Περίληψη
Η παρούσα διατριβή διερευνά τον τουριστικό και παραθεριστικό χώρο στην Ελλάδα υπό το πρίσμα μιας διεπιστημονικής προσέγγισης που συνδυάζει αρχιτεκτονικές, ιστορικές, ψυχοκοινωνιολογικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Εστιάζει στη μεταπολεμική περίοδο (μετεμφυλιακή για την Ελλάδα), όταν τα φαινόμενα τουρισμού και παραθερισμού συνυπάρχουν για πρώτη φορά με μαζικούς όρους, επιτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη συγκριτική τους ανάλυση. Η μελέτη αρθρώνεται σε τρία κεφάλαια που αντιστοιχούν στην τριπλή χωρική σύλληψη της λεφεβριανής παράδοσης: Στο πρώτο κεφάλαιο αναδεικνύεται ο υλικός χώρος μέσα από την ιστορική εξέλιξη των υποδομών και τη σύσταση της γεωγραφίας του τουριστικού και παραθεριστικού τοπίου. Στο δεύτερο κεφάλαιο διερευνάται ο φαντασιωτικός χώρος μέσα από την κατασκευή και αναπαραγωγή των κυρίαρχων εθνικών τουριστικών/παραθεριστικών αναπαραστάσεων. Επιπρόσθετα, στο κεφάλαιο αυτό αποπειράται η εννοιολογική διάκριση μεταξύ του τουρίστα και του παραθεριστή ως δρώντων υποκειμένων με δια ...
Η παρούσα διατριβή διερευνά τον τουριστικό και παραθεριστικό χώρο στην Ελλάδα υπό το πρίσμα μιας διεπιστημονικής προσέγγισης που συνδυάζει αρχιτεκτονικές, ιστορικές, ψυχοκοινωνιολογικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Εστιάζει στη μεταπολεμική περίοδο (μετεμφυλιακή για την Ελλάδα), όταν τα φαινόμενα τουρισμού και παραθερισμού συνυπάρχουν για πρώτη φορά με μαζικούς όρους, επιτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη συγκριτική τους ανάλυση. Η μελέτη αρθρώνεται σε τρία κεφάλαια που αντιστοιχούν στην τριπλή χωρική σύλληψη της λεφεβριανής παράδοσης: Στο πρώτο κεφάλαιο αναδεικνύεται ο υλικός χώρος μέσα από την ιστορική εξέλιξη των υποδομών και τη σύσταση της γεωγραφίας του τουριστικού και παραθεριστικού τοπίου. Στο δεύτερο κεφάλαιο διερευνάται ο φαντασιωτικός χώρος μέσα από την κατασκευή και αναπαραγωγή των κυρίαρχων εθνικών τουριστικών/παραθεριστικών αναπαραστάσεων. Επιπρόσθετα, στο κεφάλαιο αυτό αποπειράται η εννοιολογική διάκριση μεταξύ του τουρίστα και του παραθεριστή ως δρώντων υποκειμένων με διαφοροποιημένες φαντασιωτικές αφετηρίες και κατ’ επέκταση με διακριτές χωρικές πρακτικές. Στο τρίτο κεφάλαιο μελετάται ο βιωμένος χώρος μέσα από την ερμηνεία της ενσώματης εμπειρίας τουριστών του αθηναϊκού κέντρου και παραθεριστών της Σαλαμίνας και του Σουνίου. Παρουσιάζεται η πρωτογενής ποιοτική έρευνα πεδίου στην οποία τα συμμετέχοντα υποκείμενα επιχειρούν την παραγωγή νοητικών χαρτών προκειμένου να αποτυπώσουν τον περιβάλλοντα χώρο στον οποίο κινούνται εξετάζοντας με αυτόν τον τρόπο την επιρροή των στερεοτυπικών εικόνων αλλά και την επίδραση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στη συγκρότηση βιωμάτων εντός των επιμέρους ομάδων. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διατριβής, ο τουριστικός και παραθεριστικός χώρος καθίσταται αναπόσπαστος από τις τρεις προαναφερθείσες διαστάσεις και συνεπώς μελετάται συγχρόνως ως πεδίο κοινωνικοπολιτικών συσχετίσεων, φαντασιακών προβολών και σωματοποιημένων εμπειριών προτείνοντας μεθοδολογικά εργαλεία για την κριτική ανάλυση της γενεαλογίας του τοπίου αναψυχής στην Ελλάδα. Από τη σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι τις μέρες μας, εκκινώντας από τον περιηγητισμό και φτάνοντας στις σύγχρονες μαζικές διαστάσεις, η μελέτη επιχειρεί να υποστηρίξει ότι η τουριστική και παραθεριστική ανάπτυξη δεν είναι ουδέτερη αλλά αντιθέτως εντάσσεται σε ένα πλέγμα πολιτικών, οικονομικών και ιδεολογικών επιλογών που μετασχηματίζουν το τοπίο ανάλογα με τις ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες. Υπό αυτή τη λογική, ο ρόλος του κράτους καθίσταται κομβικός μιας και είναι συνυφασμένος με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση πολιτικών οι οποίες προσλαμβάνουν διαφορετικές μορφές: άλλοτε μέσω άμεσων επενδυτικών παρεμβάσεων, όπως το Πρόγραμμα Ξενία και το Πρόγραμμα Παραδοσιακών Οικισμών, άλλοτε μέσω της λειτουργίας του ως θεσμικού μηχανισμού διεθνούς προβολής και διαχείρισης χρηματοδοτικών εργαλείων και άλλοτε μέσω της στρατηγικής του απουσίας κατά την εμπλοκή μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων στον κλάδο, συμβάλλοντας διαχρονικά στη συγκρότηση ηγεμονικών μορφών συναίνεσης. Το φαινόμενο του τουρισμού και παραθερισμού πέρα από το όποιο θεσμικό επιχείρημα περί τομέα οικονομικής ανάπτυξης, επιχειρείται μέσω της παρούσας έρευνας να αναδειχθεί ως άμεσα συνυφασμένο με τον εργαλειακό του ρόλο στο πεδίο του κρατικού αφηγήματος γύρω από την εθνική ταυτότητα. Η χαρτογράφηση του τουριστικού και παραθεριστικού αποτυπώματος δεν περιορίζεται στη μορφολογική ανάλυση των αρχιτεκτονικών του εκφάνσεων, αλλά φωτίζει τη συμμετοχή της αρχιτεκτονικής —άλλοτε ως δρών υποκείμενο και άλλοτε ως παθητικός φορέας πολιτισμικών σημαινόντων— στη συγκρότηση και αναπαραγωγή της νεοελληνικής αυτοεικόνας. Παράλληλα, το τουριστικό και παραθεριστικό τοπίο καθίσταται πεδίο συνάντησης όχι μόνο των εθνικών αναπαραστάσεων αλλά και των διεθνών προσδοκιών, μιας και βρίσκεται υπό τη διαρκή επίδραση του δυτικού βλέμματος. Η επανανοηματοδότηση της έννοιας της «ελληνικότητας» στο κάδρο του διεθνούς τουρισμού αναπροσδιορίζεται μέσα από τη μεταπολεμική προσθήκη της παραθαλάσσιας μαζικής αναψυχής, με τις ελληνικές παραλίες να προστίθενται στις προϋπάρχουσες αναπαραστάσεις της αρχαιοκλασικής Ελλάδας και της λαϊκής παράδοσης. Η κρατική προώθηση κινείται διαχρονικά ανάμεσα στην κατασκευή μιας εγχώριας πολιτισμικής ταυτότητας και στην ικανοποίηση των πολιτισμικών φαντασιώσεων της Δύσης, γεγονός που αντανακλάται όχι μόνο στην αρχιτεκτονική των υποδομών, αλλά και στη βαθύτερη σημειολογία του τουριστικού και παραθεριστικού χώρου. Είτε αναζητώντας τα οπτικά τεκμήρια της εθνικής ιστορικής μνήμης, είτε αποζητώντας την παραθαλάσσια ραστώνη, η μελέτη αναδεικνύει τις εναλλακτικές οντολογίες γύρω από την έννοια των διακοπών που προσφέρουν την αστική διαφυγή. Στο ουσιαστικό της κέντρο βρίσκονται οι τόποι που μπορούν να προσφέρουν μια «απατηλή πραγματικότητα» ως αντίβαρο της αστικής συνθήκης. Τόσο ο τουρίστας όσο και ο παραθεριστής αναζητούν μια κοινωνία από την οποία θα απουσιάζουν οι προβληματικές του σήμερα. Ακολουθούν ο καθένας τις χίμαιρές του και αποζητούν την Oυτοπία τους. Οι δυσλειτουργίες της πόλης ενεργοποιούν επιθυμίες διαφυγής και αναζήτησης εναλλακτικών τόπων διαβίωσης ή αναψυχής. Η διατριβή, θέτοντας ως δεδομένο ότι ο χώρος είναι κοινωνικό προϊόν, ισχυρίζεται ότι η ανάγκη για διαφυγή από την αστική πραγματικότητα μέσω του τουριστικού ή του παραθεριστικού τοπίου μάλλον δεν αποτελεί μια αυθόρμητη επιθυμία, αλλά μια κοινωνικά κατασκευασμένη ανάγκη που παράγεται εντός της ίδιας της αστικής συνθήκης που φαινομενικά αντιστέκεται. Oι κυρίαρχες οικονομικές δομές διαμορφώνουν όχι μόνο τους όρους αστικής διαβίωσης αλλά και τις επιθυμίες απόδρασης από αυτήν καθώς και τον τρόπο κατανάλωσης του «ελεύθερου χρόνου» κατά την απόδραση. Η συγκεκριμένη δυναμική αποκαλύπτει μια διττή χωρική λειτουργία του τουρισμού και του παραθερισμού επί των υποκειμένων τους: αφενός την επιθυμία επαναδιεκδίκησης του βιώσιμου χώρου, μακριά από τον κατακερματισμένο και λειτουργικά υπαγορευμένο αστικό ιστό και αφετέρου την ανάγκη αναπλαισίωσης του οικείου χώρου της πρώτης κατοικίας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This dissertation explores the tourist and seaside leisure space in Greece through the lens of an interdisciplinary approach that combines architectural, historical, psychosociological, and cultural dimensions. It focuses on the post-war period (post-civil war era for Greece), when the phenomena of tourism and seaside leisure development coexist for the first time on a mass scale, thereby enabling their comparative analysis. The study is structured into three chapters that correspond to the tripartite spatial conception of the Lefebvrian tradition: The first chapter highlights the material space through the historical evolution of infrastructure and the constitution of the geography of the tourist and seaside leisure landscape. The second chapter explores the imaginary space through the construction and reproduction of dominant national tourist/seaside leisure representations. Additionally, this chapter attempts a conceptual distinction between the tourist and the seaside vacationer as ...
This dissertation explores the tourist and seaside leisure space in Greece through the lens of an interdisciplinary approach that combines architectural, historical, psychosociological, and cultural dimensions. It focuses on the post-war period (post-civil war era for Greece), when the phenomena of tourism and seaside leisure development coexist for the first time on a mass scale, thereby enabling their comparative analysis. The study is structured into three chapters that correspond to the tripartite spatial conception of the Lefebvrian tradition: The first chapter highlights the material space through the historical evolution of infrastructure and the constitution of the geography of the tourist and seaside leisure landscape. The second chapter explores the imaginary space through the construction and reproduction of dominant national tourist/seaside leisure representations. Additionally, this chapter attempts a conceptual distinction between the tourist and the seaside vacationer as acting subjects with differentiated imaginative starting points and, by extension, with distinct spatial practices. The third chapter examines the lived space through the interpretation of the embodied experience of tourists in the Athens city center and seaside vacationers in Salamina and Sounion. It presents primary qualitative field research in which participating subjects attempt to produce mental maps in order to capture the surrounding space in which they move, thus examining the influence of stereotypical images as well as the impact of social stratification on the formation of experiences within individual groups. In the context of the present dissertation, the tourist and seaside leisure space becomes inseparable from the three aforementioned dimensions and is consequently studied simultaneously as a field of sociopolitical correlations, imaginary projections, and embodied experiences, proposing methodological tools for the critical analysis of the genealogy of the leisure landscape in Greece. From the establishment of the Greek state to the present day, starting from travel writing and reaching contemporary mass dimensions, the study attempts to argue that tourist and seaside leisure development is not neutral but, on the contrary, is embedded in a nexus of political, economic, and ideological choices that transform the landscape according to historical and social circumstances. Within this framework, the role of the state becomes pivotal since it is intertwined with the design and implementation of policies that assume multiple forms: sometimes through direct investment initiatives, such as the Xenia Program and the Traditional Settlements Program, sometimes through its function as an institutional mechanism for international promotion and management of financial administration, and sometimes through its strategic absence during the involvement of lower-middle-class social strata in the sector, contributing diachronically to the formation of hegemonic forms of consensus. Beyond its institutional role as a field of economic development, this research seeks to highlight tourism and seaside leisure as tools of state narrative in the construction of national identity. The mapping of their spatial imprint is not limited to the morphological analysis of its architectural forms but illuminates the participation of architecture —sometimes as an acting agent and sometimes as a passive carrier of cultural signifiers— in shaping and reproducing modern Greek self-image. Simultaneously, the tourist and leisure landscape is presented as a field of convergence between national representations and international expectations, remaining under the constant influence of the Western gaze. The re-signification of the concept of "Greekness" within the framework of international tourism is redefined through the post-war addition of coastal mass recreation, with Greek beaches being added to the pre-existing representations of classical antiquity and folk tradition. State promotion moves diachronically between the construction of a domestic cultural identity and the fulfilment of Western cultural fantasies, a fact that is reflected not only in the architecture of infrastructure but also in the deeper semiology of the tourist and seaside leisure space. Whether seeking visual evidence of national historical memory or pursuing coastal leisure, the study highlights the alternative ontologies around the concept of holidays that offer urban escape. At its essential centre are the places that can offer a "deceptive reality" as a counterbalance to the urban condition. Both the tourist and the seaside vacationer seek a society from which today's problems will be absent. Each follows their own chimeras and seeks their own utopia. The dysfunctions of the city activate desires for escape and the search for alternative places of living or recreation. The dissertation, taking as given that space is a social product, argues that the desire to escape urban reality through the tourist or seaside leisure landscape is probably not a spontaneous impulse but a socially constructed need that is produced within the very urban condition it seemingly resists. The dominant economic structures shape not only the terms of urban living but also the desires to escape from it as well as the way of consuming "leisure time" during that escape. This specific dynamic reveals a dual spatial function of tourism and seaside leisure development upon their subjects: on the one hand, the desire to reclaim viable space, beyond the fragmented and functionally dictated urban fabric, and on the other hand, the need to reframe the familiar space of the primary residence.
περισσότερα