Περίληψη
Ο καρκίνος του μαστού είναι η δεύτερη πιο συχνή μορφή καρκίνου στις γυναίκες και η κύρια αιτία θανάτου που προκαλείται από κακοήθεια. Περίπου 20-25% του καρκίνου του μαστού υπερεκφράζει τον ανθρώπινο υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα II (HER-2).Σκοπός: Η παρούσα µελέτη έχει ως ερευνητικό στόχο τη διερεύνηση της χρησιμότητας των νεότερων υπερηχογραφικών δεικτών και των βιοδεικτών BNP και τροπονίνης Ι στην πρώιμη διάγνωση της καρδιακής δυσλειτουργίας σε γυναίκες με μεταστατικό HER-2 καρκίνο του μαστού που υποβάλλονται σε θεραπεία με συνδυασμό μονοκλωνικών αντισωμάτων. Μέθοδος: Στη μελέτη περιλήφθηκαν 49 ασθενείς (μ.ο ηλικίας 54.4±2.6 έτη) με μεταστατικό HER-2 θετικό καρκίνο του μαστού και ελεύθερο καρδιολογικό ιστορικό. Τα φάρμακα της μελέτης ήταν η τραστουζουμάμπη σε συνδυασμό μκε την περτουζουμάμπη και την ντοσιταξέλη. Για τους σκοπούς της μελέτης χρησιμοποιήθηκε και μια ομάδα ελέγχου υγιών γυναικών. Η παρακολούθηση των ασθενών ξεκίνησε πριν την έναρξη της θεραπε ...
Ο καρκίνος του μαστού είναι η δεύτερη πιο συχνή μορφή καρκίνου στις γυναίκες και η κύρια αιτία θανάτου που προκαλείται από κακοήθεια. Περίπου 20-25% του καρκίνου του μαστού υπερεκφράζει τον ανθρώπινο υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα II (HER-2).Σκοπός: Η παρούσα µελέτη έχει ως ερευνητικό στόχο τη διερεύνηση της χρησιμότητας των νεότερων υπερηχογραφικών δεικτών και των βιοδεικτών BNP και τροπονίνης Ι στην πρώιμη διάγνωση της καρδιακής δυσλειτουργίας σε γυναίκες με μεταστατικό HER-2 καρκίνο του μαστού που υποβάλλονται σε θεραπεία με συνδυασμό μονοκλωνικών αντισωμάτων. Μέθοδος: Στη μελέτη περιλήφθηκαν 49 ασθενείς (μ.ο ηλικίας 54.4±2.6 έτη) με μεταστατικό HER-2 θετικό καρκίνο του μαστού και ελεύθερο καρδιολογικό ιστορικό. Τα φάρμακα της μελέτης ήταν η τραστουζουμάμπη σε συνδυασμό μκε την περτουζουμάμπη και την ντοσιταξέλη. Για τους σκοπούς της μελέτης χρησιμοποιήθηκε και μια ομάδα ελέγχου υγιών γυναικών. Η παρακολούθηση των ασθενών ξεκίνησε πριν την έναρξη της θεραπείας και γινόταν κάθε τρεις μήνες και ολοκληρώνονταν με το πέρας των δύο ετών. Αποτελέσματα: Στη δική μας μελέτη το ποσοστό εμφάνισης καρδιοτοξικότητας ήταν 10,2% και παρατηρήθηκε σε 5 ασθενείς. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι αυξημένες τιμές των BNP, DET, IVRT και LVEDD είχαν ως αποτέλεσμα αυξημένες πιθανότητες να έχουμε τιμή EFLV κάτω από το όριο (<50%), ως ένδειξη καρδιακής τοξικότητας. Το GLS έδειξε αρνητική σημαντική συσχέτιση με το αποτέλεσμα, όπου οι αυξημένες πιθανότητες καρδιακής τοξικότητας συσχετίστηκαν με χαμηλότερες τιμές του GLS (OR = 0,45, 95% CI [0,34, 0,60], p < 0,001) επομένως μια μείωση κατά μία μονάδα στο GLS θα είχε ως αποτέλεσμα 2,22% περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης καρδιακής τοξικότητας. Οι υπερηχογραφικοί δείκτες με τους οποίους εκτιμήθηκε η λειτουργικότητα της δεξιάς κοιλίας δεν έδειξαν στατιστικώς σημαντική διαφορά. Συμπέρασμα: Η ανίχνευση της πρώιμης μεταβολής των νεότερων υπερηχογραφικών δεικτών GLS, IVRT και του βιοδείκτη BNP φαίνεται να αποτελεί ένα χρήσιμο διαγνωστικό εργαλείο στην πρώιμη ανίχνευση της τύπου ΙΙ καρδιοτοξικότητας σε γυναίκες με μεταστατιό ΗER-2 καρκίνο του μαστού υπό θεραπεία με συνδυασμό μονοκλωνικών αντισωμάτων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Background: Breast cancer is the second most common form of cancer in women and about 20-25% of cases overexpress the human receptor of epidermal growth factor II (HER-2). Purpose: To investigate the usefulness of newer ultrasound indices and biomarkers BNP and troponin I in the early diagnosis of cardiac dysfunction in women with metastatic HER-2 breast cancer undergoing treatment with a combination of monoclonal antibodies Methods: The study included 49 patients (mean age 54.4±2.6 years) with metastatic HER-2 positive breast cancer and without a history of cardiovascular disease. The study drugs were Pertuzumab plus Trastuzumab plus Docetaxel. A control group was also used for the study purposes. Patient follow-up began before treatment and was performed every three months for a maximum of 2 years. Results: The rate of cardiotoxicity was 10.2% and was observed in 5 patients. The results indicated that elevated values of BNP, DET, IVRT and LVEDD resulted in increased odds of having an ...
Background: Breast cancer is the second most common form of cancer in women and about 20-25% of cases overexpress the human receptor of epidermal growth factor II (HER-2). Purpose: To investigate the usefulness of newer ultrasound indices and biomarkers BNP and troponin I in the early diagnosis of cardiac dysfunction in women with metastatic HER-2 breast cancer undergoing treatment with a combination of monoclonal antibodies Methods: The study included 49 patients (mean age 54.4±2.6 years) with metastatic HER-2 positive breast cancer and without a history of cardiovascular disease. The study drugs were Pertuzumab plus Trastuzumab plus Docetaxel. A control group was also used for the study purposes. Patient follow-up began before treatment and was performed every three months for a maximum of 2 years. Results: The rate of cardiotoxicity was 10.2% and was observed in 5 patients. The results indicated that elevated values of BNP, DET, IVRT and LVEDD resulted in increased odds of having an EFLV% value below the threshold, as an indication of cardiac toxicity. GLS showed a negative significant association with the outcome, where increased odds of cardiac toxicity were associated with lower values of GLS (OR =0.45, 95% CI [0.34, 0.60], p < .001) therefore a one-unit decrease in GLS would result in 2.22 more odds of developing cardiac toxicity. Ultrasound indices of right ventricular function did not show significant changes. Conclusions: Detection of early changes in global longitudinal strain (GLS), IVRT and BNP appears to be a useful diagnostic tool in the timely detection of type II cardiotoxicity in women with metastatic HER-2 breast cancer being treated with a combination of monoclonal antibodies.
περισσότερα