Περίληψη
1. Άξονας και Δομή Ο άξονας γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται η διατριβή είναι η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της ετερογένειας των στρατηγικών καινοτομίας των επιχειρήσεων και των αποδόσεων των επενδύσεών τους σε καινοτομικές δραστηριότητες, με ιδιαίτερη έμφαση στις περιβαλλοντικές καινοτομίες. Οι αποδόσεις ορίζονται τόσο στα πλαίσια τεχνολογικών ορίων καινοτομίας (innovation frontiers) με την χρήση μετρικών αποτελεσματικότητας όσο και με την συμβολή των καινοτόμων δραστηριοτήτων στο συνολικών φάσμα των επιχειρησιακών λειτουργιών με την χρήση μετρικών καινοτομικής απόδοσης (innovation performance) Η διατριβή αναπτύσσεται σε έξι (6) κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο τίθεται το γενικό πλαίσιο της διατριβής, παρουσιάζονται τα ευρύτερα κενά έρευνας που εντοπίζονται στην διεθνή βιβλιογραφία, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε μεθοδολογικό επίπεδο, και αναδεικνύεται η σημαντικότητα της διερεύνησης τους. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την ποσοτική έρευνα στα πλαίσ ...
1. Άξονας και Δομή Ο άξονας γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται η διατριβή είναι η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της ετερογένειας των στρατηγικών καινοτομίας των επιχειρήσεων και των αποδόσεων των επενδύσεών τους σε καινοτομικές δραστηριότητες, με ιδιαίτερη έμφαση στις περιβαλλοντικές καινοτομίες. Οι αποδόσεις ορίζονται τόσο στα πλαίσια τεχνολογικών ορίων καινοτομίας (innovation frontiers) με την χρήση μετρικών αποτελεσματικότητας όσο και με την συμβολή των καινοτόμων δραστηριοτήτων στο συνολικών φάσμα των επιχειρησιακών λειτουργιών με την χρήση μετρικών καινοτομικής απόδοσης (innovation performance) Η διατριβή αναπτύσσεται σε έξι (6) κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο τίθεται το γενικό πλαίσιο της διατριβής, παρουσιάζονται τα ευρύτερα κενά έρευνας που εντοπίζονται στην διεθνή βιβλιογραφία, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε μεθοδολογικό επίπεδο, και αναδεικνύεται η σημαντικότητα της διερεύνησης τους. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την ποσοτική έρευνα στα πλαίσια της διατριβής. Συγκεκριμένα δίνεται το πλαίσιο της Κοινοτικής Έρευνας της Καινοτομίας (Community Innovation Survey-CIS) που πραγματοποιείται από την Eurostat και ειδικότερα οι συγκεκριμένες πλευρές της στρατηγικής τα καινοτομίας που εξετάζονται, των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΔΠI) και της αμφιδεξιότητας (ambidexterity) καθώς και οι ενότητες της έρευνας που αφορούν την περιβαλλοντική καινοτομία. Σε αυτό το πλαίσιο τεκμηριώνεται η σημαντικότητα της διερεύνησης θεμάτων στρατηγικής της καινοτομίας και περιβαλλοντικής καινοτομίας σε χώρες ακόλουθους (followers), γνωστούς και ως μη-συνήθεις υπόπτους (non-usual suspects) στις οποίες τα συστήματα καινοτομίας είναι κατακερματισμένα (fragmented innovation systems). Παρακάτω παρουσιάζω σύντομα τα κύρια σημεία της Διατριβής που αναπτύσσονται γύρω από τους ακόλουθους άξονες: • Αποτελεσματικότητα και Πολυπλοκότητα της Στρατηγικής Καινοτομίας • Περιβαλλοντική Καινοτομία και Επιχειρησιακό Μέγεθος: Διαμορφωσιακή Προσέγγιση • Περιβαλλοντική Καινοτομία Διαδικασιών και Συμπληρωματικά Περιουσιακά Στρατηγικά Στοιχεία 2. Αποτελεσματικότητα και Πολυπλοκότητα της Στρατηγικής Καινοτομίας Στο πρώτο δοκίμιο της διατριβής διερευνάται η δομική αντισταθμιστική (structural trade-off) σχέση μεταξύ αποτελεσματικότητας (efficiency) της καινοτομίας και πολυπλοκότητας (complexity) της στρατηγικής καινοτομίας. Στην βάση του πλαισίου PFI (Profiting from Innovation) του Teece (1986; 2018), αναπτύσσεται πρωτότυπο θεωρητικό και μεθοδολογικό σχήμα, το οποίο υπερβαίνει τις καθιερωμένες προσεγγίσεις, ενσωματώνοντας ενδογενώς τις στρατηγικές επιλογές των επιχειρήσεων στη διαδικασία εκτίμησης της αποτελεσματικότητας καινοτομίας λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο των συμπληρωματικών κεφαλαίων (complementary assets). Συνδέεται η ανταγωνιστική τοποθέτηση (competitive positioning) των επιχειρήσεων με την στρατηγική καινοτομίας που επιλέγουν, διαμορφώνοντας δύο λανθάνουσες ομάδες καινοτόμων επιχειρήσεων: (i) των αναζητούντων βραχυχρόνιες αποδόσεις στην βάση της αποτελεσματικότητας της καινοτομίας (competitive rent seekers) και (ii) αυτής των επιχειρήσεων που επιδιώκουν μεσο- και μακρο- πρόθεσμες μονοπωλιακές αποδόσεις (monopoly rent seekers). Σε αυτή την κατεύθυνση, αναλύονται δύο διαστάσεις της στρατηγικής καινοτομίας και συγκεκριμένα το εύρος (breadth) του χαρτοφυλακίου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (ΔΠΙ) και η αμφιδεξιότητα (ambidexterity) του συνδυασμού καινοτομίας προϊόντος και καινοτομίας διαδικασίας. Η αποτελεσματικότητα ορίζεται και εκτιμάται στην βάση ετερογενών ορίων καινοτομίας (innovation frontiers). Η ανάλυση καταδεικνύει ότι η στρατηγική πολυπλοκότητα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων. Αν και οι στρατηγικές που βασίζονται σε διευρυμένο χαρτοφυλάκιο ΔΠΙ μπορούν να προσφέρουν προστασία, προσόδους και μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ, συνοδεύονται από κόστη διαχείρισης και αβεβαιότητες που περιορίζουν τελικά την αποδοτικότητα. Αντίθετα, μια περιορισμένη στρατηγική ΔΠΙ που επιτρέπει ταχύτερη αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της καινοτομίας συνοδεύεται από υψηλότερα επίπεδα της αποτελεσματικότητας της καινοτομίας. Επιπλέον, η ταυτόχρονη επιδίωξη αμφιδεξιότητας σε καινοτομία προϊόντος και καινοτομία διαδικασίας, και διευρυμένου χαρτοφυλακίου ΔΠΙ, επιβαρύνει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα της καινοτομίας. Έτσι διαμορφώνεται ιεραρχική διάρθρωση στις στρατηγικές επιλογές καινοτομίας, που στηρίζονται στην ανταγωνιστική τοποθέτηση, και που τελικά καταλήγουν σε ετερογενή αλλά ιεραρχημένα όρια καινοτομίας. Η κύρια συμβολή αυτής της έρευνας έγκειται στη γεφύρωση της βιβλιογραφίας μεταξύ της αποτελεσματικότητας από την μια, και της στρατηγικής της καινοτομίας από την άλλη, προτείνοντας μια ενοποιημένη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η στρατηγική πολυπλοκότητα διαμορφώνει τα όρια αποτελεσματικότητας. Θεωρητικά, προσφέρει καινοτόμο προσέγγιση που ενσωματώνει την αμφιδεξιότητα και την στρατηγική προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων, ενώ μεθοδολογικά εισάγει πλαίσιο εκτίμησης που επιτρέπει την ενδογενή ανάλυση στρατηγικών επιλογών. Αξίζει να σημειωθεί ότι εισάγεται νέος τύπος της Ανάλυσης Περιβάλουσσας Δεδομένων (DEA), η Innovation Strategy DEA (ISDEA), που επιτρέπει την ενδογενή συν-θεώρηση των στρατηγικών της καινοτομίας. Στο επίπεδο των προτάσεων προς τους διαχειριστές (managerial implications) προκύπτει ότι στην διαμόρφωση στρατηγικών καινοτομίας θα πρέπει να αναγνωρίζεται καταρχάς η ανταγωνιστική θέση της επιχείρησης, και να συνυπολογίζονται οι απώλειες αποτελεσματικότητας για επιπλέον διαστάσεις που προστίθενται στις στρατηγικές αυτές. Σε επίπεδο προτάσεων πολιτικής ενώ οι φορείς πρέπει να επικεντρώσουν στον σχεδιασμό και εφαρμογή αποτελεσματικότερων καθεστώτων ΔΠΙ που ενισχύουν την καινοτομική αποτελεσματικότητα σε περιβάλλοντα με περιορισμένη καινοτομική ικανότητα ή/και σε επιχειρήσεις με σημαντικούς περιορισμούς σε καινοτομικές ικανότητες (innovation capabilities) που μπορούν να παίζουν τον ρόλο των συμπληρωματικών κεφαλαίων. 3. Περιβαλλοντική Καινοτομία και Επιχειρησιακό Μέγεθος: Διαμορφωσιακή Προσέγγιση Σε αυτό το δοκίμιο διερευνάται η σχέση της περιβαλλοντικής καινοτομίας και καινοτομικής απόδοσης (innovation performance) υιοθετώντας τη διαμορφωσιακή προσέγγιση (configurational approach) και τη λογική της πολυπλοκότητας. Σαν μετρική της καινοτομικής απόδοσης υιοθετείται το ποσοστό των εσόδων από πωλήσεις των επιχειρήσεων που προέρχονται από καινοτόμα προϊόντα. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές αναλύσεις που εστιάζουν στις καθαρές επιδράσεις, η εργασία αναδεικνύει ότι η καινοτομική επίδοση είναι το αποτέλεσμα πολλαπλών ταυτόχρονων και δυνητικά εναλλακτικών στρατηγικών συνδυασμών. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται οι περιβαλλοντικές καινοτομίες προϊόντος και διαδικασίας, σε συνδυασμό με την πρόσβαση σε εξωτερικές πηγές γνώσης και τις εσωτερικές ικανότητες απορρόφησης, και συνολικά την γνωσιακή βάση (knowledge base) των επιχειρήσεων. Η επεξεργασία των δεδομένων με την χρήση της fuzzy set Qualitative Comparative Analysis (fsQCA) καταδεικνύει την ύπαρξη πολύ διαφορετικών στρατηγικών διαμορφώσεων ανά κατηγορία μεγέθους αφού, οι μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις διαφοροποιούνται σημαντικά ως προς τις στρατηγικές που σχετίζονται με υψηλή καινοτομική επίδοση. Οι μικρές επιχειρήσεις τείνουν να επωφελούνται από συνεργασίες καινοτομίας με εξωτερικούς εταίρους, οι οποίες λειτουργούν ως μηχανισμοί ενίσχυσης των περιορισμένων εσωτερικών τους καινοτομικών δυνατοτήτων (innovation capabilities). Οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις βασίζονται σε ισχυρότερη, σε σύγκριση με τις μικρές, εσωτερική βάση γνώσης και ικανότητες απορρόφησης, που τους επιτρέπουν να συνδυάζουν αποτελεσματικά περιβαλλοντικές καινοτομίες διαδικασίας με άλλα δομικά στοιχεία (constructs) των στρατηγικών τους. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, με περισσότερους πόρους και πιθανόν μεγαλύτερη οργανωτική ευελιξία, εστιάζουν στην περιβαλλοντική καινοτομία προϊόντος, την οποία ενισχύουν με επενδύσεις σε Ε&Α και συστηματική πρόσβαση σε εξωτερικά δίκτυα γνώσης. Η συνεισφορά της εργασίας είναι διττή: σε θεωρητικό επίπεδο, εμπλουτίζει τη βιβλιογραφία περί περιβαλλοντικής καινοτομίας ενσωματώνοντας την πολυπλοκότητα και τη λογική ισοδυναμίας αποτελεσμάτων (equifinality), δείχνοντας ότι δεν υπάρχει ένας μοναδικός δρόμος προς την υψηλή απόδοση της καινοτομίας σε στρατηγικές καινοτομίας που περιλαμβάνουν περιβαλλοντική καινοτομία. Πρέπει να σημειωθεί ότι στα πλαίσια αυτής της έρευνας, καταδεικνύεται ότι το μέγεθος της επιχείρησης δεν σχετίζεται μόνο με τη συσσώρευση γνώσης, αλλά επηρεάζει επίσης ενεργά τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις παράγουν και αξιοποιούν τη γνώση μέσω της συσσωρευσιμότητας (cumulability) και της επεκτασιμότητάς (extensibility) της, διαμορφώνοντας τελικά τις καινοτομικές τους δραστηριότητες. Σε εμπειρικό επίπεδο, τα ευρήματα της έρευνας διαμορφώνουν οδικούς χάρτες για την διαμόρφωση στρατηγικών καινοτομίας που συνδυάζουν περιβαλλοντική βιωσιμότητα και ανταγωνιστικότητα, προσαρμοσμένες στα τεχνολογικά και γνωσιακά χαρακτηριστικά κάθε κατηγορίας-επιχειρηματικού μεγέθους. Ακόμα, ενισχύεται ο διάλογος πολιτικής για την πράσινη ανάπτυξη, δείχνοντας πώς η διαφοροποίηση των στρατηγικών ανά μέγεθος επιχείρησης μπορεί να καταστήσει τις στοχευμένες παρεμβάσεις πολιτικής περισσότερο αποτελεσματικές. 4. Περιβαλλοντική Καινοτομία Διαδικασιών και Συμπληρωματικά Περιουσιακά Στρατηγικά Στοιχεία Σε αυτό το μέρος της διατριβής διερευνάται ο τον τρόπο με τον οποίο η περιβαλλοντική καινοτομία διαδικασιών επηρεάζει την καινοτομική επίδοση, εξετάζοντας τον ρόλο της καινοτομίας μάρκετινγκ ως συμπληρωματικού περιουσιακού στοιχείου (complementary asset). Κεντρικό σημείο αποτελεί η διάκριση μεταξύ τεχνολογιών που υιοθετούνται υπό κανονιστική πίεση για την μείωση των εξωτερικοτήτων (End-of-Pipe Technologies, EPT) και τεχνολογιών που αποτελούν στρατηγική επιλογή για ενίσχυση της αποδοτικότητας (Resource Efficient Technologies, RET). Σε μεθοδολογικό επίπεδο χρησιμοποιείται σύστημα τεσσάρων διαρθρωτικών εξισώσεων εκ των οποίων η μία ελέγχει για σφάλματα επιλογής (selection bias) στο επίπεδο της απόφασης περιβαλλοντικών καινοτομιών, και εκτιμητές conditional mixed process. Για την κατανομή των περιβαλλοντικών καινοτομιών σε RET και PET χρησιμοποιούνται τεχνικές κύριων συνιστωσών (principal components) χρησιμοποιώντας πληροφορίες από την Κοινοτική Έρευνα Καινοτομίας της Eurostat. Η ανάλυση βασίζεται σε πολλαπλά μοντέλα μηχανισμών μεσολάβησης (moderation) και καταδεικνύει ότι οι RET συνδέονται θετικά με την καινοτομική απόδοση, επιβεβαιώνοντας τη λογική του «win-win» σε όρους περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα, οι EPT, αν και απαραίτητες για τη συμμόρφωση με κανονιστικά/ρυθμιστικά πλαίσια, επιφέρουν κόστος και πολυπλοκότητα που συνδέονται με μειωμένη απόδοση καινοτομίας. Ωστόσο, η μελέτη αναδεικνύει τη δυναμική της καινοτομίας μάρκετινγκ ως μηχανισμού που μπορεί να αντιστρέψει ή να μετριάσει τις αρνητικές αυτές επιδράσεις των EPT. Συγκεκριμένα, στη λογική του πλαισίου PFI, οι επιχειρήσεις που συνδυάζουν EPT με καινοτομία μάρκετινγκ δύνανται να μετατρέψουν ένα «αναγκαίο κόστος» σε ευκαιρία διαφοροποίησης και εμπορικής αξιοποίησης (“when you have lemons make lemonade”). Η συμβολή της εργασίας συνοψίζεται στα παρακάτω σημεία. Πρώτον, εμπλουτίζει τη θεωρία της περιβαλλοντικής καινοτομίας συνδέοντάς την με την έννοια των συμπληρωματικών περιουσιακών στοιχείων. Δεύτερον, παρέχει μια ερμηνεία του πώς η καινοτομία μάρκετινγκ λειτουργεί ως στρατηγικό εργαλείο αντιστάθμισης, δίνοντας την δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αποκομίσουν οφέλη από τεχνολογίες που κατ’ αρχάς περιορίζουν την απόδοση. Τρίτον, συμβάλλει στη διαμόρφωση πολιτικής, προτείνοντας ότι οι παρεμβάσεις για τις περιβαλλοντικές καινοτομίες οφείλουν να υποστηρίζουν όχι μόνο την υιοθέτηση περιβαλλοντικών τεχνολογιών αυτών καθαυτών, αλλά και την ανάπτυξη των απαραίτητων συμπληρωματικών κεφαλαίων. Έτσι, η μελέτη προσφέρει ένα συνεκτικό πλαίσιο κατανόησης της αλληλεπίδρασης μεταξύ τεχνολογίας, στρατηγικής και επίδοσης, με άμεσες προεκτάσεις για επιχειρήσεις και φορείς χάραξης πολιτικής. Έτσι, η συμβολή αυτού το ερευνητικού δοκιμίου βρίσκεται στο σταυροδρόμι των παράλληλων κλάδων της βιβλιογραφίας που διερευνούν (i) τους παράγοντες που οδηγούν στην απόφαση υιοθέτησης περιβαλλοντικών καινοτομιών και (ii) την επίδραση αυτής της υιοθέτησης στην καινοτομική απόδοση των επιχειρήσεων. Καταδεικνύεται ότι οι επιχειρήσεις που «αναγκάζονται» να συμμορφωθούν με (κυρίως) εξωτερικές πιέσεις (κανονιστικές/ρυθμιστικές και ζήτηση), αξιοποιούν τις δυνατότητες των στρατηγικών μάρκετινγκ (ως συμπληρωματικό περιουσιακό στοιχείο) για να αποκομίσουν αξία από τις καινοτόμες προσπάθειές τους. Αντίθετα, η ευθυγράμμιση των στρατηγικών καινοτομίας με τις περιβαλλοντικές διαδικασίες στη βάση εσωτερικών πιέσεων (κόστος, αριστοποίηση διαδικασιών, και φήμη) έχει άμεσο αντίκτυπο στην απόδοση της καινοτομίας και οι ικανότητες μάρκετινγκ δεν είναι αποτελεσματικές ως συμπληρωματικά περιουσιακά στοιχεία. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να αξιοποιηθούν από τις επιχειρήσεις άλλα συμπληρωματικά περιουσιακά στοιχεία για να αντλήσουν μεγαλύτερη αξία από την καινοτομία 5. Συμπεράσματα, Περιορισμοί και Παραπέρα Έρευνα Η διατριβή εντάσσεται στην περιοχή των οικονομικών της στρατηγικής της καινοτομίας, αναδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο οι στρατηγικές επιλογές διαμορφώνουν τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και την απόδοση των επενδύσεων σε καινοτομία, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής καινοτομίας. Η συνεισφορά της είναι πολλαπλή . Ενσωματώνει στρατηγικούς παράγοντες -το εύρος του χαρτοφυλακίου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (IPR) και η αμφίπλευρη καινοτομία- και την διάκριση μεταξύ τύπων περιβαλλοντικών τεχνολογιών- στη μέτρηση της καινοτομικής αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας. Παραπέρα, συμβάλλει στην ανάλυση διαμορφωτικών στρατηγικών συνδυασμών ανάλογα με το μέγεθος και τις δυνατότητες των επιχειρήσεων. H διατριβή προσφέρει σαφείς διοικητικές προεκτάσεις, προτείνοντας ότι οι μάνατζερ οφείλουν να σταθμίζουν στρατηγικά το κόστος και τα οφέλη του διευρυμένου χαρτοφυλακίου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και της ταυτόχρονης εμπλοκής σε καινοτομία προϊόντος και διαδικασίας. Ειδικά στην περιβαλλοντική καινοτομία, οι στρατηγικές θα πρέπει να διαφοροποιούνται με βάση το μέγεθος της επιχείρησης και την αντίστοιχη βάση γνώσης των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η επιλογή μεταξύ τεχνολογιών RET και EPT έχει διαφορετικές επιπτώσεις στην καινοτομική απόδοση, ενώ η συμπληρωματική χρήση καινοτομίας στο μάρκετινγκ κρίνεται κρίσιμη, για τις EPT. Σε επίπεδο προτάσεων πολιτικής, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα διαφοροποίησης των βιομηχανικών πολιτικών καινοτομίας, με βάση την ετερογένεια των επιχειρήσεων, η απλοποίηση και ενοποίηση του πλαισίου ΔΠΙ στην ΕΕ, η ενίσχυση των συνεργατικών μηχανισμών για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και η διακριτή πολιτική προσέγγιση για RET και EPT τεχνολογίες. Η διατριβή χαρακτηρίζεται από ορισμένους περιορισμούς. Η χρήση διαστρωματικών δεδομένων περιορίζει την ικανότητα ταυτοποίησης αιτιωδών σχέσεων, εστιάζοντας κυρίως σε συσχετίσεις. Για την ενίσχυση της κατεύθυνσης της αιτιότητας αλλά και για την διερεύνηση της χρονικής εξέλιξης των στρατηγικών περιβαλλοντικής καινοτομίας η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να αξιοποιήσει δεδομένα πανελ που δεν είναι διαθέσιμα στην παρούσα φάση. Επίσης, η μελέτη επικεντρώνεται σε χώρες μέτριας καινοτομικής επίδοσης, αφήνοντας ανοιχτό το ερώτημα αν τα ευρήματα ισχύουν και σε ανεπτυγμένα καινοτομικά οικοσυστήματα. Τέλος, η διερεύνηση άλλων πιθανών συμπληρωματικών κεφαλαίων όπως οι E&A συνεργασίες, οι οργανωσιακές καινοτομίες, οι καινοτομίες επιχειρηματικού μοντέλου (business innovation model) είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και χρήσιμη. Συνολικά, οι πιθανές συνέργειες συγκροτούν ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο για περαιτέρω διερεύνηση.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
1. Thesis Focus and StructureThe central focus of this dissertation is the investigation of the relationship between, on one side, the heterogeneity of firms’ innovation strategies and, on the other, the returns on their investments in innovative activities, with particular emphasis on environmental innovations. Returns are defined both in terms of technological innovation frontiers, using efficiency metrics, and in terms of the contribution of innovative activities to the broader set of firm operations, using innovation performance metrics. The Dissertation is structured in six (6) chapters. The first chapter establishes the overall framework, identifying the broader research gaps in the international literature both in theory and methodology, and emphasises the importance of addressing these gaps. The second chapter presents the data utilised for the empirical analysis. Specifically, it outlines the framework of the Community Innovation Survey (CIS) conducted by Eurostat and focuses ...
1. Thesis Focus and StructureThe central focus of this dissertation is the investigation of the relationship between, on one side, the heterogeneity of firms’ innovation strategies and, on the other, the returns on their investments in innovative activities, with particular emphasis on environmental innovations. Returns are defined both in terms of technological innovation frontiers, using efficiency metrics, and in terms of the contribution of innovative activities to the broader set of firm operations, using innovation performance metrics. The Dissertation is structured in six (6) chapters. The first chapter establishes the overall framework, identifying the broader research gaps in the international literature both in theory and methodology, and emphasises the importance of addressing these gaps. The second chapter presents the data utilised for the empirical analysis. Specifically, it outlines the framework of the Community Innovation Survey (CIS) conducted by Eurostat and focuses on aspects of innovation strategy, intellectual property rights (IPR), ambidexterity, and the survey modules related to environmental innovation. In this context, the significance of studying innovation strategy and environmental innovation in follower countries (also referred to as non-usual suspects), where innovation systems are fragmented, is established. Below, I briefly present the main points of the Dissertation, which are developed around the following pillars: • Innovation Strategy Efficiency and Strategic Complexity • Environmental Innovation and Firm Size: A Configurational Approach • Environmental Process Innovation and Complementary Strategic Assets 2. Innovation Strategy Efficiency and Strategic ComplexityThe first essay examines the structural trade-off between innovation efficiency and the complexity of innovation strategy. Drawing on Teece’s (1986; 2018) Profiting from Innovation (PFI) framework, the chapter develops an original theoretical and methodological approach that goes beyond standard treatments by endogenising strategic choices into the efficiency estimation process, taking into account the role of complementary assets. It links firms’ competitive positioning to the innovation strategies they adopt, identifying two latent groups of innovative firms:(i) firms pursuing short-term returns based on innovation efficiency (competitive rent seekers), and(ii) firms seeking medium- to long-term monopoly rents (monopoly rent seekers).Two dimensions of innovation strategy are analysed: the breadth of the IPR portfolio, and ambidexterity in product and process innovation. Efficiency is estimated relative to heterogeneous innovation frontiers. The analysis shows that strategic complexity has significant implications for efficiency. While broad IPR portfolios may provide protection, rents, and bargaining power, they also involve managerial costs and uncertainty that tend to reduce efficiency. By contrast, narrower IPR strategies that allow faster appropriation of innovation outputs are associated with higher efficiency. Moreover, pursuing both ambidexterity and broad IPR portfolios further burdens efficiency. This results in a hierarchical structure of innovation strategies, shaped by competitive positioning, and reflected in heterogeneous but ordered innovation frontiers. The contribution of this essay lies in bridging the literature on innovation efficiency with that on innovation strategy, offering a unified understanding of how strategic complexity shapes efficiency boundaries. Methodologically, it introduces a new type of Data Envelopment Analysis (DEA), the Innovation Strategy DEA (ISDEA), which allows the endogenous incorporation of strategic innovation choices. Managerially, the results suggest that firms must first recognise their competitive position and consider efficiency losses when adding layers of strategic complexity. At the policy level, the findings point to the need for more effective IPR regimes, particularly in contexts characterised by limited innovation capabilities, where complementary assets are scarce. 3. Environmental Innovation and Firm Size: A Configurational ApproachThis essay examines the relationship between environmental innovation and innovation performance using a configurational approach informed by complexity theory. Innovation performance is measured as the share of sales from new or significantly improved products. In contrast to traditional approaches that estimate net effects, the analysis shows that innovation performance results from multiple, simultaneous, and potentially alternative strategic configurations. The study considers environmental product and process innovations alongside access to external knowledge and internal absorptive capacity, reflecting firms’ knowledge base.Using fuzzy-set Qualitative Comparative Analysis (fsQCA), the results show that small, medium, and large firms follow distinct strategic configurations leading to high innovation performance. Small firms benefit from external innovation collaborations that compensate for limited internal capabilities. Medium-sized firms, with stronger internal knowledge bases, combine process-oriented environmental innovations with complementary strategic elements. Large firms leverage environmental product innovation, supported by R&D investments and systematic access to external knowledge networks. The contribution is twofold: theoretically, it advances the literature on environmental innovation by integrating complexity and equifinality, demonstrating that there is no single strategic path to high innovation performance. Empirically, it provides strategy roadmaps tailored to technological and organisational characteristics across firm-size classes, informing policy discussions on green competitiveness. 4. Environmental Process Innovation and Complementary Strategic AssetsThis essay examines the impact of environmental process innovation on innovation performance, with a focus on marketing innovation as a complementary asset. A distinction is drawn between End-of-Pipe Technologies (EPT), adopted under regulatory pressure to reduce externalities, and Resource-Efficient Technologies (RET), adopted to improve efficiency. A four-equation structural model is estimated, one equation correcting for selection bias in the adoption of environmental innovations, using Conditional Mixed Process estimators. Principal Components Analysis is used to classify environmental innovations into RET and EPT categories. The results show that RET are positively associated with innovation performance, supporting the “win–win” logic. In contrast, EPT tend to reduce innovation performance due to costs and complexity. However, marketing innovation can counterbalance or reverse the negative effects of EPT, enabling firms to commercialise compliance-driven innovations. This highlights marketing innovation as a strategic asset that transforms constraint into opportunity. The essay situates itself at the intersection of research on environmental innovation adoption and its effects on performance. It shows that firms compelled by external pressures rely on marketing capabilities to extract value from innovation, while internally-driven environmental strategies yield performance benefits even without marketing complementation. 5. Conclusions, Limitations, and Future ResearchThe Dissertation contributes to the economics of innovation strategy by emphasising how strategic choices condition both the efficiency and performance of innovation investments, especially in environmental innovation contexts. It incorporates strategic factors—IPR breadth, ambidexterity, and distinctions between types of environmental technologies—into the measurement of innovation outcomes, and analyses configurational strategy patterns across firm sizes. Managerially, the findings suggest that decision-makers should weigh the costs and benefits of broad IPR portfolios and simultaneous product–process innovation. In environmental innovation, strategies should differ by firm size and knowledge base. The choice between RET and EPT carries distinct implications, and marketing innovation is particularly important when dealing with EPT. At the policy level, the results support the design of differentiated innovation policies based on firm heterogeneity, simplification of the IPR framework in the EU, strengthening of collaboration mechanisms for SMEs, and the development of differentiated policy instruments for RET and EPT. The dissertation is subject to certain limitations. The use of cross-sectional data limits the ability to identify causal relationships, instead focusing on associations. To strengthen causal inference and examine the temporal evolution of environmental innovation strategies, future research would benefit from drawing on panel data, which are currently not available. In addition, the study focuses on countries with moderate innovation performance, leaving open the question of whether the findings can be applied to more advanced innovation ecosystems. Finally, exploring other potential complementary assets such as R&D collaborations, organisational innovations, and business model innovations would be particularly insightful. Overall, the possible synergies form a broad yet promising field for further investigation.
περισσότερα