Περίληψη
Η διδακτορική διατριβή διερευνά το ερώτημα κατά πόσον η επιτελεστική τέχνη (performance) μπορεί να ιδωθεί πέρα από κάθε είδους αναπαράσταση, μεταφυσική ή διαλεκτική. Ο τρόπος με τον οποίο διερευνάται το βασικό αυτό ερώτημα γίνεται μέσα από την παραγωγή ζωντανών έργων τα οποία προτείνουν μια σύλληψη της performance ως επιφάνειας: ως πεδίου που διατρέχεται μόνο από εντάσεις, εντός του οποίου αναδύονται συμβάντα και υποκειμενικότητες. Υπό αυτή την έννοια, το σώμα του καλλιτέχνη-performer δεν συνιστά όριο του έργου, αλλά εντάσσεται σε ένα χωροχρονικό συνεχές ύλης-ενέργειας που μεταβάλλεται συνεχώς. Η ίδια η πρακτική της performance συνιστά το σημείο εκκίνησης, το αντικείμενο, τη μέθοδο αλλά και το αποτέλεσμα της έρευνας, ενώ έρχεται να συνομιλήσει με μη-διαλεκτικούς στοχαστές όπως οι: Foucault, Spinoza, Deleuze & Guattari, Lyotard, Nietzsche, De Sade, Golding, Barad κ.ά. Η εικαστική γλώσσα των ζωντανών έργων που παρείχθησαν στα πλαίσια της έρευνας, αντλούν το λεξιλόγιό τους από τη σωματικ ...
Η διδακτορική διατριβή διερευνά το ερώτημα κατά πόσον η επιτελεστική τέχνη (performance) μπορεί να ιδωθεί πέρα από κάθε είδους αναπαράσταση, μεταφυσική ή διαλεκτική. Ο τρόπος με τον οποίο διερευνάται το βασικό αυτό ερώτημα γίνεται μέσα από την παραγωγή ζωντανών έργων τα οποία προτείνουν μια σύλληψη της performance ως επιφάνειας: ως πεδίου που διατρέχεται μόνο από εντάσεις, εντός του οποίου αναδύονται συμβάντα και υποκειμενικότητες. Υπό αυτή την έννοια, το σώμα του καλλιτέχνη-performer δεν συνιστά όριο του έργου, αλλά εντάσσεται σε ένα χωροχρονικό συνεχές ύλης-ενέργειας που μεταβάλλεται συνεχώς. Η ίδια η πρακτική της performance συνιστά το σημείο εκκίνησης, το αντικείμενο, τη μέθοδο αλλά και το αποτέλεσμα της έρευνας, ενώ έρχεται να συνομιλήσει με μη-διαλεκτικούς στοχαστές όπως οι: Foucault, Spinoza, Deleuze & Guattari, Lyotard, Nietzsche, De Sade, Golding, Barad κ.ά. Η εικαστική γλώσσα των ζωντανών έργων που παρείχθησαν στα πλαίσια της έρευνας, αντλούν το λεξιλόγιό τους από τη σωματική τέχνη της δεκαετίας του ’70, χρησιμοποιώντας μεθοδολογικά εργαλεία όπως το γυμνό και οι έντονες σωματικές πρακτικές. Εντούτοις, το διακύβευμα που προτάσσεται, είναι διαφορετικό από αυτό των καλλιτεχνών εκείνης της εποχής, οι οποίοι επεδίωξαν να ανακινήσουν τον θεατή από την παθητική στάση που είχε απέναντι στα γεγονότα της εποχής του και τις εξουσιαστικές δομές που του επιβάλλονταν. Στην παρούσα διατριβή, προτείνεται ένα εντελώς διαφορετικό φιλοσοφικό, αισθητικό, χωροχρονικό και οντολογικό παράδειγμα. Ενάντια σε κάθε είδους δίπολα όπως: υποκείμενο/αντικείμενο ψυχή/σώμα, θεωρία/πράξη κλπ., η παρούσα διδακτορική διατριβή σχετίζεται με μια θεώρηση του κόσμου – άρα και της performance – ως συνεχούς πεδίου δυνάμεων, χωρίς ιεράρχηση και χωρίς πρόσημο. Υπό αυτή την έννοια το χωροχρονικό παράδειγμα που προτάσσεται, έρχεται να συνομιλήσει με σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες όπως αυτές των υπερχορδών, της θεωρίας του χάους, των μορφογεννητικών και φρακταλικών δομών. Μέσα από αυτή την οντολογική και ηθική κίνηση, στόχος και βασικό διακύβευμα είναι η λειτουργία της performance ως φιλοσοφίας. Και αντιστοίχως, η αποκατάσταση της φιλοσοφίας ως ενσώματης πρακτικής και μεθόδου προς μια ζωή ριζικά άλλη, που βιώνεται με χαρά, ως αυτή που είναι, στο πλήρες φάσμα των εντάσεών της. Κάθε έργο που παρουσιάζεται στα πλαίσια της έρευνας συμβαίνει στο εδώ και στο τώρα, χωρίς την ύπαρξη σεναρίου και χωρίς να έχει προκαθοριστεί η εξέλιξή του. Παρόλα αυτά, οι συγκεκριμένες performances δεν είναι άμορφες, αλλά διέπονται από δομές, οι οποίες ορίζονται από τη χρήση πρωτοκόλλων διακυβέρνησης που λειτουργούν ως μορφογενετικοί τεχνολογικοί μηχανισμοί. Έναν τέτοιο μηχανισμό αποτελεί και η χρήση γραπτών συμβολαίων που θέτουν τα πρωτόκολλα ενδο-δράσης (intra-action) μεταξύ εμού και του κοινού. Τα πρωτόκολλα που θεσπίζω, ορίζουν, επί της ουσίας,τον ρυθμό της χρήσης του σώματός μου από άλλα σώματα, μετατρέποντάς το με αυτόν τον τρόπο σε σάρκα, η οποία είναι σε θέση να παράγει και να διανέμει εντάσεις κατά τη διάρκεια του έργου. Η επανάληψη που, εν τέλει, χαρακτηρίζει όλα μου τα έργα, μέσα από την επανάληψη της χρήσης του σώματος-σάρκας, λειτουργεί ως ένας συνεχώς ανατροφοδοτούμενος βρόγχος, που αφήνει πάντα ένα υπόλειμμα για να τροφοδοτήσει τα επόμενα έργα και τις επόμενες χρήσεις. Αυτό το υπόλειμμα είναι που λειτουργεί εν είδει νομίσματος, πληρώνοντας το χρέος της απώλειας κάθε αίσθησης ολότητας εαυτού, και που συνεχίζει να κυκλοφορεί από έργο σε έργο, δια μέσου της επανάληψης ως διαφοράς και αιώνιας επιστροφής στο τραύμα, για τη διατήρηση της ύπαρξης σε μια κατάσταση μόνιμης ρευστότητας και συνεχούς γίγνεσθαι.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This practice-led Ph.D. thesis suggests a radical rethinking and re-making of performance art, moving away from traditional approaches which limit live art discourse within binaries, essentialism and fixed identities; contemporary performance is instead rethought of as surface, as field occupied only by intensities. Through the examination of protocols of violence and protocols of written contracts in the performances carried out, the importance of protocols of governmentality in the production and distribution of intensities within live art, is emphasized. By regulating each performance-surface’s topographical structure, protocols of governmentality initiate morphogenetic processes governing the thickness and the porosity of boundaries within the performer-audience encounter, as manifested through the repetitive use of the performer’s body and its transmutation into flesh. Master and slave contracts as used in BDSM, are brought forward, both as examples of governmentality and as poten ...
This practice-led Ph.D. thesis suggests a radical rethinking and re-making of performance art, moving away from traditional approaches which limit live art discourse within binaries, essentialism and fixed identities; contemporary performance is instead rethought of as surface, as field occupied only by intensities. Through the examination of protocols of violence and protocols of written contracts in the performances carried out, the importance of protocols of governmentality in the production and distribution of intensities within live art, is emphasized. By regulating each performance-surface’s topographical structure, protocols of governmentality initiate morphogenetic processes governing the thickness and the porosity of boundaries within the performer-audience encounter, as manifested through the repetitive use of the performer’s body and its transmutation into flesh. Master and slave contracts as used in BDSM, are brought forward, both as examples of governmentality and as potential programs for the fabrication of a Body without Organs, indicating methodological tools on how to channel intensities within performances surfaces. Within the suggested paradigm, repetition in performance art is now rethought of as repetition of difference and Eternal Return to trauma. Along this line of thought, trauma is looked at as corporeal trace and residue circulating within feedback loops. The risk required on behalf of the performer for the aforementioned move to take place, opens up a horizon for performance art to become a locus for truth to be exposed, with truth being rethought of as parrhēsia; as event of courageous truth-telling where the performer-parrhēsiast exposes both themselves and a life which is radically other. Following from the above, performance-as-surface cannot but also suggest a radical rethinking regarding the production of images, that would dismiss representation, symbolism, and linguistic signification. Images are instead looked at: (a) as pulsating differences emerging during the convergence and divergence among different series of images, (b) as residues of the recurring exercise of forces upon the performer’s body, and/or (c) as shifting mechanisms within the flow of the performance’s duration. Consequently, this research radically resituates both performance-making and art-led research methods. The methodologies employed, in combination with references to non-dialectical thinkers, such as: Lyotard, Deleuze & Guattari, Foucault, Kierkegaard, Klossowski, Bataille, Warburg, Barad, Hadot, Golding, Califia and others, dismiss the Dogmatic Image of Thought as expressed by Hegelian dialectics and show how performance art might engender thinking via non-dogmatic images-thoughts. In so doing, the thesis aims at disrupting the practice vs. theory binary and reveal the entangled affairs of images-as-thoughts and research-as-practice, from which itself has emerged. What essentially comes out of this delicate weave is a way of grasping an ontoepistemological move, brought into poetic performance environments, to resituate the logic of sense and update it to the 21st century. By rethinking performance art as surface, a further discussion about a new hermeneutics of the subject opens, with identity now being grasped as pulsating difference and fortuitous case submitted to Eternal Return. In addition, the potential of new ways of being with, via ideas of vulnerability and affectability, is enabled, after raising the urgency for a politics of intimacy and an ethics of care in performance art. In so doing, performance-as-surface suggests a revaluation of performance-as-philosophy, that is; as praxis towards life-as-surface, a life experienced in its full intensity and in pure joy.
περισσότερα