Περίληψη
Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της μεταβολής της ποιότητας ζωής ασθενών με χρόνια νεφρική νόσο τελικού σταδίου, μετά την εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης που συνίσταται σε όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη ενημέρωση του ασθενούς για τη νόσο του και τη θεραπεία της. Καθώς ο συγκεκριμένος πληθυσμός συνήθως αναφέρει χαμηλά επίπεδα ποιότητας ζωής, η παρούσα μελέτη εξετάζει αν η πληρέστερη ενημέρωση των ασθενών αναφορικά με τη νόσο και τη θεραπεία, είναι δυνατόν να συσχετίζεται με καλύτερα επίπεδα ποιότητας ζωής και ψυχικής ανθεκτικότητας καθώς επίσης και με μείωση των επιπέδων του άγχους και της κατάθλιψης. Το δείγμα αποτέλεσαν ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο τελικού σταδίου από έξι νοσοκομεία σε πέντε πόλεις της Ελλάδας, οι οποίοι χωρίστηκαν σε μια ομάδα ελέγχου και μια ομάδα παρέμβασης. Στην ομάδα παρέμβασης μοιράστηκαν εκτός από τα ερωτηματολόγια για την αξιολόγηση των παραπάνω μεταβλητών πριν και μετά την εφαρμογή της παρέμβασης - ενημέρωσης και ένα επιπλέον ερωτηματολόγι ...
Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της μεταβολής της ποιότητας ζωής ασθενών με χρόνια νεφρική νόσο τελικού σταδίου, μετά την εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης που συνίσταται σε όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη ενημέρωση του ασθενούς για τη νόσο του και τη θεραπεία της. Καθώς ο συγκεκριμένος πληθυσμός συνήθως αναφέρει χαμηλά επίπεδα ποιότητας ζωής, η παρούσα μελέτη εξετάζει αν η πληρέστερη ενημέρωση των ασθενών αναφορικά με τη νόσο και τη θεραπεία, είναι δυνατόν να συσχετίζεται με καλύτερα επίπεδα ποιότητας ζωής και ψυχικής ανθεκτικότητας καθώς επίσης και με μείωση των επιπέδων του άγχους και της κατάθλιψης. Το δείγμα αποτέλεσαν ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο τελικού σταδίου από έξι νοσοκομεία σε πέντε πόλεις της Ελλάδας, οι οποίοι χωρίστηκαν σε μια ομάδα ελέγχου και μια ομάδα παρέμβασης. Στην ομάδα παρέμβασης μοιράστηκαν εκτός από τα ερωτηματολόγια για την αξιολόγηση των παραπάνω μεταβλητών πριν και μετά την εφαρμογή της παρέμβασης - ενημέρωσης και ένα επιπλέον ερωτηματολόγιο ικανοποίησης από την παρέμβαση. Στην ομάδα ελέγχου μοιράστηκαν μόνο τα ερωτηματολόγια αξιολόγησης των ίδιων μεταβλητών δύο φορές, στην αρχή και στο τέλος της μελέτης. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τη στατιστική επεξεργασία του υλικού, ανέδειξαν πως η παρέμβαση ήταν στατιστικά, σημαντικά αποτελεσματική στο να μειώσει τα επίπεδα άγχους στην ομάδα παρέμβασης, χωρίς να υπάρξει άλλη σημαντική διαφορά στα επίπεδα των υπόλοιπων μεταβλητών που εξετάσθηκαν. Όμως, οι διαφορές που παρατηρήθηκαν δεν διέφεραν σημαντικά από την ομάδα ελέγχου. Ωστόσο, βρέθηκε ότι η υψηλότερη ικανοποίηση από την παρέμβαση συσχετίστηκε σημαντικά με μείωση των επιπέδων άγχους (r = -0.38, p = 0.03) και κατάθλιψης (r = -0.44, p = 0.01), καθώς και με σημαντική βελτίωση της κοινωνικής λειτουργικότητας (r = 0.40, p = 0.02). Επιπλέον, παρατηρήθηκε οριακά σημαντική θετική συσχέτιση μεταξύ της κλίμακας ικανοποίησης και της ψυχικής ανθεκτικότητας (r = 0.32, p = 0.07). Συνεπώς, συμπεραίνεται ότι, παρά τα απρόσμενα ευρήματα της παρούσας μελέτης στο σύνολο των ασθενών—τα οποία θα πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα της πανδημίας COVID-19, κατά την οποία διεξήχθη η έρευνα— η μείωση του άγχους και της κατάθλιψης, η βελτίωση της κοινωνικής λειτουργικότητας και η οριακή ενίσχυση της ψυχολογικής ανθεκτικότητας σε ασθενείς που ανέφεραν υψηλά επίπεδα ικανοποίησης από την παρέμβαση, υπογραμμίζουν τη σημαντική αξία της ολιστικής εκπαίδευσης των ασθενών, όπως αυτή εξετάστηκε στην παρούσα μελέτη. Το σημαντικότερο είναι ότι οι εκπαιδευτικές παρεμβάσεις θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν, ώστε να ανταποκρίνονται αποτελεσματικότερα στις εξατομικευμένες ανάγκες κάθε ασθενούς. Η παρούσα μελέτη αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση στο ελληνικό πλαίσιο και προσφέρει τη βάση για μελλοντικές έρευνες με στόχο την εξέλιξη του πεδίου και τη βελτίωση της ψυχοσωματικής φροντίδας για έναν πληθυσμό που, λόγω των πολλαπλών του νοσημάτων, έχει ιδιαίτερα αυξημένη ανάγκη για τέτοιου είδους υποστήριξη. Τα ευρήματα αυτά αναδεικνύουν τη σημασία και την αναγκαιότητα της εκπαίδευσης των ασθενών σε θέματα που σχετίζονται με την ασθένεια και τη θεραπεία τους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of the present study was to investigate the change in the quality of life of patients with end-stage chronic kidney disease, after the implementation of an educational intervention that consists of informing the patients as comprehensively as possible about their disease and its treatment. As this population usually reports low levels of quality of life, this study examines whether more complete patient information regarding the disease and treatment may be associated with better levels of quality of life and mental resilience as well as with a reduction in anxiety and depression levels. The patient sample was recruited from six hospitals in five cities in Greece, and divided into a control group and an intervention group. Initially, questionnaires were distributed to the participants for the evaluation of the above variables before and after the implementation of the intervention - information, while an additional questionnaire on satisfaction with the intervention was distrib ...
The aim of the present study was to investigate the change in the quality of life of patients with end-stage chronic kidney disease, after the implementation of an educational intervention that consists of informing the patients as comprehensively as possible about their disease and its treatment. As this population usually reports low levels of quality of life, this study examines whether more complete patient information regarding the disease and treatment may be associated with better levels of quality of life and mental resilience as well as with a reduction in anxiety and depression levels. The patient sample was recruited from six hospitals in five cities in Greece, and divided into a control group and an intervention group. Initially, questionnaires were distributed to the participants for the evaluation of the above variables before and after the implementation of the intervention - information, while an additional questionnaire on satisfaction with the intervention was distributed to the intervention group. Questionnaires were given to the control group twice, at the beginning and at the end of the study. The results obtained from the statistical analysis of the material, showed that the intervention was statistically significant in reducing the levels of anxiety in the intervention group, without any other remarkable difference in the levels of the other variables examined. However, the observed differences were not significantly different from the control group. Additionally, higher satisfaction with the intervention was significantly associated with a reduction in anxiety (r = -0.38, p = 0.03) and depression scores (r = -0.44, p = 0.01), along with a notable improvement in social functioning (r = 0.40, p = 0.02). Furthermore, a marginally significant positive correlation was observed between the satisfaction scale and psychological resilience (r = 0.32, p = 0.07). In conclusion, despite the unexpected outcomes of this study—which should be interpreted in light of the COVID-19 pandemic during which the research was conducted—the reduction in anxiety and depression, the improvement in social functioning, and the marginal enhancement of psychological resilience among patients who reported high satisfaction with the intervention underscore the significant value of comprehensive patient education explored in this study. Most importantly, educational interventions should be refined to better address the specific needs of each patient. This study represents a first step in this direction within the Greek context and provides a foundation for further research aimed at advancing the field and improving psychosomatic care for a population that, due to its multiple morbidities, has an acute need for such support. These findings highlight the importance and necessity of educating patients on matters related to their disease and treatment.
περισσότερα