Συγκρότηση & λειτουργική ποικιλότητα ορεινών βιοκοινοτήτων
Περίληψηe

Η βιοποικιλότητα επηρεάζει άμεσα την παραγωγικότητα, τη σταθερότητα και τη λειτουργία των οικοσυστημάτων. Δύο βασικοί άξονές της είναι η ταξινομική ποικιλότητα και η λειτουργική ποικιλότητα. Η ταξινομική ποικιλότητα αναφέρεται στην ποικιλία των ειδών σε μια περιοχή και είναι κρίσιμη για τον εντοπισμό περιοχών με υψηλή σημασία για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Η λειτουργική ποικιλότητα εστιάζει στα χαρακτηριστικά των ειδών και επιτρέπει την κατανόηση των οικολογικών διεργασιών πέρα από την απλή καταγραφή ειδών. Τέλος, η μελέτη των συνεμφανίσεων συνδέει την ταξινομική και τη λειτουργική ποικιλότητα, αναλύοντας τους μηχανισμούς που καθορίζουν τη συνεμφάνιση των ειδών σε σχέση με το περιβάλλον και τον ανταγωνισμό, ελέγχοντας παράλληλα τον ρόλο των χαρακτηριστικών στα προκύπτοντα πρότυπα συνεμφάνισης. Αυτές οι διαστάσεις της βιοποικιλότητας σε συνδυασμό με τις συνεμφανίσεις είναι αλληλένδετες και εξετάζονται στην παρούσα μελέτη, με σκοπό να προσδιοριστούν τα πρότυπα που διαμορφώνονται σ ...
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
Η βιοποικιλότητα επηρεάζει άμεσα την παραγωγικότητα, τη σταθερότητα και τη λειτουργία των οικοσυστημάτων. Δύο βασικοί άξονές της είναι η ταξινομική ποικιλότητα και η λειτουργική ποικιλότητα. Η ταξινομική ποικιλότητα αναφέρεται στην ποικιλία των ειδών σε μια περιοχή και είναι κρίσιμη για τον εντοπισμό περιοχών με υψηλή σημασία για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Η λειτουργική ποικιλότητα εστιάζει στα χαρακτηριστικά των ειδών και επιτρέπει την κατανόηση των οικολογικών διεργασιών πέρα από την απλή καταγραφή ειδών. Τέλος, η μελέτη των συνεμφανίσεων συνδέει την ταξινομική και τη λειτουργική ποικιλότητα, αναλύοντας τους μηχανισμούς που καθορίζουν τη συνεμφάνιση των ειδών σε σχέση με το περιβάλλον και τον ανταγωνισμό, ελέγχοντας παράλληλα τον ρόλο των χαρακτηριστικών στα προκύπτοντα πρότυπα συνεμφάνισης. Αυτές οι διαστάσεις της βιοποικιλότητας σε συνδυασμό με τις συνεμφανίσεις είναι αλληλένδετες και εξετάζονται στην παρούσα μελέτη, με σκοπό να προσδιοριστούν τα πρότυπα που διαμορφώνονται σε ορεινές κοινότητες ερπετών και αμφιβίων, οι παράγοντες που τα επηρεάζουν, η κατανομή τους στον χώρο και τον χρόνο και τα νευραλγικά πεδία για την προστασία τους. Οι ορεινές περιοχές, χαρακτηρίζονται από υψηλή βιοποικιλότητα και συχνά από σημαντικές συγκεντρώσεις ενδημικών ειδών. Τα βουνά παίζουν πολυδιάστατο ρόλο στη διατήρηση της βιοποικιλότητας, διατηρώντας πλούσιες λειτουργίες των οικοσυστημάτων και επηρεάζοντας γειτονικές πεδινές περιοχές μέσω της βιοτικής ανταλλαγής, των μεταβολών στο περιφερειακό κλίμα και της απορροής θρεπτικών συστατικών. Η περιοχή μελέτης της παρούσας διατριβής, το όρος Χελμός και οι παρακείμενες περιοχές, αποτελεί τμήμα του Εθνικού Πάρκου Χελμού-Βουραϊκού και Παγκόσμιο Γεωπάρκο της UNESCO, διαθέτει ποικίλα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά, με πλούσια υδάτινα συστήματα και έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα. Παρά τις σημαντικές έρευνες για την εκτίμηση των επιπέδων ποικιλότητας της χλωρίδας, οι μελέτες που παρέχουν εκτιμήσεις για τα πρότυπα αφθονίας, ποικιλότητας και κατανομής των ειδών πανίδας στην περιοχή, παραμένουν περιορισμένες. Η ποικιλομορφία των ορεινών περιοχών και η σχέση τους με τη βιοποικιλότητα, μπορεί να αποτυπωθεί επαρκώς μέσω της ξεχωριστής μελέτης τοπογραφικών παραγόντων (υψόμετρο, κλίση, έκθεση της κλίσης), της κάλυψης γης και των κλιματικών συνθηκών. Τα ερπετά και τα αμφίβια, αν και εξελικτικά όχι στενοί συγγενείς, μελετώνται συχνά μαζί λόγω των βιολογικών τους ομοιοτήτων και της ευκολίας παρατήρησής τους στο πεδίο και στο εργαστήριο. Ζουν σε ποικίλα ενδιαιτήματα και είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε περιβαλλοντικές και κλιματικές αλλαγές, λόγω των φυσιολογικών τους χαρακτηριστικών. Η ευαισθησία τους σε αλλαγές και η σχετικά μεγάλη αφθονία τους, τα καθιστούν ιδανικούς οργανισμούς για μελέτες μικρής και μέσης χωρικής κλίμακας και αυτός είναι ο λόγος που επιλέχθηκαν για την παρούσα μελέτη. Κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ερευνών μας στην περιοχή μελέτης, καταγράψαμε συνολικά 28 είδη ερπετών και εννέα είδη αμφιβίων και διαμορφώσαμε βάση δεδομένων στην οποία βασίστηκαν οι αναλύσεις της μελέτης. Η διατριβή χωρίστηκε σε πέντε Κεφάλαια. Το Κεφάλαιο 1 αποτέλεσε τη Γενική Εισαγωγή, ενώ στο Κεφάλαιο 2, αναλύθηκαν τα πρότυπα αφθονίας και ποικιλότητας των ερπετών και αμφιβίων, καθώς και η επίδραση των περιβαλλοντικών παραγόντων στα πρότυπα, ενώ παράλληλα προσδιορίστηκαν θερμά σημεία αφθονίας και ποικιλότητας. Χρησιμοποιήθηκαν λοιπόν καμπύλες κατάταξης-αφθονίας (rank abundance curves), ως γραφικές παραστάσεις για την παρουσίαση της αφθονίας των ειδών. Για να διερευνήσουμε τις πιθανές επιδράσεις διαφόρων παραγόντων στην αφθονία των σαυρών, φιδιών, χελωνών, άνουρων και ουρόδηλων, καθώς και στην ποικιλότητα των ειδών ερπετών και αμφιβίων, χρησιμοποιήσαμε Γενικευμένα Προσθετικά Μοντέλα (GAMs). Για τον προσδιορισμό της ποικιλότητας των ειδών, εφαρμόσαμε τους δείκτες Simpson και Ταξινομικής Διακριτότητας. Οι βασικές μεταβλητές που εξετάσαμε περιλάμβαναν δεδομένα κάλυψης γης, υψομέτρου, κλίσης, έκθεσης της κλίσης και κλιματικών συνθηκών των σταθμών δειγματοληψίας. Μέσω της χρήσης του εκτιμητή Gi* του Getis-Ord, χαρακτηρίσαμε τα θερμά σημεία αφθονίας και τα θερμά σημεία ποικιλότητας για τα ερπετά και τα αμφίβια, ενώ εξετάσαμε την επικάλυψη αυτών με τις Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ) της περιοχής. Εκτός από την ανάλυση θερμών σημείων, πραγματοποιήσαμε ποιοτική αξιολόγηση της περιοχής μελέτης όσον αφορά στην αποτύπωση του συνδυασμού αφθονίας και ποικιλότητας στον χώρο, χρησιμοποιώντας τις τυποποιημένες τιμές αφθονίας, ποικιλότητας Simpson και Ταξινομικής Διακριτότητας. Από πλευράς αποτελεσμάτων, η κάλυψη γης επηρέασε σημαντικά την αφθονία και την ποικιλότητα όλων των μελετώμενων ομάδων. Το υψόμετρο είχε σημαντική επίδραση στην αφθονία των φιδιών, των χελωνών και των άνουρων αμφιβίων, καθώς και στην ποικιλότητα των ερπετών και των αμφιβίων. Το κλίμα επηρέασε όλες τις ομάδες εκτός από τις χελώνες. Η κλίση επηρέασε σημαντικά την αφθονία των άνουρων και την ποικιλότητα των αμφιβίων. Η έκθεση επηρέασε κυρίως την αφθονία των σαυρών, των άνουρων και των ουρόδηλων, καθώς και την ποικιλότητα των ερπετών. Επιπλέον, στα ερπετά, τα θερμά σημεία αφθονίας προβλέφθηκαν στις περιοχές δυτικά, ανατολικά και νότια του ορεινού όγκου, ενώ τα θερμά σημεία αφθονίας για τα αμφίβια χαρτογραφήθηκαν στις περιοχές δυτικά και ανατολικά-νοτιοανατολικά. Όσον αφορά στην ποικιλότητα, τα πρότυπα ήταν παρόμοια για τα ερπετά και τα αμφίβια, με θερμά σημεία να αναδύονται στα δυτικά, νότια και νοτιοανατολικά όρια της περιοχής μελέτης, καθώς και σε ορισμένα σημεία βόρεια του ορεινού όγκου. Η σημαντική σχέση διαφορετικών περιβαλλοντικών παραγόντων με την ταξινομική ποικιλότητα καθιστά χρήσιμο τον έλεγχο της ξεχωριστής επίδρασης του κάθε παράγοντα. Η πλούσια από πλευράς ποικιλότητας περιοχή μελέτης έχει συγκεκριμένες εκτάσεις οι οποίες εκτιμώνται ως θερμά σημεία και στα οποία πρέπει να δοθεί διαχειριστική προσοχή. Η στατιστική μελέτη της ταξινομικής ποικιλότητας δεν καταλήγει σαφώς στο πώς η ανθρώπινη παρουσία επηρεάζει τα ερπετά και αμφίβια. Παρατηρείται ότι ορισμένες καλύψεις γης με ανθρώπινη παρέμβαση παρουσιάζουν εμφανή αύξηση στην αφθονία ή την ποικιλότητα, πιθανώς λόγω ιστορικών παραγόντων ή της δημιουργίας κατάλληλων μικροενδιαιτημάτων από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η ενσωμάτωση δεδομένων μικροενδιαιτημάτων θα μπορούσε να ενισχύσει την κατανόηση της δυναμικής μεταξύ ανθρωπογενούς παρέμβασης και ταξινομικής ποικιλότητας. Στο Κεφάλαιο 3, εξετάστηκαν τα πρότυπα λειτουργικής ποικιλότητας, ο λειτουργικός χώρος και η αποτύπωσή τους στον χώρο και τον χρόνο. Ο στόχος ήταν να αναλυθεί ο ρόλος των περιβαλλοντικών παραγόντων στη λειτουργική σύνθεση και να διερευνηθεί εάν η διαμόρφωση αυτής της σύνθεσης επηρεάζεται κυρίως από τα περιβαλλοντικά φίλτρα ή από τον ανταγωνισμό μεταξύ ειδών. Επίσης, εξετάστηκαν οι τυποποιημένοι δείκτες λειτουργικής ποικιλότητας (Standardized Effect Size - SES) για να εκτιμηθούν πρότυπα σύγκλισης χαρακτηριστικών, απόκλισης ή τυχαία. Επιπλέον, εξετάστηκε η σχέση του Δείκτη Κλιμακωτής Μάζας (SMI) με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες και η κατανομή του στον χώρο και τον χρόνο. Για τις αναλύσεις της λειτουργικής ποικιλότητας, διαμορφώθηκαν βάσεις δεδομένων διαειδικών χαρακτηριστικών για τα είδη των μελετώμενων ομάδων οργανισμών που βρέθηκαν στον Χελμό. Δεκαοκτώ (18) χαρακτηριστικά χρησιμοποιήθηκαν για τα ερπετά και 19 για τα αμφίβια (κατηγορικά και συνεχή). Για τη διερεύνηση της λειτουργικής ποικιλότητας, οι δείκτες που υπολογίστηκαν περιλαμβάνουν τους FRic, FEve, FDiv, FDis και δύο παραλλαγές του δείκτη Rao. Οι δείκτες μοντελοποιήθηκαν με Γενικευμένα Προσθετικά Μοντέλα (GAMs), για να αποτυπωθούν οι τάσεις τους ως προς τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που τους επηρεάζουν δυνητικά (κάλυψη γης, υψόμετρο, κλίση, έκθεση, κλίμα). Για τη δημιουργία του λειτουργικού χώρου, πραγματοποιήθηκε Ανάλυση Κυρίων Συνιστωσών (PCA) στα δεδομένα συνδιακύμανσης των χαρακτηριστικών των ειδών και επιλέχθηκαν οι τέσσερις πρώτες συνιστώσες. Για τον υπολογισμό των τυποποιημένων δεικτών λειτουργικής ποικιλότητας (Standardized Effect Size, SES), έγινε χρήση ουδέτερων/μηδενικών βιοκοινοτήτων (null communities). Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε μικτή γραμμική παλινδρόμηση (mixed effects linear regression) σε κάθε SES δείκτη σε σχέση με περιβαλλοντικές μεταβλητές που δυνητικά επηρεάζουν τη λειτουργική ποικιλότητα. Για τον υπολογισμό του δείκτη κατάστασης σώματος (SMI – ενδοειδικό χαρακτηριστικό), πραγματοποιήθηκε στάθμιση του μήκους των ατόμων ως προς τη μάζα τους, μέσω παλινδρόμησης τυποποιημένου μείζονος άξονα (SMA). Όσον αφορά στα αποτελέσματα, η λειτουργική ποικιλότητα των ερπετών επηρεάστηκε κυρίως από περιβαλλοντικά φίλτρα, με το υψόμετρο να είναι το σημαντικότερο, ακολουθούμενο από το κλίμα και την έκθεση. Για τα αμφίβια, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικά πρότυπα στη λειτουργική ποικιλότητα. Περνώντας στον λειτουργικό χώρο των ερπετών, τα λειτουργικά πρότυπα Ε1 (έρποντα, ωοζωοτόκα, ζωοτόκα – φίδια και άποδες σαύρες), Ε3 (μεγάλη μάζα, ενεργή αναζήτηση τροφής - χελώνες), και Ε5 (υδρόβιος ή/και νυκτόβιος τρόπος διαβίωσης – νερόφιδα και λιμνόφιδα) περιορίζονταν από περιβαλλοντικά φίλτρα, ενώ τα Ε2 (τρέχοντα, ωοτόκα – τετράποδες σαύρες, σαμιαμίδια) και Ε4 (μικρή μάζα, θήρευση με ενέδρα) σε μικρότερο βαθμό. Εμφανίστηκαν διαφοροποιήσεις στα πρότυπα κατά τη διάρκεια του έτους και ενδεχομένως ανταγωνισμός ή μικρή τροποποίηση κάλυψης θώκων ανάμεσα στα είδη εντός των προτύπων Ε1, Ε2. Στα αμφίβια, τα πρότυπα Α1 (βάδιση, μεγάλο μήκος – κυρίως Salamandra salamandra, δευτερευόντως τρίτωνες και Bufo bufo), Α3 (κανιβαλισμός, τρόπος εναπόθεσης αυγών: σε μονάδες – τρίτωνες) και Α5 (θήρευση με ενέδρα, μικρή γέννα, θέση εναπόθεσης με προσκόλληση αυγών – κυρίως Rana dalmatina) περιορίζονταν έντονα από περιβαλλοντικά φίλτρα, ενώ το Α4 (ενεργή αναζήτηση τροφής, μεγάλη γέννα – μεγάλα άνουρα) περιοριζόταν μόνο από το υψόμετρο. Το Α2 (με άλματα, μικρό μήκος – άνουρα εκτός Bufo bufo), εμφανιζόταν σχεδόν σε όλες τις συνθήκες. Τα λειτουργικά πρότυπα αποτυπώθηκαν στον χρόνο και τον χώρο και εκτιμήθηκε ενδεχόμενος ανταγωνισμός ή μικρή τροποποίηση κάλυψης θώκων ανάμεσα στα είδη, εντός των προτύπων Α2, Α3. Στους SES λειτουργικούς δείκτες των ερπετών παρατηρήθηκαν τυχαία πρότυπα, ενώ στα αμφίβια καταγράφηκε σημαντική επίδραση του υψομέτρου που σχετίστηκε με τη σύγκλιση και την απόκλιση χαρακτηριστικών, καθώς και της έντασης του ανέμου που σχετίστηκε με τη σύγκλιση χαρακτηριστικών. Για τον δείκτη SMI, δεν εμφανίστηκαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα ερπετά ή σημαντικές επιδράσεις των περιβαλλοντικών παραγόντων, με τάση μείωσης του SMI στον ορεινό όγκο. Στα αμφίβια, όλοι οι παράγοντες ήταν σημαντικοί και παρατηρήθηκε τάση αύξησης του SMI προς τον ορεινό όγκο. Συνολικά, εκτιμάται ότι κυρίως επιδρούν τα περιβαλλοντικά φίλτρα στη λειτουργική ποικιλότητα και στη διαμόρφωση των προτύπων του λειτουργικού χώρου στον χώρο και τον χρόνο, και σε πολύ μικρότερο βαθμό διεργασίες όπως η διασπορά ή οι βιοτικές αλληλεπιδράσεις, όπως ο ανταγωνισμός. Η επιλογή τεσσάρων αξόνων για τη διερεύνηση του λειτουργικού χώρου, δίνει το πλεονέκτημα της εξαγωγής περισσότερων λειτουργικών προτύπων, οι διαφορές μεταξύ των οποίων, σε σχέση με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, τον χώρο και τον χρόνο, είναι σημαντικές. Οι δείκτες SES είναι περιοριστικοί για την εκτίμηση των διεργασιών που σχετίζονται με τη λειτουργική ποικιλότητα. Ο δείκτης SMI, είναι αναλογικός της μάζας, παρουσιάζει μεγάλες διαφορές μεταξύ ειδών και επομένως τα πρότυπα που προκύπτουν εκτιμάται ότι καθορίζονται από το διαειδικό επίπεδο. Στο Κεφάλαιο 4, εξετάστηκαν τα πρότυπα συνεμφάνισης των ειδών και οι παράγοντες που τα επηρεάζουν, με στόχο να διερευνηθεί αν κυριαρχούν στη διαμόρφωσή τους, τα περιβαλλοντικά φίλτρα ή οι βιοτικές αλληλεπιδράσεις, όπως ο ανταγωνισμός. Η μελέτη υιοθέτησε προσέγγιση που έλαβε υπόψη τους περιβαλλοντικούς παράγοντες και την αφθονία για την εξαγωγή των προτύπων συνεμφάνισης. Χρησιμοποιήθηκε το μοντέλο της Iεραρχικής Μοντελοποίησης Κοινοτήτων Ειδών (HMSC), για την ποσοτικοποίηση της συνεμφάνισης ερπετών και αμφιβίων, με δεδομένα αφθονίας. Ακολούθησαν μοντέλα Τυχαίου Δάσους (Random Forest) για την πρόβλεψη των σημαντικών χαρακτηριστικών στη διαμόρφωση των τυποποιημένων προτύπων συνεμφάνισης. Επίσης, μοντέλα Μικτής Γραμμικής Παλινδρόμησης (LMMs) χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση της σχέσης της συνεμφάνισης με τα χαρακτηριστικά. Τα αποτελέσματα έδειξαν κυριαρχία του περιβαλλοντικού φιλτραρίσματος στη μελέτη, με τις βιοτικές αλληλεπιδράσεις να έχουν μικρότερη επίδραση, κάτι που ισχύει και για τις δύο μελετώμενες ομάδες. Σημαντικά χαρακτηριστικά που επηρέασαν τη συνεμφάνιση των ερπετών περιλαμβάνουν τη μέση μάζα, την ηλικία πρώτης αναπαραγωγής, τη διάρκεια ζωής, τη διάρκεια σε ημέρες μέχρι την επώαση, τη ζωοτοκία, το μέγεθος γέννας, τη θερμοκρασία σώματος, τη δίαιτα με μικρά σπονδυλωτά ή/και με ψάρια και τη διαβίωση σε πετρώδες υπόστρωμα. Για τα αμφίβια, σημαντικά ήταν η μέση μάζα και το μέσο μήκος ρύγχους–αμάρας, το μέσο μήκος πίσω άκρου, η άμυνα μέσω εκκρίσεων, ο τρόπος εναπόθεσης αυγών σε συστάδες ή σε μονάδες και κάποιες εκ των θέσεων τοποθέτησης των αυγών στα ενδιαιτήματα, το σύστημα ζευγαρώματος της πολυγυνίας και η παρουσία χρωματικής αντίθεσης στις μεμβράνες. Συνολικά, τα περιβαλλοντικά φίλτρα επικρατούν και η συνεμφάνιση δεν αντανακλά απαραίτητα βιοτικές αλληλεπιδράσεις, παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν εξαιρέσεις. Συγκεκριμένα χαρακτηριστικά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των προτύπων συνεμφάνισης σε σχέση με άλλα. Η μελέτη σε μικρότερη κλίμακα, εστιάζοντας στα ενδιαιτήματα και κυρίως στα μικροενδιαιτήματα, θα ήταν χρήσιμη, καθώς θα επέτρεπε τον έλεγχο σχεδόν όλων των παραγόντων που επηρεάζουν τα πρότυπα συνεμφάνισης. Στο Κεφάλαιο 5, συνθέτοντας την πληροφορία της μελέτης, στα ερπετά, τα πρότυπα ταξινομικής και λειτουργικής ποικιλότητας έδειξαν συμφωνία, υποστηρίζοντας την υπόθεση της συμπληρωματικότητας, όπου η διαφοροποίηση χαρακτηριστικών ενισχύει τις διεργασίες των οικοσυστημάτων. Αντίθετα, στα αμφίβια, παρατηρήθηκε το φαινόμενο λειτουργικού πλεονασμού, όπου διαφορετικά είδη εκτελούν τον ίδιο ρόλο στο οικοσύστημα. Οι περιοχές γύρω από τον ορεινό όγκο ευνόησαν την υψηλή ταξινομική και λειτουργική ποικιλότητα, επηρεαζόμενες από το κλίμα, την απορροή θρεπτικών συστατικών και την παροχή υδάτινων πόρων. Η ξεχωριστή επίδραση των περιβαλλοντικών παραγόντων (κάλυψη γης, υψόμετρο, κλίμα, κλίση, έκθεση) στη βιοποικιλότητα, προέκυψε στην πλειονότητα των περιπτώσεων ως σημαντική και για τις δύο ομάδες, ενώ η κατάταξή τους ως προς τη σημαντικότητά ήταν: υψόμετρο, κλίμα, κάλυψη γης, έκθεση και κλίση. Αν και οι βιοτικές αλληλεπιδράσεις αναγνωρίστηκαν περιορισμένα, πιθανώς υπάρχουν περισσότερες, που θα μπορούσαν να εξεταστούν σε μικρότερη κλίμακα, εστιάζοντας στα μικροενδιαιτήματα και σε ειδικά περιβαλλοντικά στοιχεία τους. Τα συνολικά συμπεράσματα για τα ορεινά οικοσυστήματα δείχνουν ότι τα βουνά λειτουργούν ως σημαντικοί διαμορφωτές της βιοποικιλότητας, προσφέροντας ποικιλία περιβαλλοντικών συνθηκών σε σχετικά μικρή χωρική κλίμακα. Αυτό τα καθιστά ιδανικά για τη μελέτη των μεμονωμένων επιδράσεων κάθε περιβαλλοντικού παράγοντα στη βιοποικιλότητα. Η έκταση ενός ορεινού οικοσυστήματος και των παρακείμενών του περιοχών είναι ικανή να υποστηρίξει την εμφάνιση ποικιλίας διαφορετικών προτύπων στην ταξινομική και λειτουργική ποικιλότητα των ερπετών και των αμφιβίων. Η έμμεση επίδραση των βουνών στη γύρω βιοποικιλότητα υπογραμμίζει την ανάγκη για τη συνολική διαχείριση και προστασία τους. Τα θερμά σημεία ταξινομικής και λειτουργικής ποικιλότητας συχνά συνέπεσαν με ευάλωτες περιοχές στην ανθρώπινη εκμετάλλευση, αναδεικνύοντας την ανάγκη για στοχευμένες στρατηγικές διαχείρισης και διατήρησης, οι οποίες προτείνονται. Συνολικά, η μελέτη παρέχει ένα θεμελιώδες υπόβαθρο για την κατανόηση της βιοποικιλότητας στα ορεινά οικοσυστήματα. Παράλληλα, ανοίγει τον δρόμο για μελλοντικές, πιο στοχευμένες έρευνες πάνω σε συγκεκριμένα είδη και μικροενδιαιτήματα.
περισσότερα
![]() |
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Biodiversity affects directly the productivity, stability, and functioning of ecosystems. Two of the key aspects of biodiversity include taxonomic diversity and functional diversity. Taxonomic diversity describes the variety of species across a region and is important for identification in the conservation of biodiversity hotspots. Functional diversity refers to the traits of the species and allows understanding of ecological processes beyond simple species recording. Ultimately, co-occurrence links taxonomic and functional diversity by analyzing the mechanisms driving species co-occurrence, in relation to the environment and competition, while examining the role of traits in shaping such patterns of co-occurrence. These aspects of biodiversity in combination with co-occurrence are interrelated and explored in this study, to reveal the patterns shaping mountainous communities of reptiles and amphibians, the factors affecting them, their spatial and temporal distribution, and the main f ...
περισσότερα
![]() | |
![]() | Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (11.31 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης

ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.

ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.

ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.

ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.