Ανάπτυξη της επιστημονικής βάσης της ψηφιακής διακυβέρνησης: ταξονομίες, μεθοδολογίες και εργαλεία
Περίληψη
Από τα μέσα του εικοστού αιώνα, οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών έχουν βοηθήσει σημαντικά τις οργανώσεις του δημόσιου τομέα στην προσπάθειά τους να παρέχουν καλύτερες υπηρεσίες στους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Σήμερα, σε παγκόσμια κλίμακα, οι φορείς του δημοσίου τομέα επιταχύνουν τις προσπάθειές τους να αξιοποιήσουν τις ΤΠΕ, λόγω της τεράστιας δυνατότητάς τους να ενισχύσουν την ποιότητα των υπηρεσιών, την ανοιχτότητα, τη διαφάνεια και τελικά την ποιότητα ζωής των πολιτών και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η Ψηφιακή Διακυβέρνηση έχει αναγνωριστεί ως ένας καλά εδραιωμένος τομέας εφαρμογής που μελετά τα προβλήματα που σχετίζονται με τις ανάγκες των οργανώσεων του δημόσιου τομέα και προτείνει νέες μεθόδους και πλαίσια για τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών μέσω της χρήσης των ΤΠΕ. Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει γίνει μέχρι σήμερα, η έλλειψη επιστημονικής ορημότητας στον τομέα της Ψηφιακής Διακυβέρνησης φαίνεται να εμποδίζει την πλήρη αξιοποίηση της πραγματικής αξίας και δυναμι ...
Από τα μέσα του εικοστού αιώνα, οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών έχουν βοηθήσει σημαντικά τις οργανώσεις του δημόσιου τομέα στην προσπάθειά τους να παρέχουν καλύτερες υπηρεσίες στους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Σήμερα, σε παγκόσμια κλίμακα, οι φορείς του δημοσίου τομέα επιταχύνουν τις προσπάθειές τους να αξιοποιήσουν τις ΤΠΕ, λόγω της τεράστιας δυνατότητάς τους να ενισχύσουν την ποιότητα των υπηρεσιών, την ανοιχτότητα, τη διαφάνεια και τελικά την ποιότητα ζωής των πολιτών και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η Ψηφιακή Διακυβέρνηση έχει αναγνωριστεί ως ένας καλά εδραιωμένος τομέας εφαρμογής που μελετά τα προβλήματα που σχετίζονται με τις ανάγκες των οργανώσεων του δημόσιου τομέα και προτείνει νέες μεθόδους και πλαίσια για τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών μέσω της χρήσης των ΤΠΕ. Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει γίνει μέχρι σήμερα, η έλλειψη επιστημονικής ορημότητας στον τομέα της Ψηφιακής Διακυβέρνησης φαίνεται να εμποδίζει την πλήρη αξιοποίηση της πραγματικής αξίας και δυναμικής του για όλους τους εμπλεκόμενους, από τους ερευνητές μέχρι τη βιομηχανία και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Μια τέτοια επιστημονική βάση γνώσης θα οδηγήσει στην τεκμηρίωση της υπάρχουσας γνώσης και θα ανοίξει τον δρόμο για συστηματικές και αναπαραγώγιμες λύσεις στα προβλήματα που έχουν εντοπιστεί, χωρίς τον κίνδυνο επανάληψης της έρευνας ή απώλειας ευκαιριών. Η παρούσα διδακτορική διατριβή παρουσιάζει την Επιστημονική Βάση της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης επιστημονικής βάσης για τη Ψηφιακή Διακυβέρνηση θα βελτιώσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα των οργανισμών του δημόσιου τομέα στην ψηφιακή εποχή. Με την ανάπτυξη ταξονομιών, μεθοδολογιών και εργαλείων, η έρευνα στοχεύει στη δημιουργία ενός ισχυρού πλαισίου που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ θεωρητικών εννοιών και πρακτικών εφαρμογών στη Ψηφιακή Διακυβέρνηση. Αυτή η προσέγγιση είναι απαραίτητη σε έναν τομέα που επηρεάζεται σε κάθε του πτυχή από τις συνεχώς εξελισσόμενες τεχνολογίες. Ο κύριος στόχος αυτής της έρευνας είναι η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης επιστημονικής βάσης για τη Ψηφιακή Διακυβέρνηση. Αυτός ο γενικός στόχος διασπάται σε επιμέρους στόχους οι οποίοι είναι: να εντοπιστούν και να κατηγοριοποιηθούν τα βασικά συστατικά της Ψηφιακής Διακυβέρνησης σε διάφορους τομείς και εφαρμογές, να αναπτυχθεί μια συστηματική ταξονομία που οργανώνει τη γνώση και τις πρακτικές εντός της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, να δημιουργηθούν μεθοδολογίες για την υλοποίηση πρωτοβουλιών Ψηφιακής Διακυβέρνησης με βάση επιστημονικές αρχές, και να σχεδιαστούν εργαλεία που μπορούν να υποστηρίξουν την πρακτική εφαρμογή των εννοιών της Ψηφιακής Διακυβέρνησης σε πραγματικά σενάρια. Αυτοί οι στόχοι έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσουν την πολύπλευρη φύση της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η οποία περιλαμβάνει τεχνολογικές, οργανωτικές και κοινωνικές διαστάσεις. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, η μελέτη στοχεύει να απαντήσει τέσσερα ερευνητικά ερωτήματα τα οποία είναι: Γιατί χρειαζόμαστε μια Επιστημονική Βάση για την Ψηφιακή Διακυβέρνηση; Τι περιλαμβάνει η Επιστημονική Βάση για την Ψηφιακή Διακυβέρνηση; Ποιο είναι το τρέχον τοπίο της Ψηφιακής Διακυβέρνησης; Τι περιλαμβάνουν τα «Τι» και «Πώς» στοιχεία της Επιστημονικής Βάσης για την Ψηφιακή Διακυβέρνηση; Αυτά τα ερευνητικά ερωτήματα καθοδηγούν την έρευνα στις θεμελιώδεις πτυχές της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, βοηθώντας στην καθιέρωση μιας ισχυρής επιστημονικής βάσης για τον τομέα. Το πρώτο ερώτημα εξετάζει τη λογική πίσω από την ανάγκη για μια δομημένη προσέγγιση στη Ψηφιακή Διακυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες προκλήσεις και περιορισμούς στον τομέα. Το δεύτερο ερώτημα εμβαθύνει στα συγκεκριμένα στοιχεία που θα πρέπει να αποτελούν μια ολοκληρωμένη επιστημονική βάση για τη Ψηφιακή Διακυβέρνηση, εξετάζοντας διάφορες πτυχές από την τεχνολογική υποδομή μέχρι τα πολιτικά πλαίσια. Το τρίτο ερευνητικό ερώτημα ξεδιπλώνει τον τομέα της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ενώ το τέταρτο ερευνητικό ερώτημα αποκαλύπτει το περιεχόμενο των συστατικών της Επιστημονικής Βάσης για την Ψηφιακή Διακυβέρνηση. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε είναι πολυδιάστατη, συνδυάζοντας ποιοτικές και ποσοτικές προσεγγίσεις για να εξασφαλίσει μια ολοκληρωμένη και λεπτομερή κατανόηση του πεδίου. Περιλαμβάνει μια εκτενή ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, αντλώντας πληροφορία και γνώση από πηγές όπως ακαδημαϊκά περιοδικά, πρακτικά συνεδρίων, κυβερνητικές εκθέσεις. Αυτή η ανασκόπηση παρέχει μια σταθερή βάση για την κατανόηση της τρέχουσας κατάστασης της έρευνας και της πρακτικής στην Ψηφιακή Διακυβέρνηση, εντοπίζοντας βασικά θέματα, προκλήσεις και ευκαιρίες στον τομέα. Η έρευνα περιλαμβάνει επίσης ποσοτική ανάλυση μέσω ερωτηματολογίων, σχεδιασμένων να συλλέξουν δεδομένα σχετικά με διάφορες πτυχές της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, όπως οι απόψεις ειδικών στον τομέα σχετικά με τα βασικά στοιχεία της Επιστημονικής Βάσης Ψηφιακής Διακυβέρνησης, οι προκλήσεις στην εφαρμογή και οι μελλοντικές τάσεις. Αυτά τα ερωτηματολόγια διανεμήθηκαν σε ένα ποικίλο δείγμα ατόμων που σχετίζονται με την Ψηφιακή Διακυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων κυβερνητικών αξιωματούχων, επαγγελματιών πληροφορικής, διαμορφωτών πολιτικής και ακαδημαϊκών που συμμετέχουν σε πρωτοβουλίες Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Συμπληρωματικά προς τα ποσοτικά δεδομένα, η μελέτη ενσωματώνει ποιοτική ανάλυση μέσω εργαστηρίων με ειδικούς στον τομέα. Αυτά τα εργαστήρια συγκεντρώνουν διάφορους ενδιαφερόμενους για να συζητήσουν σημαντικά ζητήματα στην Ψηφιακή Διακυβέρνηση, παρέχοντας πλούσιες, εις βάθος πληροφορίες για τις πολυπλοκότητες της εφαρμογής της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Η ανάπτυξη ταξονομιών και εννοιολογικών μοντέλων αποτελεί κρίσιμο μέρος της μεθοδολογίας. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει τη σύνθεση των ευρημάτων από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και τις συμβουλές των ειδικών για τη δημιουργία δομημένων ταξονομιών των εννοιών, τεχνολογιών και πρακτικών της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Αυτές οι ταξονομίες παρέχουν ένα πλαίσιο για την οργάνωση και κατανόηση του σύνθετου τοπίου της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Η έρευνα περιλαμβάνει επίσης το σχεδιασμό προγραμμάτων σπουδών και ενός ερευνητικού οδικού χάρτη, αναγνωρίζοντας τη σημασία της εκπαίδευσης και της ανάπτυξης ικανοτήτων στην προώθηση της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Αυτή η πτυχή περιλαμβάνει τον εντοπισμό των βασικών γνωστικών περιοχών και δεξιοτήτων που απαιτούνται για την αποτελεσματική Ψηφιακή Διακυβέρνηση, τη χαρτογράφησή τους σε μαθησιακούς στόχους και αποτελέσματα και το σχεδιασμό των δομών των μαθημάτων και των περιεχομένων τους. Η διατριβή είναι δομημένη σε διάφορα κεφάλαια, το καθένα από τα οποία εξετάζει βασικές πτυχές της Επιστημονικής Βάσης Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Η εισαγωγή παρέχει το πλαίσιο για την έρευνα, περιγράφοντας τη σημασία της Ψηφιακής Διακυβέρνησης στη σύγχρονη δημόσια διοίκηση και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζονται στην εφαρμογή της. Το κεφάλαιο της μεθοδολογίας παρέχει μια λεπτομερή περιγραφή της ερευνητικής προσέγγισης και των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν, εξηγώντας τη λογική πίσω από τις επιλεγμένες μεθόδους και πώς αυτές συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των ερευνητικών ερωτημάτων. Αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζει επίσης τους περιορισμούς της έρευνας και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν. Τα επόμενα κεφάλαια εξερευνούν την παρούσα κατάσταση του τομέα, παρέχοντας μια ολοκληρωμένη επισκόπηση της τρέχουσας έρευνας και πρακτικής σε αυτόν. Αυτό περιλαμβάνει μια εξέταση των βασικών εννοιών, θεωριών και πλαισίων στη Ψηφιακή Διακυβέρνηση, καθώς και μια ανάλυση σημαντικών μελετών περίπτωσης και βέλτιστων πρακτικών από όλο τον κόσμο. Η μελέτη στη συνέχεια προτείνει τη δομή της Επιστημονικής Βάσης της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, περιγράφοντας τα βασικά της συστατικά και τον τρόπο με τον οποίο αυτά αλληλεπιδρούν. Αυτή η δομή έχει σχεδιαστεί ώστε να είναι ολοκληρωμένη, καλύπτοντας όλες τις κύριες πτυχές της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ενώ παράλληλα είναι αρκετά ευέλικτη ώστε να προσαρμόζεται στις μελλοντικές εξελίξεις στον τομέα. Ένα σημαντικό μέρος της διατριβής αφιερώνεται στην περιγραφή του τρόπου που οι εξελίξεις των Web & Industry επηρέασαν τη Ψηφιακή Διακυβέρνηση. Αυτή η ιστορική ανασκόπηση παρέχει το πλαίσιο για την κατανόηση της τρέχουσας κατάστασης αλλά και των μελλοντικών κατευθύνσεων στη Ψηφιακή Διακυβέρνηση. Η έρευνα εντοπίζει τρεις διακριτές γενιές ηλεκτρονικής διακυβέρνησης: e- Government 1.0, που επικεντρώνεται στην παροχή βασικών διαδικτυακών πληροφοριών και υπηρεσιών, e-Government 2.0, που δίνει έμφαση στην ανοιχτότητα και την αυξημένη συμμετοχή και συνεργασία των πολιτών, και e-Government 3.0, που αξιοποιεί προηγμένες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη και τα μεγάλα δεδομένα για πιο προσωποποιημένη διακυβέρνηση που οδηγεί στη λήψη αποφάσεων μέσω την εκμετάλλευση αυτών. Αυτό το εξελικτικό πλαίσιο βοηθά στην εις βάθος κατανόηση της Ψηφιακής Διακυβέρνησης και στην πρόβλεψη μελλοντικών εξελίξεων. Μια σημαντική συμβολή της διατριβής είναι η ανάπτυξη της «Δομής Τομέα» της Επιστημονικής Βάσης Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Αυτή περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη ταξινόμηση των στοιχείων της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, κατηγοριοποιώντας και ορίζοντας τις μυριάδες προοπτικές και προκλήσεις που συναντώνται στον ψηφιακό μετασχηματισμό των οργανισμών του δημόσιου τομέα. Η Δομή Τομέα παρέχει έναν συστηματικό τρόπο κατανόησης και οργάνωσης των διάφορων στοιχείων της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Η Δομή Τομέα λαμβάνει επίσης υπόψη διατομεακά θέματα όπως η κυβερνοασφάλεια, η ιδιωτικότητα και η ψηφιακή ηθική, αναγνωρίζοντας τη σημασία τους σε όλες τις πτυχές της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Μαζί με τη Δομή Τομέα, παρουσιάζονται και άλλοι επιστημονικοί τομείς που σχετίζονται με την Ψηφιακή Διακυβέρνηση. Η διδακτορική διατριβή παρουσιάζει επίσης τον Ερευνητικό Οδικό Χάρτη του τομέα. Αυτός ο οδικός χάρτης περιγράφει τις κύριες ερευνητικές προτεραιότητες και τις πιθανές κατευθύνσεις, βοηθώντας να καθοδηγηθούν οι μελλοντικές ερευνητικές προσπάθειες στον τομέα. Εντοπίζει τις αναδυόμενες τεχνολογίες και τάσεις που είναι πιθανό να διαμορφώσουν το μέλλον της Ψηφιακής Διακυβέρνησης.. Ο οδικός χάρτης λαμβάνει επίσης υπόψη τις κοινωνικές και πολιτικές τάσεις που μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, όπως οι μεταβαλλόμενες προσδοκίες των πολιτών και οι ανησυχίες για την ιδιωτικότητα και την ασφάλεια των δεδομένων. Αναγνωρίζοντας τη σημασία της εκπαίδευσης και της ανάπτυξης ικανοτήτων στην προώθηση της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η έρευνα προτείνει ολοκληρωμένα Εκπαιδευτικά Προγράμματα. Αυτά τα προγράμματα είναι σχεδιασμένα για να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα δεξιοτήτων στη Ψηφιακή Διακυβέρνηση, προσφέροντας μια δομημένη προσέγγιση για την ανάπτυξη των γνώσεων και των ικανοτήτων που απαιτούνται για την αποτελεσματική υλοποίηση πρωτοβουλιών Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Τα προγράμματα καλύπτουν μια σειρά θεμάτων, από τεχνικές δεξιότητες σε τομείς όπως η ανάλυση δεδομένων και η κυβερνοασφάλεια, έως πιο ήπιες δεξιότητες, όπως η διαχείριση αλλαγών και η εμπλοκή των ενδιαφερομένων. Ένα κρίσιμο στοιχείο της διατριβής είναι η εξερεύνηση των πρακτικών πτυχών της εφαρμογής της Επιστημονικής Βάσης Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Αυτό περιλαμβάνει μεθόδους για την αναγνώριση προβλημάτων, εργαλεία αξιολόγησης, χώρους λύσεων και μεθόδους επίλυσης. Η έρευνα δίνει έμφαση στη διαδοχική και κυκλική φύση της επίλυσης προβλημάτων στην Ψηφιακή Διακυβέρνηση, αναγνωρίζοντας ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι μια συνεχιζόμενη διαδικασία προσαρμογής και βελτίωσης και όχι ένα γεγονός μίας φοράς. Η μελέτη προτείνει μια πολυδιάστατη προσέγγιση μέσω ενός πλαισίου για την κατανόηση και αντιμετώπιση των προκλήσεων της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Αυτή η προσέγγιση αναγνωρίζει τη σύνθετη, διασυνδεδεμένη φύση των ζητημάτων της Ψηφιακής Διακυβέρνησης και παρέχει ένα πλαίσιο για την ανάλυση προβλημάτων και την ανάπτυξη λύσεων σε πολλαπλές διαστάσεις. Η διδακτορική έρευνα κάνει αρκετές σημαντικές συμβολές στον τομέα της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Με την καθιέρωση μιας ολοκληρωμένης επιστημονικής βάσης, παρέχει ένα δομημένο πλαίσιο για την κατανόηση και ανάλυση της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Αυτό συμβάλλει στη θεωρητική θεμελίωση του πεδίου, προσφέροντας μια σταθερή βάση για μελλοντική έρευνα και ακαδημαϊκή συζήτηση. Η ανάπτυξη ταξινομιών, μεθοδολογιών και εργαλείων παρέχει πρακτικούς πόρους για τους διαμορφωτές πολιτικής, τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους και τους επαγγελματίες πληροφορικής που εργάζονται στον τομέα της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Επιπλέον, η μελέτη αντλεί γνώσεις από διάφορους σχετικούς τομείς, όπως η επιστήμη των υπολογιστών, η δημόσια διοίκηση και οι πολιτικές επιστήμες, προάγοντας μια διεπιστημονική προσέγγιση στη Ψηφιακή Διακυβέρνηση. Αυτή η ενσωμάτωση ενισχύει τη σταθερότητα και την εφαρμοσιμότητα της προτεινόμενης επιστημονικής βάσης, αναγνωρίζοντας ότι η αποτελεσματική Ψηφιακή Διακυβέρνηση απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση που θα λαμβάνει υπόψη τεχνολογικούς, οργανωτικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Τα ευρήματα έχουν σημαντικές επιπτώσεις για τη χάραξη πολιτικής στον τομέα της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Παρέχοντας μια επιστημονική βάση για τη λήψη αποφάσεων, επιτρέπει τη διαμόρφωση πιο αποτελεσματικών πολιτικών σε διάφορους τομέις όπως αυτούς που σχετίζονται με την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες και τη συμμετοχή των πολιτών. Η διατριβή εξετάζει επίσης τις ηθικές επιπτώσεις της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, αναγνωρίζοντας ότι η αυξανόμενη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών στη διακυβέρνηση εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την ιδιωτικότητα, τη λογοδοσία και την κατάλληλη χρήση των δεδομένων. Προτείνει πλαίσια για την αντιμετώπιση αυτών των ηθικών προκλήσεων, δίνοντας έμφαση στην ανάγκη για διαφανείς, υπεύθυνες και επικεντρωμένες στον πολίτη προσεγγίσεις στην Ψηφιακή Διακυβέρνηση. Η έρευνα αναγνωρίζει επίσης το παγκόσμιο πλαίσιο της Ψηφιακής Διακυβέρνησης, εξετάζοντας πώς διαφορετικές χώρες και περιοχές προσεγγίζουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό στον δημόσιο τομέα. Η διδακτορική διατριβή ολοκληρώνεται με την απάντηση στα ερευνητικά ερωτήματα, συνοψίζοντας τα επιτεύγματα της μελέτης, συζητώντας τους περιορισμούς και προτείνοντας επόμενα βήματα για μελλοντική έρευνα και ανάπτυξη στον τομέα της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Τονίζει τη δυναμική φύση της Ψηφιακής Διακυβέρνησης και την ανάγκη για συνεχή βελτίωση και προσαρμογή της επιστημονικής βάσης, ώστε να συμβαδίζει με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες. Συμπερασματικά, αυτή η διδακτορική διατριβή παρέχει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για την κατανόηση, την έρευνα και την προώθηση του τομέα της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Με την ανάπτυξη μιας ισχυρής επιστημονικής βάσης, στοχεύει στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των πρωτοβουλιών Ψηφιακής Διακυβέρνησης, την προώθηση της καινοτομίας στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών και τελικά στη συμβολή σε μια πιο αποδοτική, διαφανή και προσανατολισμένη στον πολίτη διακυβέρνηση. Η έρευνα υπογραμμίζει τη σύνθετη, πολυδιάστατη φύση της Ψηφιακής Διακυβέρνησης και την ανάγκη για διεπιστημονικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση των προκλήσεών της. Η μελέτη υποστηρίζει ότι η Επιστημονική Βάση της Ψηφιακής Διακυβέρνησης δεν είναι απλώς μια «στατική αποθήκη γνώσης», αλλά ένα δυναμικό πλαίσιο που πρέπει να εξελίσσεται παράλληλα με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες. Τονίζει την ανάγκη για συνεχή συνεργασία μεταξύ ερευνητών, διαμορφωτών πολιτικής και επαγγελματιών για τη συνεχή βελτίωση και επέκταση της επιστημονικής βάσης, διασφαλίζοντας τη συνάφεια και την αποτελεσματικότητά της στην καθοδήγηση των πρωτοβουλιών Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Η μελέτη αναδεικνύει επίσης τη σημασία της εξέτασης των ευρύτερων κοινωνικών επιπτώσεων της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Παρόλο που οι ψηφιακές τεχνολογίες προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες για τη βελτίωση της διακυβέρνησης, εγείρουν επίσης σημαντικά ερωτήματα σχετικά με το ψηφιακό χάσμα, την ιδιωτικότητα των δεδομένων και τη μεταβαλλόμενη φύση των σχέσεων μεταξύ πολιτών και κράτους. Η έρευνα υποστηρίζει μια ισορροπημένη προσέγγιση που αξιοποιεί τα οφέλη των ψηφιακών τεχνολογιών ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει αυτές τις κοινωνικές ανησυχίες. Κοιτάζοντας προς το μέλλον, η διατριβή εντοπίζει αρκετούς βασικούς τομείς για περαιτέρω έρευνα και ανάπτυξη στην Ψηφιακή Διακυβέρνηση. Αυτοί περιλαμβάνουν την εξερεύνηση αναδυόμενων τεχνολογιών όπως η τεχνητή νοημοσύνη και το blockchain σε πλαίσια διακυβέρνησης, την ανάπτυξη πιο εξελιγμένων προσεγγίσεων για τη συμμετοχή των πολιτών και τη συνδημιουργία σε ψηφιακά περιβάλλοντα και την έρευνα νέων μοντέλων ψηφιακής δημοκρατίας και συμμετοχής. Η διδακτορική εργασία επίσης τονίζει την ανάγκη για συνεχή εστίαση στις ψηφιακές δεξιότητες και τον ψηφιακό γραμματισμό, τόσο εντός των κυβερνητικών οργανισμών όσο και μεταξύ των πολιτών, υπογραμίζοντας ότι η πλήρης αξιοποίηση του δυναμικού της Ψηφιακής Διακυβέρνησης απαιτεί όχι μόνο τεχνολογική υποδομή αλλά και ένα εργατικό δυναμικό και πολίτες με ψηφιακές δεξιότητες.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Since the middle of the twentieth century, Information and Communication Technologies have greatly assisted public sector organisations in their quest to provide better services to citizens and businesses. Currently, at a worldwide scale, governmental units at any level and sector are accelerating their efforts to utilize ICTs, due to their tremendous potential to enhance service quality, openness, transparency and ultimately quality of life and sustainable growth. Digital Governance has been recognized as a well- established application domain studying the problems related to the needs of public sector organisations and proposing novel methods and frameworks for enhancing service quality through the use of ICT. Substantial progress has been made through European and national funded research in a number of areas, yet the lack of scientific rigor in the Digital Governance domain seems to hinder unlocking the real transformative value and full potential to all its stakeholders, from rese ...
Since the middle of the twentieth century, Information and Communication Technologies have greatly assisted public sector organisations in their quest to provide better services to citizens and businesses. Currently, at a worldwide scale, governmental units at any level and sector are accelerating their efforts to utilize ICTs, due to their tremendous potential to enhance service quality, openness, transparency and ultimately quality of life and sustainable growth. Digital Governance has been recognized as a well- established application domain studying the problems related to the needs of public sector organisations and proposing novel methods and frameworks for enhancing service quality through the use of ICT. Substantial progress has been made through European and national funded research in a number of areas, yet the lack of scientific rigor in the Digital Governance domain seems to hinder unlocking the real transformative value and full potential to all its stakeholders, from researchers to industry and SMEs. Such a scientific “science base” would document the existing knowledge and open the pathway for systematic and reproducible solutions to identified problems, without the danger of repeating research or missing opportunities for application. The research presented in this doctoral dissertation offers a comprehensive exploration of the development and implementation of a Digital Governance Science Base (DGSB), addressing the complex challenges and opportunities presented by the digital transformation of public sector organizations. The rapid evolution of digital technologies and their penetration into governance processes, is the enabler of this study, as it leads to a pressing need for a structured, scientific approach to Digital Governance (DG). The dissertation hypothesizes that the establishment of a comprehensive science base for DG will improve the effectiveness, efficiency, and responsiveness of public sector organizations in the digital age. In order create such a scientific discipline a framework that bridges theoretical concepts and practical applications is more than important. Such a framework includes the development of taxonomies, methodologies and tools since such technological advancements often improve faster than policy and regulatory frameworks. The primary objective of this research is to develop a comprehensive science base for DG. This main objective is broken down into smaller parts: to identify and categorize the key components of DG across various domains and applications; to develop a systematic taxonomy that organizes the knowledge and practices within DG; to present methodologies for evaluating and implementing DG initiatives based on scientific principles; and to introduce tools that can support the practical application of DG concepts in real- world scenarios. These objectives are designed to address the multifaceted nature of DG, which encompasses technological, organizational, and societal dimensions. To achieve these objectives, the study addresses four key research questions: Why do we need a Science Base for Digital Governance? What are the components of the Digital Governance Science Base? What is the current landscape of Digital Governance? How can we construct the DGSB “What” & “How” components? These research questions constitute the main part of the DGSB establishment. The first question explores the rationale revealing the need for structuring the DGSB, taking, also, into account the current challenges and limitations of the field. The second question identifies the specific elements that should constitute a comprehensive science base for DG, examining various aspects from technological infrastructure to policy frameworks. The third research question unfolds the domain of DG, while the fourth research question reveals the content of the What & How components. The methodological steps of this research combine qualitative and quantitative approaches to ensure an in-depth understanding of the field. Specifically, it begins with a literature review, examining sources such as academic journals, conference proceedings, government reports, and industry white papers. This review fully supports understanding the current state of DG research and practice, identifying any key topics, challenges, and opportunities in the field. For the quantitative analysis questionnaires were used, to gather data on various aspects of DG, including perspectives of practitioners on key components of a DGSB, challenges in implementation, and future trends. These questionnaires were distributed to a diverse sample of DG-related respondents, including government officials, IT professionals, policymakers, and academics involved in DG initiatives. For the quantitative data, the study, also, include qualitative analysis through workshops with (mainly) experts in the field. These workshops main aspect was to bring together diverse stakeholders to gain usefull insights of the field through various participaroty techniques such as focus group discussions, brainstorming sessions, and scenario planning exercises. At the same time, the development of taxonomies and conceptual models forms an important part of the methodology. Thus, for their development a process of synthesizing literature findings and experts insights was followed, leading to a classification of DG concepts, technologies, and practices. These taxonomies are important in order to organize and understand the complexity of the DG landscape. The research also includes the design of curricula and a research roadmap, recognizing the importance of education and capacity building in advancing DG. For this to be achieved it is necessary to identify important knowledge areas and skills required for effective DG, map these to learning objectives and outcomes, and design course structures and content outlines. This dissertation explores the aspects of the DGSB across distinct chapters. To begin, the introduction establishes the importance of DG and discusses the challenges public administration faces when trying to implement it. Following this, the methodology chapter details the specific methods used. It explains the reason why these methods were chosen and how they help answer the research questions. I also use this chapter to acknowledge the study's limitations and describe the steps taken to address them. The following chapters explore the current state of DG, providing an overview of current research and practice in the field, including an examination of concepts, theories and frameworks in DG, as well as an analysis of case studies and best practices from around the world. The structure of the DGSB is then presented, including its components and how they are interconnected. Throughout the research, the importance of a flexible structure was taken into account so that it can absorb changes and developments in the field in the future. Continuing, the thesis delves into the current state of DG research and practice. For that purpose, established theories, concepts, and frameworks were analysed, considering also insights from case studies and best practices worldwide. Building on this literature review, the study puts forward the structure of the DGSB. I then break down its core components and explain how they connect to one another. My aim was to build, in one hand, a comprehensive framework to cover all major aspects of the field today, and on the other, adaptable enough for the developments of tomorrow. A notable part of the dissertation is dedicated to examining the evolution of DG, including the evolution of the Web and Industry. This historical perspective provides context for understanding current trends and future directions in DG. It traces the development of e-government initiatives from early digitization efforts to more sophisticated, citizen-centric approaches. The research identifies three generations of e-Government, e-Government 1.0, which provides basic online information and services; e-Government 2.0, which emphasizes increased citizen participation and collaboration; and e- Government 3.0, which combined already existing with advanced technologies like AI and big data for more personalized and predictive governance. This framework contextualizes current DG initiatives and helps anticipate future developments. One of this dissertation's main contributions is the new Domain Structure for the DG Science Base. The domain structure serves as a detailed taxonomy of DG issues, categorizing the wide range of challenges that public sector organizations face during their digital transformation. This taxonomy offers a method for organizing the complex elements of the DG domain, from technology and policy to organizational processes. Furthermore, it incorporates cross-cutting issues such as cybersecurity, privacy and digital ethics, recognizing their importance while, at the same time, offering a more holistic view, by mapping how the Sector Structure connects to other relevant scientific fields. For the future of DGSB, this thesis presents a research roadmap that aims to provide guidance for future research in the field, highlighting priorities (what should be investigated first) and suggesting potential new paths for exploration. Looking ahead, the roadmap goes beyond simple technology and examines the broader context that shapes the future of the Directorate General for Data Protection. It not only highlights transformative technologies like AI and blockchain, which are poised to redefine the landscape, but also examines the societal and political trends that could impact its development, such as shifting citizen expectations and pressing concerns over data privacy. Given that the advancement of the DG depends largely on education and the development of new competencies, this thesis proposes a set of training curricula to address the perceived skills gap in the sector. These curricula offer professionals a pathway to develop the competencies they need, not only technical knowledge in areas such as data analysis and cybersecurity, but also critical soft skills such as change management and stakeholder engagement. The thesis also focuses on how the DGSB can be applied in practice. It presents specific tools that help identify problems, evaluate them and, ultimately, design solutions. The idea at this point is that the problem-solving process should be done iteratively, i.e. in cycles. The reason is that digital transformation is not a one-time and finished procedure, but a continuous process of adaptation. For this reason, this research proposes and presents the approach of multidimensional matrices. This framework was designed to address the challenges of the DG, which are usually interrelated (connected to each other), while at the same time, it allows to analyze and find solutions, examining, at the same time, many different dimensions of the problem. Overall, this research offers significant assistance to the field of DG, both at a theoretical level (new ideas) and at a practical level (applicable solutions). At its core, it establishes a comprehensive SB that offers a structured way to understand and analyze DG. This strengthens the field's theoretical foundations for future academic work while also yields practical resources, such as taxonomies, methodologies, and tools, for policymakers and professionals on the ground. Based on the interdisciplinary nature of the field, this research combines knowledge from other, already existing scientific fields, such as computer science, public administration and political science, for a more robust and applicable framework to be developed. This holistic view is crucial, as effective DG should balance technological factors with organizational and societal needs. The impact of the research is equally important in public policymaking as the DGSB can act as a valuable tool for governments, helping them, in the future, to shape more evidence based policies and develop innovative digital services that substantially enhance citizen participation. At the same time, it promotes a model of adaptive governance, capable of responding to rapid technological developments, without overlooking critical concerns about privacy, security and equal digital access. Finally, the dissertation confronts the critical ethical questions raised by technology in governance. It proposes frameworks for tackling challenges related to data privacy and accountability, stressing the need for DG to be transparent and citizen centric. Furthermore, the research places these issues in a global context, examining the diverse approaches to digital transformation being taken by different countries and regions worldwide. This thesis concludes by addressing the research questions, summarizing the achievements of the study, discussing limitations, and proposing next steps for future research and development in the field of DG. It emphasizes the dynamic nature of DG and the need for continuous improvement and adaptation of the scientific base to keep pace with technological developments and evolving societal needs. In conclusion, this thesis presents the scientific basis for the DG, introducing a framework to guide research and practice. Its aim is to promote innovation while improving the effectiveness of digital initiatives, leading to a more efficient, transparent and citizen centric governance. An important element that emerges throughout this research is that such a scientific base cannot be treated as a static repository of knowledge but, on the contrary, should be treated as a dynamic, living framework, designed to evolve in parallel with technological developments and changing social needs. Thus, for its continuation and further development, ongoing collaboration between academic, political and professional communities is necessary, participating as a whole for its improvement. Finally, the dissertation insists on a critical evaluation of the broader societal impacts of Digital Governance. While technologies present opportunities, they also raise questions in topics such as digital divide, data protection and the evolving nature of the citizen-state relationship. The research, therefore, advocates a balanced approach that harnesses the transformative potential of technology while safeguarding core social values. Looking to the future, the dissertation identifies a number of areas for research and development in DG further. These include the further exploration of new technologies such as AI in governance contexts; the development of more innovative approaches to citizen engagement and co-creation in digital environments; and the investigation of new models of digital democracy and participation. It also emphasizes the need for focusing on digital skills within government organizations and among citizens. It argues that becoming fully aware of the potential of DG requires technological infrastructure and also a digitally skilled workforce and citizenry. In its final remark, the dissertation underscores the transformative potential of DG to reshape the relationship between citizens and government, enhance public service delivery, and foster more responsive and accountable governance. However, it also cautions that achieving these benefits requires careful planning, ongoing research, and a commitment to ethical and inclusive approaches to digital transformation.
περισσότερα
|
Στατιστικά χρήσης


ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.


ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.


ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.


ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
λιγότερα
περισσότερα