Περίληψη
Η παρούσα διδακτορική διατριβή επιχειρεί να αναλύσει και να σχολιάσει την επίδραση ευρωπαϊκών περιβαλλοντολογικών και αγροτικών πολιτικών και προγραμμάτων μεγάλης εμβέλειας επάνω στο επίπεδο ευημερίας των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόγραμμα που εξετάζεται με ενδελέχεια στην διατριβή αυτή είναι η «Κοινοτική Οδηγία-Πλαίσιο για τα Νερά» (2000/60/EC) που ως στόχο της είχε τον ορισμό ενός κοινού πλαισίου για την Κοινότητα στον τομέα των υδάτων ώστε να σχηματισθεί ένα ολοκληρωμένο και αναλυτικό πλαίσιο δράσεων, πολιτικών και κατηγοριοποίησης όλων των υδάτινων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάλυση επιχειρεί να «ισορροπήσει» μεταξύ της οικονομικής επιστήμης και των κοινωνικών επιστημών χρησιμοποιώντας την οικονομική θεωρία και τα εργαλεία της χωρίς όμως να αγνοούνται οι περιορισμοί της. Ο στόχος της διατριβής είναι να δοθεί μια ανθρωποκεντρική οπτική στον σχεδιασμό πολιτικών, κάτι που συχνά μπορεί να απουσιάζει όταν οικονομικά εργαλεία και νεοκλασικές πρακτικές χρησιμοποιούνται στο έπ ...
Η παρούσα διδακτορική διατριβή επιχειρεί να αναλύσει και να σχολιάσει την επίδραση ευρωπαϊκών περιβαλλοντολογικών και αγροτικών πολιτικών και προγραμμάτων μεγάλης εμβέλειας επάνω στο επίπεδο ευημερίας των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόγραμμα που εξετάζεται με ενδελέχεια στην διατριβή αυτή είναι η «Κοινοτική Οδηγία-Πλαίσιο για τα Νερά» (2000/60/EC) που ως στόχο της είχε τον ορισμό ενός κοινού πλαισίου για την Κοινότητα στον τομέα των υδάτων ώστε να σχηματισθεί ένα ολοκληρωμένο και αναλυτικό πλαίσιο δράσεων, πολιτικών και κατηγοριοποίησης όλων των υδάτινων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάλυση επιχειρεί να «ισορροπήσει» μεταξύ της οικονομικής επιστήμης και των κοινωνικών επιστημών χρησιμοποιώντας την οικονομική θεωρία και τα εργαλεία της χωρίς όμως να αγνοούνται οι περιορισμοί της. Ο στόχος της διατριβής είναι να δοθεί μια ανθρωποκεντρική οπτική στον σχεδιασμό πολιτικών, κάτι που συχνά μπορεί να απουσιάζει όταν οικονομικά εργαλεία και νεοκλασικές πρακτικές χρησιμοποιούνται στο έπακρο. Επιπλέον, η διατριβή αυτή εξετάζει τις επιπτώσεις της οδηγίας 2000/60/EC κατά την διάρκεια της περιόδου εφαρμογής της αλλά και μετά την περίοδο που τα αποτελέσματα της εφαρμογής έπρεπε να γίνουν ορατά. Τέλος, σχολιάζονται τα ευρήματα από τις πλευρές των φυσικών, κοινωνικών και οικονομικών επιστημών.Οι παρακάτω ερωτήσεις θα γίνει προσπάθεια να απαντηθούν στο σύνολο της διατριβής¨1. Ποιές είναι οι πραγματικές επιπτώσεις μεγάλων «κεφαλαίων» πολιτικής όπως η Κοινοτική Οδηγία-Πλαίσιο για τα Νερά (εφεξής, ΚοπΥ);2. Ποιά είναι, εάν υπάρχει, η επίπτωση των επιστημονικών μοντέλων στον σχεδιασμό αγρο-περιβαλλοντικών πολιτικών σε συγκεκριμένες λεκάνες απορροής;3. Είναι αποτελεσματικά από πλευράς κόστους, τέτοια μεγάλα «κεφάλαια» πολιτικής;4. Ποιός ωφελείται περισσότερο από αυτά, τα πλούσια ή τα λιγότερο πλούσια νοικοκυριά;5. Εάν ληφθούν υπ’οψιν οι ατομικές απόψεις για τον κίνδυνο, πόσο καλά αντιπροσωπεύουν τα πραγματικά προβλήματα και κινδύνους στα υδάτινα περιβάλλοντα και πόσο πρέπει να επηρεάζουν αυτές οι απόψεις τον σχεδιασμό πολικής;6. Πώς οι οικολογικοί και περιβαλλοντικοί δείκτες που ορίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τα νερά βοηθούν τους πολίτες της να κατανοήσουν τους κινδύνους στα υδάτινα περιβάλλοντα, με δεδομένη την επιθυμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συμπεριλάβει όλο και περισσότερο δημόσιες διαβουλεύσεις κατά τον σχεδιασμό μεγάλων «κεφαλαίων» πολιτικής στα θέματα του περιβάλλοντος;Οι υδάτινοι πόροι ενδιαφέροντος της ΚοπΥ επικεντρώνονται σε εσωτερικούς επιφανειακούς, υπόγειους και παράκτιους πόρους καθώς και σε υδάτινους πόρους κοινής ιδιοκτησίας μεταξύ χωρών-μελών. Ο στόχος της ΚοπΥ ήταν να εισαγάγει μια νέα μορφή διαχείρισης υδάτινων πόρων που θα βασίζεται επάνω σε κάθε μια λεκάνη απορροής ποταμού ξεχωριστά. Η θέσπιση συγκεκριμένων προθεσμιών για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων για υδάτινα οικοσυστήματα στόχευε στην βαθμηδόν επίτευξη των διάφορων «φιλόδοξων» στόχων.Η ΚοπΥ επίσης εισήγαγε και υιοθέτησε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τις στατικές και-μη πηγές (συνήθως αναφερόμενες ως «σημειακές και διάχυτες» πηγές) μόλυνσης τωνυδάτινων πόρων, προσπάθεια που βασίστηκε επάνω στα ευρήματα προηγούμενων κοινοτικών οδηγιών.Η ολοκληρωμένη διαχείριση σε επίπεδο λεκανών απορροής επαφίεται στις κατά τόπους επιτροπές που συστάθηκαν ανά Υδατικό Διαμέρισμα που υπάγονται στην αντίστοιχη Εθνική Επιτροπή Υδάτων. Κάθε επιτροπή Υδατικού Διαμερίσματος όφειλε να εκπονήσει σχέδια διαχείρισης για κάθε λεκάνη απορροής ποταμών που υπάγονται στο συγκεκριμένο υδατικό διαμέρισμα που θα έπρεπε στην συνέχεια να εγκριθεί από την εθνική επιτροπή.Ο στόχος της ΚοπΥ ήταν η επίτευξη του «καλού οικολογικού επιπέδου», ο «χαμένος κρίκος» μεταξύ περιβαλλοντικών πολιτικών, ελέγχου εκπομπών μόλυνσης και επίτευξης περιβαλλοντικών στόχων (χημικών και οικολογικών). Πιο συγκεκριμένα, η επίτευξη της «Καλής Οικολογικής Κατάστασης» (ΚΟΚ) μέχρι το 2015 ήταν ο γενικός στόχος, επικεντρώνοντας την προσοχή σε βιολογικούς δείκτες που θα κατέτασσαν τα νερά σε πέντε τάξεις (Εξαιρετική, πολύ καλή, καλή, μέτρια και κακή). Η ΚοπΥ συνέδεε υπάρχουσες κοινοτικές οδηγίες, επέτασσε την συνεργασία μεταξύ κρατών-μελών λόγω μεταβατικών υδάτινων πόρων, επεκτεινόταν σε θέματα στους τομείς της ενέργειας, αγροτικής παραγωγής, αλιείας, τουρισμού και μεταφορών, απαιτούσε την νομοθετική θέσπιση κανόνων καλής περιβαλλοντικής χρήσης από όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ και τέλος την ανάλυση και ταξινόμηση κάθε υδάτινου όγκου στην ΕΕ και σχεδιασμό της διαχείρισής του. Ο απώτερος στόχος της ΚοπΥ είναι η εξάλειψη των πιο σημαντικών μολυσματικών στοιχείων στο υδάτινο και το θαλάσσιο περιβάλλον, δίνοντας την ευχέρεια κινήσεων και εφαρμογών των πολιτικών σε κάθε χώρα-μέλος.Κάθε χώρα-μέλος όφειλε να δώσει απαντήσεις στα παρακάτω ερωτήματα για την οικονομική αποτίμηση της εφαρμογής της ΚοπΥ σε κάθε υδάτινο όγκο:- Ποιές είναι οι χρήσεις του νερού σε κάθε λεκάνη απορροής ποταμού;- Πληρώνει ο καθένας ανάλογα με την χρήση που κάνει ή ο καθένας που μολύνει ανάλογα με την ζημιά που προκαλεί, στο υδάτινο περιβάλλον;- Εμφανίζονται όλα τα είδη κόστους στην ανάλυση (περιβαλλοντικά και οικονομικά);- Είναι αυτά τα κόστη ρεαλιστικά με δεδομένη την παρούσα κατάσταση του εκάστοτε πόρου;Όλα τα παραπάνω έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την ανάλυση Κόστους Οφέλους προσαρμοσμένη για περιβαλλοντικά αγαθά. Η ανάλυση αυτή περιλαμβάνει κόστη (άμεσα και έμεσσα), οφέλη (διοικητικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά, έμμεσα και προσόδους σπανιότητας). Τα κόστη και τα οφέλη έπειτα πρέπει να αθροιστούν χωρικά και χρονικά.Η οικονομική ανάλυση δεν ήτανε το τελικό στάδιο ανάλυσης, αντιθέτως η ΚοπΥ εισήγαγε την ανάλυση της δυσαναλογίας (disproportionality analysis). Η ποιοτική ανάλυση αυτή καθορίζει ποιές τοπικές κοινωνικές ομάδες πιθανολογείται να σηκώνουν δυσανάλογα οικονομικά βάρη σε σχέση με άλλες για να επιτευχθεί η ΚΟΚ στον εκάστοτε υδάτινο όγκο. Εάν αυτό συνέβαινε, η διοικούσα αρχή έχει την δυνατότητα να μην εφαρμόσει την ΚοπΥ.Τα παραπάνω αναλύονται στην παρακάτω περίπτωση προς μελέτη στον ποταμό Λούρο στην Ελλάδα. Ο ποταμός Λούρος βρίσκεται κοντά σε δύο μετρίου μεγέθους αστικά κέντρα (Πρέβεζα και Άρτα) με συνολικό πληθυσμό 67,429 (ΕΛ.ΣΤΑΤ 2011). Η λεκάνη απορροής του Λούρου βρίσκεται σε περιοχές που λαμβάνουν χώρα οικονομικές δραστηριότητες απόετήσιες αγροτικές καλλιέργειες, εκτροφή ζωοειδών και γενικές οικονομικές δραστηριότητες αστικών κέντρων.Κατά συνέπεια η μόλυνση και οι αιτίες της εντοπίζονται στην εναπόθεση χημικών στοιχείων στα νερά από λιπάσματα και ζωικά εκρίμματα, εντομοκτόνα (που οδηγούν στον ευτροφισμό των υδάτων όπου διαβιούν πληθυσμοί σολομού) και μη-επαρκή διαχείριση ανθρώπινων λυμάτων. Οι πηγές μόλυνσης όμως δεν φαίνονται από τα διαθέσιμα δεδομένα να επιβάλλουν άμεση εφαρμογή αγρο-περιβαλλόντικών μέτρων μιας και το επίπεδο των νερών είναι καλό. Ως εκ τούτου η οικονομική ανάλυση κρίθηκε απαραίτητη. Για την οικονομική ανάλυση, 4 είδη ετήσιων καλλιεργειών λήφθηκαν υπ’ όψιν (μηδική, βαμβάκι, αραβόσιτος και εσπεριδοειδή) και 4 μορφές διαχείρισης (μειώσεις σε νιτρικά και φωσφορικά λιπάσματα, αγρανάπαυση ποτισμένης γης, εναλλαγή καλλιεργειών και ζώνες αγρανάπαυσης). Το κόστος υπολογίστηκε για κάθε μορφή καλλιέργειας και κάθε μορφής διαχείρισης. Στην συνέχεια υπολογίστηκαν οι οριακές καμπύλες μείωσης/αποφυγής κόστους για κάθε μορφή/σενάριο διαχείρισης. Οι μορφές διαχείρισης που επέτρεπαν την αγρανάπαυση ήταν οι λιγότερο κοστοβόρες αλλά ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Με άλλα λόγια, για να επιτευχθούν τα επίπεδα συγκέντρωσης νιτρικών και φωσφωρικών στα νερά του Λούρου θα έπρεπε να καταναλωθούν δυσανάλογα μεγάλα ποσά σε σχέση με τα οφέλη και αυτό κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται κυρίως στην ήδη καλή ποιότητα των νερών της περιοχής.Εάν η κλιματική αλλαγή και τα σενάρια του IPCC (2007) συμπεριληφθούν στα μοντέλα INCA της ανάλυσης μας, οι μειώσεις στην βροχόπτωση και οι υψηλότερες θερμοκρασίες φαίνονται προβλέπονται να μειώσουν την μεταφορά ιζημάτων και να αυξήσουν την απορρόφηση θρεπτικών από τα φυτά, βραχυπρόθεσμα. Συμπεριλαμβάνοντας την κλιματική αλλαγή στα μοντέλα πρόβλεψης δεν αλλάζουν πολλά στο πιο μοντέλο διαχείρισης είναι το λιγότερο κοστοβόρο.Τα οφέλη από την εφαρμογή της ΚοπΥ στον Λούρο μετρήθηκαν στην συνέχεια. Σαν οφέλη θεωρήθηκε η Επιθυμία για Πληρωμή που εκδήλωσαν συμμετέχοντες σε παρόμοιες πρωτογενείς έρευνες για την εφαρμογή της ΚοπΥ σε άλλες χώρες της ΕΕ και το αποτέλεσμα ήταν 40.93 Ευρώ ανά νοικοκυριό για να επιτευχθεί Καλή Οικολογική Κατάσταση στο Λούρο. Εάν συνυπολογιστεί το σύνολο των νοικοκυριών της περιοχής και ένας χρονικός ορίζοντας 6 ετών (μέχρι την επίτευξης της ΚοπΥ, δηλαδή μέχρι το έτος 2016) το σύνολο είναι 11,150,948 ευρώ (με χρήση ενός χαμηλού και σταθερού προεξοφλητικού επιτοκίου 1,5%). Τα οφέλη είναι σημαντικά μικρότερα από το κόστος και το φυσικό ερώτημα είναι πως μπορούν να αποφευχθούν λάθη στον σχεδιασμό και την εφαρμογή μεγάλων «κεφαλαίων» πολιτικής, με δεδομένα τις σοβαρές επιπτώσεις εάν εφαρμοστούν ενώ δεν χρειάζονται ή να μην εφαρμοστούν ενώ είναι αναγκαία.Τα λάθη αυτά ονομάστηκαν λάθη Τύπου Ένα (υιοθέτηση προγράμματος ενώ δεν είναι απαραίτητο) και Τύπου Δύο (μη υιοθέτηση προγράμματος ενώ είναι απαραίτητο) και η διαδικασία εντοπισμού τους απαρτίζεται από 8 βήματα:1. Ορισμός και περιγραφή του προβλήματος που απαιτεί το εκάστοτε αγρο-περιβαλλοντικό πρόγραμμα να εφαρμοστεί2. Χρήση υπαρχόντων δεδομένων (κοινωνικο-οικονομικών και μη) για την κατασκευή μοντέλων μεταφοράς θρεπτικών στην εκάστοτε λεκάνη απορροής ποταμού3. Επισήμανση πιθανών λαθών τύπου Ένα και Δύο4. Πρόταση μέτρων και πολιτικών αποφυγής5. Ένταξη των μέτρων αποφυγής στα μοντέλα μεταφοράς θρεπτικών και ορισμός των μετρήσεων βάσης6. Ανάλυση των επιπτώσεων εφαρμογής των μέτρων αποφυγής και πώς η λανθασμένη εφαρμογή τους μπορεί να οδηγήσει σε λάθη πολιτικής τύπου Ένα και Δύο7. Επαν-υπολογισμός των μοντέλων συμπεριλαμβάνοντας τις περιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και αλλαγής στην χρήση γης8. Προσδιορισμός σεναρίων όπου η εφαρμογή αγρο-περιβαλλοντικών μέτρων στο παρόν μπορεί να μοιάζει δικαιολογημένη ή όχι αλλά στο μέλλον λόγω κλιματικής αλλαγής να καταστεί περιττή ή αναγκαίαΗ εφαρμογή της ΚοπΥ στις χώρες της ΕΕ πυροδότησε μεγάλο αριθμό μελετών στις οικονομικές επιστήμες για την αποτίμηση του κόστους και του οφέλους από την επίτευξης της ΚΟΚ. Η διατριβή αυτή προσπάθησε να αποτιμήσει την συνεισφορά όλων αυτών των μελετών στους τομείς της αγρο-περιβαλλοντικής πολιτικής και στο κατά πόσον τέτοια προγράμματα συμβάλλουν στην προσπάθεια επίτευξης μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Η ποσοτική μέθοδος που επιλέχθηκε ήταν η μέτα-ανάλυση (meta-analysis), όπου συναφείς μελέτες που υπολογίζουν τις ίδιες μονάδες συγκεντρώνονται και βάση με την στατιστική εγκυρότητά τους επηρεάζουν λιγότερο ή περισσότερο το συνολικό αθροιστικό αποτέλεσμα της μέτα-ανάλυσης. Επίσης, η Ελαστικότητα Εισοδήματος της Επιθυμίας για Πληρωμή μετρήθηκε μιας και είναι δείκτης του κατα πόσον το αγαθό που αποτιμάται (η βελτίωση της οικολογικής ποιότητας των νερών/ η επίτευξη του ΚΟΚ) θα ωφελήσει περισσότερο τα φτωχά ή τα πλούσια νοικοκυριά.Από τις μελέτες που αναλύθηκαν και συγκεντρώθηκαν, 21 μελέτες και 32 ξεχωριστά πληθυσμιακά δείγματα συμπεριλήφθησαν στην μέτα-ανάλυση από διαφορετικές περιοχές και χώρες της ΕΕ και το effect size της μέτα-ανάλυσης υπολογίσθηκε σε 41,8 ευρώ ανά νοικοκυριό ανά έτος. Στην συνέχεια, υπολογίσθηκε μια μέτα-παλινδρόμηση για να εξετασθεί η επίπτωση των διαφόρων μεταβλητών στην ετερογένεια μεταξύ των διαφορετικών Επιθυμιών για Πληρωμή, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατή ανάλυση και διαχείριση των δεδομένων (δομή ως panel και ως cross-section) και με τρείς διαφορετικές μορφές. Σαν ανεξάρτητη μεταβλητή χρησιμοποιήθηκαν και τρείς επίσημοι δείκτες της Eurostat για τα επίπεδα εισοδήματος ανά περιοχή και χώρα της ΕΕ (κατά κεφαλή ΑΕΠ, Διαθέσιμο εισόδημα Νοικοκυριών και Εισόδημα Νοικοκυριών). Όλες οι μετρήσεις μεταβλήθηκαν σε νομισματικές τιμές 2005 και κάθε ένας από τους 3 δείκτες υπολογίστηκε και σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η Ελαστικότητα Εισοδήματος της Επιθυμίας για Πληρωμή είναι χαμηλότερη της μονάδας όταν σαν επεξηγηματική μεταβλητή χρησιμοποιούνται τα εισοδήματα που δήλωσαν οι συμμετέχοντες στης έρευνες που συμπεριλήφθησαν στην μέτα-ανάλυση, κάτι που δεν συνέβη εάν χρησιμοποιήσουμε σαν επεξηγηματικές μεταβλητές τους επίσημους δείκτες της Eurostat. Αυτό σημαίνει ότι στην πρώτη περίπτωση, η επίτευξη του ΚΟΚ στις λεκάνες απορροής της ΕΕ θα ωφελήσει περισσότερο τα φτωχά νοικοκυριά απ’ ότι τα πλούσια ενώ στην δεύτερη το αντίθετο, κάτι που σημαίνει ότι τα πλούσια νοικοκυριά είναι διατεθειμένα να πληρώσουν περισσότερο, ένδειξη προοδευτικής αναδιανεμητικής πολιτικής. Τέλος,υπολογίστηκε ότι για κάθε 1000 ευρώ αύξηση στο μέσο εισόδημα ενός νοικοκυριού, αυξάνεται η Επιθυμία για Πληρωμή για την επίτευξη του ΚΟΚ κατά 10,3%.Η μεγάλη ετερογένεια μεταξύ των μελετών αλλά και το σχετικά χαμηλό επίπεδο της Επιθυμίας για Πληρωμή για την επίτευξη του ΚΟΚ ήγειρε ερωτηματικά για τον τρόπο που οι πολίτες της ΕΕ αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που αντιμετωπίζει το υδάτινο περιβάλλον, κάτι που αποτέλεσε το τελευταίο ζήτημα που αναλύθηκε σε αυτή την διατριβή. Η κατανόηση των κινδύνων αυτών όπως και η διάθεση των πολιτών να υιοθετήσουν και να συμβιβαστούν με κάποια επίπεδα κινδύνου αποτελεί σημαντικό παράγοντα πολιτικής στην σύγχρονη ΕΕ. Ο λόγος βρίσκεται στην ολοένα και αυξανόμενη επιθυμία της ΕΕ να συμπεριλάβει δημόσιες διαβουλεύσεις και γενικότερα τη γνώμη του κοινού κατά τον σχεδιασμό πολιτικών σχετικών με το περιβάλλον.Για να αναλυθούν οι θεωρήσεις των πολιτών της ΕΕ σχετικά με το τι αποτελεί κίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον και ποιοί είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν την εκλογή διαφορετικών κινδύνων για το υδάτινο περιβάλλον ακολουθήθηκε μια ενδελεχής διαδικασία που παρουσιάζεται αμέσως μετά. Χρησιμοποιήθηκαν δύο ειδών δεδομένα, επίσημα δεδομένα της ΕΕ σχετικά με τις απόψεις των πολιτών της ΕΕ για προβλήματα στα νερά και επίσημα δεδομένα σχετικά με την οικολογική, χημική και βιολογική κατάσταση των νερών (βάσεις δεδομένων που σχηματίστηκαν για να βοηθήσουν στην εφαρμογή της ΚοπΥ). Τα πρώτα δεδομένα ήρθαν από την σχετική μελέτη αρ. 334 του Ευρωβαρόμετρου του 2012 και τα δεύτερα από την βάση δεδομένων της WISE (The Water Information System for Europe). Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν από το Ευρωβαρόμετρο σχετίζονταν με την ερώτηση για το τι θεωρούν οι πολίτες των 28 χωρών-μελών της ΕΕ ως απειλή στα νερά και ήταν τα εξής: Αύξηση Άλγης, Χημική Μόλυνση, Λειψυδρία, Πλημμύρες, Αλλαγές στα Υδάτινα Οικοσυστήματα, Φράγματα, Κανάλια και Άλλες Φυσικές Αλλαγές, Κλιματική Αλλαγή, Δεν Ενδιαφέρομαι και Άλλο. Επιπλέον η μελέτη του Ευρωβαρόμετρου συνέλεξε κοινωνικο-οικονομικές μεταβλητές σχετικά με τις περιβαλλοντικές τάσεις των συμμετεχόντων, το επίπεδο εκπαίδευσης, την περιοχή κατοικίας, το είδος εργασίας, φύλο, ηλικία κ.ο.κ. . Τα δεδομένα της βάσης WISE χρησιμοποιήθηκαν σε συνδυασμό με αυτά του Ευρωβαρόμετρου για να σχηματίζουν έναν «καμβά» όπου συνδυάζονταν οι απαντήσεις από το Ευρωβαρόμετρο σταθμισμένες ανά γεωγραφική περιφέρεια της ΕΕ (ανά NUTS 2 περιοχές) και συνδυασμένες με τους επίσημους δείκτες για τα ποσοστά των υδάτινων πόρων ανά υδατικό διαμέρισμα που πάσχουν από α) αύξηση άλγης, β) χημική μόλυνση και γ) αλλαγές στα υδάτινα οικοσυστήματα. Η ανάλυση έπειτα δημιούργησε ένα πρωτοποριακό χάρτη όπου η χημική, βιολογική και οικολογική κατάσταση των υδάτινων πόρων παρουσιαζόταν σε επίπεδο NUTS 2 και όχι πλέον σε επίπεδο υδατικού διαμερίσματος. Αυτό επιτρέπει να επικεντρωθεί η ανάλυση στις περιοχές όπου υπάρχει μεγαλύτερη συγκέντρωση απαντήσεων (και κατοίκων). Η ανάλυση των δεδομένων έγινε μια random-intercept παλινδρόμηση σε ένα Generalized Linear Mixed Model (GLMM) με fixed και random effects και αναλύθηκαν τα αποτελέσματα σε δύο επίπεδα. Το πρώτο και πιο γενικό είναι το επίπεδο χώρας και το δεύτερο και πιο συγκεκριμένο είναι το επίπεδο περιφέρειας ώστε να επισημανθούν τυχόν διαφορές μεταξύ περιφερειών και χωρών αλλά και το ποσοστό ετερογένειας στις απαντήσεις μεταξύ περιφερειών και χώρας. Το τελικό μοντέλο συμπεριλάμβανε 16 μεταβλητές και για να επιτευχθεί η καλύτερη ακρίβεια στην μέθοδο Μεγίστης Πιθανοφάνειας χρησιμοποιήθηκε μια adaptive quadrature approximation.Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η κατάσταση των νερών στην γεωγραφική περιοχή όπου κατοικούν οι συμμετέχοντες στην έρευνα δεν επηρεάζει την επιλογή αυτών των προβλημάτων ως θεωρούμενους κινδύνους για τα νερά, τόσο όσο άλλοι προσδιοριστικοί παράγοντες. Αυτοί οι παράγοντες ήταν εάν οι συμμετέχοντες είχαν λάβει υψηλή εκπαίδευση και η αυξημένη ευαισθησία σε περιβαλλοντικά προβλήματα, που ωθούσαν τους συμμετέχοντες να διαλέξουν και τις τρείς απειλές των υδάτινων οικοσυστημάτων ως θεωρούμενους κινδύνους. Πιο αναλυτικά, συμμετέχοντες με φιλο-περιβαλλοντικές απόψεις είχαν 40% περισσότερες πιθανότητες να επιλέξουν ως θεωρούμενο κίνδυνο την χημική μόλυνση στην χώρα τους. Επίσης, εάν η οικολογική κατάσταση των υδάτινων πόρων στην περιοχή κατοικίας των συμμετεχόντων ήταν σε κακό ή μέτριο επίπεδο τότε, η πιθανότητα να διαλέξουν την χημική μόλυνση και τις αλλαγές στα υδάτινα οικοσυστήματα ως θεωρούμενες απειλές αυξανόταν (και ήταν στατιστικά σημαντική) αλλά δεν επηρέαζε όσο άλλοι παράγοντες. Τα ευρήματα αυτά βρίσκονται σε συνάφεια με την ευρύτερη βιβλιογραφία στον κλάδο των risk perceptions και τα αποτελέσματα ήταν πολύ ισχυρά ανεξαρτήτως εάν αφαιρούνταν συγκεκριμένες χώρες ή περιοχές μέσα στην ΕΕ.Εν κατακλείδι, η διατριβή αυτή στόχευσε στο να συμμετάσχει στον συνεχιζόμενο επιστημονικό διάλογο και έρευνα σχετικά με τις ακόλουθες κατηγορίες: α) σχεδιασμό αγρο-περιβαλλοντικής πολιτικής, β) οικονομική θεωρία και γ) σχεδιασμό αγρο-περιβαλλοντικών μοντέλων.Σχετικά με τον σχεδιασμό αγρο-περιβαλλοντικών μέτρων η μελέτη στον ποταμό Λούρο ανέδειξε τις πρακτικές αγρανάπαυσης ως τις λιγότερο κοστοβόρες αλλά επίσης ότι η επίτευξη της ΚοπΥ θα είχε δυσανάλογα μεγάλα βάρη επάνω στους παραγωγούς αγροτικών προϊόντων. Επίσης, ο λανθασμένος σχεδιασμός και ανάλυση της παρούσας και μελλοντικής κατάστασης μπορεί να οδηγήσει σε σφάλματα πολιτικής (τύπου Ένα και Δύο) που μπορεί να έχουν σοβαρό οικονομικό αντίκτυπο (μιας και αποδείχθηκε ακριβή η γενικότερη εφαρμογή τους) ή/και σοβαρό οικονομικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο (εάν δεν ληφθούν εγκαίρως και με τον σωστό τρόπο, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη την κλιματική αλλαγή). Η περίπτωση του Λούρου είναι μια περίπτωση μιας λεκάνης απορροής όπου η οικολογική της κατάσταση είναι αρκετά καλή και ως εκ τούτου η εφαρμογή της ΚοπΥ θα είχε δυσανάλογα μικρά οφέλη δεδομένου του κόστους εφαρμογής της.Αναφορικά με την συνεισφορά της διατριβής στην οικονομική επιστήμη, χρησιμοποιήθηκε ποιοτικά και ποσοτικά η σχετική βιβλιογραφία και αποδείχθηκε ότι μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική και οικονομικά ορθή ανάλυση των οικονομικών επιπτώσεων πολιτικών περιβαλλοντικών ζητημάτων μέσω της μεθόδου της μέτα-ανάλυσης. Επιπροσθέτως, η χρήση επίσημων δεδομένων σε σύγκριση με την χρήση δεδομένων για το εισόδημα σε μελέτες Πιθανολογικής Αποτίμησης απεδείχθη ότι μπορεί να προσφέρει σημαντικά και ενδιαφέροντα αποτελέσματα για την αποτελεσματικότητα και την αναδιανομή εισοδήματος μέσω αγρο-περιβαλλοντικών πολιτικών. Τέλος, η εφαρμογή της ΚοπΥ μπορεί να ωφελήσει περισσότερο τα φτωχά νοικοκυριά απ’ ότι τα πλούσια, κάτι που είναι επιθυμητό όταν αναλογιστεί κάποιος την αξία του νερού στην ανθρώπινη ζωή, παραγωγή και κοινωνία. Η συμμετοχή του κοινού στην δημόσια λήψη αποφάσεων πρέπει να γίνεται με προσοχή σύμφωνα με τα αποτελέσματα της διατριβής μιας και οι πολίτες της ΕΕ φαίνονται να σχηματίζουν απόψεις για τα περιβαλλοντικά θέματα χωρίς να λαμβάνουν τόσο υπόψην τους τα πραγματικά προβλήματα των περιοχών που διαμένουν όσο τα προβλήματα στους υδάτινους πόρους στο σύνολο της χώρας.Τέλος, η σωστή εφαρμογή και χρήση μοντέλων μεταφοράς θρεπτικών σε συνδυασμό με μοντέλα κλιματικής αλλαγής εφαρμόστηκε στην περίπτωση του Λούρου και απέδειξε την χρησιμότητα τέτοιων μεταβλητών και των ανάλογων περιβαλλοντικών μετρήσεων για την αποφυγή λαθών πολιτικής αλλά και για την ορθή αποτίμηση της οικολογικής κατάστασης κάθε υδάτινου πόρου.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This thesis aims to analyse and comment on the impact of large agri-environmental policy directives in the welfare of European citizens. THe focus of this thesis is on the Water Framework Directive which had as its orearching target to achieve Good Ecological Status for all European water bodies. The directive set out an integrated river basin management framework which in turn was at the juristiction of regional bodies to implement. The purpose of the theisis is to offer a balanced approach from both the social and the economic side of assessing such large pieces of legislation, without turning a blind eye to its shortcomings, while aknowledging its importance to the European Union goals. The approach of the thesis is anthropocentric, which is not always the case in neoclassical economic theory, which has influenced the design of the Water Framework Directive. The thesis prides itself in its analysis of the impacts of the directive during its design state and its implementation state ...
This thesis aims to analyse and comment on the impact of large agri-environmental policy directives in the welfare of European citizens. THe focus of this thesis is on the Water Framework Directive which had as its orearching target to achieve Good Ecological Status for all European water bodies. The directive set out an integrated river basin management framework which in turn was at the juristiction of regional bodies to implement. The purpose of the theisis is to offer a balanced approach from both the social and the economic side of assessing such large pieces of legislation, without turning a blind eye to its shortcomings, while aknowledging its importance to the European Union goals. The approach of the thesis is anthropocentric, which is not always the case in neoclassical economic theory, which has influenced the design of the Water Framework Directive. The thesis prides itself in its analysis of the impacts of the directive during its design state and its implementation state as well. Finally, the thesis comments on its findings from the viewpoints of physical, social and economic sciences.In particular, the thesis attempts to answer the following questions:1. What are the real implications of large pieces of policy work such as the Water Framework Directive on human welfare?2. Which is, if any, the impact and value of scientific models in the design of case-specific agri-environmental policies for river basins?3. Are such directives cost-effective in their implementation in the regional level?4. Who benefits more from these directives, poorer or richer househlods?5. If individual perceptions on risk are taken into consideration, how well do these reflect the true threats to the water environment, and how that affects public consultation in the preparatory phase of such directives?6. How do European-set ecologcal and environmental indexes for the waters help European citizens realise the true threats to the water bodies in their region?
περισσότερα