Περίληψη
Εισαγωγή: Το ουρογεννητικό σύνδρομο της εμμηνόπαυσης (ΟΣΕ) είναι μια πολύ συχνή κατάσταση που επηρεάζει σημαντικά τις περιεμμηνοπαυσιακές και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Οι γυναίκες αναφέρουν ότι τα συμπτώματα του ΟΣΕ επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα ζωής τους και παρεμποδίζουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Ωστόσο, πολλές γυναίκες αποφεύγουν να αναφέρουν ζητήματα ουρογεννητικής υγείας στον επαγγελματία υγείας τους, ενώ και οι επαγγελματίες υγείας συχνά διστάζουν να ξεκινήσουν μια τέτοια συζήτηση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανεπαρκή διάγνωση και αντιμετώπιση της πάθησης. Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην αξιολόγηση της συχνότητας του ΟΣΕ και των σχετικών συμπτωμάτων, καθώς και των παραγόντων κινδύνου και τις αντιλήψεις των Ελληνίδων περιεμμηνοπαυσιακών και μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών. Μέθοδοι: Διεξήχθη συγχρονική μελέτη σε 450 Ελληνίδες περιεμμηνοπαυσιακές και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που επισκέφθηκαν τρία γυναικολογικά ιατρεία πανεπιστημιακών νοσοκομείων. Οι συμμετέχουσες υποβ ...
Εισαγωγή: Το ουρογεννητικό σύνδρομο της εμμηνόπαυσης (ΟΣΕ) είναι μια πολύ συχνή κατάσταση που επηρεάζει σημαντικά τις περιεμμηνοπαυσιακές και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Οι γυναίκες αναφέρουν ότι τα συμπτώματα του ΟΣΕ επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα ζωής τους και παρεμποδίζουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Ωστόσο, πολλές γυναίκες αποφεύγουν να αναφέρουν ζητήματα ουρογεννητικής υγείας στον επαγγελματία υγείας τους, ενώ και οι επαγγελματίες υγείας συχνά διστάζουν να ξεκινήσουν μια τέτοια συζήτηση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανεπαρκή διάγνωση και αντιμετώπιση της πάθησης. Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην αξιολόγηση της συχνότητας του ΟΣΕ και των σχετικών συμπτωμάτων, καθώς και των παραγόντων κινδύνου και τις αντιλήψεις των Ελληνίδων περιεμμηνοπαυσιακών και μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών. Μέθοδοι: Διεξήχθη συγχρονική μελέτη σε 450 Ελληνίδες περιεμμηνοπαυσιακές και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που επισκέφθηκαν τρία γυναικολογικά ιατρεία πανεπιστημιακών νοσοκομείων. Οι συμμετέχουσες υποβλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη, συμπλήρωσαν επικυρωμένα ερωτηματολόγια και υποβλήθηκαν σε γυναικολογική εξέταση. Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός του ΟΣΕ μεταξύ των συμμετεχουσών ανήλθε στο 87,6% κατά την επίσκεψη της μελέτης. Ωστόσο, μόνο το 16% είχε προηγουμένως διαγνωστεί με την πάθηση. Τα πιο συχνά αναφερόμενα συμπτώματα ήταν η κολπική ξηρότητα (72,7%), το αίσθημα καύσου/κνησμού στο αιδοίο (58,0%) και η δυσπαρευνία (52,7%). Τα πιο συχνά σημεία περιελάμβαναν την κολπική ξηρότητα (89,1%), την απώλεια των κολπικών πτυχώσεων (80,6%) και την ωχρότητα του αιδοιοκολπικού βλεννογόνου (86,9%). Αναφορικά με τα συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος (LUTS), η επιτακτική ανάγκη για ούρηση ή η συχνουρία (51,6%) και η δυσουρία (43,6%) ήταν τα πιο συχνά. Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση LUTS περιλάμβαναν την ηλικία, το σωματικό βάρος, τον ΔΜΣ και τον αριθμό των κυήσεων. Οι γυναίκες με μέτρια έως σοβαρά αιδοιοκολπικά συμπτώματα εμφάνισαν υψηλότερες βαθμολογίες στο ερωτηματολόγιο ICIQ-FLUTS, γεγονός που υποδηλώνει τη σύνδεση μεταξύ ΟΣΕ και LUTS. Η ευαισθητοποίηση και η χρήση θεραπείας ήταν περιορισμένες, καθώς μόνο το 31,3% των γυναικών είχε αναφέρει στο παρελθόν τα συμπτώματα τους στον ιατρό τους, ενώ μόλις το 11,1% είχε λάβει οποιαδήποτε μορφή θεραπείας. Κατά τη στιγμή της μελέτης, μόνο το 8,7% των γυναικών λάμβανε θεραπεία. Συμπέρασμα: Παρόλο που το ΟΣΕ και τα συνοδά του συμπτώματα επηρεάζουν τη συντριπτική πλειονότητα των περιεμμηνοπαυσιακών και μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών, η πάθηση παραμένει σε μεγάλο βαθμό υποδιαγνωσμένη και υποθεραπευμένη. Τα ευρήματα της μελέτης μας υπογραμμίζουν την περιορισμένη ενημέρωση και επικοινωνία μεταξύ των ασθενών και των επαγγελματιών υγείας. Είναι επιτακτική ανάγκη να ενισχυθεί η εκπαίδευση τόσο των γυναικών όσο και των επαγγελματιών υγείας, ώστε να προαχθεί η ανοιχτή συζήτηση σχετικά με την υγεία του ουρογεννητικού συστήματος και να υιοθετηθούν τεκμηριωμένες στρατηγικές διαχείρισης και θεραπείας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Background: The Genitourinary syndrome of menopause (GSM) is a very common condition that greatly affects peri- and postmenopausal women. Affected women report that GSM symptoms negatively impact quality of life and interfere with everyday activities. However, many women avoid mentioning vaginal and urinary health concerns to their healthcare provider. Healthcare professionals also hesitate to initiate such conversation, leading to inadequate diagnosis and management. This study aims to assess GSM and related symptom prevalence, as well as risk factors and treatment patterns among Greek peri- and postmenopausal women. Methods: A cross-sectional study was conducted involving 450 Greek peri- and postmenopausal women visiting three university hospital gynecology clinics. The study participants went through a face to face interview, completed validated questionnaires and underwent a pelvic examination. Results: GSM prevalence was 87.6% in the participants at the study visit. Only 16% had b ...
Background: The Genitourinary syndrome of menopause (GSM) is a very common condition that greatly affects peri- and postmenopausal women. Affected women report that GSM symptoms negatively impact quality of life and interfere with everyday activities. However, many women avoid mentioning vaginal and urinary health concerns to their healthcare provider. Healthcare professionals also hesitate to initiate such conversation, leading to inadequate diagnosis and management. This study aims to assess GSM and related symptom prevalence, as well as risk factors and treatment patterns among Greek peri- and postmenopausal women. Methods: A cross-sectional study was conducted involving 450 Greek peri- and postmenopausal women visiting three university hospital gynecology clinics. The study participants went through a face to face interview, completed validated questionnaires and underwent a pelvic examination. Results: GSM prevalence was 87.6% in the participants at the study visit. Only 16% had been previously diagnosed. The most common symptoms were vaginal dryness (72.7%), vulvar burning/itching (58.0%), and dyspareunia (52.7%). The most common signs included vaginal dryness (89.1%), loss of vaginal rugae (80.6%), and vulvovaginal pallor (86.9%). Among lower urinary tract symptoms (LUTS), such as urinary urgency or frequency (51.6%) and dysuria (43.6%) were the most commonly reported. Risk factors for LUTS included age, weight, BMI, number of pregnancies. Women experiencing moderate/severe vulvovaginal symptoms exhibited higher ICIQ-FLUTS scores, indicating an association between GSM and LUTS. Awareness and treatment rates were low. Only 31.3% of participants had previously mentioned genitourinary symptoms to their HCP, and only 11.1% had received any form of treatment. At the time of the study, only 8.7% of women were receiving treatment. Conclusion: Although GSM and associated symptoms are affecting the vast majority of peri- and postmenopausal women, the condition remains underdiagnosed and undertreated. The findings of our study highlight limited awareness and discussion between patients and HCPs. There is an urgent need for education of both women and HCPs in order to promote open communication about vulvovaginal health and evidence-based management and treatment.
περισσότερα