Περίληψη
Η παρούσα διατριβή διερευνά τις διασταυρώσεις λαϊκισμού και κοινωνικής πολιτικής. Εξετάζοντας πώς λαϊκιστικές δυνάμεις του 20ού και 21ου αιώνα σε Ευρώπη, Ασία και Λατινική Αμερική έχουν (επι)δράσει θεσμικά οικοδομώντας ή μεταρρυθμίζοντας πολιτικές του κράτους πρόνοιας, αποσκοπεί να συμβάλει στην ερευνητική συζήτηση γύρω από τον «λαϊκισμό στην κυβέρνηση», την «υλική διάσταση» και τη «θεσμικότητα» του λαϊκισμού, την επίδρασή του στις δημόσιες πολιτικές, τις μορφές εκδήλωσής του σε αποικιακά ή μεταποικιακά συμφραζόμενα. Μέσω της υιοθέτησης αυτού του συγκριτικού, πλανητικού πρίσματος, αμφισβητείται η θέση ότι οι λαϊκιστικές δυνάμεις δεν μπορούν να κυβερνήσουν ως τέτοιες και έχουν αντι-θεσμικό χαρακτήρα, και υποστηρίζεται ότι, αντί απλώς να καταστρέφουν ή παρακάμπτουν τους δημοκρατικούς-φιλελεύθερους θεσμούς, δύνανται να παράγουν πολιτικές οι οποίες μεταφράζουν τη λογική και αιτήματα του λαϊκιστικού λόγου στο επίπεδο των κρατικών θεσμών. Όσον αφορά τo εμπειρικό σκέλος, διακρίνονται δύο λαϊκ ...
Η παρούσα διατριβή διερευνά τις διασταυρώσεις λαϊκισμού και κοινωνικής πολιτικής. Εξετάζοντας πώς λαϊκιστικές δυνάμεις του 20ού και 21ου αιώνα σε Ευρώπη, Ασία και Λατινική Αμερική έχουν (επι)δράσει θεσμικά οικοδομώντας ή μεταρρυθμίζοντας πολιτικές του κράτους πρόνοιας, αποσκοπεί να συμβάλει στην ερευνητική συζήτηση γύρω από τον «λαϊκισμό στην κυβέρνηση», την «υλική διάσταση» και τη «θεσμικότητα» του λαϊκισμού, την επίδρασή του στις δημόσιες πολιτικές, τις μορφές εκδήλωσής του σε αποικιακά ή μεταποικιακά συμφραζόμενα. Μέσω της υιοθέτησης αυτού του συγκριτικού, πλανητικού πρίσματος, αμφισβητείται η θέση ότι οι λαϊκιστικές δυνάμεις δεν μπορούν να κυβερνήσουν ως τέτοιες και έχουν αντι-θεσμικό χαρακτήρα, και υποστηρίζεται ότι, αντί απλώς να καταστρέφουν ή παρακάμπτουν τους δημοκρατικούς-φιλελεύθερους θεσμούς, δύνανται να παράγουν πολιτικές οι οποίες μεταφράζουν τη λογική και αιτήματα του λαϊκιστικού λόγου στο επίπεδο των κρατικών θεσμών. Όσον αφορά τo εμπειρικό σκέλος, διακρίνονται δύο λαϊκιστικές στρατηγικές χρήσης και προβληματοποίησης της κοινωνικής πολιτικής: ο «προνοιακός νατιβισμός» των δεξιόστροφων λαϊκισμών και ο «προνοιακός προοδευτισμός» των αριστερόστροφων λαϊκισμών. Η ανάλυσή τους αναδεικνύει, πρώτον, ότι ζητήματα κοινωνικής πρόνοιας, δημόσιας υγείας, κοινωνικής ασφάλισης, οικογενειακής πολιτικής και αναπαραγωγικών δικαιωμάτων γίνονται αντικείμενα ρητορικής επένδυσης από λαϊκιστικούς λόγους, οι οποίοι επανανοηματοδοτούν τις έννοιες των κοινωνικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής αλληλεγγύης από ένα εθνικιστικό/αποκλειστικό ή προοδευτικό/συμπεριληπτικό πολιτικό πρίσμα. Δεύτερον, ότι οι λαϊκισμοί θεσμοθετούν πολιτικές υλικής συμπερίληψης ή αποκλεισμού που συμπυκνώνουν σύγχρονους ανταγωνισμούς και ανισότητες που αφορούν τις ταξικές, έμφυλες, φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές ταυτότητες. Τρίτον, ότι ο πολιτικός ορίζοντας των λαϊκισμών του 19ου αιώνα ήταν ο εκδημοκρατισμός των θεσμών αντιπροσώπευσης ή η ανάπτυξη ενός συστήματος λαϊκής αυτοκυβέρνησης, ενώ εκείνων του 20ού και 21ου αιώνα τείνει να είναι η άσκηση μιας πιο φιλολαϊκής διακυβέρνησης: η ανάκτηση του κράτους από τον έλεγχο της «ελίτ» και η χρησιμοποίησή του προς όφελος του λαού και της ζωής του. Σε θεωρητικό και μεθοδολογικό επίπεδο, η διατριβή συνδυάζει τη φορμαλιστική ανάλυση λόγου του Λακλώ με τη γενεαλογική ανάλυση των πρακτικών λόγου-εξουσίας του Φουκώ, εφαρμόζοντας μια λογο-θεσμική προσέγγιση που αποσκοπεί να θεματοποιήσει τόσο τη λογοθετική αρχιτεκτονική του λαϊκισμού όσο και τη θεσμική ιστορικότητα και παραγωγικότητά του. Παρατηρώντας ότι η βιοπολιτική ασκείται σε κρατικό επίπεδο κυρίως μέσω της κοινωνικής πολιτικής, αναλύει πώς λαϊκισμοί ανά τον κόσμο χρησιμοποιούν την αναδιανομή πόρων και δικαιωμάτων μέσω της κοινωνικής πολιτικής ως μηχανισμό σφυρηλάτησης πλειοψηφικών κοινωνικών συμμαχιών και τεχνολογία διακυβέρνησης υποκειμένων, επιδιώκοντας να σταθεροποιήσουν την (αντι-)ηγεμονία τους και μέσω ενός μετασχηματισμού των καθεστώτων κυβερνητικότητας (και κοινωνικής αναπαραγωγής). Ερμηνεύει το φαινόμενο και τις στρατηγικές του προνοιακού λαϊκισμού μέσω της θέσης ότι το πλαίσιο της ύστερης νεωτερικής πολιτικής δεν το θέτει μόνο η δημοκρατία ως «εκκένωση του τόπου της εξουσίας» στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά και η βιοπολιτική ως άσκηση –και νομιμοποίηση– της πολιτικής εξουσίας μέσω της διασφάλισης και ρύθμισης της ζωής του πληθυσμού. Καταληκτικά, η διατριβή διαγιγνώσκει μια ένταση που διατρέχει τον λαϊκισμό και τη νεωτερική πολιτική, η οποία έγκειται στο ότι αυτό που κινητοποιείται ως λαός, ταυτόχρονα –και στη συνέχεια– κυβερνάται ως πληθυσμός. Εξετάζοντας τις βιο-πολιτικές προεκτάσεις της θεσμικής δράσης των λαϊκισμών στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής ως προνομιακό πεδίο παρατήρησης αυτής της έντασης, πραγματεύεται ένα εύρος ζητημάτων όπως οι συναρθρώσεις δημοκρατίας και βιοπολιτικής, ηγεμονίας και κυβερνητικότητας, λογοθετικών πρακτικών και θεσμικών-τεχνικών πρακτικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων· καθώς και η κρίση και οι μετασχηματισμοί της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, του κράτους πρόνοιας και του ουτοπικού ορίζοντα προσμονής. Η διατριβή τοποθετείται έτσι στο σημείο όπου η σύγχρονη πολιτική θεωρία τέμνεται με την πολιτική και διανοητική ιστορία, η μεθοδολογία της ανάλυσης λόγου συναντά την ανάλυση δημόσιας πολιτικής, και το διεπιστημονικό πεδίο των λαϊκιστικών σπουδών συνδιαλέγεται με εκείνο της κοινωνικής πολιτικής, της βιοπολιτικής και των μεταποικιακών σπουδών.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present dissertation explores the intersections of populism and social policy. Examining how populist forces in Europe, Asia, and Latin America in the 20th and 21st centuries have constructed or reformed welfare state policies through their institutional action, it aims to contribute to research on "populism in government", the "material dimension" and "institutionality" of populism, its impact on public policy, and its manifestations in colonial or post-colonial contexts. Through this comparative, global perspective, it challenges the view that populist forces cannot govern as such and have an anti-institutional character, arguing that, rather than simply destroying or circumventing democratic and liberal institutions, they can produce policies that translate the logic and demands of populist discourse into state institutions. In its empirical component, the dissertation distinguishes two strategies of populist use and problematization of the welfare state: the "welfare nativism" ...
The present dissertation explores the intersections of populism and social policy. Examining how populist forces in Europe, Asia, and Latin America in the 20th and 21st centuries have constructed or reformed welfare state policies through their institutional action, it aims to contribute to research on "populism in government", the "material dimension" and "institutionality" of populism, its impact on public policy, and its manifestations in colonial or post-colonial contexts. Through this comparative, global perspective, it challenges the view that populist forces cannot govern as such and have an anti-institutional character, arguing that, rather than simply destroying or circumventing democratic and liberal institutions, they can produce policies that translate the logic and demands of populist discourse into state institutions. In its empirical component, the dissertation distinguishes two strategies of populist use and problematization of the welfare state: the "welfare nativism" of right-wing populisms and the "welfare progressivism" of left-wing populisms. Their analysis illustrates, first, how issues of social welfare, public health, social security, family policy, and reproductive rights become fields of rhetorical investment from populist discourses that frame social rights and the concept of social solidarity from a nationalist/exclusive or egalitarian/inclusive perspective. Secondly, it shows how populists institute policies of material inclusion or exclusion that condense contemporary antagonisms and inequalities across class, gender, race, ethnic and religious identities. Thirdly, it suggests that the political horizon of 19th century populisms was the democratization of representative institutions and/or the development of a system of popular self-government, while that of 20th and 21st century populisms tends to be the exercise of a more pro-popular government: to take back the state from elite control and use it in favor of the people and its life. In terms of theory and methodology, I combine Laclau’s formalist discourse theory with Foucault's genealogy of discursive-power practices, implementing a discursive-institutional approach that aims to conceptualize both the discursive architecture of populism and its institutional historicity and productivity. Observing that biopolitics is exercised at the state level mainly through social policy, I analyze how populisms around the globe use the redistribution of resources and rights through social policy as a mechanism for crafting broad social alliances and governing subjects, attempting to stabilize their (anti-)hegemony by also transforming the regime of governmentality (and social reproduction). I interpret the phenomenon and strategies of welfare populism through the thesis that the terrain in which modern politics takes place is not only that of democracy as the emptying out of the place of power in the name of popular sovereignty, but also of biopolitics as the exercise –and legitimation– of political power through securing the life of the population. In conclusion, the dissertation diagnoses a tension traversing populist and modern politics, stemming from the fact that what is mobilized as a people is at the same time –and subsequently– governed as a population. Focusing on the bio-political implications of the institutional action of populist forces in the field of social policy, it tracks this tension and discusses topics such as the articulations between democracy and biopolitics, hegemony and governmentality, discursive practices and institutional-technical practices, political and social rights; as well as the crisis and transformations of democratic representation, the welfare state, and the utopian horizon of expectation. The dissertation thus situates itself at the point where contemporary political theory intersects with political and intellectual history, the methodology of discourse analysis meets public policy analysis, and the interdisciplinary field of populist studies converses with those of social policy, biopolitics, and postcolonial studies.
περισσότερα