Περίληψη
Η παρούσα διατριβή διερευνά τις αντιδράσεις των γονέων που ξέσπασαν μετά τις ανακοινώσεις της Ελληνικής Πολιτείας αναφορικά με την προώθηση της κοινωνικής ένταξης μεταναστών και προσφύγων —κυρίως προερχόμενων από το Αφγανιστάν και τη Συρία— στις τοπικές κοινωνίες, μέσω της εισαγωγής των τέκνων τους στο δημόσιο πρωτοβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα. Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στις μορφές συλλογικής δράσης και κινητοποίησης των γονέων, ως αντίδραση στην επίμαχη μεταβολή πολιτικής, εντός ενός από τα πλέον εθνοπολιτισμικά ομοιογενή κοινωνικά περιβάλλοντα της Ευρώπης. Ειδικότερα, η έρευνα εστιάζει σε τρεις ενδεικτικές περιπτώσεις: το Ωραιόκαστρο, τη Φιλιππιάδα και τη Σάμο, επιδιώκοντας να αναδείξει τις δυναμικές που διέπουν την τοπική κοινωνική αντίσταση, καθώς και τις ευρύτερες κοινωνιολογικές επιπτώσεις της εν λόγω πολιτικής παρέμβασης. Η προσέγγιση της παρούσας μελέτης δεν συνιστά γενικευμένη κριτική επί του φαινομένου της μετανάστευσης. Αντιθέτως, υιοθετείται ένα πλαίσιο κατανόησης της συλλ ...
Η παρούσα διατριβή διερευνά τις αντιδράσεις των γονέων που ξέσπασαν μετά τις ανακοινώσεις της Ελληνικής Πολιτείας αναφορικά με την προώθηση της κοινωνικής ένταξης μεταναστών και προσφύγων —κυρίως προερχόμενων από το Αφγανιστάν και τη Συρία— στις τοπικές κοινωνίες, μέσω της εισαγωγής των τέκνων τους στο δημόσιο πρωτοβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα. Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στις μορφές συλλογικής δράσης και κινητοποίησης των γονέων, ως αντίδραση στην επίμαχη μεταβολή πολιτικής, εντός ενός από τα πλέον εθνοπολιτισμικά ομοιογενή κοινωνικά περιβάλλοντα της Ευρώπης. Ειδικότερα, η έρευνα εστιάζει σε τρεις ενδεικτικές περιπτώσεις: το Ωραιόκαστρο, τη Φιλιππιάδα και τη Σάμο, επιδιώκοντας να αναδείξει τις δυναμικές που διέπουν την τοπική κοινωνική αντίσταση, καθώς και τις ευρύτερες κοινωνιολογικές επιπτώσεις της εν λόγω πολιτικής παρέμβασης. Η προσέγγιση της παρούσας μελέτης δεν συνιστά γενικευμένη κριτική επί του φαινομένου της μετανάστευσης. Αντιθέτως, υιοθετείται ένα πλαίσιο κατανόησης της συλλογικής δράσης ως κοινωνικοπολιτικού φαινομένου, εξεταζόμενο υπό το πρίσμα μιας τοπικής, πλην κρίσιμης, συγκυρίας. Μέσω της ανάλυσης των διαδικασιών κινητοποίησης και διαμόρφωσης συλλογικής ταυτότητας στους κόλπους των γονέων, η έρευνα στοχεύει στην ανατομία των βασικών μηχανισμών που συνθέτουν τα κινήματα βάσης και στη θεωρητική συμβολή στη σχετική επιστημονική συζήτηση. Ερευνητικά ερωτήματα και στόχοι Όπως αναλύεται στην παρούσα εργασία, τα ζητήματα αυτά είναι σχεδόν πάντα πολύπλοκα και δύσκολα κατηγοριοποιήσιμα με μονοσήμαντο τρόπο. Πράγματι, υπάρχουν περιπτώσεις κινητοποιήσεων κατά της μετανάστευσης, οι οποίες υποκινούνται από τον φόβο του αγνώστου, γνωστό και ως ξενοφοβία. Ωστόσο, παρατηρούνται και άλλες μορφές κινητοποίησης που βασίζονται σε ειλικρινείς ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα της κυβέρνησης να διαχειριστεί και να επιτηρήσει ενδεχόμενα προβλήματα σε θέματα υποδομών, δημόσιας υγείας και πολιτισμού. Η παρούσα διατριβή αποσκοπεί στη διερεύνηση αυτών των σύνθετων διασταυρώσεων στις τρεις περιφερειακές εστίες μελέτης. Η διατριβή επικεντρώνεται σε τρία βασικά ερευνητικά ερωτήματα και στόχους: 1. Ποιοι παράγοντες παρακίνησαν τους γονείς να κινητοποιηθούν στις τρεις περιοχές μελέτης; Η εργασία εξετάζει τα κύρια κίνητρα αυτών των κινητοποιήσεων, προσπαθώντας να κατανοήσει αν οι ανησυχίες των γονέων οφείλονταν σε ειλικρινείς φόβους για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια ή αν εδράζονταν βαθύτερα σε πολιτισμικές και εθνικές φοβίες σχετικά με τη διαπολιτισμική ανάμιξη μεταξύ Ελλήνων και μη λευκών προσφύγων. Με άλλα λόγια, εξετάζεται το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι γονείς διατύπωσαν τα αιτήματά τους. 2. Πώς διαμόρφωσαν οι Τοπικοί Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων την αντίστασή τους; Διερευνάται πώς οι γονείς διαπραγματεύτηκαν τη συλλογική τους ταυτότητα κατά την αντίθεσή τους στην κυβερνητική πολιτική ένταξης μεταναστών και προσφύγων στα τοπικά δημόσια σχολεία. Η έννοια της "πλαισίωσης" (framing) είναι κρίσιμη για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αυτές οι γονεϊκές κινητοποιήσεις υπερασπίστηκαν τη θέση τους. Μέσω της ανάλυσης των αφηγήσεων που αναπτύχθηκαν εντός των τοπικών κοινωνιών, η εργασία αξιολογεί τους τρόπους με τους οποίους οι γονείς εκδήλωσαν την αντίστασή τους — είτε μέσω δημοσιοποιημένων αναφορών σε κινδύνους δημόσιας υγείας και ανησυχίες ασφάλειας, είτε ελλείψεις στις υφιστάμενες σχολικές υποδομές. 3. Ποιες ήταν οι ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες αυτών των κινητοποιήσεων στις τοπικές κοινωνίες; Η έρευνα εξετάζει σε ποιο βαθμό οι τοπικές κινητοποιήσεις και, κατ’ επέκταση, η αντίθεση στην κυβερνητική πολιτική, εξελίχθηκαν σε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις επί βασικών ζητημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, αξιολογείται η επιτυχία ή μη αυτών των κινημάτων, καθώς και το πώς και αν η κοινωνία αντιλήφθηκε αυτή την επιτυχία ή αποτυχία. Η μεθοδολογία της έρευνας βασίζεται στη συνδυασμένη χρήση ποιοτικών και ποσοτικών μεθόδων. Διεξήχθησαν 21 συνεντεύξεις με βασικούς παράγοντες (όπως μέλη Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων, αλλά και απλούς γονείς και bystanders), καθώς και έρευνα κοινής γνώμης με 750 συμμετέχοντες στις τρεις περιοχές μελέτης, με στόχο την αποτύπωση στάσεων και αντιλήψεων των κατοίκων σχετικά με την κυβερνητική πολιτική εισαγωγής παιδιών μεταναστών και προσφύγων στα τοπικά δημοτικά σχολεία. Οι στρατηγικές αυτές απέβλεπαν στην απόκτηση σφαιρικής εικόνας αναφορικά με τους στόχους και τις επιπτώσεις των γονεϊκών κινητοποιήσεων. Σε επίπεδο θεωρητικού πλαισίου, η μελέτη βασίζεται στις θεωρίες κοινωνικών κινημάτων, και ειδικότερα στη Θεωρία Κινητοποίησης Πόρων (Resource Mobilization Theory - RMT), στη Θεωρία Συλλογικής Συμπεριφοράς (Collective Behavior Theory), και στη Θεωρία Πλαισίωσης (Framing Theory).• Η Θεωρία Κινητοποίησης Πόρων αναδεικνύει τη σημασία των διαθέσιμων πόρων (χρηματοδότηση, πολιτική στήριξη, οργανωτική δομή) για την επιτυχία κάθε κοινωνικού κινήματος, και στο πλαίσιο αυτό αποτελεί κατάλληλο εργαλείο για την αξιολόγηση της κινητοποίησης των γονέων.• Η Θεωρία Συλλογικής Συμπεριφοράς προσφέρει το βασικό αναλυτικό υπόβαθρο, καθώς οι εν λόγω κινητοποιήσεις συνιστούν αντίδραση σε υφιστάμενες κοινωνικές μεταβολές, διεκδικώντας την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, χωρίς πρόθεση ανατροπής του κατεστημένου.• Η Θεωρία Πλαισίωσης φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κοινωνικά κινήματα διαμορφώνουν και μεταφέρουν τα αιτήματά τους στο δημόσιο διάλογο. Ειδικότερα, οι Έλληνες γονείς συνήθως πλαισίωναν τη θέση τους μέσω ζητημάτων δημόσιας υγείας, ασφάλειας και ανεπάρκειας υποδομών, αποφεύγοντας άμεσες αναφορές σε ξενοφοβικά ή αντι-ανθρωπιστικά επιχειρήματα (Benford και Snow, 2000). Με τη συνδυασμένη χρήση των ανωτέρω θεωρητικών εργαλείων και μεθοδολογικών προσεγγίσεων, η παρούσα διατριβή αναλύει διεξοδικά τις στρατηγικές, οργανωτικές και επικοινωνιακές πρακτικές των γονεϊκών κινητοποιήσεων, με στόχο την εις βάθος κατανόηση των αλληλεπιδράσεων, των κινήτρων και των επιπτώσεών τους στην τοπική κοινωνία. Η πρωτοτυπία και η συμβολή της έρευνας έγκειται στην εστίαση όχι στους μετανάστες και πρόσφυγες, όπως συμβαίνει σε μεγάλο μέρος της υφιστάμενης βιβλιογραφίας, αλλά στις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες που επηρεάζονται από τη διαδικασία ένταξης. Η επιλογή αυτή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ελλάδα συνιστά μια κατά βάση ομοιογενή χώρα και βρίσκεται συχνά εκτός του κεντρικού ευρωπαϊκού παραδείγματος κοινωνικών κινημάτων. Επιπλέον, η υιοθέτηση μικτής μεθοδολογίας (ποιοτικής και ποσοτικής) προσφέρει ισχυρή βάση στην ανάλυση, εξασφαλίζοντας ότι τα συμπεράσματα θα είναι εμπειρικά θεμελιωμένα και θεωρητικά εύστοχα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο οι τοπικές αντιδράσεις σε κυβερνητικές πολιτικές δύνανται να κλιμακωθούν σε εθνικές αντιπαραθέσεις, ειδικά όταν τα αρχικά παράπονα των τοπικών κοινωνιών και μέρους ομάδων τους μένουν αναπάντητα. Η παρούσα διατριβή χωρίζεται σε επιμέρους κεφάλαια, το καθένα εκ των οποίων εξετάζει διαφορετικές όψεις των βασικών ερευνητικών ερωτημάτων. Μετά την εισαγωγή, το Κεφάλαιο 2 επικεντρώνεται στον ορισμό των κοινωνικών κινημάτων μέσα από σχετική βιβλιογραφία, συμπεριλαμβανομένης της ανάλυσης του ρόλου που διαδραμάτισαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Το Κεφάλαιο 3 παρέχει μια ιστορική επισκόπηση της μετανάστευσης στην Ελλάδα από τις αρχές του 20ού αιώνα έως την κρίση του 2015, καθώς και στοιχεία για τη δημόσια γνώμη αναφορικά με τη μετανάστευση, βάσει της έρευνας της διαΝΕΟσις του 2020. Το Κεφάλαιο 4 παρουσιάζει τις περιπτώσεις μελέτης, με καταγραφή όλων των γεγονότων που έλαβαν χώρα, καθώς και των φάσεων των κινητοποιήσεων: πώς γεννήθηκαν, εξελίχθηκαν και παρήκμασαν.Το Κεφάλαιο 5 είναι αφιερωμένο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στον τρόπο με τον οποίο απεικόνισαν την προσφυγική-μεταναστευτική κρίση της περιόδου 2015–2018.Το Κεφάλαιο 6 παρουσιάζει τη μεθοδολογική προσέγγιση της έρευνας, καθώς θεωρήθηκε αναγκαία η αφιέρωση ολόκληρου κεφαλαίου, λόγω του πλούτου και της ποικιλομορφίας του συλλεχθέντος υλικού. Το Κεφάλαιο 7 αναλύει τις ποιοτικές και ποσοτικές μετρήσεις και παρουσιάζει τα ευρήματα της έρευνας. Μέρος του κεφαλαίου αυτού αφιερώνεται στη σύγκριση των ποσοτικών ευρημάτων της έρευνάς μας με εκείνα της έρευνας της διαΝΕΟσις (2020). Τέλος, στο Κεφάλαιο των Συμπερασμάτων με τις Καταληκτικές Παρατηρήσεις, διατυπώνονται τα γενικά συμπεράσματα της διατριβής, μέσα από μία ανασκόπηση, αντιπαραβολή και συσχέτιση των ευρημάτων με το θεωρητικό πλαίσιο που αναπτύχθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, αναδεικνύοντας τις ευρύτερες επιπτώσεις και προεκτάσεις των αποτελεσμάτων τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This dissertation explores the reactions of parents that emerged following the announcements made by the Greek State regarding the promotion of the social integration of migrants and refugees—mainly originating from Afghanistan and Syria—into local communities through the enrollment of their children in the public primary education system. Particular emphasis is placed on the forms of collective action and mobilization developed by parents as a reaction to this controversial policy shift, within one of the most ethnoculturally homogeneous social environments in Europe. Specifically, the research focuses on three illustrative cases—Oraiokastro, Filippiada, and Samos—aiming to highlight the dynamics underlying local social resistance, as well as the broader sociological implications of this policy intervention. The approach adopted in this study does not constitute a generalized critique of the phenomenon of migration. On the contrary, it embraces a framework that understands collective ...
This dissertation explores the reactions of parents that emerged following the announcements made by the Greek State regarding the promotion of the social integration of migrants and refugees—mainly originating from Afghanistan and Syria—into local communities through the enrollment of their children in the public primary education system. Particular emphasis is placed on the forms of collective action and mobilization developed by parents as a reaction to this controversial policy shift, within one of the most ethnoculturally homogeneous social environments in Europe. Specifically, the research focuses on three illustrative cases—Oraiokastro, Filippiada, and Samos—aiming to highlight the dynamics underlying local social resistance, as well as the broader sociological implications of this policy intervention. The approach adopted in this study does not constitute a generalized critique of the phenomenon of migration. On the contrary, it embraces a framework that understands collective action as a socio-political phenomenon examined through the prism of a localized yet critical context. By analyzing the processes of mobilization and the formation of collective identity among parents, the research seeks to anatomize the core mechanisms that compose grassroots movements and to contribute theoretically to the relevant scholarly debate. Research Questions and Objectives: As elaborated in this dissertation, these issues are almost always complex and cannot be categorized in a univocal manner. Indeed, there are instances of anti-immigration mobilizations that are motivated by fear of the unknown—commonly referred to as xenophobia. However, other forms of mobilization are also observed, which are based on genuine concerns regarding the government’s capacity to manage and monitor potential problems related to infrastructure, public health, and culture. This dissertation aims to investigate these intricate intersections within the three regional case studies.The study focuses on three central research questions and objectives: 1. What factors motivated parents to mobilize in the three case-study areas? The research examines the main drivers behind these mobilizations, seeking to understand whether parents’ concerns stemmed from genuine fears regarding public health and safety, or whether they were rooted more deeply in cultural and national anxieties about intercultural interaction between Greeks and non-white refugees. In other words, the analysis explores the context within which parents articulated their demands. 2. How did local Parent–Teacher Associations (PTAs) shape their resistance? The study investigates how parents negotiated their collective identity in opposing the governmental policy of integrating migrants and refugees into local public schools. The concept of framing is crucial to understanding how these parental mobilizations justified and defended their stance. By analyzing the narratives that emerged within local communities, the dissertation evaluates the ways in which parents expressed their opposition—whether through public references to risks related to public health and safety, or to deficiencies in existing school infrastructure. 3. What were the broader social and political consequences of these mobilizations within local communities? The research assesses the extent to which local mobilizations—and, by extension, opposition to governmental policy—evolved into wider social and political confrontations on key issues. Within this context, the study evaluates the degree to which these movements were perceived as successful or unsuccessful, and how society at large interpreted this outcome. Methodological Framework: The research methodology combines both qualitative and quantitative approaches. A total of 21 interviews were conducted with key stakeholders (including members of Parent–Teacher Associations, individual parents, and bystanders), alongside a public opinion survey involving 750 participants across the three case-study regions. The aim was to capture local residents’ attitudes and perceptions regarding the government’s policy of integrating migrant and refugee children into public primary schools. These strategies were intended to provide a comprehensive understanding of the objectives and implications of parental mobilizations. At the theoretical level, the study is grounded in Social Movement Theory, with particular reference to Resource Mobilization Theory (RMT), Collective Behavior Theory, and Framing Theory.Resource Mobilization Theory highlights the significance of available resources—such as funding, political support, and organizational structure—for the success of any social movement. Within this framework, it serves as a useful tool for assessing parental mobilization.Collective Behavior Theory provides the main analytical foundation, as these mobilizations represent a reaction to ongoing social transformations, aiming to restore a previous status quo rather than to overthrow the existing order. Framing Theory sheds light on the ways in which social movements construct and communicate their claims in public discourse. Specifically, Greek parents tended to frame their stance through concerns about public health, safety, and infrastructural inadequacy, while avoiding explicit references to xenophobic or anti-humanitarian arguments (Benford & Snow, 2000). By combining these theoretical frameworks and methodological approaches, this dissertation provides an in-depth analysis of the strategic, organizational, and communicative practices employed in parental mobilizations, aiming to offer a nuanced understanding of their interactions, motivations, and social implications within local communities. Original Contribution and Significance: The originality and contribution of this research lie in its focus not on migrants and refugees themselves—as is the case in much of the existing literature—but on the local communities affected by the integration process. This focus gains particular significance given that Greece is a largely homogeneous country and often falls outside the central European paradigm of social movement research. Furthermore, the adoption of a mixed-methods approach (qualitative and quantitative) provides a robust analytical basis, ensuring that the conclusions drawn are both empirically grounded and theoretically sound. The study also sheds light on how local reactions to governmental policies can escalate into national-level controversies, particularly when the initial grievances of local populations or segments thereof remain unaddressed. The dissertation is structured into several chapters, each addressing different aspects of the core research questions. Following the introduction, Chapter 2 focuses on defining social movements through the relevant literature, including an analysis of the role of the mass media. Chapter 3 provides a historical overview of migration in Greece from the early 20th century up to the 2015 crisis, incorporating data on public opinion drawn from the 2020 diaNEOsis study. Chapter 4 presents the case studies, documenting all relevant events and the phases of mobilization—how they emerged, evolved, and declined. Chapter 5 is dedicated to mass media representations of the refugee–migration crisis of 2015–2018. Chapter 6 outlines the methodological design of the research, given the diversity and richness of the collected material. Chapter 7 analyzes the qualitative and quantitative data and presents the main findings, including a comparative discussion of the study’s quantitative results with those of diaNEOsis (2020). Finally, the Conclusion summarizes the dissertation’s overall findings through a synthesis of empirical results and theoretical reflections, highlighting their broader implications and extensions for both Greece and Europe.
περισσότερα