Περίληψη
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής αποτέλεσε η διερεύνηση του διανοητικού ορίζοντα και της παιδείας των μελών του ανώτερου κλήρου (διάκονοι, πρεσβύτεροι, επίσκοποι) που έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν από τα μέσα του 14ου μέχρι τα μέσα του 15ου αι. στη βυζαντινή επικράτεια αλλά και εκτός αυτής, σε όσες περιοχές υπάγονταν εκκλησιαστικά στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ο βυζαντινός κλήρος συνιστούσε μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Τα μέλη του βρίσκονταν εγκατεσπαρμένα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ενώ η κύρια διάκριση μεταξύ τους εντοπιζόταν στον ιερατικό βαθμό και δευτερευόντως στην επιλογή του έγγαμου ή μοναχικού τρόπου ζωής. Ο ρόλος τους μέσα στην υστεροβυζαντινή κοινωνία ήταν ευρύς, αφού εξίσου διευρυμένο ήταν και το πεδίο δραστηριοποίησής τους. Η έκτασή του οφειλόταν τόσο στην παλαιότερη βυζαντινή παράδοση όσο και στις ιστορικές συνθήκες της εξεταζόμενης περιόδου. Έκδηλή ήταν η αύξηση της πατριαρχικής ισχύος, χάρη στην οποία αναπληρώνονταν τα κενά τη ...
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής αποτέλεσε η διερεύνηση του διανοητικού ορίζοντα και της παιδείας των μελών του ανώτερου κλήρου (διάκονοι, πρεσβύτεροι, επίσκοποι) που έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν από τα μέσα του 14ου μέχρι τα μέσα του 15ου αι. στη βυζαντινή επικράτεια αλλά και εκτός αυτής, σε όσες περιοχές υπάγονταν εκκλησιαστικά στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ο βυζαντινός κλήρος συνιστούσε μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Τα μέλη του βρίσκονταν εγκατεσπαρμένα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ενώ η κύρια διάκριση μεταξύ τους εντοπιζόταν στον ιερατικό βαθμό και δευτερευόντως στην επιλογή του έγγαμου ή μοναχικού τρόπου ζωής. Ο ρόλος τους μέσα στην υστεροβυζαντινή κοινωνία ήταν ευρύς, αφού εξίσου διευρυμένο ήταν και το πεδίο δραστηριοποίησής τους. Η έκτασή του οφειλόταν τόσο στην παλαιότερη βυζαντινή παράδοση όσο και στις ιστορικές συνθήκες της εξεταζόμενης περιόδου. Έκδηλή ήταν η αύξηση της πατριαρχικής ισχύος, χάρη στην οποία αναπληρώνονταν τα κενά της ολοένα καταρρέουσας αυτοκρατορικής εξουσίας, ιδιαίτερα μάλιστα στους τομείς της εκπαίδευσης και του δικαίου. Η διατριβή διαρθρώνεται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο γίνεται αρχικά μία επισκόπηση της ιστορίας της βυζαντινής εκπαίδευσης, έπειτα παρουσιάζεται η βυζαντινή παράδοση περί θύραθεν και ιεράς γνώσης, και ολοκληρώνεται με τη διερεύνηση της στάσης που κράτησαν οι ιερωμένοι της υπό εξέταση περιόδου πάνω στο ζήτημα της γνώσης αλλά και της μαρτυρίας τους για την κατάσταση της παιδείας εκείνη την εποχή. Ακολουθεί το δεύτερο μέρος όπου μελετάται κυρίως η κοινωνική ιδιαιτερότητα του κλήρου. Μετά από μία σύντομη περιδιάβαση στην ορολογία που συναντούμε στις πηγές, ασχολούμαστε με τη σύνθεση της κοινωνίας στο Βυζάντιο και τη θέση των κληρικών μέσα σε αυτήν. Ιδιαίτερη χρησιμότητα κατέχει το επόμενο κεφάλαιο, καθώς εκεί γίνεται μία αναφορά στις διάφορες κατηγορίες κληρικών, την πληθυσμιακή τους κατάσταση και τη γεωγραφική τους κατανομή, επιλογή που βοηθά τον αναγνώστη στην καλύτερη κατανόηση όσων θα ακολουθήσουν. Από την πληθώρα των στοιχείων που διαθέτουμε, επιλέξαμε να εξετάσουμε δύο περιπτώσεις καθηκόντων, και πιο συγκεκριμένα τις νομικές αρμοδιότητες των ιερωμένων που εμπλέκονταν στην εκκλησιαστική ή κοσμική δικαιοσύνη και τη συμβολαιογραφία καθώς επίσης τις φορολογικές απογραφές. Τα παραπάνω αντιμετωπίζονται ως έμμεσες μαρτυρίες για τη μορφωτική κατάσταση του κλήρου, γι’ αυτό και η έννοια που τα συνέχει είναι ο ρόλος της παιδείας στη χειροτονία των υποψηφίων κληρικών και ακολούθως στην ανάληψη καθηκόντων. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος γίνεται η διερεύνηση του διανοητικού ορίζοντα των κληρικών της αυτοκρατορίας μέσω της συνθετικής εξέτασης μιας σειράς παραγόντων που αντιστοιχούν σε ισάριθμες ενότητες. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τέσσερα κεφάλαια σε κάθε ένα από τα οποία διερευνάται η σχέση του κλήρου με μία μορφή διανοητικής καλλιέργειας. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζονται οι κληρικοί ως μαθητές και διδάσκαλοι, ως κτήτορες κωδίκων, ως συγγραφείς, σχολιαστές και μεταφραστές, τέλος δε ως μουσικοί. Λαμβάνοντας υπόψη τη δραστηριοποίηση των ιερωμένων στους τομείς που εξετάστηκαν και συγκρίνοντας τα δεδομένα μεταξύ των τριών ιερατικών βαθμίδων, συμπεραίνουμε πως οι διάκονοι είχαν αυξημένα γραμματειακά και δευτερευόντως νομικά καθήκοντα. Από την άλλη, όσοι ανήκαν στη βαθμίδα του πρεσβυτέρου κυριαρχούσαν κυριολεκτικά στον χώρο της συμβολαιογραφίας και ευρύτερα του δικαίου. Μικρότερη όλων ήταν η συμμετοχή των επισκόπων. Στον εκπαιδευτικό τομέα (σχολεία, κατάρτιση κληρικών, κατήχηση) η συμβολή των διακόνων ήταν μικρή σε αντίθεση με εκείνη των άλλων δύο βαθμίδων, που ήταν διπλάσια και ταυτόχρονα ίση μεταξύ τους. Η κατοχή βιβλίων ήταν πιο διαδεδομένη στους ιερείς, με τους επισκόπους και τους διακόνους να έπονται. Αντίστροφα, στον χώρο της συγγραφής και της μετάφρασης τα πρωτεία κατείχαν οι αρχιερείς, εν συνεχεία οι ιερείς και τελευταίοι οι διάκονοι. Η μουσική παιδεία των ιερωμένων, όπως αυτή εκφραζόταν μέσα από την μελοποιία, εκπροσωπήθηκε κυρίως από τους ιερείς και δευτερευόντως τους επισκόπους. Τέλος, αν επεκτείνουμε τη σύγκριση μεταξύ των δύο βασικών κατηγοριών του κλήρου (έγγαμου και μοναστικού), διαπιστώνουμε ότι οι άγαμοι κληρικοί υπερείχαν στις βιβλιακές συλλογές, στη συγγραφή, τη μουσική, αλλά και τη συμμετοχή στα κοσμικά δικαστήρια.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The subject of the present thesis is the investigation of the intellectual horizon and culture of the members of the upper clergy (deacons, priests, bishops), who were active from the mid-14th to the mid-15th ce. in byzantine territory and outside it, in all the areas in which they were ecclesiastically dependent on the Patriarchate of Constantinople. The byzantine clergy constituted a particular social group with certain common characteristics. Its members were located in all social strata, whereas the main distinction between them was the ranks of the priesthood and, secondarily, the choice of the married or monastic way of life. Their role in the late byzantine society was wide-ranging since the scope of their activities was wide too. Its extent was due both to the earlier byzantine tradition and the historical conditions of the period under consideration. It is particularly noteworthy that as the imperial power was collapsing, the patriarchal one increased, a fact that led the cler ...
The subject of the present thesis is the investigation of the intellectual horizon and culture of the members of the upper clergy (deacons, priests, bishops), who were active from the mid-14th to the mid-15th ce. in byzantine territory and outside it, in all the areas in which they were ecclesiastically dependent on the Patriarchate of Constantinople. The byzantine clergy constituted a particular social group with certain common characteristics. Its members were located in all social strata, whereas the main distinction between them was the ranks of the priesthood and, secondarily, the choice of the married or monastic way of life. Their role in the late byzantine society was wide-ranging since the scope of their activities was wide too. Its extent was due both to the earlier byzantine tradition and the historical conditions of the period under consideration. It is particularly noteworthy that as the imperial power was collapsing, the patriarchal one increased, a fact that led the clergymen to fill the gaps especially in the areas of the education and law. The thesis is structured in four parts. First, an overview of the history of byzantine education is given, followed by a presentation of the byzantine tradition of double knowledge, that is the sacred and the profane and concluded with an investigation of the attitude of the clergymen of the period under consideration on the question of knowledge and their testimony on the state of education at that time. The second part mainly studies the social specificity of the clergy. After a brief survey of the terminology found in the sources, we deal with the composition of society in Byzantium and the position of the clergy within it. The next chapter is particularly useful, as it contains a reference to the various categories of clergy, their demographic situation and their geographical distribution, a choice that helps the reader to better understand what follows. The third part sets out first the conditions for the ordination of the clergymen and then the various duties they had to perform in the context of their priestly or other professional duties. From the abundance of data available to us, we have chosen to examine two cases of duties, namely the legal responsibilities of clergymen involved in ecclesiastical or secular justice and notary work, as well as tax inventories. These are treated as indirect evidence of the educational status of the clergy, hence the concept that underlies them is the role of education in the ordination of prospective clergy and subsequently in the assumption of office. The fourth and final part explores the intellectual horizon of the clergy of the empire through a synthetic examination of a series of factors. This is achieved through four chapters in each of which the clergy’s relationship to a form of intellectual culture is explored. In particular, the clergymen are examined as students and teachers, as manuscript owners, as writers, commentators and translators, and finally as musicians. Taking into account the activity of clergymen in the areas examined and comparing the data between the three priestly ranks, we conclude that deacons had increased secretarial and, secondarily, legal duties. On the other hand, those who belonged to the rank of priests dominated the field of notarial work and more broadly of the law. Bishops were the least involved. In the educational sector (schools, training of clergy, catechesis) the contribution of the deacons was small, in contrast to that of the other two levels, which was double and at the same time equal. Book possession was more widespread among priests, with bishops and deacons following behind. Conversely, in the field of writing and translation, the bishops held the first place, followed by the priests and lastly the deacons. The musical education of the clergymen, as expressed through music composition, was represented mainly by the priests and secondarily by the bishops. Finally, if we extend the comparison between the two main categories of clergy (married and monastic), we find that the unmarried clergy excelled in manuscript collections, writing, music, and participation in secular courts.
περισσότερα