Περίληψη
Η μακροχρόνια συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπευτική υποκατάσταση με οπιοειδή είναι περιορισμένη. Οι νευροβιολογικές και φυσιολογικές αλλαγές που προκαλεί η χρόνια χρήση των οπιοειδών ουσιών διαταράσσουν πολλά ομοιοστατικά συστήματα, ιδιαίτερα αυτά που σχετίζονται με την αντίληψη της ευχαρίστησης και την ηδονική ανταμοιβή, καθώς και με το άγχος και την επακόλουθη ηδονική απορρύθμιση. Μερικές από αυτές τις αλλαγές έχει αποδειχθεί (στον γενικό πληθυσμό, καθώς και σε μικρά δείγματα ασθενών με διαταραχές χρήσης ουσιών) ότι είναι αναστρέψιμες μέσω της αερόβιας άσκησης. Οι ορμόνες κορτιζόλη και β-ενδορφίνη φαίνεται να επηρεάζονται από την σωματική άσκηση, λειτουργώντας ως αντισταθμιστικοί και ρυθμιστικοί παράγοντες για διάφορες ψυχολογικές παραμέτρους, συμβάλλοντας στην εξισορρόπηση των αλλαγών που σχετίζονται με τη χρήση οπιοειδών. ΣΚΟΠΟΣ: Η παρούσα μελέτη είχε ως στόχους α) να διερευνήσει την επίδραση ενός εποπτευόμενου δίμηνου προγράμματος αερόβιας άσκησης, μέτριας έντασης, στα επίπεδα ...
Η μακροχρόνια συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπευτική υποκατάσταση με οπιοειδή είναι περιορισμένη. Οι νευροβιολογικές και φυσιολογικές αλλαγές που προκαλεί η χρόνια χρήση των οπιοειδών ουσιών διαταράσσουν πολλά ομοιοστατικά συστήματα, ιδιαίτερα αυτά που σχετίζονται με την αντίληψη της ευχαρίστησης και την ηδονική ανταμοιβή, καθώς και με το άγχος και την επακόλουθη ηδονική απορρύθμιση. Μερικές από αυτές τις αλλαγές έχει αποδειχθεί (στον γενικό πληθυσμό, καθώς και σε μικρά δείγματα ασθενών με διαταραχές χρήσης ουσιών) ότι είναι αναστρέψιμες μέσω της αερόβιας άσκησης. Οι ορμόνες κορτιζόλη και β-ενδορφίνη φαίνεται να επηρεάζονται από την σωματική άσκηση, λειτουργώντας ως αντισταθμιστικοί και ρυθμιστικοί παράγοντες για διάφορες ψυχολογικές παραμέτρους, συμβάλλοντας στην εξισορρόπηση των αλλαγών που σχετίζονται με τη χρήση οπιοειδών. ΣΚΟΠΟΣ: Η παρούσα μελέτη είχε ως στόχους α) να διερευνήσει την επίδραση ενός εποπτευόμενου δίμηνου προγράμματος αερόβιας άσκησης, μέτριας έντασης, στα επίπεδα β-ενδορφίνης και κορτιζόλης στο σίελο σε εξαρτημένους από οπιοειδή ασθενείς που βρίσκονται σε φαρμακοθεραπεία υποκατάστασης, β) Να διερευνήσει τις πιθανές επιπτώσεις του προτεινόμενου πρωτοκόλλου σωματικής άσκησης στην παράλληλη χρήση μη οπιοειδών ουσιών (π.χ., αλκοόλ, κοκαΐνη, κάνναβη και βενζοδιαζεπίνες) και γ) να εξετάσει την επίδραση της άσκησης στην ποιότητα ζωής των ατόμων αυτών, δίνοντας έμφαση στους τομείς της σωματικής και ψυχικής υγείας, της απασχόλησης, της εκπαίδευσης, της έλλειψης στέγης, του εθελοντισμού, της βίας και της παραβατικότητας. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Ενενήντα χρήστες οπιοειδών (41 γυναίκες) σε θεραπεία υποκατάστασης με μεθαδόνη ή βουπρενορφίνη σε μονάδες του ΟΚΑΝΑ, χωρίστηκαν τυχαία σε τέσσερις ομάδες: (α) πειραματική ομάδα βουπρενορφίνης (ΒΠ, n = 26, ηλικία 41.9 ± 6.1 έτη), (β) ομάδα ελέγχου βουπρενορφίνης (ΒΕ, n = 25, ηλικία 41.9 ± 5.6 έτη), (γ) πειραματική ομάδα μεθαδόνης (ΜΠ, n = 20, ηλικία 46.7 ± 6.6 έτη) και (δ) ομάδα ελέγχου μεθαδόνης (MΕ, n = 19, ηλικία 46.1 ± 7.5 έτη). Οι ομάδες ελέγχου δεν ακολούθησαν πρόγραμμα άσκησης αλλά δέχθηκαν εκπαιδευτική ενημέρωση κινητοποίησης σχετικά με τα οφέλη της σωματικής άσκησης για την υγεία. Οι πειραματικές ομάδες (BΠ και MΠ) ακολούθησαν πρόγραμμα αερόβιας άσκησης σε διάδρομο για 20 λεπτά στο 70% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας (HRmax), 3 ημέρες/εβδομάδα για 8 εβδομάδες. Αξιολογήθηκαν οι ορμονικές μεταβλητές κορτιζόλη και β-ενδορφίνη σε όλες τις ομάδες που μελετήθηκαν. Δείγματα σιέλου ελήφθησαν πριν από την άσκηση (ΠΑ) και αμέσως μετά την άσκηση (ΜΑ). Η δειγματοληψία έγινε σε τρεις διαφορετικές ημέρες άσκησης (την 1η, 12η και 24η ημέρα παρέμβασης) που αντιπροσωπεύουν την αρχή, το μέσον και το τέλος του προγράμματος άσκησης. Περίπου 2 ml σιέλου συλλέχθηκαν χρησιμοποιώντας ειδικά φιαλίδια και οι ορμονικοί προσδιορισμοί έγιναν με τη μέθοδο ELISA. To ερωτηματολόγιο «Προφίλ Έκβασης Θεραπείας» (Treatment Outcomes Profile, HTOP) χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση της κατανάλωσης αλκοόλ, κοκαΐνης, κάνναβης, βενζοδιαζεπίνων και άλλων ψυχοδραστικών ουσιών, καθώς και των θεραπευτικών υποκατάστατων της μεθαδόνης και βουπρενορφίνης, σε συχνότητα και ποσότητα ανά εβδομάδα. Το ερωτηματολόγιο χορηγήθηκε πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος άσκησης (1η, 12η και 24η συνεδρία άσκησης). Τέλος, με το HTOP αξιολογήθηκε η ποιότητα ζωής, με αναφορά στους τομείς της σωματικής και ψυχικής υγείας, της εργασίας, της εκπαίδευσης, του εθελοντισμού, της στέγασης, της βίαιης συμπεριφοράς και της παραβατικότητας. Για τη στατιστική ανάλυση (SPSS 29) χρησιμοποιήθηκαν οι μη παραμετρικές δοκιμασίες Two-way ANOVA και One-way ANOVA. Για τη σύγκριση αναλογιών χρησιμοποιήθηκε το Pearson’s χ2 test ή το Fisher's exact test όπου ήταν απαραίτητο. Οι συγκρίσεις των επιπέδων ενδορφίνης και κορτιζόλης μεταξύ των 3 συνεδριών έγιναν με τη χρήση του κριτηρίου Friedman, ενώ για τον έλεγχο της σχέσης δυο ποσοτικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε ο συντελεστής συσχέτισης του Spearman (rho). Επίσης, χρησιμοποιήθηκε η πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση για την εύρεση ανεξάρτητων παραμέτρων που σχετίζονται με διαστάσεις της ποιότητας ζωής. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: β-ενδορφίνη: Οι μετρήσεις β-ενδορφίνης παρουσίασαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων άσκησης και ελέγχου τόσο στην ομάδα της βουπρενορφίνης όσο και της μεθαδόνης. Οι διαφορές διαπιστώθηκαν μετά την άσκηση κατά την 1η συνεδρία, και τόσο πριν όσο και μετά την άσκηση κατά την 24η συνεδρία (p<0,001), με την ομάδα άσκησης να καταγράφει σημαντικά υψηλότερες τιμές (p<0,001). Στην ομάδα άσκησης της βουπρενορφίνης, οι τιμές της β-ενδορφίνης στην 24η συνεδρία ήταν σημαντικά υψηλότερες από τις αντίστοιχες στην 1η και 12η συνεδρία (σταθερή αύξηση) (BΠ πριν: 63.8±33, μετά: 185.6±182.8 pg/mL (p<0,001), ενώ στην ομάδα ελέγχου οι τιμές στην 12η συνεδρία ήταν υψηλότερες από την 1η και την 24η (αρχικά αύξηση και στη συνέχεια μείωση στα αρχικά επίπεδα) (ΒΕ πριν: 34.7± 20.1, μετά: 24.2± 8.8 pg/mL) (p<0,001). Στην ομάδα της μεθαδόνης, η β-ενδορφίνη ακολούθησε σταθερά αυξητική πορεία μέχρι το τέλος του προγράμματος, με την στατιστική σημαντικότητα να παρατηρείται μετά την ολοκλήρωση του πρώτου μήνα άσκησης (MΠ πριν: 115±211, μετά: 262.3±505.7 pg/mL) (p<0,001), ενώ στην ομάδα ελέγχου δεν διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφοροποιήσεις (ΜΕ πριν: 129.7±185.7, μετά 84.9±104.3 pg/m) (p<0,001). Κορτιζόλη: Οι μετρήσεις της κορτιζόλης παρουσίασαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων άσκησης και ελέγχου τόσο στην ομάδα της βουπρενορφίνης όσο και της μεθαδόνης. Οι διαφορές εντοπίζονται πριν και μετά την άσκηση στην 12η και στην 24η συνεδρία, με την ομάδα άσκησης να εμφανίζει σημαντικά χαμηλότερες μετρήσεις σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (p<0,001). Στην ομάδα άσκησης της βουπρενορφίνης, οι τιμές της κορτιζόλης στην 24η συνεδρία ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες στην 1η και 12η συνεδρία (σταθερή μείωση) (BΠ πριν: 9.5±5.9, μετά: 2.8±1.5 ng/mL) (p<0,001), ενώ στην ομάδα ελέγχου οι τιμές στην 12η συνεδρία ήταν χαμηλότερες από την 1η και την 24η (αρχικά μείωση και στη συνέχεια επαναφορά στα αρχικά υψηλά επίπεδα) (ΒΕ πριν: 6.3±2.5, μετά: 10.1±5.4 ng/mL) (p<0,001). Ομοίως, στην ομάδα της μεθαδόνης, η κορτιζόλη ακολούθησε σταθερή τάση μείωσης μέχρι το τέλος του προγράμματος, με στατιστική σημαντικότητα να παρατηρείται μετά την ολοκλήρωση του πρώτου μήνα άσκησης (MΠ πριν: 9.3±6.6, μετά: 3.1±1.5 ng/mL) (p<0,001), ενώ στην ομάδα ελέγχου δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφοροποιήσεις (MΕ πριν: 7.5±3.2, μετά: 12.5±4.3 ng/mL) (p<0,001). Προφίλ Έκβασης Θεραπείας: Μετά από την παρέμβαση άσκησης, η εβδομαδιαία κατανάλωση αλκοόλ σε ημέρες μειώθηκε και στις δύο ομάδες άσκησης και ήταν χαμηλότερη στην ομάδα άσκησης της βουπρενορφίνης (πριν: 2,62 ±1,63, μετά: 1,42 ±1,36) σε σύγκριση με της μεθαδόνης (πριν: 4,5 ±1,67, μετά: 2,15 ±1,6), ενώ δεν ήταν διαφορετική στις ομάδες ελέγχου σε σύγκριση με τα αρχικά επίπεδα ή μεταξύ της ομάδας ελέγχου βουπρενορφίνης (πριν: 2,80 ±1,58, μετά: 2,64 ±1,5) και μεθαδόνης (πριν: 4,21 ±1,44, μετά: 4,21 ±1,58). Ομοίως, η ημερήσια ποσότητα κατανάλωσης αλκοόλ (αριθμός ποτών) μειώθηκε μετά την παρέμβαση και στις δυο ομάδες άσκησης (ΒΠ: πριν: 2,88 ±1,8, μετά: 1,58 ±1,17) και (MΠ: πριν: 4,30 ±1,66, μετά: 2,75 ±1,45), ενώ δεν διέφερε στις ομάδες ελέγχου (BΕ: πριν: 3,32 ±1,31, μετά: 3,24 ±1,16) και (MΕ: πριν: 4,89 ±1,29, μετά: 4,79 ±1,23). Όσον αφορά τη δοσολογία του υποκατάστατου (mg), στατιστικά σημαντικές διαφοροποιήσεις παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια των δυο τελευταίων εβδομάδων (7η και 8η εβδομάδα παρέμβασης) και μόνο στην ομάδα της βουπρενορφίνης, με τη δοσολογία του υποκατάστατου να είναι χαμηλότερη στην ομάδα άσκησης (7η: 8,31 ± 1,76, 8η:7.92 ±1.92) σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (7η: 9,6±1,41, 8η: 8,96 ±1,31). Στην ομάδα άσκησης της μεθαδόνης παρατηρήθηκαν πολύ μικρές μειώσεις, οι οποίες δεν ήταν στατιστικά σημαντικές (7η: 75,75±21,54, 8η: 73,75±20,96). Η χρήση κάνναβης παρουσίασε σημαντικές μεταβολές μεταξύ των ομάδων άσκησης και ελέγχου (F(7,343)=20,74, p<0,001 για την ομάδα βουπρενορφίνης και F(7,259)=24,99, p<0,001 για την ομάδα μεθαδόνης). Στις ομάδες άσκησης παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική μείωση από την 4η εβδομάδα, ενώ στις ομάδες ελέγχου σημειώθηκε αύξηση, τόσο στον αριθμό ημερών όσο και στη μέση ημερήσια ποσότητα. Η χρήση βενζοδιαζεπινών παρουσίασε διαφορετικό βαθμό μεταβολής μεταξύ της ομάδας άσκησης και της ομάδας ελέγχου (F(7,343)=34,51, p<0,001 για την ομάδα βουπρενορφίνης και F(7,259)=40,91, p<0,001 για την ομάδα μεθαδόνης). Στις ομάδες άσκησης, σημειώθηκε μείωση και στις ομάδες ελέγχου, αύξηση. Οι μεταβολές αφορούν τόσο στον αριθμό ημερών όσο και στην μέση ημερήσια ποσότητα χρήσης. Η χρήση κοκαΐνης επίσης διαφοροποιήθηκε μεταξύ της ομάδας άσκησης και της ομάδας ελέγχου (F(7,343)=7,24, p<0,001 για την ομάδα βουπρενορφίνης και F(7,259)=16,89, p<0,001 για την ομάδα μεθαδόνης). Στις ομάδες άσκησης σημειώθηκε μείωση ενώ στις ομάδες ελέγχου αύξηση. Δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά στον αριθμό ημερών χρήσης μεταξύ των ομάδων άσκησης βουπρενορφίνης και μεθαδόνης. Αναφορικά με την ποιότητα ζωής, κατά τη διάρκεια των 8 εβδομάδων της μελέτης, αυτή βελτιώθηκε σημαντικά και στα δυο υποκατάστατα (F(2,98)=745,30, p<0,001). Η βελτίωση αφορούσε τη σωματική και ψυχική υγεία, την εργασία, τη βία, τις σπουδές, τις ημέρες άθλησης και εθελοντισμού και την παραβατικότητα. Η ομάδα άσκησης παρουσίασε μεγαλύτερη βελτίωση σε σχέση με την ομάδα ελέγχου με τη βουπρενορφίνη να υπερτερεί της μεθαδόνης (F(2,98)=102,50, p<0,001). Επιπλέον, με βάση το ατομικό ιστορικό των ασθενών διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός των υποτροπών και οι ημέρες χρήσης κοκαΐνης επηρεάζουν αρνητικά τις ημέρες εργασίας, καθώς περισσότερες υποτροπές και αυξημένη χρήση κοκαΐνης αντιστοιχούν σε λιγότερες ημέρες αμειβόμενης εργασίας (p<0.015), όπως προσδιορίζεται από το ΗΤΟΠ. Επιπλέον, η μέση ημερήσια κατανάλωση αμφεταμινών, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της 5ης με 8ης εβδομάδας, συσχετίστηκαν με τις ημέρες εκπαίδευσης. Όσο υψηλότερη ήταν η ημερήσια δόση αμφεταμινών, τόσο λιγότερες ήταν οι ημέρες που αφιερώνονταν σε εκπαίδευση/κατάρτιση (p<0,003). Σχετικά με παράγοντες όπως η αστεγία, η βίαιη συμπεριφορά και οι συλλήψεις, διαπιστώθηκε ότι τα άτομα που λάμβαναν μεθαδόνη παρουσίασαν υψηλότερες τιμές από όσα ελάμβαναν βουπρενορφίνη (p<0,001), ενώ τα άτομα της ομάδας άσκησης εμφάνισαν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά αστεγίας και βίαιης συμπεριφοράς από τα άτομα της ομάδας ελέγχου της μεθαδόνης. ΣΥΖΗΤΗΣΗ: Στην μελέτη μας σε συμφωνία με τις υπάρχουσες αντίστοιχες μελέτες διαπιστώθηκε ότι κατά τον πρώτο μήνα άσκησης αυξήθηκε τόσο η β-ενδορφίνη όσο και η κορτιζόλη μετά από πρόγραμμα σωματικής άσκησης. Εντούτοις, μετά τον πρώτο μήνα άσκησης η β-ενδορφίνη αυξήθηκε και η κορτιζόλη μειώθηκε στις πειραματικές ομάδες άσκησης, σε αντίθεση με τα υπάρχοντα βιβλιογραφικά δεδομένα. Οι μεταβολές αυτές ενδέχεται να σχετίζονται με βελτίωση της διάθεσης και μείωση του στρες. Επίσης, το φαινόμενο αυτό ενδεχομένως υποδηλώνει ότι η β-ενδορφίνη μπορεί να λειτουργεί ως ρυθμιστής του στρες μέσω της μείωσης της κορτιζόλης. Ο προτεινόμενος υποκείμενος μηχανισμός έγκειται στη διαδοχική διέγερση, μέσω των αυξημένων επιπέδων β-ενδορφίνης, του ενδογενούς ενδοκανναβινοειδούς συστήματος, του μεσομεταιχμιακού ντοπαμινεργικού συστήματος ανταμοιβής και εν τέλει του συστήματος του στρες. Ωστόσο, η τακτική σωματική άσκηση μειώνει την τάση αύξησης των επιπέδων κορτιζόλης, μέσω της ενεργοποίησης του νευρωνικού κυκλώματος ιππόκαμπου - μέσου προμετωπιαίου φλοιού – αμυγδαλής οδηγώντας στην αναστολή του υποθαλάμου και της υπόφυσης, μέσω υποδοχέων στον έσω προμετωπιαίο φλοιό, ενώ επίσης μειώνει την υπερδραστηριότητα της αμυγδαλής που προκαλείται από το στρες, αποκαθιστώντας την ομοιόσταση. Οι σημαντικές αυτές διαφοροποιήσεις, που δεν διαπιστώθηκαν στις ομάδες ελέγχου, παρατηρήθηκαν κυρίως μετά τον πρώτο μήνα εφαρμογής του πρωτοκόλλου άσκησης, υπογραμμίζοντας τη σημασία της μακροχρόνιας και συστηματικής σωματικής άσκησης. Σημειωτέων, ότι η δοσολογία του υποκατάστατου μειώθηκε σημαντικά κατά τις τελευταίες δύο εβδομάδες της μελέτης αποκλειστικά στην ομάδα άσκησης με βουπρενορφίνη, εύρημα που δεν έχει αναφερθεί κατά το παρελθόν. Επίσης, η άσκηση συνέβαλε στη μείωση της χρήσης αλκοόλ, κάνναβης, βενζοδιαζεπινών και κοκαΐνης, ιδιαίτερα στην ομάδα ασθενών που ελάμβαναν βουπρενορφίνη, γεγονός που υποδηλώνει την θετική επίδραση της άσκησης σε περιπτώσεις πολλαπλής χρήσης ουσιών σε περιβάλλον υποκατάστασης. Τα ευρήματά μας επίσης δείχνουν ότι η άσκηση αμβλύνει τις αρνητικές επιπτώσεις της εξάρτησης στην επαγγελματική, εκπαιδευτική, κοινωνική και ψυχοσωματική κατάσταση των ατόμων. Μετά τη δίμηνη θεραπευτική παρέμβαση, υπήρξαν βελτιώσεις σε βασικούς τομείς, όπως η εργασία, η εκπαίδευση, η εθελοντική δραστηριότητα, η στέγαση, η κοινωνική σταθερότητα και η ανεργία, γεγονός που δείχνει ότι η άσκηση μπορεί να βοηθήσει στην κοινωνική επανένταξη των ατόμων. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από πληθώρα άλλων μελετών και καταδεικνύει την θετική επίδραση της συστηματικής σωματικής άσκησης στην ποιότητα ζωής των εξαρτημένων ατόμων. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η αερόβια άσκηση, πιθανά μέσω νεύρο-ορμονικών μεταβολών, δρα ευεργετικά στους ασθενείς με διαταραχή χρήσης οπιοειδών σε θεραπεία υποκατάστασης, ενισχύοντας την άποψη ότι η άσκηση μπορεί να χρησιμεύσει ως αποτελεσματική θεραπευτική στρατηγική και να συμβάλλει στην υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής με άμεσες θετικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των εν λόγω ασθενών, αλλά ενδεχομένως και άλλων ευάλωτων ειδικών πληθυσμών. Η παρούσα μελέτη έχει τους ακόλουθους περιορισμούς: α) η ανάγκη επιβεβαίωσης των ευρημάτων σε μακρύτερης διάρκειας παρακολούθηση, β) ο σχετικά περιορισμένος αριθμός συμμετεχόντων, γ) η προβληματική κατά περίπτωση συμμόρφωση με το πρωτόκολλο συλλογής δειγμάτων σιέλου, δ) ο αδρός προσδιορισμός της ποιότητας ζωής, ε) η διαφοροποίηση επιπέδων σωματικής κατάστασης και συνολικότερου τρόπου ζωής των συμμετεχόντων, στ) τα άτομα των ομάδων σωματικής άσκησης ενδέχεται να ήταν εν των προτέρων περισσότερο κινητοποιημένα να συμμετάσχουν σε πρόγραμμα άσκησης, ζ) επιπλέον, όλοι οι συμμετέχοντες λάμβαναν φαρμακευτική θεραπεία για διαταραχές χρήσης οπιοειδών (ΔΧΟ), γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα γενίκευσης των αποτελεσμάτων σε άλλες κατηγορίες εξαρτημένων ή ασθενών με (ΔΧΟ) που ακολουθούν διαφορετικές θεραπείες.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Long-term adherence of patients to opioid substitution therapy is limited. Neurobiological and physiological changes induced by chronic opioid use disrupt many homeostatic systems, particularly those related to the perception of pleasure, hedonic reward, anxiety, and subsequent hedonic dysregulation. Some of these changes have been shown (in the general population as well as in small samples of individuals with substance use disorders) to be reversible through aerobic exercise. The hormones cortisol and β-endorphin appear to be influenced by physical exercise, acting as compensatory and regulatory factors for various psychological parameters, contributing to the balance of changes associated with opioid use. PURPOSE: The present study aimed to: (a) Investigate the effects of a supervised two-month moderate intensity aerobic exercise program on salivary β-endorphin and cortisol levels in opioid-dependent patients undergoing pharmacological substitution therapy. (b) Explore the potential ...
Long-term adherence of patients to opioid substitution therapy is limited. Neurobiological and physiological changes induced by chronic opioid use disrupt many homeostatic systems, particularly those related to the perception of pleasure, hedonic reward, anxiety, and subsequent hedonic dysregulation. Some of these changes have been shown (in the general population as well as in small samples of individuals with substance use disorders) to be reversible through aerobic exercise. The hormones cortisol and β-endorphin appear to be influenced by physical exercise, acting as compensatory and regulatory factors for various psychological parameters, contributing to the balance of changes associated with opioid use. PURPOSE: The present study aimed to: (a) Investigate the effects of a supervised two-month moderate intensity aerobic exercise program on salivary β-endorphin and cortisol levels in opioid-dependent patients undergoing pharmacological substitution therapy. (b) Explore the potential impact of the proposed physical exercise protocol on concurrent use of non-opioid substances (e.g., alcohol, cocaine, cannabis, and benzodiazepines). (c) Examine the effect of exercise on the quality of life of these individuals, with an emphasis on physical and mental health, employment, education, homelessness, volunteering, violence, and criminal behavior. METHODOLOGY: Ninety opioid users (41 women) undergoing substitution therapy with methadone or buprenorphine in OKANA units were randomly divided into four groups: (a) Buprenorphine experimental group (BEG, n = 26, age 41.9 ± 6.1 years), (b) Buprenorphine control group (BCG, n = 25, age 41.9 ± 5.6 years), (c) Methadone experimental group (MEG, n = 20, age 46.7 ± 6.6 years), and (d) Methadone control group (MCG, n = 19, age 46.1 ± 7.5 years). The control groups received motivational education on the health benefits of physical exercise but did not follow an exercise program. The experimental groups (BEG and MEG) participated in an 8-week supervised aerobic treadmill program (20 minutes, 70% of maximum heart rate, 3 days/week). Hormonal variables cortisol and β-endorphin were assessed in all groups. Saliva samples were collected before exercise (BE) and immediately after exercise (AE) on three different intervention days (1st, 12th, and 24th session), representing the beginning, middle, and end of the exercise program. Approximately 2 mL of saliva was collected using special vials, and hormonal determinations were performed using the ELISA method. The "Treatment Outcomes Profile" (TOP) questionnaire was used to assess weekly alcohol, cocaine, cannabis, benzodiazepine, and other psychoactive substance consumption, as well as methadone and buprenorphine treatment frequency and quantity. The questionnaire was administered before, during, and after the exercise program (1st, 12th, and 24th exercise session). Finally, the TOP questionnaire was used to evaluate quality of life in terms of physical and mental health, employment, education, volunteering, housing, violent behavior, and criminal activity. Statistical analysis (SPSS) utilized non-parametric tests, including Two-way and One-way ANOVA. Pearson’s χ2 test or Fisher's exact test was used for ratio comparisons where necessary. Friedman’s test was employed to compare β-endorphin and cortisol levels across the three sessions, while Spearman’s rho correlation coefficient analyzed relationships between two quantitative variables. Multiple linear regression identified independent parameters related to quality-of-life dimensions. RESULTS: β endorphin: Significant differences in β-endorphin measurements were observed between exercise and control groups for both buprenorphine and methadone groups. Differences emerged post-exercise during the 1st session and both pre and post exercise during the 24th session (p<0.001), with the exercise groups showing significantly higher values (p<0.001). In the buprenorphine exercise group, β- endorphin levels at the 24th session were significantly higher compared to the 1st and 12th sessions (steady increase) (BEG pre: 63.8 ± 33, post: 185.6 ± 182.8 pg/mL, p<0.001). In the buprenorphine control group, levels increased during the 12th session but returned to baseline by the 24th session (BCG pre: 34.7 ± 20.1, post: 24.2 ± 8.8 pg/mL, p<0.001). Similarly, in the methadone group, β-endorphin levels steadily increased throughout the program, with statistical significance observed after the first month (MEG pre: 115 ± 211, post: 262.3 ± 505.7 pg/mL, p<0.001), while no significant changes were detected in the control group (MCG pre: 129.7 ± 185.7, post: 84.9 ± 104.3 pg/mL, p<0.001). Cortisol: Cortisol measurements showed significant differences between exercise and control groups for both buprenorphine and methadone. Differences were identified pre- and post-exercise during the 12th and 24th sessions, with the exercise groups recording significantly lower measurements compared to controls (p<0.001). In the buprenorphine exercise group, cortisol levels at the 24th session were significantly lower compared to the 1st and 12th sessions (steady decrease) (BEG pre: 9.5 ± 5.9, post: 2.8 ± 1.5 ng/mL, p<0.001). Treatment Outcomes Profile (TOP): Post-intervention, weekly alcohol consumption decreased in both exercise groups, with the buprenorphine exercise group showing lower levels (BEG pre: 2.62 ± 1.63, post: 1.42 ± 1.36) compared to methadone (MEG pre: 4.5 ± 1.67, post: 2.15 ± 1.6). Non-opioid substance use (e.g., cannabis, benzodiazepines, cocaine) significantly decreased in exercise groups, while control groups exhibited increases. Quality of life improved significantly across both substitution treatments, with greater improvements observed in exercise groups, especially with buprenorphine (F(2,98) = 102.50, p<0.001). Concerning individual histories, relapses and cocaine use negatively affected employment days (p<0.015), while amphetamine consumption during weeks 5–8 correlated with reduced education/training days (p<0.003). Methadone users displayed higher homelessness and violent behavior rates compared to buprenorphine users (p<0.001), while exercise groups had significantly lower rates than methadone control groups. DISCUSSION: In our study, consistent with existing literature, it was observed that during the first month of exercise, both β-endorphin and cortisol levels increased following a physical exercise program. However, after the first month, β-endorphin levels increased while cortisol levels decreased in experimental exercise groups, contrary to existing data. These changes may be associated with improved mood and reduced stress. Furthermore, this phenomenon possibly indicates that β-endorphin may act as a stress regulator by reducing cortisol levels. The proposed underlying mechanism involves the sequential activation of the endogenous endocannabinoid system, the mesolimbic dopaminergic reward system, and ultimately the stress system, driven by elevated β-endorphin levels. Moreover, regular physical exercise reduces the tendency for increased cortisol levels by activating the hippocampus-medial prefrontal cortex-amygdala neuronal circuit, leading to the inhibition of the hypothalamus and pituitary through receptors in the medial prefrontal cortex. It also mitigates amygdala hyperactivity induced by stress, thereby restoring homeostasis. These significant changes, not observed in the control groups, were mainly identified after the first month of the exercise protocol, highlighting the importance of long-term and systematic physical exercise. Notably, the dosage of the substitution treatment was significantly reduced during the final two weeks of the study exclusively in the exercise group receiving buprenorphine, a finding not previously reported. Additionally, exercise contributed to a reduction in the use of alcohol, cannabis, benzodiazepines, and cocaine, particularly among patients receiving buprenorphine, indicating the positive impact of exercise in cases of polysubstance use in substitution treatment settings. Our findings also suggest that exercise alleviates the negative effects of dependence on individuals’ occupational, educational, social, and psychosomatic well-being. Following the two-month intervention, improvements were observed in key domains such as employment, education, volunteer activity, housing, social stability, and unemployment, demonstrating that exercise may facilitate the social reintegration of individuals. This observation is supported by numerous other studies, showcasing the positive effects of systematic physical exercise on the quality of life of individuals with substance dependence. CONCLUSION: Aerobic exercise, potentially through neurohormonal changes, has a beneficial effect on patients with opioid use disorder undergoing substitution therapy, reinforcing the notion that exercise can serve as an effective therapeutic strategy. It may promote the adoption of a healthy lifestyle with immediate positive effects on the quality of life of these patients and possibly other vulnerable populations. This study has the following limitations: a) the need to confirm findings over a longer follow-up period, b) the relatively small sample size, c) problematic compliance with the saliva sampling protocol in certain cases, d) a broad assessment of quality of life, e) variability in physical fitness levels and overall lifestyle among participants, f) the possibility that participants in the exercise groups were already more motivated to engage in exercise programs, and g) all participants were receiving pharmacological treatment for opioid use disorder (OUD), limiting the generalizability of findings to other populations or individuals with OUD undergoing different treatments.
περισσότερα