Περίληψη
Η διατριβή επιχειρεί να προσεγγίσει τον Κώδικα Δεοντολογίας των μελών του ελληνικού Κοινοβουλίου (2016), ως ένα σύνθετο και πολύπλοκο νομικό φαινόμενο με πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις. Πρόκειται για ένα παράδειγμα «ιδιόμορφου» θεσμικού κειμένου, που διακρίνεται για την ευελιξία του, την ήπια δεσμευτικότητά του, αλλά και τις σαφείς κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις του. Αναζητά δε, πρόσφορο έδαφος σ’ ένα πεδίο όπου οι παραδοσιακές πηγές (κοινοβουλευτικού) δικαίου διεκδικούν προνομιακά την πρωτοκαθεδρία τους, ανανοηματοδοτώντας την αμφίδρομη σχέση δικαίου - πολιτικής, αλλά και τον νομικό πλουραλισμό.Η διατριβή διαρθρώνεται σε τρία μέρη με τα επιμέρους κεφάλαιά τους: Το πρώτο μέρος πραγματεύεται τα αίτια (κοινωνικά - οικονομικά - πολιτικά) της εμφάνισης της κοινοβουλευτικής δεοντολογίας σε εθνικό κυρίως επίπεδο, ενώ στη συνέχεια μέσω μιας δικαιοσυγκριτικής επισκόπησης - τυπολογίας σαράντα πέντε (45) Κωδίκων Δεοντολογίας εθνικών Κοινοβουλίων - χαρτογραφείται ανάγλυφ ...
Η διατριβή επιχειρεί να προσεγγίσει τον Κώδικα Δεοντολογίας των μελών του ελληνικού Κοινοβουλίου (2016), ως ένα σύνθετο και πολύπλοκο νομικό φαινόμενο με πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις. Πρόκειται για ένα παράδειγμα «ιδιόμορφου» θεσμικού κειμένου, που διακρίνεται για την ευελιξία του, την ήπια δεσμευτικότητά του, αλλά και τις σαφείς κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις του. Αναζητά δε, πρόσφορο έδαφος σ’ ένα πεδίο όπου οι παραδοσιακές πηγές (κοινοβουλευτικού) δικαίου διεκδικούν προνομιακά την πρωτοκαθεδρία τους, ανανοηματοδοτώντας την αμφίδρομη σχέση δικαίου - πολιτικής, αλλά και τον νομικό πλουραλισμό.Η διατριβή διαρθρώνεται σε τρία μέρη με τα επιμέρους κεφάλαιά τους: Το πρώτο μέρος πραγματεύεται τα αίτια (κοινωνικά - οικονομικά - πολιτικά) της εμφάνισης της κοινοβουλευτικής δεοντολογίας σε εθνικό κυρίως επίπεδο, ενώ στη συνέχεια μέσω μιας δικαιοσυγκριτικής επισκόπησης - τυπολογίας σαράντα πέντε (45) Κωδίκων Δεοντολογίας εθνικών Κοινοβουλίων - χαρτογραφείται ανάγλυφα η πολυμορφική εικόνα της ταχείας διάδοσης και ανάπτυξής τους σε διεθνές επίπεδο, ως μια μορφή αντανακλαστικής άμυνας των Κοινοβουλίων σε αποκαλύψεις σκανδάλων διαφθοράς, κακοδιαχείρισης - κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος, κατάχρησης κοινοβουλευτικών προνομίων κά.Το δεύτερο μέρος περιγράφει τη διαδικασία θέσπισης του Κώδικα Δεοντολογίας των μελών του ελληνικού Κοινοβουλίου και την ένταξή του στις παραδοσιακές πηγές κοινοβουλευτικού δικαίου. Ανιχνεύει δε τις σχέσεις - την αλληλοδιαπλοκή του με άλλους θεσμικούς (εκτελεστική - δικαστική λειτουργία) και συντρέχοντες (κομματική δεοντολογία) Κώδικες - σε διακριτά ή μη νομικά υποσυστήματα. Η φυσιογνωμία του Κώδικα, η νομική του φύση, η νομιμοποίησή του αναπτύσσονται σε συνθήκες πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και διαρκούς αναπλαισίωσης των όρων της κοινοβουλευτικής αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Το τρίτο μέρος καταγράφει ζητήματα εφαρμογής και αξιολόγησης του Κώδικα Δεοντολογίας σε θεωρητικό, αλλά και εμπειρικό επίπεδο μέσα από τη διενέργεια ποιοτικής έρευνας. Με την κατ’ άρθρο προσέγγιση του Κώδικα γίνεται μια προσπάθεια κριτικής εμβάθυνσης του νέου ρυθμιστικού πλαισίου υπό τις πολλαπλές του εκφάνσεις, ενώ η αξιολόγηση της εφαρμογής του Κώδικα, αποτυπώνεται τόσο υπό το πρίσμα της θεσμικής εποπτείας των αρμόδιων φορέων - οργάνων (GRECO, Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας), όσο και με βάση τις αντιλήψεις των εκπροσώπων του Κοινοβουλίου, όπως καταγράφονται μέσω της ποιοτικής έρευνας (ημιδομημένες συνεντεύξεις).Η μαζική διάχυση των Κωδίκων Δεοντολογίας -ως μια διαδεδομένη πρακτική αυτορρύθμισης - υποστασιοποιεί εκ νέου τη σχέση πολιτικής, οικονομίας και δικαίου σε μεταεθνικό επίπεδο και επενδύει σε νέες μορφές «αγαθής» διακυβέρνησης, με όρους διαφάνειας, ακεραιότητας, αποτελεσματικότητας, λογοδοσίας, ως ιδεατές ή μη «αυταξίες» της δημόσιας πολιτικής ζωής.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Thesis attempts to approach the Code of Conduct for Members of the Greek Parliament (2016) as a complicated legal phenomenon with political, social and economic implications. It is an example of a "peculiar" institutional text, distinguished by its flexibility, its mildly binding nature (soft law), but also by its clear social and political dimensions. It seeks a fertile ground in a field where traditional sources of (parliamentary) law are claiming their primacy, reinvigorating the two-way relationship between law and politics and legal pluralism.The thesis is developed in three parts with their individual chapters: The first part deals with the causes (social - economic - political) of the emergence of parliamentary ethics mainly at a national level, meanwhile, through a comparative review - typology of forty-five (45) Codes of Conduct of national parliaments - is mapped the multifaceted picture of their rapid dissemination and development at international level, as a form of reflex ...
Thesis attempts to approach the Code of Conduct for Members of the Greek Parliament (2016) as a complicated legal phenomenon with political, social and economic implications. It is an example of a "peculiar" institutional text, distinguished by its flexibility, its mildly binding nature (soft law), but also by its clear social and political dimensions. It seeks a fertile ground in a field where traditional sources of (parliamentary) law are claiming their primacy, reinvigorating the two-way relationship between law and politics and legal pluralism.The thesis is developed in three parts with their individual chapters: The first part deals with the causes (social - economic - political) of the emergence of parliamentary ethics mainly at a national level, meanwhile, through a comparative review - typology of forty-five (45) Codes of Conduct of national parliaments - is mapped the multifaceted picture of their rapid dissemination and development at international level, as a form of reflexive defence of parliaments against revelations of scandals of corruption, mismanagement - waste of public money, abuse of parliamentary privileges, etc.The second part describes the process of adoption of the Code of Conduct for Members of the Greek Parliament and its integration in the traditional sources of parliamentary law. It traces its relations - its interrelationship with other institutional (executive - judicial function) and concomitant (party ethics) Codes in distinct or non-legal subsystems. The physiognomy of the Code, its legal nature, its legitimacy develop in conditions of multilevel governance and constant reframing of the terms of parliamentary autonomy and independence.The third part records issues of implementation and evaluation of the Code of Conduct on a theoretical and empirical basis through a qualitative research. The article-by-article approximation to the Code is an attempt to critically deepening the new regulatory framework in its multiple manifestations, while the evaluation of the implementation of the Code is reflected both in the light of the institutional supervision of the competent bodies - institutions (such as GRECO, Special Standing Committee on Parliamentary Ethics), and on the basis of the perceptions of the representatives of the Parliament, as recorded through qualitative research (semistructured interviews).The mass dissemination of Codes of Conduct - as a widespread practice of self-regulation - re-stabilizes the relationship between politics, economics and law at transnational level and invests in new forms of “good governance”, in terms of transparency, integrity, efficiency, accountability, as ideal or not “self-regulating” forms of public political life.
περισσότερα