Περίληψη
Οι μεταβυζαντινές ορθόδοξες εκκλησίες με γοτθικά σταυροθόλια παρουσιάστηκαν στα μέσα του 18ου
αιώνα, για πρώτη φορά στην πόλη της Ρόδου, και εξαπλώθηκαν στην συνέχεια σ’ όλο το νησί και στα
περισσότερα νησιά της Δωδεκανήσου και στη Μικρά Ασία, μέχρι το 1924.
Μεθοδολογία.
Η κατανόηση των εκκλησιαστικών αυτών μνημείων μέσω της καταγραφής τους, των αποτυπώσεων και
της φωτογραφικής τους τεκμηρίωσης απετέλεσε τη βάση και την αφετηρία της έρευνας. Η μελέτη της σχετικής
με αυτές βιβλιογραφίας και των αρχειακών πηγών και ειδικά των βιβλίων, όσων κωδίκων των λογαριασμών
των ναών βρέθηκαν, βοήθησε στην άντληση πληροφοριών σχετικών με την ιστορία και την κατασκευή τους και
στην ολοκλήρωση του καταλόγου των σταυροθολιακών εκκλησιών της Δωδεκανήσου και της Μικράς Ασίας
1750-1924 (ΚΣΕΔ), που αποτελεί τη βάση για την έρευνα αυτή.
Η μελέτη της σχετικής με την ιστορία της Δωδεκανήσου βιβλιογραφίας της περιόδου της Τουρκοκρατίας
(1523-1912) και της Ιταλοκρατίας (1912-1943) σε συνδυασμό με τις ...
Οι μεταβυζαντινές ορθόδοξες εκκλησίες με γοτθικά σταυροθόλια παρουσιάστηκαν στα μέσα του 18ου
αιώνα, για πρώτη φορά στην πόλη της Ρόδου, και εξαπλώθηκαν στην συνέχεια σ’ όλο το νησί και στα
περισσότερα νησιά της Δωδεκανήσου και στη Μικρά Ασία, μέχρι το 1924.
Μεθοδολογία.
Η κατανόηση των εκκλησιαστικών αυτών μνημείων μέσω της καταγραφής τους, των αποτυπώσεων και
της φωτογραφικής τους τεκμηρίωσης απετέλεσε τη βάση και την αφετηρία της έρευνας. Η μελέτη της σχετικής
με αυτές βιβλιογραφίας και των αρχειακών πηγών και ειδικά των βιβλίων, όσων κωδίκων των λογαριασμών
των ναών βρέθηκαν, βοήθησε στην άντληση πληροφοριών σχετικών με την ιστορία και την κατασκευή τους και
στην ολοκλήρωση του καταλόγου των σταυροθολιακών εκκλησιών της Δωδεκανήσου και της Μικράς Ασίας
1750-1924 (ΚΣΕΔ), που αποτελεί τη βάση για την έρευνα αυτή.
Η μελέτη της σχετικής με την ιστορία της Δωδεκανήσου βιβλιογραφίας της περιόδου της Τουρκοκρατίας
(1523-1912) και της Ιταλοκρατίας (1912-1943) σε συνδυασμό με τις αρχειακές πηγές και τον κατάλογο των
εκκλησιών οδήγησε στην κατανόηση του ιστορικού και γεωγραφικού πλαισίου των εξεταζομένων εκκλησιών
και ειδικότερα για την οικονομία, την παιδεία και την ιστορία των κοινωνιών των αντίστοιχων κοινοτήτων.
Κύριο βέβαια βάρος δόθηκε στη μελέτη της αρχιτεκτονικής των εκκλησιών αυτών. Η μελέτη της
εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της ιπποτικής περιόδου της Ρόδου και μεταξύ του 1523 και το 1750, χρονιά,
που κτίζεται η πρώτη σταυροθολιακή, συνέβαλε στην κατανόηση της εξέλιξης της εκκλησιαστικής
αρχιτεκτονικής στα Δωδεκάνησα.
Η καταγραφή, οι αποτυπώσεις, η τεκμηρίωση, η οργάνωση του υλικού και η μελέτη του οδήγησαν στην
σύνταξη των σχετικών με την αρχιτεκτονική κεφαλαίων της παρούσας έρευνας (την τυπολογία, τα μορφολογικά
στοιχεία και τις τεχνικές κατασκευής). Η σύνταξη εμπεριστατωμένων πινάκων (χρονολογίας κατασκευής,
τυπολογικής και μορφολογικής οργάνωσης των εκκλησιών, καταλόγων μητροπολιτών, αρχιτεκτόνων-
μαστόρων κλπ) και γενικότερα ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων, και Γεωγραφικού Συστήματος
Πληροφοριών, βοήθησαν με χάρτες στην εποπτική αντίληψη των πληροφοριών.
Η μελέτη των ανάλογων σταυροθολιακών εκκλησιών της Κύπρου της περιόδου 1850-1950, με σύνταξη
μερικού καταλόγου (ΚΣΕΚ) και αντίστοιχων πινάκων, βοήθησε στην επισήμανση των διαφορών και των
συγγενειών και στις απαραίτητες συγκρίσεις με τις αντίστοιχες δωδεκανησιακές. Η μελέτη εξάλλου της
ναοδομίας του ελλαδικού χώρου, επισημάνθηκαν ανάλογα με τη Δωδεκάνησο φαινόμενα κατασκευής
εκκλησιών με δυτικές επιρροές την ίδια περίοδο.
A. Γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία
Τους δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας τα Δωδεκάνησα μάστιζε η καταπίεση, η φτώχεια και οι
στερήσεις. Η πειρατεία γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση στο Αιγαίο, την περίοδο του 16ου και 17ου αιώνα. Η
κατάσταση ομαλοποιήθηκε μετά το 1718 με το ευνοϊκό για τους Οθωμανούς πέρας των Βενετοτουρκικών
πολέμων. Κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας η τοπική οικονομία της Ρόδου και της Κω ήταν
προσανατολισμένη στη γεωργία, ενώ η Πάτμος μόνο ήταν, εκτός από μοναστηριακό, εκπαιδευτικό και
εμπορικό κέντρο. Ωστόσο η Ρόδος ανέπτυξε σταδιακά και τη ναυτιλία. Ήδη στα μέσα 17ου πολλοί κάτοικοι της
Ρόδου και ιδιαίτερα της Λίνδου ήταν ναυτικοί και διέθεταν και αρκετά πλοία, ενώ το λιμάνι και ο ταρσανάς
της Ρόδου ανέπτυξαν μια πλούσια δραστηριότητα, ιδιαίτερα το 18ο και 19ο αιώνα. Οι γεωργικές καλλιέργειες
στο νησί της Ρόδου, σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση των δασών της για την κατασκευή και επισκευή
πλοίων στον ταρσανά, υπήρξαν ευημερούσες δραστηριότητες. Ιδιαίτερα όμως το εμπόριο, με μεταφορά των
αγροτικών προϊόντων της περιοχής της Ρόδου και της Καραμανίας προς την Αίγυπτο και την Ευρώπη μέσω
Σμύρνης, γνώρισε εντυπωσιακή άνθηση. Ο οικονομικός ρόλος της πόλης της Ρόδου ήταν ιδιαίτερα
σημαντικός, ως έδρα παζαριού ή «τσαρσί». Η Ρόδος ήταν παράλληλα κέντρο διακίνησης κεφαλαίων την ίδια
περίοδο, ενώ το 19ο αιώνα δραστηριοποιούνταν ξένες και εγχώριες ναυτιλιακές εταιρείες. Και το λιμάνι της
Κω προτιμήθηκε συχνά τον 18ο αιώνα για ελλιμενισμό και ανεφοδιασμό ευρωπαϊκών εμπορικών πλοίων, ενώ
η περίσσεια παραγωγής σε γεωργικά προϊόντα του νησιού αλλά και τα βιοτεχνικά προϊόντα, ευνόησαν την
εξαγωγή τους με την ανάπτυξή ακμάζοντος ναυτικού εμπορίου. Ακόμη πιο ευνοϊκή ήταν η κατάσταση στα
προνομιούχα νησιά της Δωδεκανήσου. Η Σύμη ,η Κάλυμνος και το Καστελλόριζο κυρίως και λιγότερο, η
Λέρος και η Χάλκη ανέπτυξαν σπογγαλιευτική, εμποροναυτιλιακή και ναυπηγική δραστηριότητα τον 18ο και 19ο αιώνα. Η Νίσυρος παρέμεινε γεωργική και κτηνοτροφική αναπτύσσοντας το 19ο αιώνα και τις θερμές
πηγές της με ιαματικά λουτρά. Η Κάρπαθος και η Τήλος παρέμειναν γεωργικά νησιά, ενώ η Κάσος με τους
ταρσανάδες της επιδόθηκε στην εμπορική ναυτιλία και τη ναυπηγική, ιδιαίτερα το 18ο και 19ο αιώνα. Η
γεωργία και η βιομηχανία ήταν οι συντελεστές ανάπτυξης του μικρασιατικού οικισμού στο Λιβίσι. Το ναυτικό
εμπόριο αντιθέτως ήταν η αιτία της οικονομικής ανάπτυξης των παραλιακών Μικρασιατικών οικισμών στο
Καλαμάκι και την Αντίφελλο. Η ελληνική κοινότητα της Σπάρτης στην Πισιδία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα το 19ο
αιώνα μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, με την οικοτεχνία του χειροποίητου χαλιού και των
αλατζάδων, το εμπόριο των χαλιών και των προϊόντων από τους ροδώνες της.
Ο ρόλος της εκκλησίας στη ζωή της ελληνορθόδοξης κοινότητας ήταν θεμελιώδης. Οι μητροπόλεις της
Δωδεκανήσου υπήρξαν σ’ όλη αυτή την περίοδο κέντρα, όχι μόνο της θρησκευτικής και εκκλησιαστικής, αλλά
και της πολιτικής, κοινωνικής κι εκπαιδευτικής ζωής των νησιών. Κατά την περίοδο του 18ου και 19ου αιώνα
οι ενοριακές εκκλησίες, ιδιαίτερα στο νησί της Ρόδου, είχαν μεγάλη κτηματική περιουσία, προερχόμενη από
δωρεές και προσφορές των χριστιανών, την οποία, όσο καλύτερα αξιοποιούσαν οι Επιτροπές τους, τόσο
μεγαλύτερα εισοδήματα απέφερε, που ενισχύονταν από τη βιοτεχνική εκμετάλλευση των αγροτικών προϊόντων
με ελαιοτριβεία, μύλους και εργαστήρια παρασκευής ρακής. Σε άλλα πάλι νησιά, όπου η ναυτιλία ήταν η κύρια
απασχόληση, οι ενοριακές εκκλησίες, ήταν συνιδιοκτήτες καραβιών, όπως στη Κάσο και τα εισοδήματα
προέρχονταν από το ναυτικό εμπόριο. Για την οικοδόμηση των εκκλησιών αυτών η εξεύρεση πόρων ήταν το
σημαντικότερο πρόβλημα και για την ολοκλήρωσή τους οι επιτροπές συχνά οδηγήθηκαν σε εράνους, σε
πωλήσεις ακινήτων, σε σύναψη δανείων και σε έκδοση ομολόγων, εκτός από την διάθεση του μεγαλύτερου
μέρους των εσόδων και δωρεών. Οι σύλλογοι των ομογενών επίσης συνεισέφεραν πολλές φορές για την
κατασκευή έργων στις εκκλησίες. Με τα έσοδα από την εκκλησιαστική περιουσία λοιπόν, την πώληση
ακινήτων, τις δωρεές και το δανεισμό κυρίως, η εκκλησία αντιμετώπισε τα μεγάλα έξοδα της ανέγερσης
τέτοιων μεγαλεπήβολων οικοδομικών προγραμμάτων, όπως οι σταυροθολιακοί ναοί, την περίοδο αυτή. Οι
ενοριακές επιτροπές, εκτός από τους κτηματικούς φόρους (ιμλάκια), που πλήρωναν προς την οθωμανική και
αργότερα την ιταλική διοίκηση, συμμετείχαν παράλληλα στα έξοδα της διοίκησης της εκκλησίας και τα μεγάλα
έξοδα της παιδείας. Πρέπει να αναφερθεί ιδιαίτερα η γενναία οικονομική στήριξη των αρχιερέων και του
πατριαρχείου, που εκτελούσαν και διοικητικά χρέη, με όλη τη γραφειοκρατία και τη δικαστική λειτουργία. Οι
αρχιερείς πρωτοστατούσαν στις διαδικασίες αδειοδότησης οικοδόμησης εκκλησιών. Οι διαδικασίες έκδοσης
ειδικού φιρμανιού της οικοδομικής άδειας γινόντουσαν συνήθως από τον αρχιερέα, σε συνεργασία με τους
επιτρόπους της ενορίας και τους Δημογέροντες, τον πασά, και τον καδή της Ρόδου, σύμφωνα με το
παράδειγμα του Αγίου Αθανασίου στο Χωριό της Σύμης, μέσω της Υψηλής Πύλης και του Πατριαρχείου της
Κωνσταντινούπολης. Προηγούταν επί τόπου αυτοψία, «παρατήρηση», για την έγκρισή της.
Η πλειονότητα βεβαίως των μαστόρων ήσαν ροδίτες. Μάλιστα κάποιοι μάστορες έφεραν τον τίτλο του
αρχιτέκτονα της εκκλησίας, είτε τον τίτλο του «πρωτοτέκτονα». Ροδίτες μάστορες μετέδωσαν την τέχνη του
σταυροθολιακού τύπου σε άλλα νησιά και κυρίως στο Καστελλόριζο και την Σύμη, αλλά και την Μικρά Ασία,
μέχρι την Σπάρτη της Πισιδίας. Με την σειρά τους Συμιακοί, Καρπάθιοι και Καστελλοριζιοί εισήγαγαν την
τέχνη τόσο στα άλλα νησιά, όσο και στην Μικρά Ασία. Συμιακοί μάστορες εισήγαγαν την τέχνη στην Κάλυμνο,
τη Νίσυρο και την Τήλο , Καστελλοριζιοί στην Αντίφελλο, ενώ Καρπάθιοι στη Χάλκη και την Αλιμιά.
Εξήντα τέσσερις εκκλησίες διαθέτουν κτητορικές επιγραφές και χρονολογούνται άμεσα. Δεύτερη πηγή
πληροφόρησης είναι οι κώδικες των λογαριασμών των εκκλησιαστικών επιτροπών και της μητρόπολης της
Ρόδου και έγινε έτσι δυνατή η χρονολόγηση άλλων δώδεκα. Σε άλλες δέκα οκτώ εκκλησίες η χρονολόγηση
προήλθε από τη βιβλιογραφία. Σε τριάντα δύο η χρονολόγησή τους προήλθε έμμεσα από τις χρονολογίες των
βοτσαλωτών δαπέδων, των εκκλησιαστικών σκευών (των τέμπλων των αμβώνων, των δεσποτικών θρόνων
και των προσκυνηταριών) και των δεσποτικών εικόνων. Β. Αρχιτεκτονική
1. Χαρακτηριστικό του δυναμισμού των ροδίτικων αρχιτεκτονικών μορφών της ιπποτικής περιόδου
είναι η επιβίωσή τους κατά τους επόμενους δύο αιώνες (1523 – 1750.) Στη Λίνδο διαμορφώθηκε ο τύπος των
Λινδιακών «καπεταναίικων» αρχοντικών του 17ου αιώνα. Στα Τριάντα της Ρόδου απαντώνται οι
«τριαντενοί» πύργοι, με τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά αγροτόσπιτων της Ιπποτοκρατίας. Στην
Πάτμο είναι χαρακτηριστικοί οι, σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου, ναοί με μορφολογικές λεπτομέρειες, που
προέρχονται από την ροδίτικη ιπποτική υστερογοτθική αρχιτεκτονική. Στην Τήλο οικοδομείται το 1703 το
καθολικό του Αγίου Παντελεήμονα, έργο του Ρόδιου Μάστορα Δανιήλ, με μορφολογικά στοιχεία συγγενή με τα
αντίστοιχα των ιπποτικών εκκλησιών και των οθωμανικών μνημείων της Ρόδου και της Πάτμου. Στο μοναστήρι του Αρχάγγελου Μιχαήλ Ρουκουνιώτη στην Σύμη κατασκευάζεται, προ του 1738, σταυροθόλιο με
διαγώνιες νευρώσεις στη θέση του παλιού τρούλου της ισόγειας εκκλησίας, για την προσθήκη άλλης στον
όροφο. Τέλος ακόμη και στις Κυκλάδες έχουμε παραδείγματα κτισμάτων ανάλογης τυπολογίας κατά την ίδια
εποχή. Η εξέλιξη και η σύζευξή τους με ανατολίτικα και οθωμανικά μορφολογικά στοιχεία παρήγαγε
ενδιαφέροντα αρχιτεκτονήματα, αλλά κυρίως διατήρησε τις γνώσεις και την κατασκευαστική παράδοση των
έμπειρων μαστόρων. .......................
περισσότερα