Περίληψη
Η παρούσα διατριβή σκοπεί να συνεισφέρει στη διασαφήνιση του συνταγματικού πλουραλισμού, στην αποτίμηση της αξίας του και στη βελτιστοποίησή του ως μοντέλου ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των εννόμων τάξεων. Στην 1η εισαγωγική ενότητα αναλύεται ο εννοιολογικός πυρήνας του συνταγματικού πλουραλισμού, ο οποίος συνίσταται στις έννοιες της αυτονομίας και της ετεραρχίας των εννόμων τάξεων, της ιδιάζουσας κυριαρχίας και της εκούσιας συμμετοχής των κρατών στο πολυεπίπεδο αυτό οικοδόμημα. Ακολουθεί σύντομη ιστορική αναδρομή στο φαινόμενο, από την οποία προκύπτει ότι μολονότι ο συνταγματικός πλουραλισμός παρουσιάζεται ως το πλέον καινοφανές σύστημα, που αποτυπώνει εναργέστερα τις σχέσεις μεταξύ των εννόμων τάξεων στη σύγχρονη εποχή, δεν είναι παρά η ιστορική μετεξέλιξη του νομικού πλουραλισμού, όπως αυτός γεννήθηκε στην αρχαία Ρώμη, παγιώθηκε στο πλαίσιο της φεουδαρχίας, της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και των αυτοκρατοριών, εγκαταλείφθηκε προσωρινά στο πλαίσιο των εθνών-κρατών και αναβίωσε στις μέρ ...
Η παρούσα διατριβή σκοπεί να συνεισφέρει στη διασαφήνιση του συνταγματικού πλουραλισμού, στην αποτίμηση της αξίας του και στη βελτιστοποίησή του ως μοντέλου ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των εννόμων τάξεων. Στην 1η εισαγωγική ενότητα αναλύεται ο εννοιολογικός πυρήνας του συνταγματικού πλουραλισμού, ο οποίος συνίσταται στις έννοιες της αυτονομίας και της ετεραρχίας των εννόμων τάξεων, της ιδιάζουσας κυριαρχίας και της εκούσιας συμμετοχής των κρατών στο πολυεπίπεδο αυτό οικοδόμημα. Ακολουθεί σύντομη ιστορική αναδρομή στο φαινόμενο, από την οποία προκύπτει ότι μολονότι ο συνταγματικός πλουραλισμός παρουσιάζεται ως το πλέον καινοφανές σύστημα, που αποτυπώνει εναργέστερα τις σχέσεις μεταξύ των εννόμων τάξεων στη σύγχρονη εποχή, δεν είναι παρά η ιστορική μετεξέλιξη του νομικού πλουραλισμού, όπως αυτός γεννήθηκε στην αρχαία Ρώμη, παγιώθηκε στο πλαίσιο της φεουδαρχίας, της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και των αυτοκρατοριών, εγκαταλείφθηκε προσωρινά στο πλαίσιο των εθνών-κρατών και αναβίωσε στις μέρες μας, διαγράφοντας ένα σχήμα κύκλου. Έχοντας συνείδηση της ιστορικής συνέχειας του φαινομένου, στη 2η ενότητα παρουσιάζονται οι σημαντικότερες σύγχρονες θεωρίες περί συνταγματικού πλουραλισμού διαρθρωμένες σε δύο κατά βάση σχολές. Η πρώτη αποκρυσταλλώνει τη θεωρητική συζήτηση στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία και η δεύτερη οικοδομείται γύρω από την ιδιάζουσα πορεία, που ακολούθησε η γερμανική θεωρητική συζήτηση. Ακολουθεί η αποκωδικοποίηση και συστηματοποίηση των διαφόρων θεωριών μέσα από τα κριτήρια του Jaklic. Έχοντας αναλύσει το σημαντικότερο θεωρητικό υπόβαθρο του συνταγματικού πλουραλισμού, η 3η ενότητα παρουσιάζει τον τρόπο, που προσλαμβάνει η νομολογία τις σχέσεις μεταξύ των εννόμων τάξεων. Ακολούθως, επιχειρείται να εξηγηθεί η διαφορετική οδός, που ακολουθούν τα διάφορα δικαστήρια, για να φτάσουν στον συνταγματικό πλουραλισμό, και ο διαφορετικός βαθμός ωριμότητάς του μέσα από τρία κριτήρια: α) το οργανωτικό, β) το δογματικό και γ) το πραγματολογικό – οικονομικό κριτήριο. Έχοντας διασαφηνίσει την έννοια του συνταγματικού πλουραλισμού στις ενότητες του Α΄ Μέρους της διατριβής προκύπτει, τόσο με βάση τη θεωρία όσο και σύμφωνα με τη νομολογία, ότι το σύστημα ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των εννόμων τάξεων, που αποκρυσταλλώνει καλύτερα τη σύγχρονη πραγματικότητα, είναι ο συνταγματικός πλουραλισμός. Σημασία βέβαια, δεν έχει να αποδείξει κανείς απλώς ότι ο συνταγματικός πλουραλισμός υφίσταται από οντολογικής άποψης ή να προβλέψει αν θα συνεχίσει να υφίσταται. Περισσότερο κρίσιμο είναι να αξιολογήσουμε αν θα πρέπει να υφίσταται από δεοντολογικής άποψης. Σε μια προσπάθεια αποτίμησης της αξίας του, η 4η ενότητα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο συνταγματικός πλουραλισμός υπερέχει έναντι των λοιπών μοντέλων, του μονισμού και του δυϊσμού, καθόσον πρώτον, στο πλαίσιο αυτού, ουδεμία των εννόμων τάξεων θυσιάζεται ολοκληρωτικά, αλλά άπασες εξακολουθούν να είναι αυτόνομες και να ισχύουν παράλληλα. Προκειμένου δε να επιβιώσουν, επιδεικνύουν πνεύμα αμοιβαίας ανοχής και σεβασμού, συνδιαλλαγής και συνεργασίας, αρετές που αυτές καθεαυτές ενέχουν αυταξία. Η αξία του συνταγματικού πλουραλισμού μεγιστοποιείται για τις έννομες τάξεις, ιδίως όταν αυτή η συνεργασία και ο διάλογος εξικνούνται έως του σημείου να υιοθετεί εκάστη εξ αυτών τα θετικά στοιχεία των λοιπών και να εξελίσσεται. Ένα άλλο αξιοσημείωτο επιχείρημα υπέρ του συνταγματικού πλουραλισμού έγκειται στο ότι είναι το μόνο σύστημα που εξ ορισμού λαμβάνει υπόψη του και σταθμίζει συγκρουόμενες αρχές και αξίες. Από τη μία πλευρά, προσπαθεί να διασφαλίσει την άμβλυνση των αρνητικών εξωτερικοτήτων μέσω της συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς. Από την άλλη πλευρά πάλι, επιδιώκει να διασώσει την αρχή της δημοκρατικής διακυβέρνησης, τη συνταγματική ταυτότητα των κρατών-μελών και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του, ωστόσο, έγκειται στο ότι, απορρίπτοντας μία a priori και in abstracto ιεράρχηση των εννόμων τάξεων και των δικαιοδοτικών τους οργάνων και τασσόμενος υπέρ των εξατομικευμένων σταθμίσεων, που αποτελούν εχέγγυο για την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης, το εν λόγω σύστημα ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των εννόμων τάξεων προάγει καλύτερα την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης. Η άλλη όψη του νομίσματος, βέβαια, της έλλειψης in abstracto και a priori ιεράρχησης είναι η ανασφάλεια δικαίου, η οποία αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του συνταγματικού πλουραλισμού, που προσπαθούν να βελτιστοποιήσουν οι δύο ενότητες του Β΄ Μέρους της διατριβής. Η βασική ιδέα είναι ότι, όπως ο διάλογος, που διεξάγεται σε όλες τις εκφάνσεις του βίου, προκειμένου να είναι βιώσιμος, θα πρέπει να διέπεται από διαδικαστικούς κανόνες, που ρυθμίζουν πότε λαμβάνει τον λόγο έκαστος των συνομιλητών, ώστε να μη δημιουργείται είτε χάβρα είτε παρατεταμένη σιωπή, έτσι και ο διάλογος των εννόμων τάξεων θα πρέπει να υπόκειται σε διαδικαστικούς κανόνες, που θα αποτρέπουν τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές συγκρούσεις μεταξύ των εννόμων τάξεων. Επίσης, πέραν των διαδικαστικών κανόνων, όπως όταν συνδιαλεγόμαστε, χρειαζόμαστε και έννοιες με κατανοητό σε όλους τους συνομιλητές περιεχόμενο, έτσι και ο διάλογος των εννόμων τάξεων, για να είναι γνήσιος και εποικοδομητικός, θα πρέπει να διεξάγεται και επί τη βάσει ορισμένων ουσιαστικών κανόνων, που θα επιτρέπουν την κοινή κατανόηση. Σε μία προσπάθεια εξαγωγής εργαλείων για τη διαδικαστική βελτιστοποίηση του συνταγματικού πλουραλισμού, η 5η ενότητα εξετάζει τον ελεγκτικό μηχανισμό για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, επισημαίνει τις διαδικαστικές του ανεπάρκειες και προτείνει τρόπους βελτιστοποίησής του. Στη συνέχεια, μελετάται ο θεσμός της προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ και του αιτήματος γνωμοδότησης στο ΕΔΔΑ και επισημαίνεται το κατασκευαστικό τους σφάλμα, που συνίσταται στον μη ισότιμο και σε κάθε περίπτωση, μη ουσιαστικό ρόλο, που διαδραματίζουν τα εθνικά δικαστήριο. Παρά τη δομική αυτή ασυμμετρία, οι προτεινόμενες από τη θεωρία αλλαγές, ωστόσο, εστιάζουν κυρίως στην επιτάχυνση των δύο διαδικασιών και τον μεταξύ τους συντονισμό, προσπερνώντας την ουσία του προβλήματος. Ενόψει τούτων, έχει προταθεί κατά καιρούς από τη θεωρία να θεσπιστεί ένα νέο διαδικαστικό εργαλείο διαλόγου μεταξύ των εννόμων τάξεων, που θα λειτουργεί συμπληρωματικά με τα υφιστάμενα. Το διαδικαστικό αυτό εργαλείο είναι το Μεικτό Δικαστήριο, στο οποίο και εστιάζει η 5η ενότητα. Σε μία προσπάθεια εξαγωγής εργαλείων για την ουσιαστική βελτιστοποίηση του συνταγματικού πλουραλισμού, η 6η ενότητα αρχικά, παρουσιάζει την αρχή των απονεμημένων αρμοδιοτήτων, η οποία, ωστόσο, δεν λειτουργεί ευρύθμως ως κανόνας πρόληψης και άρσης των συγκρούσεων μεταξύ των εννόμων τάξεων λόγω της ευκολίας καταστρατήγησής της, που έγκειται ιδίως στην ασαφή και ανορθολογική κατανομή των αρμοδιοτήτων και στην αυξημένη θετική και αρνητική εναρμόνιση, που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της ΕΕ δια της νομοθετικής και της δικαστικής οδού αντιστοίχως με διάφορα πλάγια μέσα. Το δεύτερο ουσιαστικό εργαλείο, που μελετάται είναι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία, ωστόσο, λόγω της πολυσημίας της, που έγκειται στο ότι, πρώτον, αν και ομόηχη έννοια, δεν είναι ταυτόσημη ή έστω συνώνυμη στις διάφορες έννομες τάξεις, και, δεύτερον, ακόμα και στο εσωτερικό των εννόμων τάξεων ποικίλλει η ερμηνεία και η εφαρμογή της, δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκές ουσιαστικό εργαλείο για γνήσιο και εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ των εννόμων τάξεων. Το τρίτο εργαλείο πρόληψης και άρσης των συγκρούσεων μεταξύ των εννόμων τάξεων είναι η αρχή της μείζονος προστασίας, η οποία, ωστόσο, φαίνεται να αίρει τις συγκρούσεις στο περιορισμένο μόνο πεδίο των δικαιωμάτων. Και λέω φαίνεται, διότι η άρση των συγκρούσεων, επί τη βάσει της αρχής της μείζονος προστασίας, είναι εξ ορισμού αντιφατική, καθ’ ο μέτρο η μεγιστοποίηση της προστασίας του ενός δικαιώματος συνεπάγεται αντίστοιχη ελαχιστοποίηση της προστασίας του άλλου, σχήμα οξύμωρο. Ο τέταρτος ουσιαστικός κανόνας πρόληψης και άρσης των συγκρούσεων είναι η υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας, που ούτε αυτή, ωστόσο, λειτουργεί ευρύθμως ως κανόνας πρόληψης και άρσης των συγκρούσεων λόγω της εγγενούς ασάφειας και αοριστίας της. Η 6η ενότητα ολοκληρώνεται με την παρουσίαση της ρήτρας της συνταγματικής ταυτότητας, ως του κατεξοχήν εργαλείου για την ουσιαστική βελτιστοποίηση του συνταγματικού πλουραλισμού.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This thesis aims to contribute to the clarification of constitutional pluralism, the assessment of its value, and its optimization as a model for regulating the relationships between legal orders. In the first introductory section, the conceptual core of constitutional pluralism is analyzed, consisting in the notions of autonomy and heterarchy of legal orders, sui generis sovereignty, and the voluntary participation of states in this multi-level structure. A brief historical overview of the phenomenon follows, from which it becomes evident that although constitutional pluralism is presented as the most innovative system, accurately reflecting the relationships between legal orders in the modern era, it is, in fact, a historical evolution of legal pluralism. This concept originated in ancient Rome, was consolidated in the context of feudalism, the Roman Catholic Church, and empires, temporarily abandoned with the rise of nation-states, and has resurfaced today, forming a cyclical patter ...
This thesis aims to contribute to the clarification of constitutional pluralism, the assessment of its value, and its optimization as a model for regulating the relationships between legal orders. In the first introductory section, the conceptual core of constitutional pluralism is analyzed, consisting in the notions of autonomy and heterarchy of legal orders, sui generis sovereignty, and the voluntary participation of states in this multi-level structure. A brief historical overview of the phenomenon follows, from which it becomes evident that although constitutional pluralism is presented as the most innovative system, accurately reflecting the relationships between legal orders in the modern era, it is, in fact, a historical evolution of legal pluralism. This concept originated in ancient Rome, was consolidated in the context of feudalism, the Roman Catholic Church, and empires, temporarily abandoned with the rise of nation-states, and has resurfaced today, forming a cyclical pattern. Recognizing the historical continuity of the phenomenon, the second section presents the most important contemporary theories of constitutional pluralism, structured into two main schools of thought. The first reflects the theoretical discourse in Anglo-Saxon literature, and the second is built around the distinct trajectory of the German theoretical discussion. The various theories are then decoded and systematized in the light of Jaklic’s criteria. Having analyzed the most significant theoretical background of constitutional pluralism, the third section explores how case law perceives the relationships between legal orders. It then attempts to explain the different approaches taken by various courts to reach constitutional pluralism and the different degrees of its maturity in the light of three criteria: (a) the organizational, (b) the doctrinal and (c) the factual–economic criterion. Having clarified the notion of constitutional pluralism in Part A of the thesis, it becomes apparent that according to both the literature and the jurisprudence, constitutional pluralism emerges as the model that best crystallizes the system regulating relationships between legal orders in modern reality. However, the goal is not merely to prove that constitutional pluralism exists ontologically or to predict whether it will continue to exist. More crucial is to assess whether it should exist from a normative point of view. In assessing its value, the fourth section concludes that constitutional pluralism is superior to other models, such as monism and dualism. Firstly, because under this model, no legal order is completely sacrificed; all remain autonomous and coexist in parallel. In order to survive, they cultivate a spirit of mutual tolerance, respect, dialogue, and cooperation—virtues that carry value per se. The value of constitutional pluralism is maximized particularly when such cooperation and dialogue lead each legal order to adopt the positive elements of others and evolve. Another notable argument in favor of constitutional pluralism is that it is the only system that, by its very nature, takes into consideration and balances conflicting principles and values. On the one hand, it seeks to mitigate negative externalities through participation in international organizations. On the other hand, it aims to preserve the principle of democratic governance, the constitutional identity of member states, and fundamental rights. Its greatest advantage, though, lies in the rejection of an a priori and in abstracto hierarchy of legal orders and judicial fora. Instead, it puts emphasis on in concreto balancing that guarantees the sound administration of justice. On the flip side of the coin, the absence of in abstracto and a priori hierarchy leads to legal uncertainty — the Achilles’ heel of constitutional pluralism — which the two sections of Part B of the thesis aim to minimize. The core idea is that, just as dialogue in any sphere of life requires procedural rules in order to be sustainable — rules that determine who speaks and when in order to avoid chaos or prolonged silence — so too must the dialogue between legal orders be governed by procedural rules that prevent both positive and negative conflicts. In addition to procedural rules, constructive dialogue also requires commonly understood concepts. Similarly, the dialogue between legal orders must be based on certain substantive rules that facilitate mutual understanding. In an attempt to develop tools for the procedural optimization of constitutional pluralism, the fifth section examines the mechanism for ensuring respect for the principle of subsidiarity, identifies its procedural shortcomings and proposes improvements. It then explores the institution of preliminary references to the CJEU and request for advisory opinion to the ECtHR, pointing out their structural flaw consisting in the non-equal and, in any case, non-substantive role played by national courts. Despite this structural asymmetry, proposed reforms tend to focus on speeding up both procedures and improving coordination, missing the point. In this context, legal scholarship has occasionally proposed the establishment of a new procedural tool that promotes dialogue between legal orders and will be complementary to existing mechanisms. This tool, on which the fifth section focuses, is the Mixed Court. In pursuit of tools for the substantive optimization of constitutional pluralism, the sixth section first presents the principle of conferred powers. However, this principle does not function effectively as a rule for preventing and resolving conflicts between legal orders, mainly due to its easy circumvention, which stems from the vague and irrational allocation of competences, and the increased positive and negative harmonization that occurs within the EU through legislative and judicial indirect methods. The second substantive tool examined is the principle of proportionality. Ηowever, due to its polysemy — although similarly worded, the principle of proportionality is neither identical nor synonymous across legal orders, not to mention that its interpretation and application vary even within a single legal order — the aforementioned principle cannot constitute a sufficient substantive tool for genuine and constructive dialogue between legal orders. The third substantive tool is the principle of the most favourable protection, which appears to resolve conflicts only in the limited scope of human rights. As I said, it "appears" to resolve conflicts, because conflict resolution based on this principle is inherently paradoxical, since the maximization of the protection of one right inevitably entails the minimization of the protection of another. The fourth substantive rule is the duty of sincere cooperation, which likewise fails to function effectively due to its inherent vagueness and indeterminacy. The sixth section concludes with the presentation of the constitutional identity clause, as the quintessential tool for the substantive optimization of constitutional pluralism.
περισσότερα