Περίληψη
Η μελέτη του θορύβου στις ηλεκτρονικές διατάξεις αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο ελέγχου της ποιότητάς τους. Μέσω της ανάλυσης του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα για την ποιότητα της διεπιφάνειας των ηλεκτρονικών διατάξεων και όχι μόνο. Τα τελευταία χρόνια με τη συνεχιζόμενη μείωση των διαστάσεων των τρανζίστορ η μελέτη του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων έγινε πιο σημαντική καθώς αυτός αυξάνει με τη μείωση της επιφάνειας των διατάξεων. Ο θόρυβος χαμηλών συχνοτήτων, μαζί με τις διακυμάνσεις τις οποίες εισάγει μπορεί να οδηγήσει στην ανώμαλη λειτουργία αναλογικών και ψηφιακών κυκλωμάτων. Επίσης είναι ιδιαίτερα σημαντικός για κυκλώματα ραδιοσυχνοτήτων καθώς δημιουργεί θόρυβο φάσεως σε ταλαντωτές. Η ανάπτυξη κυκλωμάτων σε CMOS νανο-τεχνολογίες οδήγησε στη δημιουργία νέων τύπων θορύβου π.χ. RTS (random telegraph signals), που έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλες διακυμάνσεις στο ρεύμα που μπορούν να οδηγήσουν σε δυσλειτουργίες των ηλεκτρονικών κυ ...
Η μελέτη του θορύβου στις ηλεκτρονικές διατάξεις αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο ελέγχου της ποιότητάς τους. Μέσω της ανάλυσης του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα για την ποιότητα της διεπιφάνειας των ηλεκτρονικών διατάξεων και όχι μόνο. Τα τελευταία χρόνια με τη συνεχιζόμενη μείωση των διαστάσεων των τρανζίστορ η μελέτη του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων έγινε πιο σημαντική καθώς αυτός αυξάνει με τη μείωση της επιφάνειας των διατάξεων. Ο θόρυβος χαμηλών συχνοτήτων, μαζί με τις διακυμάνσεις τις οποίες εισάγει μπορεί να οδηγήσει στην ανώμαλη λειτουργία αναλογικών και ψηφιακών κυκλωμάτων. Επίσης είναι ιδιαίτερα σημαντικός για κυκλώματα ραδιοσυχνοτήτων καθώς δημιουργεί θόρυβο φάσεως σε ταλαντωτές. Η ανάπτυξη κυκλωμάτων σε CMOS νανο-τεχνολογίες οδήγησε στη δημιουργία νέων τύπων θορύβου π.χ. RTS (random telegraph signals), που έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλες διακυμάνσεις στο ρεύμα που μπορούν να οδηγήσουν σε δυσλειτουργίες των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων.Από την άλλη πλευρά, η στατιστική μεταβλητότητα (variability) στις χαρακτηριστικές ρεύματος-τάσεως των τρανζίστορ αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την εξέλιξη της νανο-τεχνολογίας. Η αναλυτική γνώση των πηγών μεταβλητότητας είναι εξαιρετικά σημαντική για την σχεδίαση και κατασκευή ηλεκτρονικών διατάξεων νέας τεχνολογίας. Κάποιες από αυτές όπως η επίδραση τυχαίων προσμίξεων (random dopants), η τραχύτητα της επιφάνειας (line edge roughness) και οι μεταβολές του πάχους του οξειδίου (oxide thickness variations) είναι πολύ καλά κατανοητές σήμερα, σε αντίθεση με το ρόλο του πολυκρυσταλλικού πυριτίου ή του μετάλλου της πύλης, γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε η ευρεία μελέτη τους.Συνεπώς, το θέμα της έρευνας της παρούσης διδακτορικής διατριβής επικεντρώνεται στη μελέτη του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων και των διακυμάνσεων στη CMOS τεχνολογία 32 nm και χαμηλότερα. Πιο συγκεκριμένα, οι στόχοι της εργασίας ήταν : α) ο αναλυτικός χαρακτηρισμός του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων σε νέες CMOS τεχνολογίες και η ανεύρεση της προέλευσης του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων δηλαδή πυκνότητα παγίδων και τοπικές ατέλειες στο διηλεκτρικό της πύλης και κατά μήκος του καναλιού για διάφορες αρχιτεκτονικές τρανζίστορ (pocket, Ge channel, FD-SOI κ.α.) β) οι διαφορές των παραμέτρων του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων από τεχνολογία σε τεχνολογία, που οφείλονται στην τεράστια διασπορά των πηγών θορύβου από τρανζίστορ σε τρανζίστορ στην στο ίδιο πλακίδιο πυριτίου γ) η επίδραση του θορύβου και των διακυμάνσεων RTS ως πηγές μεταβλητότητας για αναλογικά και ψηφιακά κυκλώματα. Όσον αφορά τον πρώτο στόχο αυτής της διατριβής, δηλαδή τη μελέτη του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων, τα αποτελέσματα της έρευνας συνοψίζονται ως εξής: Πραγματοποιήθηκε εκτενής μελέτη του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων σε τρανζίστορ MOSFET n και p καναλιού με διηλεκτρικό πύλης υψηλής ηλεκτρικής επιδεκτικότητας και μετάλλου (high-k/metal gate) και μήκος καναλιού από 1,8 μm έως 26,4 nm. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο θόρυβος χαμηλών συχνοτήτων 1/f αυτών των τρανζίστορ ερμηνεύεται με το μοντέλο των διακυμάνσεων του αριθμού των φορέων και της συσχετιζόμενης ευκινησίας του ρεύματος απαγωγού σε όλες τις περιοχές λειτουργίας τους, δηλαδή από την ασθενή έως την ισχυρή αναστροφή και από την γραμμική περιοχή έως τον κόρο. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι το γινόμενο του συντελεστή σκέδασης Coulomb και της ενεργού ευκινησίας των φορέων παραμένει σταθερό για ένα μεγάλο εύρος ρευμάτων απαγωγού. Τέλος, παρατηρήθηκε μια μη γραμμική αύξηση της τετραγωνικής ρίζας της φασματικής ισχύος του θορύβου της πύλης με την διαφορά της τάσης της πύλης από την τάση κατωφλίου η οποία ερμηνεύθηκε με την σκέδαση επιφανειακής τραχύτητας (surface roughness scattering). Τα συνολικά αποτελέσματα οδήγησαν στη δημιουργία ενός πιο ολοκληρωμένου μοντέλου θορύβου χαμηλών συχνοτήτων, που επιτρέπει την πρόβλεψη της τιμής του θορύβου σε οποιοδήποτε τρανζίστορ γνωρίζοντας μονάχα τις χαρακτηριστικές εισόδου. Τα αποτελέσματα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία εργαλείων κυκλωματικής προσομοίωσης.Μελετήσαμε τον θόρυβο χαμηλών συχνοτήτων της τεχνολογίας συμπαγους πυριτίου 28nm για διάφορα τρανζίστορ με διαφορετική τάση κατωφλίου, διαφορετική αρχιτεκτονική του καναλιού και διαφορετικό πάχος οξειδίου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η πυκνότητα των παγίδων του διηλεκτρικού πύλης κοντά στη διεπιφάνεια παραμένει σχεδόν αμετάβλητη με το μήκος του καναλιού για όλα τα τρανζίστορ εκτός αυτού με μεγαλύτερο πάχος οξειδίου. Τα αποτελέσματα αυτά μας παρότρυναν να επεκτείνουμε την μελέτη του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων και στις υπόλοιπες τεχνολογίες συμπαγους πυριτίου. Έτσι, παρουσιάσαμε μια αναλυτική περιγραφή του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων και σε τεχνολογίες συμπαγους πυριτίου (bulk) των τελευταίων 12 ετών κατασκευασμένες στην εταιρεία STMicroelectronics. Τα πειραματικά αποτελέσματα ερμηνεύθηκαν από το μοντέλο διακύμανσης φορέων και της συσχετιζόμενης ευκινησίας του ρεύματος απαγωγού. Το γεγονός αυτό μας επέτρεψε να απεικονίσουμε την χρονική και τεχνολογική εξέλιξη της πυκνότητας των παγίδων διηλεκτρικού με το πάχος οξειδίου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι με τη σμίκρυνση των διαστάσεων των τρανζίστορ η πυκνότητα των παγίδων διηλεκτρικού αυξάνεται από 2×1016/eV/cm3 εώς 5-7×1017/eV/cm3 όταν το πάχος οξειδίου μειώνεται από 12nm για την τεχνολογία 250nm σε 1,4nm για την τεχνολογία 28nm και για τρανζίστορ εγκάρσιου πεδίου διαύλου τύπου n. Ενώ για τα τρανζίστορ εγκάρσιου πεδίου διαύλου τύπου p, η πυκνότητα παγίδων διεπαφής αυξάνεται από 7,45×1015/eV/cm3 εώς 6,38×1017/eV/cm3 όταν το πάχος οξειδίου μειώνεται από 15nm για την τεχνολογία 250nm σε 1,7nm για την τεχνολογία 28nm.Επίσης, μελετήσαμε την εξάρτηση του γινόμενου του συντελεστή σκέδασης Coulomb και της ενεργού ευκινησίας των φορέων, α’=αsc.μeff, με το πάχος οξειδίου για όλες τις τεχνολογίες και τύπους τρανζίστορ. Η παράμετρος α’ είναι χαρακτηριστική του μοντέλου που εισάγαμε για την ερμηνεία του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων σε τρανζίστορ εγκάρσιου πεδίου διαύλου τύπου n και p. Διαπιστώσαμε ότι η παράμετρος α’ που εξάγαμε από τα πειραματικά δεδομένα με το μοντέλο που δημιουργήσαμε παραμένει σταθερή με το πάχος οξειδίου και για τους δύο τύπους τρανζίστορ με ελαφρώς μεγαλύτερες τιμές για τα τρανζίστορ τύπου p, όπως αναμέναμε γι’ αυτόν τον τύπο τρανζίστορ.Το συνολικό συμπέρασμα της μελέτης του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων σε όλες τις τεχνολογίες συμπαγους πυριτίου μας έδειξε ότι είναι ένα θέμα πιο πολύπλοκο απ’ ότι κάποιοι θεωρούν. Το μοντέλο που δημιουργήσαμε εφαρμόζεται σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις παρόλα αυτά υπάρχουν κάποιες στις οποίες δεν λειτουργεί. Εύλογα, λοιπόν, μπορούν να αναδυθούν κάποια ερωτήματα, όπως : με ποια κριτήρια μπορούμε να ξεχωρίσουμε το παλιότερο μοντέλο από το καινούριο; Γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις το ένα ή το άλλο μοντέλο λειτουργούν και όχι σε όλες; Ποια είναι τα φυσικά φαινόμενα που διαχωρίζουν τα δύο μοντέλα; Παρόλο που έχουμε καταφέρει πολλά όσον αφορά την κατανόηση του μηχανισμού του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων υπάρχουν πολλά ζητήματα ακόμη που χρήζουν εκτενέστερης μελέτης. Μια σχετικά καινούρια ιδέα είναι να θεωρήσουμε τους δύο όρους στο μοντέλο των διακυμάνσεων του αριθμού των φορέων και της ευκινησίας του ρεύματος απαγωγού μη συσχετιζόμενους (uncorrelated). Αυτό θα σήμαινε ότι το φυσικό φαινόμενο που προκαλεί το θόρυβο χαμηλών συχνοτήτων παραμένει το ίδιο αλλά διαχωρίζεται σε δύο μέρη, το ένα, επηρεάζει τον αριθμό των φορέων και το άλλο την ενεργή ευκινησία. Θεωρούμε ότι αυτή η ιδέα χρειάζεται περισσότερη μελέτη. Από την άλλη πλευρά, η μελέτη της εξέλιξης της πυκνότητας παγίδων διηλεκτρικού με το πάχος οξειδίου για τους δυο τύπους τρανζίστορ, n και p, απέδειξαν ότι η μελέτη του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων εξαρτάται πολύ περισσότερο, απ’ ότι θεωρούσαμε έως τώρα, από την διαδικασία κατασκευής των τρανζίστορ, ειδικότερα για τα τρανζίστορ τύπου n. Τα αποτελέσματα απέδειξαν ότι η πυκνότητα παγίδων διηλεκτρικού για τρανζίστορ τύπου n μεταβάλλεται από μία τεχνολογία σε μία άλλη παρότι το πάχος οξειδίου παραμένει το ίδιο. Ο λόγος είναι ο διαφορετικός τρόπος κατασκευής της κάθε τεχνολογίας ο οποίος επηρεάζει την ποιότητα της διεπαφής μεταξύ της πύλης και του καναλιού και κατά συνέπεια μεταβάλλει των αριθμό των παγίδων διηλεκτρικού. Αντίθετα, για τα τρανζίστορ τύπου p μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πυκνότητα παγίδων διηλεκτρικού είναι αντιστρόφως ανάλογη του πάχους οξειδίου και δεν εξαρτάται ιδιαίτερα από τον τρόπο κατασκευής της κάθε τεχνολογίας. Ο γενικός κανόνας των σχεδιαστών κυκλωμάτων ότι τα τρανζίστορ τύπου p είναι λιγότερο θορυβώδη σε σχέση με τα n υπήρξε σωστός για τις τεχνολογίες μέχρι αυτή των 28nm όπου φαίνεται ότι παρουσιάζουν το ίδιο επίπεδο θορύβου.Το δεύτερο μέρος της διατριβής περιλαμβάνει τη μελέτη της μεταβλητότητας του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων. Η μελέτη αυτή πραγματοποιήθηκε με στατιστικές μετρήσεις του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων σε σχέση με την επιφάνεια των τρανζίστορ και των διαφορετικών τεχνολογιών. Η μεταβλητότητα του θορύβου μελετήθηκε εκτενώς σε αυτή τη διατριβή. Αρχικά, προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε την έννοια της μεταβλητότητας του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων μέσω του φαινομένου RTS. Στη συνέχεια παρουσιάσαμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της επίδρασης του φαινομένου της μεταβλητότητας του θορύβου στη λειτουργία μιας μνήμης SRAM. Η μεταβλητότητα του θορύβου στις τεχνολογίες συμπαγους πυριτίου και FD-SOI ερμηνεύθηκε με βάση ενός μοντέλου ήδη γνωστού που στηρίζεται στο θόρυβο RTS. Με βάση αυτό το μοντέλο καταφέραμε να ερμηνεύσουμε και να προβλέψουμε με ακρίβεια και λεπτομερώς τη μεταβλητότητα του θορύβου σε τρανζίστορ συμπαγους πυριτίου της τεχνολογίας 28nm. Επεκτείναμε αυτό το μοντέλο στην τεχνολογία 28nm FD-SOI λαμβάνοντας υπόψιν και άλλες παραμέτρους όπως η επίδραση της ευκινησίας των φορέων και της δεύτερης διεπιφάνειας σε αυτήν την τεχνολογία. Η μελέτη της μεταβλητότητας του θορύβου στην τεχνολογία 28nm FD-SOI ξεκίνησε με την εισαγωγή της δεύτερης διεπιφάνειας στο μοντέλο της τεχνολογίας συμπαγους υποστρώματος. Στη συνέχεια, για πρώτη φορά, εισάγαμε την επίδραση της ευκινησίας των φορέων στο αρχικό μοντέλο. Η σύγκριση των πειραματικών δεδομένων με αυτών των προσομοιώσεων απέδειξε ότι η δεύτερη διεπιφάνεια έχει ασθενή επίδραση στη συνολική συμπεριφορά της μεταβλητότητας του θορύβου για τα τρανζίστορ της τεχνολογίας FD-SOI. Το αποτέλεσμα αυτό ίσως να οφείλεται στην μικρότερη τιμή της χωρητικότητας του μονωτή της πίσω πύλης σε σχέση με αυτή της πάνω πύλης. Η περαιτέρω ανάλυση του φαινομένου σε αυτό τον τύπο τεχνολογίας πρέπει να πραγματοποιηθεί προκειμένου να ελεγχθεί η ισχύς του μοντέλου προσομοίωσης.Επιπλέον, για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε μια λεπτομερής έρευνα για τη μεταβλητότητα του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων σε συνάρτηση των διάφορων τεχνολογιών συμπαγους πυριτίου. Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν ότι η μεταβλητότητα του θορύβου παρουσιάζει καλύτερο έλεγχο για την τεχνολογία 28nm και για τα δύο τρανζιστορ εγκάρσιου πεδίου τύπου n και p καναλιού. Αυτά τα αποτελέσματα συσχετίζονται με τη μείωση της στατικής μεταβλητότητας των παραμέτρων του τρανζίστορ (αναντιστοιχία της τάσης κατωφλίου, mismatch). Επίσης, τα πειραματικά αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι η μεταβλητότητα είναι ένα πιο περίπλοκο φαινόμενο και συνδέεται ιδιαίτερα στα χαρακτηριστικά της διαδικασίας κατασκευής των τρανζίστορ και όχι μόνο στην ποιότητα της διεπαφάνειας.Το τελευταίο μέρος αυτής της διατριβής αφορά μια σύγχρονη ερευνητική πρόκληση, δηλαδή τον αντίκτυπο του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων και των διακυμάνσεων RTS ως πηγές μιας μεταβλητότητας για τις αναλογικές και ψηφιακές εφαρμογές κυκλωμάτων. Παρουσιάσαμε έναν λεπτομερή χαρακτηρισμό και μοντελοποίηση του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων στους CMOS αντιστροφείς (inverters). Το μοντέλο θορύβου αναπτύχθηκε με βάση τη διακύμανση του αριθμού των φορέων του τρανζίστορ χρησιμοποιώντας την έννοια της φασματικής πυκνότητας ισχύος στη διακύμανση της τάσης επίπεδων ζωνών ή της τάσης κατωφλίου. Αυτή η παραδοχή μας επέτρεψε να περιγράψουμε με ακρίβεια τον θόρυβο χαμηλών συχνοτήτων της τάσεως εξόδου, αλλα και του ρεύματος φορτίου ως συνάρτηση της τάσεως εισόδου από έναν αντιστροφέα CMOS της τεχνολογίας των 45nm. Αυτή η προσέγγιση για την ερμηνεία του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων σε CMOS αντιστροφείς θα μπορούσε να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για την επίδραση των χρονικών διακυμάνσεων στη στατική και δυναμική λειτουργία τους. Ιδίως, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την πρόβλεψη της επίδρασης που θα έχουν οι δυναμικές διακυμάνσεις λόγω παγίδευσης/αποπαγίδευσης φορέων στο στατικό περιθώριο θορύβου (static noise margin) και της δυναμικής σταθερότητας των κυκλωμάτων SRAM.Η επίδραση της δυναμικής μεταβλητότητας λόγω των χαμηλής συχνότητας διακυμάνσεων στη λειτουργία των αναστροφέων CMOS, που αποτελούν το βασικό συστατικό των κυκλωμάτων SRAM, ερευνήθηκε στα πλαίσια αυτής της εργασίας. Η πειραματική μεθοδολογία για να χαρακτηριστεί η επίδραση της δυναμικής μεταβλητότητας σε έναν αναστροφέα CMOS βασίστηκε στις μετρήσεις του ρεύματος φορτίου, μετά από την εφαρμογή μιας τάσης εισόδου σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Με αυτόν τρόπο αποδείξαμε ότι, για τους μικρούς χρόνους ανόδου της τάσεως εισόδου, οι χαρακτηριστικές του ρεύματος φορτίου σε συνάρτηση με την τάση εισόδου παρουσιάζουν μια τεράστια διασπορά εξαιτίας του θορύβου χαμηλών συχνοτήτων. Η επίδραση τέτοιων δυναμικών πηγών μεταβλητότητας στα χαρακτηριστικά της τάσης εισόδου του αναστροφέα αποκαλύπτει μια μείωση στο περιθώριο θορύβου της τάξης του 20% για το μικρότερο αναστροφέα που μετρήθηκε.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Low frequency (LF) noise and fluctuations in MOS devices has been the subject of intensive research during the past years. The LF noise is becoming a major concern for continuously scaled down devices, since the 1/f noise increases as the reciprocal of the device area. Excessive low frequency noise and fluctuations could lead to serious limitation of the functionality of the analog and digital circuits. The 1/f noise is also of paramount importance in RF circuit applications where it gives rise to phase noise in oscillators or multiplexors. The development of submicronic CMOS technologies has led to the onset of new type of noises, i.e. random telegraph signals (RTS), yielding large current fluctuations, which can jeopardize the circuit functionality.However, the statistical variability in the transistor characteristics is one of the major challenges for upcoming technological nodes. The detailed knowledge of variability sources is extremely important for the design and manufacturing o ...
Low frequency (LF) noise and fluctuations in MOS devices has been the subject of intensive research during the past years. The LF noise is becoming a major concern for continuously scaled down devices, since the 1/f noise increases as the reciprocal of the device area. Excessive low frequency noise and fluctuations could lead to serious limitation of the functionality of the analog and digital circuits. The 1/f noise is also of paramount importance in RF circuit applications where it gives rise to phase noise in oscillators or multiplexors. The development of submicronic CMOS technologies has led to the onset of new type of noises, i.e. random telegraph signals (RTS), yielding large current fluctuations, which can jeopardize the circuit functionality.However, the statistical variability in the transistor characteristics is one of the major challenges for upcoming technological nodes. The detailed knowledge of variability sources is extremely important for the design and manufacturing of variability resistant devices. Whereas the impact of random dopants, line edge roughness and oxide thickness variations is relatively well understood, the role of the polysilicon or metal gate material has only lately been investigated in simulations and experimental confirmation and quantification of its contribution is still lacking. In addition, the study of LFN variability behavior and maybe its relation with the other factors of device variations has never been done. Therefore, the research challenges and objectives of this thesis are centered towards the studies of low frequency fluctuations and noise in 32 nm CMOS technologies and beyond. More specifically, the objectives of the LF noise investigation is summarized in the following points: i) Detailed LF noise characterization of new CMOS technologies featuring high-κ metal gate stacks, channel pockets etc, ii) change of LF noise parameters from different technologies and iii) impact of LF noise and RTS fluctuations as a variability sources for analog and digital circuits. The first objective addresses the origin of the LF fluctuations in CMOS devices in terms of trap density and defect localization in the gate dielectric and along the channel for various architectures (pocket, Ge channel, FD-SOI etc). The second objective considers the LF noise variability resulting from huge dispersion of noise sources from device to device; this is conducted owing to statistical measurements of LF noise characteristics as a function of device area and technological splits. The third issue is focused on the impact of LF noise or RTS fluctuations on the operation of elementary circuits (inverter, SRAM cell) regarded as temporal variability source. Concerning the first objective mentioned above, the achievements of this work are summarized as follows: we developed a generic MOSFET compact CNF/CMF low frequency model based on a single equation for all operation regions with two physical parameters, namely the square root of the flat-band voltage spectral density fluctuations √SVfb related to the oxide trap density and Ω=αsc.μeff.Cox related to the effective Coulomb scattering coefficient αsc, the effective mobility μeff and the gate oxide capacitance Cox. Both parameters can be extracted experimentally from a plot of √SVfb versus Id/gm in linear and/or non-linear operation regions. The knowledge of these two parameters for a given CMOS technology provides a full description of the input gate voltage noise versus gate and drain voltages, and by turn of the drain current 1/f noise SId for any bias conditions. It is worth noting that the obtained constant value of the product αsc.μeff as a function of gate voltage, it clearly means that: (i) the conventional assumption of a constant αsc in the CNF/CMF model is not adequate, since in that case αsc.μeff should decrease at strong inversion because μeff degrades due to surface roughness scattering, and (ii) the reduction of the Coulomb scattering coefficient αsc at strong inversion due to screening would also not be consistent with a constant αsc.μeff product.The second objective of the thesis is the analysis of LFN in CMOS bulk technology nodes manufactured in STMicroelectronics the last 12 years. The above results can be summarized by plotting the volumetric trap density Nt versus equivalent oxide thickness of the investigated n- and p-MOS devices to have an idea about the evolution of LFN through almost all bulk technology nodes. The results shows that in both n-MOS and p-MOS devices from the 28nm technology node the oxide trap density Nt remains almost constant with the channel length L for all the “flavors” measured, i.e. Nt remains almost unchanged with channel length for this technology node except of the device with different oxide thickness, GO2. The different types of devices measured in this technology node are RVT, standard threshold voltage device, LVT, low threshold voltage device, SLVT, super low threshold voltage device, HPA special device for analog applications with no pockets inside the channel and finally the device with higher oxide thickness, GO2. The above observation was the moving force to plot the Nt values from all the technology nodes versus the equivalent oxide thickness and see the impact of EOT on the volumetric trap density. Finally, we have investigated the evolution of the effective Coulomb scattering coefficient α’=αsc.μeff with the equivalent oxide thickness for all the measured devices. The parameter α’ has been extracted from the experimental noise data using the CNF/CMF model. For both types of devices α’ remains almost constant through the evolution of the equivalent oxide thickness. Furthermore, the parameter a’ is higher in the p-MOS devices as expected.The LFN analysis in CMOS bulk devices is much more complicated than some people believe. As we have seen from the results of all technology nodes, our compact model is applied in most of the cases but there are still few ones where the model does not work properly. At this point, several questions give rise: What are the criteria to distinguish the CNF from the extended CNF/CMF model? Why in some cases the one or the other model applies and not in every case? What is the physical phenomenon that distinguishes the two models? All these questions need to be answered. Even though we have achieved until now to understand many issues regarding LFN, much more need to be done. A rather new idea is to consider that the two noise terms in CNF/CMF model are uncorrelated. What does that mean? It means that the physical phenomenon is the same, trapping/detrapping of carriers into slow oxide traps but the result is divided into two parts, the one affecting the carrier number within the channel and the other affecting the carrier mobility. This idea we believe that needs more investigation in order to fully understand the LFN mechanisms and the physics behind these mechanisms. On the other hand, the historical figures describing the volumetric trap density Nt for n- and p-MOS devices give us some new insights about LFN in MOSFETs. Starting from n-MOS devices, it is clear that for this type of devices the process affects seriously the Nt values. We cannot conclude any empirical rule connecting Nt values with EOT. The technology process plays a more important role than the equivalent oxide thickness as was previously believed. The situation is simpler for p-MOS devices. The impact of the technology for this type of devices is diminished compared to n-MOS. We can conclude that Nt is inversely proportional to EOT2. The general rule of circuit designers that p-MOS devices are less noisy than the n-MOS was until now true. However, for the 28nm technology node this rule is not applied, i.e. p-MOS devices are more noisy than n-MOS devices. The second part of the thesis includes the LF noise variability resulting from huge dispersion of noise sources from device to device; this is conducted owing to statistical measurements of LF noise characteristics as a function of device area and technological splits.The low frequency noise variability is analyzed in detail. Initially, we try to clarify the meaning of LFN variability in terms of its connection with a widely known phenomenon, the RTS noise. Then we continue with a representative example on how this phenomenon can become a major drawback in the functionality of digital circuits. Our approach to explain and model the LFN variability in CMOS bulk and FD-SOI technology nodes is based on a model already known which describes the RTS noise. This model can explain and predict the LFN variability behavior of the 28nm bulk CMOS devices with accuracy and in detail. We extended this model in the 28nm FD-SOI technology node in order to take into account other parameters such as the correlated mobility factor and the impact of the second interface. We have incorporated these parameters in the standard bulk model, trying to understand how the second interface introduced in FD-SOI affects the LFN variability behavior of the transistors. We developed an LFN variability model which incorporates for the first time the impact of the correlated mobility fluctuations in LFN variability. The comparison between the simulation data and the experimental results showed that the role of the back interface in the overall LFN variability of the devices is not strong. This result was anticipated since the equivalent oxide thickness of the back interface is much smaller than the front one. Further analysis in this domain should be carried out in order to verify the validity of the simulation model. In addition, a thorough investigation of the LFN variability through CMOS bulk technology nodes has been performed for the first time. The results reveal that the LFN variability shows better control for 28nm technology for both n- and p- MOS devices. Interestingly, these results are well correlated with the diminution of the static parameter variability (mismatch of threshold voltage). In addition, the experimental results revealed that the LFN variability is a more complicated phenomenon and it is highly associated with the process characteristics of the transistors and not only with the quality of the interface. The final part of this thesis deals with the research challenge of the impact of LF noise and RTS fluctuations as a variability sources on analog and digital circuits. We present a detailed characterization and modeling of the low frequency noise characteristics of CMOS inverters. The LF noise model has been developed within the carrier number fluctuations scheme of MOS transistor excess noise, using the concept of flat band voltage or threshold voltage power spectral density. It allows us to describe accurately the load current and output voltage LF noise characteristics as a function of input voltage obtained on inverters from a 45nm bulk CMOS technology.The developed LF noise modelling approach could constitute a useful tool for analyzing the impact of time domain fluctuations on the static and dynamic operation of CMOS inverters in VLSI circuits. In particular, it could be used for predicting the influence of dynamic fluctuations due to carrier trapping-detrapping on static noise margin and dynamic stability in SRAM cells.The impact of the dynamic variability due to low frequency fluctuations on the operation of CMOS inverters, which constitute the basic component of SRAM cell, has been investigated. The experimental methodology to characterize the effect of dynamic variability in a CMOS inverter is first established based on fast I-V measurements of the load current following the application of a ramp input voltage Vin(t). It is shown that, for small ramp rise times, the load current characteristics IDD(Vin) exhibit a huge sweep-to-sweep dispersion due to the low frequency noise. The impact of such dynamic variability sources on the inverter’s output characteristics Vout(Vin) is finally demonstrated, revealing a 20% noise margin reduction for the smallest inverter cell.
περισσότερα