Περίληψη
Αντικείμενο της διατριβής είναι η διακρίβωση του τρόπου με τον οποίο η πρόσληψη της Κίνας, όπως την προσδίδουν οι αρμόδιοι φορείς στην Ελλάδα, επηρέασε τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής και την πορεία των διμερών σχέσεων γενικότερα. Εστιάζει στον έλεγχο των περιπτώσεων όπου βασικά ρεύματα που έχουν ορίσει τη δυτική σκέψη, όπως και δυσκολίες στην πληροφόρηση, έχουν αποτελέσει παράγοντες αδυναμίας για τη δημιουργία καθαρής εικόνας, με σύνηθες αποτέλεσμα η πολιτική που χαράζουν τα κράτη να διαμορφώνεται βάσει απλοϊκών ερμηνειών ή των ερμηνειών που απλά αρμόζουν στις περιστάσεις. Ταυτόχρονα διερευνάται ο συσχετισμός μεταξύ των συμπεριφορών Κίνας και δυτικών κρατών στα εξεταζόμενα ζητήματα. Μέσω αυτής της προσέγγισης οριοθετούνται οι προοπτικές των σχέσεων και οι περιορισμοί στις δυνατότητες που διανοίγονται, οι οποίοι απορρέουν από το συσχετισμό δυνάμεων στο διεθνές περιβάλλον, καθώς και τους εσωτερικούς μηχανισμούς των δύο κρατών. Η εξεταζόμενη περίοδος διατείνεται από το 2004, οπότε ...
Αντικείμενο της διατριβής είναι η διακρίβωση του τρόπου με τον οποίο η πρόσληψη της Κίνας, όπως την προσδίδουν οι αρμόδιοι φορείς στην Ελλάδα, επηρέασε τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής και την πορεία των διμερών σχέσεων γενικότερα. Εστιάζει στον έλεγχο των περιπτώσεων όπου βασικά ρεύματα που έχουν ορίσει τη δυτική σκέψη, όπως και δυσκολίες στην πληροφόρηση, έχουν αποτελέσει παράγοντες αδυναμίας για τη δημιουργία καθαρής εικόνας, με σύνηθες αποτέλεσμα η πολιτική που χαράζουν τα κράτη να διαμορφώνεται βάσει απλοϊκών ερμηνειών ή των ερμηνειών που απλά αρμόζουν στις περιστάσεις. Ταυτόχρονα διερευνάται ο συσχετισμός μεταξύ των συμπεριφορών Κίνας και δυτικών κρατών στα εξεταζόμενα ζητήματα. Μέσω αυτής της προσέγγισης οριοθετούνται οι προοπτικές των σχέσεων και οι περιορισμοί στις δυνατότητες που διανοίγονται, οι οποίοι απορρέουν από το συσχετισμό δυνάμεων στο διεθνές περιβάλλον, καθώς και τους εσωτερικούς μηχανισμούς των δύο κρατών. Η εξεταζόμενη περίοδος διατείνεται από το 2004, οπότε η ανασύνταξη της εξωτερικής πολιτικής και των δύο πλευρών οδήγησε σε αμοιβαία εκδήλωση ενδιαφέροντος για ανάπτυξη στενότερης διμερούς συνεργασίας, μέχρι και το 2012. Μεγάλο μέρος της περιόδου χαρακτηρίστηκε από την προβολή μίας υπερβάλουσας προσδοκίας από τη σχέση με την Κίνα, η οποία εν μέρει εξυπηρετούσε εσωτερικές ανάγκες, αλλά και αντικατόπτρισε βασικές αδυναμίες στις ελληνικές τακτικές και εκτιμήσεις. Σταματάει στο στάδιο κατά το οποίο άρχισε να διαφαίνεται μία συνειδητοποίηση των πολύ βασικών ορίων και δυνατοτήτων της σχέσης και να παρουσιάζεται αλλαγή πλεύσης στις ελληνικές κινήσεις, βασισμένη σε ρεαλιστικούς στόχους. Υπό αυτή την έννοια, οι εικόνες που εξετάζονται είναι οι προσχηματισμένες, καθώς και όσες σχηματίστηκαν κατά την πρώτη περίοδο των πιο έντονων επαφών και οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για μετέπειτα κινήσεις, μέχρι και τις μέρες μας.Διερευνώνται οι βασικές αδυναμίες της προσέγγισης μίας πολυσχιδούς σχέσης που αποπειράθηκε να δημιουργήσει η ελληνική πλευρά, ενώ ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην πιο ασαφή παράμετρο βάσει της οποίας οι αρμόδιοι οριοθέτησαν την ελληνοσινική σχέση και συγκεκριμένα την παρουσίαση της σχέσης ως αυτής δύο ‘στρατηγικών εταίρων.’ Περαιτέρω, η εξέταση εστιάζει στον κατ’ εξοχήν τομέα στον οποίο δημιουργήθηκαν προσδοκίες στο ελληνικό έδαφος μετά την υπογραφή διμερών συμφωνιών τα τελευταία χρόνια, δηλαδή την εμπορική και οικονομική συνεργασία. Έτσι μελετώνται τρεις τομείς που προβλήθηκαν ως οι πιο υποσχόμενοι: οι συμφωνίες παραχώρησης λιμένων, ο τουρισμός και η προώθηση εξαγωγών. Και στις τρεις περιπτώσεις, διερευνάται ο βαθμός στον οποίο η πρόσληψη την οποία προσέδωσε η ελληνική ηγεσία, εν τέλει χαρακτήρισε την εικόνα που πρόβαλε η κινεζική πλευρά στην πράξη, δηλαδή ο βαθμός στον οποίο αντικατόπτρισε ρεαλιστικά δεδομένα και επηρέασε την πορεία των σχέσεων και για τις δύο πλευρές. Στο πλαίσιο της ανάλυσης, αντιπαρατίθενται οι πολυπλοκότητες που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη και διεθνή πολιτική της Κίνας και η ανταπόκριση της διεθνούς κοινότητας σε αυτές, με τις ανασφάλειες που διέπουν τη χάραξη αυτόνομης πολιτικής από μικρά κράτη. Η ανάλυση αυτή αναδεικνύει, έτσι, γενικότερους προβληματισμούς στις ισορροπίες δυνάμεων στο μεταψυχροπολεμικό γίγνεσθαι, αλλά και το ρόλο των κυβερνήσεων στις διακρατικές εμπορικές και οικονομικές συναλλαγέςεντός του διεθνούς πλαισίου του ελεύθερου εμπορίου που επικράτησε.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Representations of China and the Orient in the western mentality have traditionally been fueled by prejudice and discrepancy. The rapid development of China further fueled numerous conflicting theories and misperceptions. Chinese foreign policy indeed poses unique challenges due to the contradictions surrounding modern China. This thesis explores Greek perceptions of China between 2004 and; main focus is to examine the extent to which preconceived perceptions, lack of information and cultural differences tampered with the Greek efforts foster stronger relations with China. Intercultural differences in economic negotiations, and known facts about the Chinese foreign policy are compared to the interpretation of the transactions in the Greek state. The realistic dimensions and limitations of the Chinese bilateral relations with EU member-states are highlighted and contrasted to the Greek expectations. The period was important because both sides expressed an interest to form closer ties, ...
Representations of China and the Orient in the western mentality have traditionally been fueled by prejudice and discrepancy. The rapid development of China further fueled numerous conflicting theories and misperceptions. Chinese foreign policy indeed poses unique challenges due to the contradictions surrounding modern China. This thesis explores Greek perceptions of China between 2004 and; main focus is to examine the extent to which preconceived perceptions, lack of information and cultural differences tampered with the Greek efforts foster stronger relations with China. Intercultural differences in economic negotiations, and known facts about the Chinese foreign policy are compared to the interpretation of the transactions in the Greek state. The realistic dimensions and limitations of the Chinese bilateral relations with EU member-states are highlighted and contrasted to the Greek expectations. The period was important because both sides expressed an interest to form closer ties, without however, having a formed a clear image of potential fields of cooperation or potential opportunities. As such initial contacts and attempts reflected their preconceived perceptions of each other rather than concrete targets. At the same time, the breakout of financial crisis tested Europe’s relationship with China, as all crisis-stricken states turned to the rising power for support. In this framework, Greek images appeared to be embedded in a monolithic model of protective relationships between strong powers and small states. The expectations from China in terms of investments and economic deals appeared to be overly ambitious, suggesting extraordinariness in the case of Greece among EU member-states. Actual understanding of the Chinese economy appeared to be scarce; most attempts to attract investments were unfounded, while in the few ventures that proved to succeed, interpretation of the success was often misleading. The first part of the thesis gets to grips with the abstract nature of the ‘strategic partnership’ the two sides concluded in 2006. The main part of the thesis focuses on the negotiations and transactions that transpired in the three areas of interest: investment attraction, trade promotion and tourism. Special reference is made on the single significant FDI agreement reached, evaluating the main factors that drove Chinese interest and contrasting those to the contradictory interpretations of the agreement inside Greece. The analysis attempts to demonstrate that frequent interaction and a small improvement relations brought about a cognitive transformation yet limited. It is in fact suggested that while pre-existing images of China were challenged, weaknesses in understanding. This perseverance of preconceived notions is seen as primarily rooted on lack of internal cohesiveness that clouds the country’s foreign economic policy as a total.
περισσότερα