Περίληψη
Αναφορές για την καλλιέργεια του βαμβακιού στην Ελλάδα χρονολογούνται από τον 12ο αιώνα και πολλαπλασιάζονται από τον 18ο. Αφορούν νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, Ήπειρο, Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία και Μακεδονία. Αναφέρονται είδη G. herbaceum του Παλαιού Κόσμου («του Λεβάντε» ή Ασιατικό) ενώ στη Σαντορίνη φυόταν και το G. arboreum. Το βαμβάκι του Λεβάντε στήριξε την ανάπτυξη της δυτικής βαμβακουργίας έως και το 18ο αιώνα. Βάσει της πληθώρας των αποδιδόμενων κατά περιόδους στο ελληνικό βαμβάκι χαρακτηριστικών, τεκμαίρεται η καλλιέργεια τοπικών ποικιλιών, καθεμία με ιδιαίτερες φυσικές ιδιότητες. Οι καλλιεργητές αυτοκατανάλωναν το βαμβάκι και επέκτειναν την καλλιέργεια οσάκις υπήρχε ζήτηση στην ξένη αγορά. Το 15ο αιώνα η Χίος ήταν το κέντρο διακίνησης βαμβακιού στη Μεσόγειο. Στα τέλη του 18ου αιώνα το βαμβάκι της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας θεωρείτο το καλύτερο στο Λεβάντε. Στις αρχές του 19ου αιώνα η Ελλάδα παρήγε ποσότητα βαμβακιού συγκρίσιμη με της Αμερικής. Επίσης, παρ ...
Αναφορές για την καλλιέργεια του βαμβακιού στην Ελλάδα χρονολογούνται από τον 12ο αιώνα και πολλαπλασιάζονται από τον 18ο. Αφορούν νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, Ήπειρο, Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία και Μακεδονία. Αναφέρονται είδη G. herbaceum του Παλαιού Κόσμου («του Λεβάντε» ή Ασιατικό) ενώ στη Σαντορίνη φυόταν και το G. arboreum. Το βαμβάκι του Λεβάντε στήριξε την ανάπτυξη της δυτικής βαμβακουργίας έως και το 18ο αιώνα. Βάσει της πληθώρας των αποδιδόμενων κατά περιόδους στο ελληνικό βαμβάκι χαρακτηριστικών, τεκμαίρεται η καλλιέργεια τοπικών ποικιλιών, καθεμία με ιδιαίτερες φυσικές ιδιότητες. Οι καλλιεργητές αυτοκατανάλωναν το βαμβάκι και επέκτειναν την καλλιέργεια οσάκις υπήρχε ζήτηση στην ξένη αγορά. Το 15ο αιώνα η Χίος ήταν το κέντρο διακίνησης βαμβακιού στη Μεσόγειο. Στα τέλη του 18ου αιώνα το βαμβάκι της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας θεωρείτο το καλύτερο στο Λεβάντε. Στις αρχές του 19ου αιώνα η Ελλάδα παρήγε ποσότητα βαμβακιού συγκρίσιμη με της Αμερικής. Επίσης, παρήγε και εξήγε υφαντά, ιστιόπανα, νήματα -φημισμένα ήταν τα βαμμένα κόκκινα ή μπλε-, λουτρικά, κάλτσες, μαντήλες και σκουφιά. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα η βαμβακοπαραγωγή στην Ελλάδα συρρικνώθηκε: Η ελληνική επανάσταση (1821) διατάραξε την παραγωγή και το εμπόριο βαμβακιού. Με την ίδρυση του κράτους (1828) βρέθηκαν εκτός των συνόρων πολλές βαμβακοπαραγωγές περιοχές και μεταξύ αυτών οι δύο σημαντικότερες, η Θεσσαλία και η Μακεδονία. Το αμερικανικό βαμβάκι, καταλληλότερο για τη βιομηχανική παραγωγή που αναπτυσσόταν στη Δύση, περιόρισε τη ζήτηση του Ασιατικού. Η διεθνής ζήτηση για σιτηρά και καπνά ήταν πρόσθετος λόγος μείωσης της βαμβακοπαραγωγής. Παράλληλα, τα ευρωπαϊκά βιομηχανικά βαμβακερά προϊόντα -νήμα και υφάσματα, ειδικά τα εμπριμέ- εκτόπιζαν τα εγχώρια χειροποίητα.Από τα μέσα του 19ου αιώνα η βαμβακοκαλλιέργεια άρχισε να αυξάνεται, ενώ λόγω του «βαμβακολιμού» (δεκαετία 1860) αυξήθηκε στη διεθνή αγορά η ζήτηση για το βαμβάκι του Λεβάντε. Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος είχε αρχίσει να αναπτύσσεται η εγχώρια αγορά και η ζήτηση για βαμβακερά, χοντρά αλλά και ευγενή, εισαγόμενα και εγχώρια. Το πρώτο νηματουργείο βάμβακος ιδρύθηκε το 1846, ενώ η βαμβακοβιομηχανία άρχισε να αναπτύσσεται στα 1860. Έως το 1874 στη χώρα είχαν ιδρυθεί και λειτουργούσαν δεκαοκτώ νηματουργεία, τα οποία πέτυχαν σταδιακά να εκτοπίσουν τα εισαγόμενα νήματα από την εγχώρια αγορά. Το 1875 άρχισαν να λειτουργούν και τα δύο πρώτα ατμοκίνητα υφαντουργεία. Παράλληλα δρομολογήθηκαν κρατικές προσπάθειες για την ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας: εισαγωγή αιγυπτιακών και αμερικανικών ποικιλιών για την ποιοτική βελτίωση του ελληνικού βαμβακιού και μείωση της φορολογίας. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας βαμβακερών αποδείχθηκε ταχύτερη από την παραγωγή του βαμβακιού, παρά το γεγονός ότι το 1881 ενσωματώθηκε η βαμβακοπαραγωγός Θεσσαλία. Η Ελλάδα εξελίχθηκε σε καθαρό εισαγωγέα βαμβακιού, κατάσταση που διατηρήθηκε έως τον Α΄Π.Π. Ωστόσο, ενώ το αμερικανικό βαμβάκι ήταν το πρότυπο, το ελληνικό διατηρούσε την καλή του φήμη. Η Ελλάδα εξήγε βαμβάκι καλύτερης ποιότητας και εισήγε ευτελέστερο από την Ανατολή, καθώς και ανώτερο αμερικανικό και αιγυπτιακό, ανάλογα με τις ανάγκες της εγχώριας κατανάλωσης.Τη δεκαετία του 1880 η βαμβακοβιομηχανία αντιμετώπισε κρίση που οφειλόταν στις νομισματικές μεταβολές και στην έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων, καθώς και στη φορολογική επιβάρυνση της κατανάλωσης. Από τη δεκαετία του 1890 και έως το 1912/13 ο κλάδος γνώρισε νέα άνθηση, που οφειλόταν στην αύξηση του πληθυσμού και στην αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών. Η πλειονότητα των βιομηχανιών ήταν οικογενειακές, εντάσεως εργασίας και είχαν περιορισμένο μηχανολογικό εξοπλισμό. Σχεδόν όλες είχαν δημιουργήσει τις κτιριακές εγκαταστάσεις με τραπεζικό δανεισμό, στον οποίον ήταν υπερβολικά εκτεθειμένες. Η μελέτη περιλαμβάνει σύντομα κείμενα για κάθε μία βαμβακοβιομηχανία της Παλαιάς και της Νέας Ελλάδας έως τον Α’ Π.Π.Αν και η ανάπτυξη της βαμβακοβιομηχανίας περιόρισε τη βιοτεχνία και την οικοτεχνία, αυτές διατήρησαν μεγάλο μερίδιο της αγοράς και μετά τον Β΄ Π.Π. Η μελέτη περιλαμβάνει στο παράρτημα πίνακα ενδεικτικό των εν λειτουργία βιοτεχνιών έως τον Α’ Π.Π.Την περίοδο του Μεσοπολέμου η βαμβακοπαραγωγή και η βαμβακοβιομηχανία αναπτύχθηκαν· στο δυναμικό της χώρας προστέθηκε και η Μακεδονία που ενσωματώθηκε το 1913. Η βαμβακοπαραγωγή παρέμενε αρχικώς στάσιμη αλλά από το 1931 ως 1937 η επέμβαση του Κράτους (Ινστιτούτο και Οργανισμός Βάμβακος) είχε ως αποτέλεσμα τον τριπλασιασμό της καλλιεργούμενης επιφάνειας, τον εξαπλασιασμό και την ποιοτική βελτίωση της παραγωγής και τον εφοδιασμό της βαμβακοβιομηχανίας με καλύτερης ποιότητας εγχώρια πρώτη ύλη, ώστε να μην εξαρτάται από τις εισαγωγές. Το 60% του εγχώριου βαμβακιού κατατάσσονταν στις ανώτερες κλάσεις, ενώ 10% στην ανώτατη. Εισάγονταν μόνον περιορισμένες ποσότητες βαμβακιού, απαραίτητες για ειδικές κατηγορίες προϊόντων.Το 1937 η βαμβακουργία συμμετείχε με 43,37% στη συνολική αξία των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Η εγχώρια παραγωγή υποκατέστησε τις εισαγωγές στα χοντρά ευρείας, λαϊκής κατανάλωσης νήματα και τα αντίστοιχα υφάσματα. Τα είδη αυτά είχαν δασμολογική προστασία, αλλά ο ανταγωνισμός λόγω υπερπαραγωγής έριχνε τις τιμές, οδηγώντας στα μέσα της δεκαετίας του 1930 σε κρίση· την κρίση επέτεινε η αδυναμία παραγωγής λεπτών βαμβακερών -τα οποία ζητούσε η αγορά-, χωρίς πρόσθετη δασμολογική προστασία.Η «Πειραϊκή-Πατραϊκή», η μεγαλύτερη βαμβακοβιομηχανία της χώρας, ιδρύθηκε το 1932 μετά από συγχώνευση της «Πειραϊκής Εμποροβιομηχανικής» (ιδρ. Ιανουάριος 1918) και της «Πατραϊκής Εμποροβιομηχανικής» (ιδρ. Νοέμβριος 1919), με πρωτοβουλία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Η διατριβή παρακολουθεί όλα τα στάδια δημιουργίας των δύο αυτών εταιρειών και αναλύει τους λόγους, τις περιστάσεις και τα αποτελέσματα της συγχώνευσης.Η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» διέθετε το 1939 τέσσερα ιδιόκτητα και ένα μίσθιο εργοστάσια. Συνολικά είχε δυναμικότητα 30.928 ατράκτων και 489 υφαντικών ιστών. Για τα δεδομένα της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας, η παραγωγή της ξεχώριζε, επειδή την χαρακτήριζε μεγάλη ποικιλία και άριστη ποιότητα προϊόντων, συνετή οικονομική διαχείριση και εξαιρετική εμπορική στρατηγική. Στο παράρτημα η μελέτη περιλαμβάνει 87 πίνακες, κάποιοι με σχεδιαγράμματα, που αφορούν, ενδεικτικά: (1) την καλλιέργεια, την παραγωγή, τις τιμές, την κατανάλωση και το εξωτερικό εμπόριο του βαμβακιού· (2) την παραγωγή, τα είδη, τις τιμές και το εξωτερικό εμπόριο των προϊόντων της βαμβακουργίας καθώς και την κατανάλωση, τη διαμόρφωση των τιμών των εν λόγω προϊόντων καθώς τον βαθμό υποκατάστασης των εισαγωγών. Επίσης, συμπεριλαμβάνει περιγραφή του μηχανικού εξοπλισμού δώδεκα εργοστασίων, ενδεικτικές περιπτώσεις για την περίοδο 1870-1939.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
References to cotton cultivation in Greece date back to the 12th century and become more numerous from the 18th century onward. At the beginning of the 19th century, Greece produced an amount of cotton comparable to that of America. It also produced and exported textiles, sailcloth, threads -dyed red or blue were famous- towels and bathing suits, socks, scarves and hats. In the first half of the 19th century, cotton production in Greece declined: The Greek Revolution (1821) disrupted both production and trade. Beginning in the mid-19th century, cotton cultivation started to expand: The “cotton famine” of the 1860s led to a rise in the demand for Levantine cotton on the international market. The first cotton spinning mill was established in 1846, and the cotton industry began to develop in the 1860s. By 1874, eighteen spinning mills were established and operating in the country, gradually succeeding in displacing imported yarn from the domestic market. In 1875, the first two steam-powe ...
References to cotton cultivation in Greece date back to the 12th century and become more numerous from the 18th century onward. At the beginning of the 19th century, Greece produced an amount of cotton comparable to that of America. It also produced and exported textiles, sailcloth, threads -dyed red or blue were famous- towels and bathing suits, socks, scarves and hats. In the first half of the 19th century, cotton production in Greece declined: The Greek Revolution (1821) disrupted both production and trade. Beginning in the mid-19th century, cotton cultivation started to expand: The “cotton famine” of the 1860s led to a rise in the demand for Levantine cotton on the international market. The first cotton spinning mill was established in 1846, and the cotton industry began to develop in the 1860s. By 1874, eighteen spinning mills were established and operating in the country, gradually succeeding in displacing imported yarn from the domestic market. In 1875, the first two steam-powered textile mills began operating. At the same time, state efforts were launched for the improvement of cotton cultivation: introduction of Egyptian and American varieties to improve the quality of Greek cotton and reduction of taxation. In the 1880s, the cotton industry faced a crisis due to currency fluctuations, lack of bank credit, and the tax burden on consumption. From the 1890s to 1912/13, the industry experienced a new boom, driven by population growth and changing consumer habits. The majority of the industries were family-run, labor-intensive, and predominantly utilized outdated mechanical equipment. Almost all had constructed their building facilities with bank loans, resulting in excessive financial exposure. The study features a brief text for each major cotton industry in Greece up to WWI. Although the development of the cotton industry limited workshop and at-home production, these retained a large market share even after WWII. The study includes a table (list) in the appendix that indicates the workshops in operation up to WWI. During the interwar period, cotton production and the cotton industry experienced significant development. The incorporation of Macedonia into the country (1913) expanded its capacity in both sectors. Cotton production initially remained stagnant, but from 1931 to 1937, the intervention by the State (through the establishment of the Cotton Institute and the Cotton Organization) led to a tripling of the cultivated area, a sixfold increase in production, qualitative improvements, and the supply of the cotton industry with higher quality domestic raw material. This development reduced the industry’s dependency on imports. The only problem was the industry’s inability to produce the fine cottons the market demanded without extra tariff protection; fine cottons were imported.“Piraeki-Patraeki”, the largest cotton industry in the country, was founded in 1932 after the merger of “Piraeki Emporobiomichaniki” (est. January 1918) and “Patraeki Emporobiomichaniki” (est. November 1919), under the initiative of the National Bank of Greece. The thesis examines each phase of the creation of the companies and analyzes the reasons, circumstances, and outcomes of the merger. In 1939, “Piraeki-Patraeki’ operated four privately owned factories and one leased factory. Altogether, these facilities boasted a capacity of 30,928 spindles and 489 looms. Within the Greek textile industry, its production was distinguished by a broad variety of products of excellent quality, sound financial management, and an outstanding commercial strategy. The dissertation’s appendix (supplementary material section) contains 87 tables, some with supplementary diagrams. They cover various topics, including: (1) the cultivation, production, pricing, consumption, and foreign trade of cotton; (2) the production, types, pricing, and foreign trade of cotton goods. In addition the consumption of cotton goods, the price formation, and the extent of import substitution. The appendix also includes descriptions of the mechanical equipment in twelve factories, examples from the period 1870-1939. Finally, it includes an encyclopedic dictionary for more than eighty cotton products, used or produced in the country.
περισσότερα