Περίληψη
Οι ρωμαϊκές επαρχίες δεν λειτουργούσαν ως αυτόνομες οντότητες, αλλά εντάσσονταν σε ένα σύνθετο σύστημα που περιλάμβανε αστικές και αγροτικές τοπιογραφίες, επικοινωνιακούς δρόμους και εμπορικά δίκτυα. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, η παρούσα έρευνα επικεντρώνεται στην Ρωμαϊκή Πάτρα, μία από τις τρεις αποικίες του αυτοκράτορα Αύγουστου στην Ελλάδα. Ως η κύρια πόλη και λιμάνι της επαρχίας Αχαΐας (provincia Achaea), η ίδρυσή της συνιστά κομβικό σημείο για την πολιτιστική, οικονομική, δημογραφική και κοινωνική εξέλιξη της ευρύτερης περιοχής της βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Η σημασία της ως σημαντικού κέντρου παραγωγής και διακίνησης προϊόντων κεραμικής, αναδεικνύεται κυρίως λόγω της στρατηγικής της θέσης εντός των αστικών και περιφερειακών εμπορικών δικτύων. Η παρούσα έρευνα συμπεριλαμβάνει τη συλλογή και καταγραφή πληροφοριών, που κυμαίνονται από αρχαιολογικά δεδομένα, κινητά ευρήματα, χώρους εως και αρχιτεκτονικές δομές που σχετίζονται με εγκαταστάσεις παραγωγής κεραμικής στην Ρωμαϊκή ...
Οι ρωμαϊκές επαρχίες δεν λειτουργούσαν ως αυτόνομες οντότητες, αλλά εντάσσονταν σε ένα σύνθετο σύστημα που περιλάμβανε αστικές και αγροτικές τοπιογραφίες, επικοινωνιακούς δρόμους και εμπορικά δίκτυα. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, η παρούσα έρευνα επικεντρώνεται στην Ρωμαϊκή Πάτρα, μία από τις τρεις αποικίες του αυτοκράτορα Αύγουστου στην Ελλάδα. Ως η κύρια πόλη και λιμάνι της επαρχίας Αχαΐας (provincia Achaea), η ίδρυσή της συνιστά κομβικό σημείο για την πολιτιστική, οικονομική, δημογραφική και κοινωνική εξέλιξη της ευρύτερης περιοχής της βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Η σημασία της ως σημαντικού κέντρου παραγωγής και διακίνησης προϊόντων κεραμικής, αναδεικνύεται κυρίως λόγω της στρατηγικής της θέσης εντός των αστικών και περιφερειακών εμπορικών δικτύων. Η παρούσα έρευνα συμπεριλαμβάνει τη συλλογή και καταγραφή πληροφοριών, που κυμαίνονται από αρχαιολογικά δεδομένα, κινητά ευρήματα, χώρους εως και αρχιτεκτονικές δομές που σχετίζονται με εγκαταστάσεις παραγωγής κεραμικής στην Ρωμαϊκή Πάτρα. Σκοπός της είναι να διερευνήσει και να ερμηνεύσει την πολυπλοκότητα των δεδομένων, προσπαθώντας να καθορίσει την τοπική κεραμική παραγωγή και διακίνηση των προϊόντων εντός των ορίων της πόλης και προς τις άλλες ρωμαϊκές αποικίες. Η έρευνα επικεντρώνεται κυρίως στους κλιβάνους, ως χαρακτηριστική δομή εργαστηρίων κεραμικής. Επίσης καταγράφονται κινητά ευρήματα, όπως εργαλεία, μήτρες, πρώτες ύλες, ομοιογενές υλικό, εργαστηριακά απορρίμματα κ.ά., τα οποία αποτελούν τεκμήρια για την αναγνώριση των εργαστηρίων. Συνολικά, καταγράφηκαν 50 κεραμικά εργαστήρια και 70 κλίβανοι, που χρονολογούνται από τον 1ο έως τον πρώιμο 3ο αιώνα μ.Χ. Οι κλίβανοι ταξινομήθηκαν με βάση το σχήμα του θαλάμου καύσης, ενώ η παραγωγική τους ικανότητα αξιολογήθηκε σύμφωνα με τον αριθμό των κλιβάνων ανά εργαστήριο. Η χωρική τους κατανομή ανέδειξε διακριτές ζώνες παραγωγής, με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση κλιβάνων και κατ’ επέκταση εργαστηρίων, να εντοπίζεται στο αστικό κέντρο κοντά σε συγκοινωνιακούς κόμβους και το λιμάνι. Παραγωγή κεραμικών εντοπίστηκε επίσης και σε αγροτικά συγκροτήματα κατανεμημένα στα όρια του αστικού αστού ή γραμμικά κατά μήκος της παράκτιας ζώνης. Η έλλειψη μιας συνδυαστικής μελέτης για την τυπολογική κατηγοριοποίηση της κεραμικής στο χώρο της Πάτρας σε συνάρτηση με την ανάλυση κεραμικών δειγμάτων, υπήρξε ο λόγος που για την παρούσα έρευνα επιλέχθηκαν δείγματα κεραμικής από αρχαιολογικές θέσεις που χαρακτηρίστηκαν ως εργαστήρια κεραμικής. Συγκεντρώθηκε ένα σύνολο από 200 δείγματα διαγνωστικών οστράκων ή/και αγγείων, δημιουργώντας ένα πιο ολοκληρωμένο σύνολο για ανάλυση. Τα δείγματα περιλαμβάνουν πινάκια, κύπελλα, λεκανίδες, σκύφους, οινοχόες, αμφορείς, λύχνους, κεραμίδες, ακροκέραμα, αγνύθες, στηρίγματα αγγείων κατά την έψηση, βάσεις αγγείων, μυροδοχεία, μαγειρικά σκεύη, κεραμικά εργαλεία αλλά και κεραμικά καλούπια.Για την πληρέστερη μελέτη των δειγμάτων και τον χαρακτηρισμό της σύστασης και της μικροδομής τους, χρησιμοποιήθηκαν συνδυαστικά διαφορετικές αναλυτικές τεχνικές, με στόχο να απαντηθούν ερωτήματα για την τεχνολογία κατασκευής, τις τεχνολογικές επιλογές των κεραμέων, τη διακίνηση των προϊόντων και κατ’ επέκταση τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής, αλλά και την προέλευση της πρώτης ύλης. Έπειτα από μακροσκοπική παρατήρηση, ακολούθησε η πετρογραφική παρατήρηση με πολωτικό μικροσκόπιο για την πρώτη ταξινόμηση των δειγμάτων (fabric), παρέχοντας σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την κεραμική τεχνολογία (θερμοκρασία όπτησης, επεξεργασία πρώτης ύλης). Στη συνέχεια εφαρμόστηκε η Περιθλασιμετρία Ακτίνων-Χ (Χ-Ray Powder Diffraction) που μας επέτρεψε να προσδιορίσουμε τις εκτιμώμενες θερμοκρασίες όπτησης και της ατμόσφαιρα εντός του κλιβάνου, βασισμένοι στην ορυκτολογική μελέτη των δειγμάτων και τον προσδιορισμό της σύστασής τους. Εφαρμόστηκε επιπρόσθετα η Ηλεκτρονική Μικροσκοπία Σάρωσης (SEM-EDS) για την περαιτέρω διακρίβωση της αρχική σύστασης και των συνθηκών όπτησης. Τέλος, με τη γεωχημική ανάλυση δημιουργήθηκαν ομάδες αναφοράς που χαρακτηρίζουν την τοπική κεραμική και συμβάλλουν καθοριστικά στη ταύτιση με τη πρώτη ύλη. Ο προσδιορισμός των πετρογραφικών, ορυκτολογικών και γεωχημικών χαρακτηριστικών των κεραμικών δειγμάτων μας επέτρεψε να καθορίσουμε ως πηγή προέλευσης της πρώτης ύλης τους την τοπική γεωγραφική περιοχή και λιθολογία. Για να επιβεβαιώσουμε τη παραπάνω παραδοχή, συλλέχθηκαν 17 δείγματα πηλού από την ευρύτερη περιοχή της Αχαΐας, με βάση τη χωρική κατανομή των ρωμαϊκών κεραμικών εργαστηρίων, αλλά και των παραδοσιακών εργαστηρίων κεραμικής ή κεραμοτουβλοποιίων, έπειτα από τη διεξαγωγή εθνογραφικής έρευνας σχετικά με την κεραμική παράδοση της πόλης. Πειραματικά δοκίμια σχηματίστηκαν από τις πρώτες ύλες, ψήθηκαν σε διάφορες θερμοκρασίες και εξετάστηκαν με τις ίδιες αναλυτικές τεχνικές που εφαρμόστηκαν στα αρχαιολογικά κεραμικά δείγματα. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων επιβεβαίωσε την ομοιότητα τόσο στη σύσταση της κεραμικής ύλης από την οποία παρασκευάστηκαν τα αρχαιολογικά δείγματα, όσο και στη διαδικασία της όπτησης για την κατασκευή τους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The relationship between ceramic artefacts and human activity has been extensively examined across various regions of the Roman world. Roman provinces did not exist as entities, but were embedded within a complex system comprising urban and rural landscapes, communication routes, and trade networks. Following this concept, the current research is focused on Roman Patras, one of the three Augustan colonies in Greece. As the major city and harbour of the province of Achaia (provincia Achaea), the establishment of the Roman colony represents an important milestone for the cultural, economic, demographic and social evolution of the wider area of northwestern Peloponnese. Patras’ significance as a major production center is highlighted by its strategic position within both regional and long-distance trading networks. This study outlines the current state of archaeological evidence, recording documented evidence, ranging from data and sites, to architectural structures and installations of p ...
The relationship between ceramic artefacts and human activity has been extensively examined across various regions of the Roman world. Roman provinces did not exist as entities, but were embedded within a complex system comprising urban and rural landscapes, communication routes, and trade networks. Following this concept, the current research is focused on Roman Patras, one of the three Augustan colonies in Greece. As the major city and harbour of the province of Achaia (provincia Achaea), the establishment of the Roman colony represents an important milestone for the cultural, economic, demographic and social evolution of the wider area of northwestern Peloponnese. Patras’ significance as a major production center is highlighted by its strategic position within both regional and long-distance trading networks. This study outlines the current state of archaeological evidence, recording documented evidence, ranging from data and sites, to architectural structures and installations of pottery production in the Augustan colony of Patras. The aim of the research is to explore, familiarize and explain their multitude, endeavouring to define the ceramic production of Patras and its distribution within its territory and across other Roman provinces. The investigation emphasizes not only kilns but also workshops and tools as key indicators for identifying ceramic ateliers. In total, 50 ceramic workshops and over 70 archaeologically confirmed kilns have been recorded within the Roman province of Patras, dating from the 1st to the early 3rd century AD. Kilns were classified based on the shape of their combustion chambers and the range of production was evaluated based on the arithmetical value of kilns per workshop. Their spatial distribution revealed distinct production zones, with the highest concentration of kilns—and consequently workshops—located in the urban center, near transportation hubs and the port. In contrast, rural production consisted of a series of agricultural complexes arranged linearly along the coast.Despite the lack of a parallel, in-depth study, defining the locally encountered typological repertoire in conjunction with the ceramic compositional analysis, the present research incorporates samples from workshops, as the major guide-line for defining local fabrics. An assemblage of 200 samples representative of the population was selected, including plates, bowls, cups, jars, amphorae, lamps, tiles, antefixes, loom-weights, ceramic tools and moulds, broadening the range of data and forming a better dataset for analysis. In order to determine the local compositional patterns, a series of analytical techniques was employed. For the analysis and interpretation of pottery, thin-section analysis enabled the classification of different fabrics encountered, distinguished by their clay matrix, microstructure and aplastic inclusions. Unveiling practices of the past and understanding technological choices, the mineralogical analysis through X-Ray Powder Diffraction (XRPD) allowed us to determine the estimated firing temperatures inside the kilns, providing important information regarding ceramic technology. In addition, the application of Scanning Electron Microscopy (SEM) provided valuable information for the mineralogical and textural changes that occurred during firing inside the kilns. Furthermore, the geochemical analysis of the ceramic assemblage resulted in adequate data for developing a comprehensive geochemical database, reconstructing local and regional networks of exchange. The combined mineralogical and petrographic study of the ceramic samples enabled the determination of their provenance and the identification of raw materials likely sourced from the local geographic region and lithology. In an attempt to characterize archaeological samples in comparison to raw materials, 17 clay samples were collected from a fairly extended area of Achaia. Our selection was oriented by the spatial distribution of Roman ceramic workshops, additionally to the obtained ethnographic data that were collected with regard to the city’s ceramic tradition. Experimental briquettes were formed from the clayey material, fired at various temperatures and analysed alongside with the unfired material in terms of their mineralogical composition. The results were contextualized with the pottery analysis to identify distinctive features of local clays and trace these characteristics in ancient ceramics.
περισσότερα