των ελκών του πρωκτού, των συριγγίων, των αποστημάτων και των στενώσεων του πρωκτού, γενικά υποδηλώνει έναν πιο επιθετικό φαινότυπο(188). Οι περισσότεροι ασθενείς με περιεδρική νόσο νοσηλεύονταν στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων (20/25) και οι υπόλοιποι στο ΓΝΙ «Γ. Χατζηκώστα» (5/25). Η περιεδρική νόσος εμφανιζόταν στη συντριπτική πλειοψηφία στους άνδρες. Πιο συγκεκριμένα, οι άνδρες του δείγματος είχαν 20 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα από τις γυναίκες να εμφανίσουν περιεδρική νόσο. Το εύρημα αυτό είναι σε συμφωνία με εκείνο άλλων μελετών (189,190). Αντίθετα όμως ήταν τα ευρήματα άλλης μελέτης σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν οποιαδήποτε περιεδρική αλλοίωση εκτός από συρίγγια (191). Τα περισσότερα περιστατικά περιεδρικής νόσου καταγράφηκαν στις ηλικιακές ομάδες 31-40 ετών και 61-70 ετών. Ομοίως, στην αναδρομική μελέτη των Kühnetal. (2018) στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρόστοκ, η μέση ηλικία κατά την πρώτη επέμβαση ήταν 38 έτη (εύρος: 17 – 66 έτη)(121). Ακόμη, στην έρευνα των Hanetal. (2016) η μέση ηλικία των ασθενών με περιπρωκτική νόσο ήταν 33,8 έτη. Αναφορικά με τα περιστατικά μεγάλης ηλικίας, τα οποία καταγράφηκαν με μεγάλη συχνότητα σε αυτή την έρευνα, επισημαίνεται ότι έχουν αυξημένο κίνδυνο για περιεγχειρητικές επιπλοκές (121). Οι συχνότερες επεμβάσεις ήταν η εκτομή συριγγίου, περίδεση, απόξεση- βιοψία (14/58), η διάνοιξη-παροχέτευση (13/58) και η τυφλοστομία, κολοστομία, ειλεοστομία, σιγμοειδοστομία (10/58). Η συχνότερη επέμβαση στους άνδρες ήταν η διάνοιξη-παροχέτευση και η εκτομή συριγγίου, περίδεση, απόξεση-βιοψία και στις γυναίκες η τυφλοστομία, κολοστομία, ειλεοστομία, σιγμοειδοστομία και οι κολεκτομές. Τα δεδομένα αυτά παρέχουν επαρκείς ενδείξεις σχετικά με τη συχνότητα των χειρουργικών επεμβάσεων σε αυτούς τους ασθενείς και την κατανομή τους ανά φύλο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών με ΙΦΝΕ υπεβλήθη σε γενική αναισθησία (93,1%), ενώ πολύ μικρότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην ενδοραχιαία νάρκωση (3,4%) και στην τοπική αναισθησία και στη μέθη (1,7%). Η γενική αναισθησία ήταν η συχνότερη μορφή νάρκωσης τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες με ΙΦΝΕ. Μάλιστα στις γυναίκες αποτελούσε την αποκλειστική μορφή νάρκωσης. Σε όλες τις ηλικιακές ομάδες η γενική αναισθησία ήταν η συχνότερη μορφή νάρκωσης. Μάλιστα σε κάποιες ηλικιακές ομάδες (41-50 ετών και 51-60 ετών) αποτελούσε την αποκλειστική μορφή νάρκωσης. Το στοιχείο αυτό εμπλουτίζει την υπάρχουσα γνώση, καθώς λίγες έρευνες έχουν εξετάσει το ζήτημα της αναισθησίας σε αυτά τα χειρουργικά περιστατικά. Αντίθετα, το θέμα της αναισθησίας έχει εξεταστεί εκτενώς στις διαγνωστικές διαδικασίες (192,193). Η παρούσα μελέτη έχει κάποια πλεονεκτήματα αλλά και κάποιους περιορισμοούς. Ως προς τα πλεονεκτήματα της παρούσας μελέτης τα βασικότερα είναι ταεξής:α) το θέμα που εξετάστηκε καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην επιστημονική βιβλιογραφία και παρουσιάζει πρωτοτυπία για τα ελληνικά δεδομένα. Εμπλουτίζει την υπάρχουσα γνώση σχετικά με το συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο και δημιουργεί ερωτήματα για περαιτέρω διερεύνησή του. Άρα η συμβολή της στην προώθηση της επιστημονικής γνώσης κρίνεται ως επαρκής και σημαντική.β) εξετάστηκαν στοιχεία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα περίπου 38 ετών. Βάσεις του τύπου της έρευνας (έρευνα αρχείου) δεν έγινε απλή δειγματοληπτική εξέταση των υπό μελέτη στοιχείων αλλά πλήρης απογραφή τους. Δηλαδή εξετάστηκαν όλα τα καταγεγραμμένα περιστατικά ΙΦΕΝ στα δύο νοσοκομεία του Νομού Ιωαννίνων για το ανωτέρω χρονικό διάστημα (1980-2018). Η πλήρης καταγραφή συμβάλλει στο να ξεπεραστούν τα μειονεκτήματα που προέρχονται από τις έρευνες δειγματοληψίας (αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος, αναγωγή των συμπερασμάτων στον πληθυσμό κλπ).Από την άλλη, βασικό περιορισμό της έρευνας αποτελεί το γεγονός ότι εξετάστηκαν μόνο οι μεταβλητές για τις οποίες υπήρχαν ήδη καταγεγραμμένα στοιχεία. Αυτό όμως αποτελεί εγγενές μειονέκτημα των σχετικών ερευνών (ερευνών αρχείου) και δεν υπήρχε δυνατότητα υπέρβασής του. Έτσι, καταγράφηκαν στοιχεία για ορισμένες μόνο μεταβλητές ενδιαφέροντος και ο ερευνητής δεν είχε τη δυνατότητα να μελετήσει επιπλέον στοιχεία που τον ενδιέφεραν. Τα αποτελέσματα που αναδείχθηκαν από την παρούσα διδακτορική διατριβή παρέχουν επαρκείς πληροφορίες για τη χειρουργική αντιμετώπιση των ασθενών ΙΦΝΕ με περιπρωκτική νόσο. Συνεπώς, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για περαιτέρω αξιολόγησή τους και για τη διατύπωση προτάσεων για τη βέλτιστη φροντίδα αυτών των ασθενών. Τα αποτελέσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους επαγγελματίες υγείας για την υποστηρικτική φροντίδα και διαχείριση αυτών των ασθενών, με απώτερο σκοπό τη διατήρηση και βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.Το θέμα της παρούσας διδακτορικής διατριβής μπορεί επίσης να εξεταστεί στο μέλλον με διάφορους άλλους ερευνητικούς σχεδιασμούς πχ με προοπτικές ή αναδρομικές μελέτες ή με σύγκριση μεταξύ των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα και με νόσο του Crohn.Θα μπορούσαν επίσης να εξεταστούν ορισμένες επιπλέον μεταβλητές (π.χ. έκβαση της νόσου, ποιότητα ζωής κλπ), οι οποίες δεν αξιολογήθηκαν στην παρούσα έρευνα λόγω της φύσης της (έρευνα αρχείου με συγκεκριμένες καταγεγραμμένες μεταβλητές). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα είχε και η περαιτέρω εξέταση ορισμένων δημογραφικών και ιατρικών χαρακτηριστικών (πχ φύλο, είδος χειρουργικής επέμβασης) που συνδέονται με την περιπρωκτική νόσο στις ΙΦΝΕ και την πρόγνωση και έκβασή της. Τέλος, το θέμα θα μπορούσε να εξεταστεί και σε σύγκριση με ομάδες ασθενών με ΙΦΝΕ αλλά χωρίς περιπρωκτική νόσο, προκειμένου να αξιολογηθούν πιθανές σημαντικές διαφορές.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In this doctoral thesis, the data from surgical operations of patients with inflammatory bowel disease in the prefecture of Ioannina were examined. The data came from a file search in the two hospitals of the prefecture of Ioannina (University General Hospital of Ioannina and GNI "G. Chatzikosta"). All the cases that were operated on in the Hospitals of our region were examined and concern a very long period of 38 years (from 1980 to 2018).The key finding is that a very small percentage of these cases involved inflammatory bowel disease. Specifically, from the total of operated cases (1464) only 58 patients (3.96%) suffered from inflammatory bowel disease (ulcerative colitis and Crohn's disease). This finding shows that possibly the prevalence of inflammatory bowel diseases in the Ioannina region is low and the number of patients with such diseases that require surgical treatment is limited. Consequently, there is adequate management and treatment of these diseases with conservative tr ...
In this doctoral thesis, the data from surgical operations of patients with inflammatory bowel disease in the prefecture of Ioannina were examined. The data came from a file search in the two hospitals of the prefecture of Ioannina (University General Hospital of Ioannina and GNI "G. Chatzikosta"). All the cases that were operated on in the Hospitals of our region were examined and concern a very long period of 38 years (from 1980 to 2018).The key finding is that a very small percentage of these cases involved inflammatory bowel disease. Specifically, from the total of operated cases (1464) only 58 patients (3.96%) suffered from inflammatory bowel disease (ulcerative colitis and Crohn's disease). This finding shows that possibly the prevalence of inflammatory bowel diseases in the Ioannina region is low and the number of patients with such diseases that require surgical treatment is limited. Consequently, there is adequate management and treatment of these diseases with conservative treatment. So there is close monitoring and long-term care of patients with inflammatory bowel disease in the area. This is also achieved by the semi-urban character of the area covered by the two hospitals. Patients have easy and immediate access to them, and continuity of care is ensured over time. All of this has a positive effect on the functioning of the health system, as patients with inflammatory bowel disease do not need to travel to large urban centers for the monitoring of their disease, and their management and treatment can be achieved close to their place of residence. In this way, the large hospitals of Attica are decongested and financial resources are saved for the health system and for the patients themselves. The majority of IBD patients came from the University General Hospital of Ioannina, while the rest came from the GNI "G. Hatzikosta". This is to be expected, as the University Hospitals manage a larger number of patients for all diseases every day. Both men and women who were hospitalized at the GNI "G. Hadjikosta" was older than the patients treated at the University General Hospital of Ioannina. Autoimmune diseases usually show a female predominance, as considering all these diseases together, 8 out of 10 patients are women. This female predominance is particularly observed for diseases such as Sjogren's syndrome or systemic lupus erythematosus. In gastrointestinal disease, primary biliary cholangitis and celiac disease are much more common in women than in men. However, sex-specific differences are much less evident in other immune-mediated disorders, such as IBD (176). In IBD, gender differences have been reported for Crohn's disease but not for ulcerative colitis, although the data are conflicting and possibly dependent on geographic regions. In Europe and the United States, the prevalence of NK appears to be higher in women than in men, while in Asia the opposite has been observed(176). In the present study most patients with IBD were male, with females representing only 27.6% of patients. Regarding the age of the patients, NK and EC are mainly diagnosed in the second and third decades of life, although patients can be diagnosed at any and all ages(177). The causes that determine the age of onset of IBD remain unexplained. In pediatric disease, genetic factors seem to play the largest role, particularly in certain special cases, while in the elderly environmental factors seem to play a more important role(178).Also, as with most chronic diseases with a low mortality rate, the prevalence of the disease increases with age, with the highest prevalence rates of IBD occurring in the over 50 age group(177). The mean age of patients with IBD was approximately 49.5 years (Mean=49.63, SD=16.48). The youngest age was 25 and the oldest 77 years. Regarding the age group, most patients with IBD belonged to the age group of 31-40 years (19.6%).The stages of IBD range from mild to moderate to severe, with its main clinical manifestations including Crohn's disease and ulcerative colitis, which despite their differences in some symptoms, disease location and histopathological features, share gastrointestinal symptoms such as diarrhea , mucous and bloody stools and abdominal pain, as well as extraintestinal symptoms such as arthritis, mouth ulcers, skin lesions and eye problems. Furthermore, the numerous complications of IBD include strictures, abscesses, fistulas, and cancer associated with colitis(179). In particular, EC patients may develop anal fissures and cutaneous rickets as a result of irritation from diarrhea. However, the development of anal or perianal fistulas should raise concern for Crohn's disease(180). In the latter case the structural complications of NK such as stenosis, fistula and abscess appear after the initial 4-5 years of the disease and take place in a specific sequence, according to which chronic inflammation leads to stricture formation leading to fistula ascending to the intestine with abscess(181). The above possibly explains the frequency of these manifestations in the participants of the present study, where the most frequent diagnoses were peroneal abscesses (24.1%) followed by peroneal fistulas with a frequency of 19%.In the participants of the present study, some diagnoses occurred exclusively in men (periosteal abscesses, periosteal fistulae, obstructive ileus, Fournier's gangrene, torsion). On the other hand, necrosis and enterohemorrhagia occurred exclusively in women. Our findings are in agreement with those of the iCREST-CD study, where male gender was significantly associated with a high prevalence of perianal lesions(182). Liuetal. (2022) also found more frequent perianal involvement in men compared to women. In this study, it was also demonstrated that male gender was an independent protective factor against multisystemic extraintestinal manifestations of the disease as well as a risk factor for bowel perforation (183). Despite the above findings, there are also studies that did not establish the existence of a correlation between gender and perianal disease(140) or between clinical and phenotypic characteristics between males and females(184).In the present study, women had a higher incidence of ulcerative colitis than men. In the literature, it has been shown that in general, men and women have a similar incidence of UC before the age of 45 years. However, over the age of 45, men show a higher risk of developing EC than women(185,186).The majority of the diagnoses concerned patients from the University General Hospital of Ioannina. On the contrary, the stenosis was diagnosed 2 times at the GNI "G. Hatzikosta" and 1 time at the University General Hospital of Ioannina. Also, the only case of necrosis and the only case of twisting was diagnosed in patients from the GNI "G. Hatzikosta".In the present study a high percentage of patients (43.1%) had perianal disease. Perianal disease is common in NK and occurs in 30-70% of patients. Perianal manifestations may also occur in up to 10% of EC patients (187). more aggressive phenotype(188).Most patients with periodontal disease were hospitalized at the University General Hospital of Ioannina (20/25) and the rest at the GNI "G. Hatzikosta" (5/25).Periodontal disease occurred overwhelmingly in men. More specifically, men in the sample were 20 times more likely than women to develop periodontal disease. This finding is in agreement with that of other studies (189,190). But contrary were the findings of another study according to which women were more likely to develop any periodontal lesion except fistulas(191).Most cases of cervical disease were recorded in the 31-40 and 61-70 age groups. Likewise, in the retrospective study by Kühnetal. (2018) at the Rostock University Hospital, the mean age at first operation was 38 years (range: 17 – 66 years)(121). Also, in Hanetal's research. (2016) the mean age of patients with perianal disease was 33.8 years. Regarding the elderly cases, which were recorded with high frequency in this research, it is pointed out that they have an increased risk for perioperative complications (121).The most frequent operations were fistula resection, ligation, curettage-biopsy (14/58), opening-drainage (13/58) and typhlostomy, colostomy, ileostomy, sigmoidostomy (10/58). The most frequent operation in men was opening-drainage and fistula resection, ligation, scraping-biopsy and in women typhlostomy, colostomy, ileostomy, sigmoidostomy and colectomies. These data provide sufficient evidence regarding the frequency of surgery in these patients and their distribution by gender. The vast majority of IBD patients underwent general anesthesia (93.1%), while much smaller percentages were recorded under spinal anesthesia (3.4%) and local anesthesia and intoxication (1.7%). General anesthesia was the most common form of anesthesia in both men and women with IBD. In fact, for women it was the exclusive form of anesthesia. In all age groups, general anesthesia was the most common form of anesthesia. In fact, in some age groups (41-50 years and 51-60 years) it was the exclusive form of anesthesia. This element enriches the existing knowledge, as few studies have examined the issue of anesthesia in these surgical cases. Conversely, the topic of anesthesia has been extensively addressed in diagnostic procedures (192,193).The present study has some advantages but also some limitations. Regarding the advantages of this study, the main ones are as follows: a) the subject examined covers a large gap in the scientific literature and presents originality for the Greek data. It enriches the existing knowledge about the specific scientific field and creates questions for its further investigation. So its contribution to the promotion of scientific knowledge is judged to be sufficient and important. b) evidence was examined over a long period of approximately 38 years. Based on the type of research (archive research), a simple sample examination of the data under study was not done, but a complete inventory of them. In other words, all recorded cases of IFE in the two hospitals of the Prefecture of Ioannina for the above time period (1980-2018) were examined. Complete recording helps to overcome the disadvantages that come from sampling surveys (representativeness of the sample, reduction of the conclusions to the population, etc.).On the other hand, a key limitation of the research is the fact that only the variables for which there were already recorded data were examined. But this is an inherent disadvantage of the relevant research (archive research) and there was no possibility of overcoming it. Thus, data were recorded on only certain variables of interest and the researcher was not able to study additional data of interest. The results obtained from this doctoral thesis provide sufficient information for the surgical treatment of IBD patients with perianal disease. Therefore, they can be used to further evaluate them and to make recommendations for the optimal care of these patients. The results can be used by healthcare professionals for the supportive care and management of these patients, with the ultimate goal of maintaining and improving their quality of life. The topic of this PhD thesis can also be examined in the future with various other research designs, eg with prospective or retrospective studies or with a comparison between patients with ulcerative colitis and Crohn's disease. Some additional variables (eg disease outcome, quality of life, etc.) could also be examined, which were not assessed in the present survey due to its nature (record survey with specific recorded variables).Of particular interest would be the further examination of certain demographic and medical characteristics (eg gender, type of surgery) associated with perianal disease in IBD and its prognosis and outcome. Finally, the issue could also be examined in comparison with groups of patients with IBD but without perianal disease, in order to evaluate possible significant differences.
περισσότερα